Η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας οφείλεται στον εσωτερικό διχασμό, τις λανθασμένες αρχικές εκτιμήσεις και τα σφάλματα επί του πεδίου. Καθοριστικό ρόλο, όμως, έπαιξε η τελική εχθρική στάση, σαφής ή κεκαλυμμένη, προς την ελληνική παρουσία στο μικρασιατικό έδαφος, όλων των βασικών διεθνών δρώντων της εποχής, πλην της Αγγλίας. Τις υποδείξεις της οποίας ακολουθούσαν ευλαβικά όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Για τον λόγο τούτο, άλλωστε, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών, και βασικός μέτοχος της Turkish Petroleum, Κώρζον, αισθανόταν τύψεις μετά την επονείδιστη εκτέλεση των εξ. Ωστόσο, κοινός στόχος όλων των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων της Αντάντ ήταν η αποτροπή της δημιουργίας αγγλικών διαδρόμων προς τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μοσούλης και της Κασπίας.
Στην νίκη των δυνάμεων του Κεμάλ συνέβαλε, όμως, καθοριστικά, και η σοβιετική Ρωσία.
[...] Από πλευράς Κεμάλ, είναι προφανές ότι το αίτημα βοηθείας προς τους μπολσεβίκους, έγινε σε μια κρίσιμη γι’ αυτόν, στιγμή, την άνοιξη του 1920. Η σχεδόν άμεση θετική ανταπόκριση του Λένιν για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων, την ανάπτυξη κοινής στρατηγικής στην Υπερκαυκασία και την γενναία αρωγή, σε οπλισμό, χρήματα και στρατιωτικούς συμβούλους, στον στρατό του Κεμάλ, διαρκούντος ακόμη του ρωσικού εμφυλίου, είχε επίσης συγκεκριμένους λόγους:
1. Η επιδίωξη της συγκρότησης ενός Etat tampon, μιας ουδέτερης οντότητας, στα νότια-νοτιοδυτικά σύνορα του σοβιετικού κράτους. Έτσι ώστε αυτό να είναι ασφαλές από πιθανή επέμβαση δυτικής δύναμης. Θυμίζουμε ότι την περίοδο αυτή οι κομουνιστές είχαν συντρίψει τις δυνάμεις του Ντενίκιν, καθώς και τις ξένες δυνάμεις που είχαν προστρέξει σε βοήθεια. Μεταξύ αυτών, και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, στην περίφημη ουκρανική εκστρατεία. Μια συμμετοχή, που είχε ως στόχο, σύμφωνα με τις προσδοκίες του Βενιζέλου, κέρδη στην Μικρά Ασία. Βεβαίως, το γεγονός αυτό έδινε στους μπολσεβίκους και μια επιπλέον δικαιολογητική βάση στην φιλοτουρκική πολιτική τους. Αναφέρουμε επίσης ότι ήδη από τις 23 12 1917 Άγγλοι και Γάλλοι είχαν συνάψει μυστική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία οι μεν Άγγλοι θα έπαιρναν κάτω από την άμεση επιρροή τους τον Καύκασο και τις περιοχές του Ντον και του Κουμπάν, ενώ οι Γάλλοι θα έλεγχαν την Ουκρανία, την Κριμαία και την Βεσσαραβία. Αγγλικός στρατός είχε βρεθεί στο Μπακού, αλλά και στο Μπατούμ. Ταυτόχρονα, η σοβιετική Ρωσία, την ίδια περίοδο θα αντιμετώπιζε το στρατό του Βράγγελ, στην τελευταία φάση του εμφυλίου, καθώς και την πολωνική εισβολή. Με τα πεδία των μαχών να βρίσκονται κυρίως στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας. Η νίκη στον εμφύλιο και η συμφωνία της Ρίγας το 1921 έκλειναν το δυτικό μέτωπο. Οπότε για τους σοβιετικούς κομουνιστές έμενε μόνον η Ανατολία, που θα σφράγιζε τις πύλες της Υπερκαυκασίας.
2. Η Υπερκαυκασία ήταν ο δεύτερος λόγος της προσέγγισης των μπολσεβίκων με τους Τούρκους. Στην Γεωργία είχαν επικρατήσει οι μενσεβίκοι, που είχαν στραφεί προς την Αγγλία, στην Αρμενία το κίνημα των Ντασνάκ, που περίμενε την εκπλήρωση των υποσχέσεων των ΗΠΑ για την Μεγάλη Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν ηγούνταν οι μουσαβατιστές με τμήματα των νεότουρκων. Η κατάσταση παρέμενε ρευστή, ενώ σύντομα θα κινδύνευε η ίδια η ύπαρξη της Αρμενίας από την προέλαση των Τούρκων. Επομένως, η διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία θα εμπέδωνε την σοβιετική εξουσία στην περιοχή.
