του Βιτάλι Ναούμκιν
Μεταξύ
9-10 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Ρωσσίας Βλαδίμηρος
Πούτιν πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αίγυπτο, ανταποδίδοντας την επίσκεψη,
τον Αύγουστο 2014 στη Ρωσσία, του Αιγύπτιου προέδρου Αμπντέλ Φαττάχ αλ-Σίσι. Λίγο πριν από το ταξίδι του Πούτιν, στην
Μόσχα οι αναλυτές πρότειναν οι ρωσσο-αιγυπτιακές σχέσεις να αναβαθμιστούν σε
στρατηγική συνεργασία. Το φόντο μιας τέτοιας αλλαγής περιελάμβανε κοινές θέσεις
σε μια σειρά από περιφερειακά ζητήματα, στενά αλληλένδετα συμφέροντα (κυρίως
στον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας). ένα επιτυχημένο ιστορικό διμερούς
συνεργασίας σε διάφορα μέτωπα, και μια ισχυρή προσωπική σχέση εμπιστοσύνης
μεταξύ των δύο ηγετών.
Στον
αναγνώστη να υπενθυμίσουμε ότι στη Μόσχα πήρε κάποιο χρόνο για να υποστηρίξει
τον Αιγύπτιο στρατιωτικό, ο οποίος είχε αναλάβει την εξουσία μέσω μιας άνευ προηγουμένου
μεγάλης κλίμακας εκδήλωση της λαϊκής βούλησης. Ωστόσο, το παιχνίδι της αναμονής
δεν κράτησε πολύ, καθώς ο προσανατολισμός της Ρωσσίας προς τη υποστήριξη του
Σίσι, με κάθε δυνατό τρόπο, έγινε φανερός μετά την εκλογική νίκη του Σίσι. άλλαξαν το ρου του πολέμου.
· Η αναπάντεχη ικανότητα του καθεστώτος Μπααθ και του ίδιου του Άσαντ να κρατηθούν όρθιοι στη δυτική Συρία, όπου βρίσκεται και το 80% του πληθυσμού της χώρας, υπήρξε η ουσιαστική προϋπόθεση για ό,τι συνέβη στη συνέχεια. Αποδείχτηκε ότι, παρά την πεποίθηση πολλών ξένων αναλυτών, ο συριακός εθνικισμός, που συνενώνει στους κόλπους του πολλές εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, έχει βαθιές ρίζες.
· Στη Συρία διεξάγεται ένας πόλεμος μεταξύ του σιιτικού τόξου και της σαλαφιστικής εκδοχής του σουνιτικού ισλάμ. Πίσω από τον Αλαουίτη Άσαντ συσπειρώθηκαν και πολεμούν δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, της Χεζμπολλάχ του Λιβάνου, των σιιτών του Ιράκ, ακόμη και των σιιτών Χαζάρων του Αφγανιστάν. Επομένως, αυτό που συνέβαινε δεν ήταν δυνατόν να παρουσιάζεται εσαεί ως μια επανάσταση του συριακού λαού κατά ενός αυταρχικού ηγέτη. Πολύ περισσότερο που στις τάξεις των αντιπάλων του βρέθηκε σύσσωμη η «ισλαμιστική διεθνής».
· Διαρκούντος του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, προέκυψε η πολιτική αλλά και ηθική ήττα της «Αραβικής Άνοιξης». Η φρικτή αποκάλυψη του τι έφερνε αυτό που αποκαλείτο δημοκρατική εξέγερση, έγινε στη Λιβύη -η οποία μετά τον Καντάφι έγινε μια διαλυμένη χώρα- αλλά και στην Αίγυπτο, όπου οι αδελφοί μουσουλμάνοι αποπειράθηκαν να επιβάλουν ένα μεσαιωνικό καθεστώς. Το ίδιο συνέβη και στη Συρία, όταν το «Ισλαμικό Κράτος» επέβαλε καθεστώς πρωτοφανούς τρόμου και βίας, σε όσες περιοχές κατακτούσαν. Όπως ήταν εύλογο, ο φόβος των τζιχαντιστών ενίσχυσε εν τέλει τις δυνάμεις του Άσαντ.
