Το
2017 εκδόθηκε στα ελληνικά, από δύο εκδοτικούς οίκους ταυτόχρονα, το
εμβληματικό μοντερνιστικό μυθιστόρημα «Πετρούπολη»(1913) του Αντρέι Μπέλυ.
Συγκεκριμένα, η Σταυρούλα Αργυροπούλου για την «Κίχλη» και η Ελένη Μπακοπούλου για
τους «Αντίποδες», πέτυχαν αμφότερες έναν μεταφραστικό άθλο, χαρίζοντας στο
ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα πολύ σπουδαίο έργο, που ο πυρήνας της πλοκής του
εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια λίγων ημερών του Οκτωβρίου του 1905. Πρόκειται
για βιβλίο που ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ συγκαταλέγει στα τέσσερα σημαντικότερα του
20ού αιώνα -μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»
του Προυστ και τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα-, ενώ ο Σαλάμωφ ισχυριζόταν ότι ήταν το
τελευταίο μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα, που επηρέασε την πρόζα του Πιλνιάκ, του
Ζαμιάτιν, του Βεσιόλι, κ.ά. Ο Μπερντάγιεφ στο «Νόημα της Ιστορίας» το αναφέρει
ως χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής της αποσύνθεσης του προσώπου και του τέλους
του Ουμανισμού.
Ο
Αντρέι Μπέλυ, κατά κόσμον Μπορίς
Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ (1880-1934), υπήρξε μια κορυφαία προσωπικότητα
των ρωσικών γραμμάτων, ένας από τους τρεις μεγάλους συμβολιστές, μαζί με τον
Αλέξανδρο Μπλοκ και τον Βιατσεσλάβ Ιβάνωφ. Η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, σύζυγος του
ακμεϊστή ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ έγραψε γι’ αυτόν: «μου έδινε την εντύπωση ότι
δεν είχε σώμα, ότι ήταν ένα ηλεκτρικό φορτίο, η υλοποίηση της θύελλας, του
θαύματος».
Μετά
την επανάσταση του 1917, την οποία υποστήριξε, αναγκάστηκε να φύγει στο
εξωτερικό, για να ξαναγυρίσει σύντομα. Η πορεία του έκτοτε δεν ήταν ανάλογη της
προεπαναστατικής του δημιουργίας. Το 1931, μάλιστα, συνελήφθη η δεύτερη γυναίκα
του, ως πρώην μέλος της «Ρωσικής Ανθρωποσοφικής Εταιρείας» στην οποία ανήκε και
ο Μπέλυ, και τότε απηύθυνε επιστολή στο Στάλιν (που περιλαμβάνεται στην
πολυτονική έκδοση της «Κίχλης», μεταφρασμένη από τη σλαβολόγο Αλεξάνδρα
Ιωαννίδου, η οποία έγραψε επίσης ένα διαφωτιστικό Επίμετρο). Σ’ αυτό το
ταπεινωτικό, για ένα πνεύμα σαν τον Μπέλυ, κείμενο, ο συγγραφέας αποδίδει την
αιτία για την δίωξη και την απαξίωση του έργου του από τους επίσημους
λογοτεχνικούς κύκλους στην αρνητική κριτική που του είχε ασκήσει, το 1922, ο
Τρότσκι. Τελικά, με την παρέμβαση του Γκόρκι, η σύζυγός του ελευθερώθηκε.
Για μια σφαιρική προσέγγιση
των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Μπέλυ, αλλά και της τόσο σύνθετης εποχής που
κόπηκε δια μιας από την επανάσταση χωρίς να συνέχεια, μεταφράσαμε από το βιβλίο
του Σ.Α.Λεβίτσκι «Δοκίμια για την Ιστορία της Ρωσικής Φιλοσοφίας», το κεφάλαιο
που αναφέρεται σ’ αυτόν, με τον τίτλο «Ο Αντρέι Μπέλυ ως φιλόσοφος»[1].
Μένει να πούμε μερικά λόγια για τον Αντρέι Μπέλυ ως
φιλόσοφο. Υπό αυτό το πρίσμα, οφείλουμε να κάνουμε μια ιδιαίτερα αυστηρή
επιλογή, καθώς από τις εκατοντάδες σελίδες που έγραψε για φιλοσοφικά θέματα, το
μέγιστο μέρος τους συνιστά μια ροή από ανεπεξέργαστες, χαμηλού επιπέδου
σκέψεις. Στη συλλογή του «Συμβολισμός»
παρατίθενται συνεχώς κάτι περισσότερο από εκτεταμένα αποσπάσματα του Χάινριχ Ρίκερτ, τον οποίον θαύμαζε και η επιρροή επάνω του ήταν πολύ έντονη.
Ωστόσο, στα φιλοσοφικά άρθρα του συναντούμε εμπνευσμένα
αποσπάσματα, λαμπρές διατυπώσεις, ενδεικτικές της αναμφίβολης φιλοσοφικής του
διαίσθησης.
Ο Μπέλυ, από τις αρχές του αιώνα, εμφανίζεται ως ο θεωρητικός
του συμβολισμού (στη συνέχεια το ρόλο αυτόν τον ανέλαβε ο περισσότερο
πειθαρχημένος Βιατσεσλάβ Ιβάνωφ). Αν
η επιρροή του Ρίκερτ ήταν μάλλον φορμαλιστική,
στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών του αντιλήψεων αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε. Στον Νίτσε είδε τον προφήτη της νέας εποχής, τον θρησκευτικό
καινοτόμο, τον βασικό πρόδρομο του συμβολισμού.