3. Η προσπάθεια των μπολσεβίκων να προσεταιριστούν τις χώρες της Ανατολής σε ένα πλαίσιο αντιιμπεριαλιστικό, αντιαποικιακό και αντιδυτικό. Η προσμονή της έκρηξης της παγκόσμιας επανάστασης, πρωτίστως στον αναπτυγμένο κόσμο, δηλαδή στην δυτική Ευρώπη, δεν επιβεβαιωνόταν. Ο Λένιν με μια πολιτική του τύπου «ex oriente lux», θα επιδιώξει να αναδείξει τη σοβιετική Ρωσία ως το κράτος-ηγέτη του απελευθερωτικού αγώνα των λαών της περιφέρειας, ως «φάρο της ανατολής». Και η συνεργασία με την Τουρκία εξυπηρετούσε αυτό το στόχο τη δεδομένη στιγμή.
4. Η ανάγκη που είχε το σοβιετικό καθεστώς να γίνει αποδεκτό από τις τεράστιες μουσουλμανικές μάζες που κληρονόμησε από τη τσαρική Ρωσία. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παραμονές των επαναστάσεων του 1917, οι μουσουλμάνοι της Ρωσίας ανέρχονταν σχεδόν στα 20 εκατομμύρια σε ένα σύνολο 180. Ανάμεσά τους έβρισκαν εύφορο έδαφος πολιτικο-θρησκευτικές ιδεολογίες και κινήματα όπως ο «παντουρκισμός» και ο «παντουρανισμός», που υπονομευτικά προωθούσαν αρχικά, στο πλαίσιο του «Μεγάλου Παιχνιδιού», οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Γερμανοί. Και ήδη από το 1916 είχε εκδηλωθεί το κίνημα των Μπασμάτσι - μουτζαχεντίν- στην Κεντρική Ασία, με αφορμή την στρατολόγησή τους, καθώς έως τότε είχαν απαλλαγή. Οι Τούρκοι, είχαν σοβαρή επιρροή σε αυτούς τους πληθυσμούς. Η συμμαχία μαζί τους θα νομιμοποιούσε την κομουνιστική εξουσία, στο όνομα της αλληλεγγύης των προλεταρίων και των καταδυναστευομένων λαών. Δεν ήταν τυχαία, επομένως, και η στενή σχέση που διατηρούσε η Μόσχα με τον αντίπαλο του Κεμάλ, Ενβέρ πασά, ο οποίος συμμετείχε ενεργά επί 1,5 χρόνο, στην Εταιρεία για την Ενότητα της Επανάστασης με το Ισλάμ (OERI), και στηριζόταν ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση ήττας του Κεμάλ, για να εισβάλει στην Ανατολία. Η σχέση αυτή διατηρήθηκε όσο ο πόλεμος στην Μικρά Ασία φαινόταν αμφίρροπος. Μετά στάλθηκε στην Κεντρική Ασία για να πολεμήσει τους Μπασμάτσι, αλλά αυτός άλλαξε στρατόπεδο και έπεσε στη μάχη όπου, θεία δίκη, επικεφαλής των μπολσεβίκων ήταν ένας Αρμένιος κομουνιστής
Η προτεραιότητα που έδιναν οι σοβιετικοί κομουνιστές στο ζήτημα των μουσουλμάνων φάνηκε και στη διοργάνωση από την Κομιντέρν του Συνεδρίου των Λαών της Ανατολής τον Σεπτέμβριο του 1920 στο Μπακού. Από τους περίπου 1.900 σύνεδρους, που προέρχονταν από την Κεντρική Ασία, την Κίνα, την Ινδία, τον Καύκασο, την Μέση Ανατολή, την Μικρά Ασία, ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν εμπειρία από το κομμουνιστικό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επικεφαλής της Διεθνούς, Ζηνόβιεφ, για να μιλήσει στη γλώσσα που «καταλάβαιναν» οι σύνεδροι, έκανε έκκληση προς τους λαούς του Ισλάμ για «τζιχάντ-ιερό πόλεμο»(!) ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Βεβαίως, ο ίδιος ο Κεμάλ δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στους κομμουνιστές της Μικράς Ασίας. Και για το λόγο αυτό τους καταδίωξε ανελέητα. Τα στελέχη του ΚΚ Τουρκίας, δολοφονήθηκαν στο πλοιάριο που τους φυγάδευε από την Τραπεζούντα στη Ρωσία, στη γνωστή ως "σφαγή των 15". Προφανώς τους θεωρούσε πιθανούς πράκτορες της Μόσχας, αλλά και φορείς δράσης των Αρμενίων.
Απέναντι στον ελληνισμό η σοβιετική θέση ήταν
1. Ότι οι Έλληνες ήσαν ενεργούμενα των Άγγλων, εργαλείο του ιμπεριαλισμού.