· Η αντοχή του καθεστώτος επέτρεψε να εκδηλωθεί πιο δυναμικά ο κουρδικός εθνικισμός, που ανέτρεψε τον τυχοδιωκτικό σχεδιασμό της Άγκυρας. Εκεί που ο νεο-οθωμανός Ερντογάν υπελόγιζε ότι θα επέκτεινε τα όρια της τουρκικής επιρροής, οι Κούρδοι εγκαθίδρυσαν τη δική τους εξουσία, και, το κυριότερο, έγιναν πολύτιμοι σύμμαχοι της, πελαγωμένης, Ουάσιγκτον.
· Ο Ομπάμα έδειξε απροθυμία να εμπλακεί σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Συρία, μετά τα παθήματα-μαθήματα σε Αφγανιστάν και Ιράκ, παρά τις κραυγές των νεο-συντηρητικών. Η Ουάσιγκτον είχε κάθε συμφέρον από την ανατροπή του Άσαντ. Μ’ αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε τη ρωσική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο, θα δημιουργούσε νέες διαδρομές μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από Σαουδική Αραβία και Κατάρ, μέσω Τουρκίας, στην Ευρώπη, και θα απέκοβε το Ιράν από τα σύνορα του Ισραήλ. Ο Λευκός Οίκος, όμως, κατανόησε ότι το κουβάρι της Συρίας ήταν πολύ μπερδεμένο και θα απαιτούσε σκληρές θυσίες εκ μέρους των Αμερικανών. Ακόμη, άλλωστε, είναι νωπό το σοκ από το οδυνηρό τέλος του πρέσβη των ΗΠΑ στη Βεγγάζη.
· Το γεγονός, ωστόσο, που έκρινε την πορεία του πολέμου ήταν, το δίχως άλλο, η ρωσική επέμβαση. Ο Πούτιν, με μια κίνηση ματ, έριξε το βαρύ και σύγχρονο οπλισμό του στο συριακό μέτωπο. Και το έπραξε αυτό κυριολεκτικά την ύστατη στιγμή, όταν ο στρατός του Άσαντ φαινόταν στις αρχές του φθινοπώρου του 2015, πως δεν θα μπορούσε να κρατήσει άλλο. Τα κτυπήματα της ρωσικής αεροπορίας ήσαν συντριπτικά και κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τόσο τους αντικαθεστωτικούς της ισλαμικής και μετριοπαθούς αντιπολίτευσης όσο και τους μαχητές του ισλαμικού κράτους. Η Μόσχα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις διαμαρτυρίες των δυτικών αλλά και της Άγκυρας, επέλεξε να δώσει προτεραιότητα στις περιοχές που γειτνίαζαν με την Τουρκία. Γιατί ακριβώς από εκεί γινόταν η μεταφορά ενισχύσεων σε όπλα και μαχητές. Το ρωσικό σχέδιο προσπάθησε να αποτρέψει η Άγκυρα με την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους. Πράξη που ωστόσο προκάλεσε την εγκατάσταση των συστημάτων S-400 στη Συρία, τα οποία πλέον έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οτιδήποτε ίπταται σε όλο τον εναέριο χώρο της Συρίας, και όχι μόνον.
Έτσι, παρά τις αρχικές αποτυχίες του αδύναμου συριακού στρατού - με ενισχύσεις από Ιρανούς, Λιβανέζους, Ιρακινούς αλλά και Ρώσους, και με ένα καλά οργανωμένο σχέδιο που ακύρωσε τους υπολογισμούς της Τουρκίας στο Χαλέπι και στα Τουρκομανικά όρη- η Δαμασκός άρχισε να ελέγχει το παιχνίδι. Ταυτοχρόνως, μεγάλες ήταν οι επιτυχίες των Κούρδων στο βορρά, μαζί με τις συμμαχικές αραβικές –μουσουλμανικές και χριστιανικές- δυνάμεις. Οι Κούρδοι με την επίδειξη των στρατιωτικών τους ικανοτήτων, που πιστοποιήθηκε μετά την ηρωική μάχη στο Κομπάνι, κέρδισαν με το «σπαθί» τους τη διεθνή αναγνώριση και την αμερικανική υποστήριξη.
Το «Ισλαμικό Κράτος» βρέθηκε έτσι σε λαβίδα, χωρίς οι σύμμαχοί της να μπορούν να το ενισχύσουν. Η Τουρκία «εσκουζε» χωρίς να βρίσκει ευήκοα ώτα στο ΝΑΤΟ για να δημιουργήσει την περίφημη ζώνη ασφάλειας, ενώ η Σαουδική Αραβία απειλούσε με επέμβαση, την ώρα που έχει καθηλωθεί στον βρώμικο πόλεμο της Υεμένης.
Έχοντας λοιπόν το «πάνω χέρι» στα πεδία των μαχών, η Μόσχα έκανε ακόμη μια απρόσμενη κίνηση. Ανακοινώθηκε η αποχώρηση του βασικού όγκου των ρωσικών δυνάμεών από τη Συρία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έκπληξη και απορία, αλλά ήταν μια ακόμη υπολογισμένη κίνηση εκ μέρους του Ρώσου προέδρου, που έχει ως στόχο το αύριο της Συρίας:
· Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού αφαίρεσε ένα βασικό επιχείρημα από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Γενεύης, που έκαναν λόγο για βομβαρδισμό αμάχων από τη ρωσική αεροπορία.
· Συνιστά ένα μήνυμα ότι η Ρωσία παίζει με όλους τους παίκτες που σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού –αλλά και τα τετελεσμένα του πολέμου- και δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον άξονα Τεχεράνης-Δαμασκού.
· Τέλος, αφαιρεί τη δυνατότητα σε Άγκυρα και Ριάντ να αποτολμήσουν κάποια χερσαία είσοδο σε συριακό έδαφος, υπό το πρόσχημα κάποιας τρομοκρατικής ενέργειας στη Τουρκία.
Βεβαίως, η Ρωσία διατηρεί στο συριακό έδαφος βασικά οπλικά συστήματα, όπως τους S-400, αλλά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη, καθώς και «στρατιωτικούς συμβούλους», που παίζουν καταλυτικό ρόλο στις μάχες, όπως συνέβη και στην Παλμύρα αλλά και στην χριστιανική πόλη Al-Quarytyan.
Οι εξελίξεις τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ δείχνουν ότι τα «ψωμιά» του «Ισλαμικού Κράτους» είναι μετρημένα, παρά τις αιφνιδιαστικές απόπειρες αιφνιδιασμού που επιχειρεί, όπως αυτή ανατολικά της Δαμασκού, ή η χρήση χημικών, τα οποία χρησιμοποίησε στην DeIr ez-Zur. Ουσιαστικά του μένουν ακόμη δύο σημαντικά οχυρά: η Μοσούλη στο Ιράκ και η Ράκκα στη Συρία. Η βέβαιη πτώση τους δεν θα σημάνει, δυστυχώς, και το τέλος της ολέθριας δράσης τους, καθώς θα συνεχίσουν με επιθέσεις αυτοκτονίας όπου μπορούν.
Το ερώτημα, ωστόσο, που ήδη τίθεται είναι αν η Συρία, μετά τον πόλεμο, θα πρέπει να παραμείνει ενιαία, να αποκτήσει ομοσπονδιακή μορφή ή να διαχωριστεί σε κρατίδια.
Το ομοσπονδιακό σχήμα φαίνεται ότι έχει υποστηρικτές κυρίως στο κουρδικό στοιχείο. Οι Κούρδοι της Ροτζάβα και το σημαντικότερο κόμμα τους της «Δημοκρατικής Ένωσης» ήδη ανακήρυξαν την ομοσπονδοποίηση. Θεωρούν ότι με την ένωση των καντονιών του βορρά, στα οποία θα συνυπάρχουν δημοκρατικά όλες οι μειονότητες, θα κερδίσουν τα δικαιώματά τους, που στερήθηκαν επί του καθεστώτος Μπααθ. Την προοπτική αυτή ίσως την στηρίζουν και οι ΗΠΑ, που έτσι θα έχουν ένα σταθερό σύμμαχο σε μια κομβική περιοχή, σε συνδυασμό μάλιστα με τη δημιουργία ενός επίσης φιλικού ομόσπονδου «Σουνιστάν», στις ανατολικές πετρελαιοπαραγωγές περιοχές της Συρίας. Αλλά κι οι Ρώσοι δεν είναι κάθετα αντίθετοι σε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς γνωρίζουν ότι η Συρία με την προηγούμενη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Αντιθέτως, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η σταθερότητα στη δυτική Συρία, όπου είναι και οι ρωσικές βάσεις, ενώ θα έχουν πρόσβαση και στο Κουρδιστάν, που παραδοσιακά διατηρούν καλές σχέσεις.