2. Ότι αποτελούσαν μαζί με τους Αρμένιους την αστική τάξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας.
3. Την σοβιετική εμπλοκή την ανιχνεύουμε όμως, και στη δράση του ΣΕΚΕ, που το διάστημα εκείνο εργαζόταν εντατικά για τον ηθικό αφοπλισμό και τη διάλυση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
[...]
Σε ότι αφορά το πλαίσιο βοήθειας της σοβιετικής Ρωσίας προς τους κεμαλικούς συνοπτικά να αναφέρουμε ότι μετά από τις πρώτες κρούσεις και τις επιστολές του Κεμάλ, έχουμε στις 24 Αυγούστου, με την επίσκεψη του Μπεκίρ μπεη στην Μόσχα, ένα σχέδιο συμφωνίας φιλίας, που αποτέλεσε τη βάση για τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 16 Μαρτίου 1921.
Σύμφωνα με αυτήν, θα δινόταν οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία ύψους 10 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων, που αντιστοιχούσαν σε 7,74 τόνους χρυσού. Είχε προηγηθεί η αποστολή μιας πρώτης παρτίδας χρυσού - 620 κιλά από τα αποθέματα χρυσού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (100 χιλιάδες χρυσές οθωμανικές λίρες), μέσω του Χαλίλ Πασά.
Συνολικά, η προμήθεια όπλων και πυρομαχικών ανήλθε σε: 37.812 τουφέκια, 324 πολυβόλα -, 63 εκατομμύρια φυσίγγια -. 66 πυροβόλα, 141.173 οβίδες Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία παρείχε περισσότερα από τα μισά φυσίγγια που χρησιμοποιήθηκαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, το ένα τέταρτο τουφέκια και πυροβόλα και το ένα τρίτο οβιδών.
Πέραν αυτών στάλθηκαν στρατιωτικοί σύμβουλοι, όπως τον Αύγουστο του 1921, ο Φρούνζε, που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην ανασυγκρότηση των τουρκικών στρατευμάτων και των κουρδικών εφεδρειών του, καθώς και στις τακτικές που ακολούθησε. Ενώ, ο Αράλοφ που έφθασε ως πρέσβης τον Ιανουάριο του 1922, και έχει αφήσει πολύ χρήσιμες αναμνήσεις από τη δράση του, συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της τελικής τουρκικής αντεπίθεσης.
Ταυτοχρόνως, με τη συμφωνία της Μόσχας και εν συνεχεία του Καρς στις 13 Οκτωβρίου 1921, διευθετείται το ζήτημα των συνόρων της Τουρκίας με την σοβιετική Υπερκαυκασία. Έτσι η Τουρκία είχε εξασφαλισμένα νώτα, για να επιδοθεί στον πόλεμο κατά του ελληνικού στρατού.
Οι σχέσεις, ωστόσο, σοβιετικής Ρωσίας και Κεμάλ δεν ήταν καθόλου ανέφελες. Υπήρχε πάντοτε η αμοιβαία καχυποψία. Από πλευράς Κεμάλ για κομουνιστική διείσδυση στην Ανατολία, και στήριξη του αρμενικού στοιχείου, ενώ από πλευράς μπολσεβίκων για παρασπονδίες προς την Δύση.
Σε αυτό το διάστημα εκδηλώθηκαν αρκετές κρίσεις, όπως η σύλληψη τον Απρίλιο του 1922 Τούρκων διπλωματών με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Αγγλίας. Ήταν η εποχή ακριβώς που αναφέρει και ο Γιάννης Κορδάτος, ότι μυστικά ένα στέλεχος της Κομιντέρν, μάλλον ο Καρλ Ράντεκ, τον επισκέφθηκε στην Αθήνα, καθώς εκτελούσε χρέη γενικού γραμματέα του ΣΕΚΕ, για να του ζητήσει να μεταφέρει μια πρόταση για τη δημιουργία ζώνης προστασίας για τους χριστιανούς στην Σμύρνη, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της Σοβιετικής Ρωσίας. Παρά τις προσπάθειες του Κορδάτου, δεν υπήρξε καμία θετική αντίδραση από ελληνικής κυβερνήσεως και η προσπάθεια απέτυχε.
Εν πάση περιπτώσει, ο Κεμάλ εκμεταλλεύθηκε την αμέριστη βοήθεια και του νεαρού σοβιετικού κράτους, με το γνωστό τραγικό για τον ελληνισμό αποτέλεσμα. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών θα συνεχιστούν και την περίοδο του μεσοπολέμου, ιδίως στο πεδίο της οικονομίας, παραμερίζοντας προσωρινά τις σοβαρές αντιθέσεις τους, οι οποίες θα εκδηλωθούν με τη λήξη του β΄παγκοσμίου πολέμου.