Αντίθετος στην ομοσπονδία είναι ο Άσαντ, που προσδοκά να κρατήσει τη χώρα ενωμένη υπό την εξουσία του, η αντικαθεστωτική αντιπολίτευση και η Τεχεράνη που επιδιώκει τη δημιουργία ενός ενιαίου σιιτικού χώρου μέχρι τον Λίβανο. Αντίθετη είναι βέβαια και η Άγκυρα που δεν θέλει να δει στα νότια σύνορά της να δημιουργείται ένα οιονεί κουρδικό κράτος, που όχι μόνον θα ενταφιάσει τα νεο-οθωμανικά όνειρα του Ερντογάν αλλά θα αναπτερώσει τις ελπίδες και των Κούρδων της Τουρκίας για τη δική τους χειραφέτηση
Ανεξάρτητα
από κάποιες ανησυχίες για την κατάσταση ασφάλειας της Αιγύπτου και μια γενική
πτώση των ταξιδιών των Ρώσσων υπηκόων στο εξωτερικό, περισσότερο από 3 εκατομμύρια
Ρώσσοι επισκέφθηκαν τη χώρα τον περασμένο χρόνο. Μάλιστα, ο υπουργός τουρισμού της
Αιγύπτου Χεσάμ Ζαζούα έχει φθάσει
στο σημείο να προτείνει οι συναλλαγές με
τη Ρωσσία σε αυτόν τον τομέα να πραγματοποιούνται σε ρωσσικά ρούβλια και αιγυπτιακές
λίρες, παρακάμπτοντας το δολλάριο. Δεδομένου του μεγέθους του εμπορικού
πλεονάσματος της Ρωσσίας, αυτό δεν μοιάζει απίθανο.
Όπως
δήλωσε ο Γιούρι Ουσάκωφ, ένας βοηθός
του Ρώσσου προέδρου, στις 5 Φεβρουαρίου η
Αίγυπτος και τα έθνη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης έχουν συμφωνήσει να
δημιουργήσουν μια ομάδα εργασίας για μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου, και «έχει παρθεί απόφαση να συγκροτηθεί μια
κατάλληλη ερευνητική ομάδα που θα εξετάσει αυτό το ζήτημα. Η πρώτη συνάντηση της
θα πραγματοποιηθεί στο Κάιρο τον Μάρτιο ή Απρίλιο του τρέχοντος έτους».
Όπως
είπε ο Πούτιν στην αιγυπτιακή εφημερίδα Αλ-Αχράμ στις 8 Φεβρουαρίου «έχουμε αναπτύξει μια αμοιβαία επωφελή και
αποτελεσματική συνεργασία στον αγροτικό τομέα. Η Αίγυπτος είναι ο κύριος αγοραστής του ρωσσικού σιταριού, η Ρωσσία
παρέχει το 40% των σιτηρών που καταναλώνει αυτή η χώρα. Όσο για εμάς
εισάγουμε φρούτα και λαχανικά». Σύμφωνα με τον πρόεδρο, η Ρωσσία «βλέπει ελπιδοφόρες προοπτικές στο πεδίο των
νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα στον τομέα της πυρηνικής
ενέργειας, και της διαστημικής
τεχνολογίας με την κοινή χρήση του ρωσσικού συστήματος δορυφορικής πλοήγησης GLONASS».
Για
το Κάιρο αυτή η συνεχιζόμενη προσέγγιση με τη Μόσχα λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο
μιας δύσκολης, την ίδια ώρα, σχέσης με την Ουάσιγκτον. Πράγματι, όταν
ανακοινώθηκε η απόφαση του Μπαράκ
Ομπάμπα να προσκαλέσει τον Σίσι στον Λευκό Οίκο, στις 14 Ιουλίου 2014, ο
Σίσι δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορούσε να πάει και έστειλε τον πρωθυπουργό του,
υπενθυμίζοντας στους παρατηρητές μια συνέντευξή του που παραχώρησε στον Λάρρυ Βάισσμαν το 2013. Τότε, ο Σίσι δήλωσε
πολύ πιο ωμά: «Ο λαός της Αιγύπτου γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ μαχαίρωσαν πισώπλατα την
Αίγυπτο με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τον Μόρσι. Αυτό δεν είναι κάτι που η
Αίγυπτος θα το ξεχάσει εύκολα ή θα το συγχωρήσει». Στις 24 Οκτωβρίου
2014, το ρωσσικό σάιτ Inosmi
δημοσίευσε απόσπασμα από ένα άρθρο που είχε τίτλο «Η Αίγυπτος ετοιμάζεται για
την επίσκεψη του Πούτιν» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αραβικών Εμιράτων
Αλ-Μπαγιάν, και όπου αναφερόταν ότι «σε
αντίθεση με τις δράσεις της Ουάσιγκτον που θεωρεί ως την νόμιμη κυβέρνηση μια τρομοκρατική
οργάνωση που είναι αναμεμειγμένη σε λεηλασίες και αρπαγές και καταγγέλλει την
αποπομπή της ως πραξικόπημα, η Ρωσσία δεν είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί με αυτό και
γι’ αυτό λέει ανενδοίαστα τα πράγματα με το όνομά τους».
Η
αιγυπτιακή ηγεσία ήταν ιδιαιτέρως ενοχλημένη από την περιοδεία στην Ουάσιγκτον,
τον Ιανουάριο του 2015, μιας αντιπροσωπείας της αιγυπτιακής αντιπολίτευσης, που
περιελάμβανε μέλη του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας. Η αντιπροσωπεία έγινε δεκτή από το Υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα
με τον πολιτικό σύμβουλο Κριστόφ Λήμαν. Δεν πιστεύω, όμως, ότι η
Αίγυπτος θα επιδεινώσει περαιτέρω τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, καθώς έχει
τεράστια ανάγκη την αμερικανική βοήθεια. Η συνεργασία της Αιγύπτου με τη Ρωσσία
σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από το εάν τα δυτικά έθνη θα συνεχίσουν να στηρίζουν
οικονομικά τον Σίσι. (Δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Ρωσσία ως
αποτέλεσμα των κυρώσεων και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου είναι απίθανο
επωμιστεί το βάρος μιας αφιλοκερδούς βοήθειας στο Κάιρο).
Χωρίς
τη μεγάλη οικονομική στήριξη, που οι χώρες του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία,
τα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ παράσχουν, η Αίγυπτος δεν θα μπορούσε να
πληρώσει τις εισαγωγές όπλων ή στρατιωτικού εξοπλισμού από τη Ρωσσία, που
σύμφωνα με τα ΜΜΕ έφθασαν πέρυσι τα 3,5 δις δολ., περιλαμβάνοντας αεροσκάφη με
περιστροφικά και σταθερά πτερύγια, όπως επίσης συστήματα αεράμυνας. Παραμένει
ασαφές τι είδους «μετασεισμούς» θα βιώσει η Αίγυπτος και η ισορροπία ισχύος
στην περιοχή ευρύτερα ως αποτέλεσμα του «σεισμού» που ακολούθησε τη διαδοχή στο
βασιλικό θρόνο της Σαουδικής Αραβίας. Ο Ντέιβιντ
Χέρστ, αρχισυντάκτης του «Middle
East Eye», πιστεύει ότι «δεν είναι καλή στιγμή για τον αιγυπτιακό στρατό να χάσει το βασικό του
χρηματοδότη στο Ριάντ, αλλά τώρα αυτό είναι μια υπαρκτή πιθανότητα». Κατά
την γνώμη του η σαουδαραβική πολιτική να κηρύξει την Μουσουλμανική Αδελφότητα
ως τρομοκρατική οργάνωση μπορεί επίσης να αλλάξει, όπως αποδεικνύεται
ειδικότερα από τη άφιξη του Ρασίντ
Γκαννούτσι στο Ριάντ, με σκοπό να εκφράσει τα συλλυπητήριά του για το θάνατο
του βασιλιά Αμπντουλλάχ μπιν
Αμπντουλαζίζι, καθώς και από την απομάκρυνση του Σουλεϊμάν Αμπ Αλ-Χαΐλ, υπουργού κληροδοτημάτων και ισλαμικών
υποθέσεων, και κύριου αντιπάλου της Αδελφότητας,.
Ένα
τεράστιο πεδίο συνεργασίας έχει ανοίξει για το Κάιρο και τη Μόσχα και κάθε
πλευρά έχει εντείνει τις προσπάθειές της να μεσολαβήσει για τη διευθέτηση στη
συριακή σύγκρουση. Πριν από τη διερευνητική συνάντηση της συριακής
αντιπολίτευσης, της κοινωνίας των πολιτών και των αντιπροσώπων της κυβέρνησης
στη Μόσχα στις 26-29 Ιανουαρίου –η πρώτη συνάντηση αυτού του είδους- προσωπικότητες
της αντιπολίτευσης συναντήθηκαν στο Κάιρο, χωρίς συμμετοχή αντιπροσωπείας της συριακής
κυβέρνησης. Δεν θα απέκλεια μια εξέλιξη,
όπου ως αποτέλεσμα της επίσκεψης του Ρώσσου προέδρου στο Κάιρο, τα δύο μέρη θα
ενώσουν τις δυνάμεις τους στο πλαίσιο της διευθέτησης στη Συρία. Αυτό θα ενισχύσει
αναμφίβολα τις πιθανότητες επιτυχούς λύσης της σύγκρουσης.
Ο
πόλεμος επίσης κατά της διεθνούς τρομοκρατίας παραμένει κομβικός για την πολιτική
προσέγγιση της Μόσχας με το Κάιρο. Στις 29 Ιανουαρίου, στην χερσόνησο του Σινά
έλαβε χώρα μια επίθεση εναντίον του αιγυπτιακού στρατού από τρομοκράτες της οργάνωσης
Νιλαγιάτ Σινάι (που προηγουμένως ήταν γνωστή ως Ανσάρ Μπαγιουτ αλ-Μαγκντί), η οποία
έχει ορκιστεί υποταγή στο Ισλαμικό Κράτος, καταφέροντας ένα πλήγμα στον Σίσι.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Middle
East Briefing το
γεγονός αυτό αύξησε τη γενική αίσθηση ότι η κυβέρνηση του Σίσι δεν είναι ικανή
να ελέγξει την επιδείνωση του περιβάλλοντος ασφάλειας. Επιπλέον, ο Σίσι
κατηγόρησε την Μουσουλμανική Αδελφότητα για τη διεξαγωγή μιας εκστρατείας
τρόμου. Οι αιγυπτιακές αρχές υποπτεύονται ότι η τρομοκρατική επίθεση ενισχύθηκε
από ξένες ειδικές υπηρεσίες. Είναι χαρακτηριστικό ένα ανακοινωθέν της Μουσουλανικής
Αδελφότητας την ημέρα της επίθεσης, που υποσχόταν να εντείνει τη τζιχάντ
ενάντια στην κυβέρνηση, σύμφωνα με το Middle East Briefing. Σε αυτό το πλαίσιο η συνεργασία με τη
Ρωσσία, που όπως η Αίγυπτος, αντιμετωπίζει την Αδελφότητα ως μια τρομοκρατική
οργάνωση παίρνει νέα ώθηση.
Με τη επιδίωξη μιας νέας εταιρικής
σχέσης με την Αίγυπτο ως βασικό Αραβικό έθνος, η Ρωσσία αποδεικνύει ότι οι θεωρίες
για την πολιτική της απομόνωση δεν έχουν βάση. Σύμφωνα με το Σεθ Φέρρις (New Eastern Outlook) «Για λόγους που δεν δημιούργησε η ίδια η Αίγυπτος, η Ρωσσία έχει γίνει ο
πλέον αποδεκτός υποστηρικτής της τόσο με πολιτικούς όσο και συναισθηματικούς
όρους».
Λαμβάνοντας
υπ’ όψιν τη δυναμική εξέλιξη των σχέσεών της Ρωσσίας με μη αραβικούς παίχτες όπως
τη Τουρκία το Ισραήλ και το Ιράν, οι
δεσμοί με την Αίγυπτο δίνουν στη Ρωσσία μεγαλύτερη επιρροή ως παίκτη στη Μέση
Ανατολή. Ακόμη και εάν η Μόσχα ούτε μπορεί
ούτε θέλει να ανταγωνιστεί παίκτες που διατηρούν μεγαλύτερη επιρροή στη Μέση
Ανατολή, και κυρίως με την Ουάσιγκτον, δεν έχει απλώς εξασφαλίσει τη θέση της αλλά
σαφώς κερδίζει έδαφος.
Απόδοση
στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου