Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Η εθνική ταυτότητα των πρώτων Ρώσων

Князь Владимир Святой Креститель

Παράλληλα με τις στρατιωτικές συγκρούσεις, στον πόλεμο της Ουκρανίας, έχει ενταθεί και η μακρά ρωσο-ουκρανική διαμάχη στο πεδίο της ιστορίας. Κομβικά σημεία διαφωνίας αποτελούν οι σχέσεις Ρώσων και Ουκρανών στο βάθος του χρόνου, αλλά κι αυτή ακόμη η ύπαρξη ή όχι ουκρανικού έθνους. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεωρίες που προβάλλονται είναι συχνά άκρως στρατευμένες, με στόχο να δικαιολογήσουν τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες. Χρέος, όμως, της ιστορικής επιστήμης είναι να διαφυλάξει την αντικειμενικότητα της ανάλυσης, ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκυρία. 

Ένα από τα ζητήματα που τίθεται σε αυτήν την ιδιόμορφη αντιπαράθεση, αφορά την εθνική ταυτότητα του κράτους του Ρους του Κιέβου, που αναδύθηκε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Επρόκειτο, στην ουσία, για την πρώτη ισχυρή κρατική οντότητα των ανατολικών Σλάβων, που σήμερα εκπροσωπούνται από τους Ρώσους, τους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους. Από πλευράς, όμως, των Ουκρανών γίνεται λόγος για ένα πρώιμο ουκρανικό κράτος. Την «ουκρανικότητα» του Ρους του Κιέβου, την υποστήριξε αρχικώς, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Ουκρανός ιστορικός, και πρόεδρος της πρώτης Βερχόβνα Ράντα (1917-1918), Μιχαΐλο Χρουσέφσκι. Ο Χρουσέφσκι θεωρούσε ότι ο διαχωρισμός των ανατολικών σλάβων σε διαφορετικές εθνότητες είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Πρόσφατα, Ουκρανοί ιστορικοί επιμήκυναν έτι περαιτέρω την ουκρανική ταυτότητα, ταυτίζοντάς την, μάλιστα, με κάθε εθνοτική και φυλετική παρουσία εντός του υφιστάμενου ουκρανικού κράτους. Υπ’ αυτήν την οπτική, εντάσσονται στην ουκρανική συνέχεια, για παράδειγμα, ακόμη και οι Σκύθες, ιρανικό φύλο που κατοικούσε κατά την αρχαιότητα στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου.

Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών, γλωσσολόγων και αρχαιολόγων ενστερνίζονται την άποψη ότι ο λαός που αναδύθηκε από το μεσαιωνικό Ρους, ήταν ένας, όπως ένας και ενιαίος ήταν ο πνευματικός και υλικός πολιτισμός του. Για να φθάσουμε εκεί, όμως, και στην «ομογενοποίηση» των 13 φυλών των ανατολικών Σλάβων, που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή που περικλείεται από τη λίμνη Λάντογκα έως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και από τα Καρπάθια Όρη έως τον Βόλγα, συνέβησαν, μετά τον 9ο αιώνα, δύο καταλυτικά γεγονότα. 

Αρχικώς, ήταν η κρατική συγκρότηση που επέβαλαν Σκανδιναβοί πολεμιστές Βαράγγοι - Ρως, αντικαθιστώντας το χαλαρό φυλετικό σύστημα. Αυτοί αποτέλεσαν την ηγεμονική τάξη της σλαβικής κοινωνίας, δίνοντας μάλιστα και το όνομά τους στο λαό που κυβερνούσαν. Οι ίδιοι αφομοιώθηκαν ταχύτατα από την σλαβική πλειοψηφία, όπως συνέβη, για παράδειγμα, και με την νορμανδική φεουδαρχία στην Γαλατία ή στην Αγγλία. 

Ωστόσο, συνείδηση μιας συλλογικής ταυτότητας επιτεύχθηκε μόνον έπειτα από την πρόσληψη και εμπέδωση της νέας θρησκείας, που ήταν ο Ορθόδοξος χριστιανισμός του Βυζαντίου. Η επιλογή, το 988, του πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου να βαπτιστεί ο ίδιος χριστιανός και να βαπτίσει, οικειοθελώς ή μη, τη φρουρά και τον λαό του, υπάκουε και στην ανάγκη άμβλυνσης των φυλετικών αντιθέσεων προς όφελος της ενότητας του κράτους. Ταυτόχρονα, με την απόφασή του, στόχευε στην αποτροπή της διείσδυσης των δυτικών δυνάμεων, που με πρόσχημα τον προσηλυτισμό των «παγανιστών», επεξέτειναν τα εδάφη τους. Η μεγάλη απειλή προερχόταν από τα καθολικά κράτη της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που συνένωνε τους Γερμανούς αλλά και τους εκγερμανισμένους Σλάβους. Το αποτέλεσμα ήταν η Ορθοδοξία να καταστεί το κυρίαρχο στοιχείο αυτοπροσδιορισμού των Ρως, που τους διαφοροποιούσε από τη Δύση, ενώ τα σύνορα της Ορθοδοξίας των ανατολικών σλάβων, και όσων άλλων μη σλαβικών φυλών την αποδέχθηκαν, μετατρέπονταν αυτόματα σε εθνική οριογραμμή.

Η ιδέα ότι το σύνολο των ανατολικών Σλάβων ήταν ένας αδιαίρετος λαός εκφράστηκε για πρώτη φορά στο «Χρονικό των Περασμένων Χρόνων», γραμμένο στις αρχές του 12ου αιώνα. Στο ίδιο έργο το Κίεβο, το οποίο στους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας συναγωνιζόταν επαξίως τις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις σε πλούτο και ισχύ, αναφέρεται ως «μητρόπολη των ρωσικών πόλεων». 

Η κατάκτηση, ωστόσο, των ρωσικών εδαφών από την Μογγολοταταρική Ορδή, μια τεράστια ένωση πολλών λαών της Ευρασίας, κατά τον 13ο αιώνα, προκάλεσε το τέλος αυτής της πρώτης περιόδου στην ιστορία των ανατολικών Σλάβων. Αργότερα, η ηγεμονική σκυτάλη θα μεταφερθεί ανατολικότερα, στο δουκάτο της Μοσκοβίας, το οποίο αποτινάσσοντας τον ταταρικό ζυγό έβαλε τα θεμέλια της ρωσικής αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, στις δυτικές περιοχές, οι ανατολικοί Σλάβοι βρέθηκαν υπό την εξουσία των Λιθουανών και των καθολικών Πολωνών. Αυτή η διαφοροποίηση στην ιστορική διαδρομή τους φαίνεται ότι συνέβαλε, παρά τις ακραίες θέσεις Ρώσων ιστορικών, στη διαμόρφωση αναμφίβολα διακριτών, αν και όχι περιχαρακωμένων, ταυτοτήτων μεταξύ των ανατολικών Σλάβων. 

Εν πάση περιπτώσει, οι απαντήσεις για την εμφάνιση και την εξέλιξη των εθνών δεν εντοπίζονται ποτέ στο απλουστευτικό δίπολο «άσπρο-μαύρο». Διότι πρόκειται για μια μακροχρόνια και σύνθετη διαδικασία, αενάως διαμορφούμενη από πλείστους εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Ας ευχηθούμε, πάντως, οι σκληρότερες αντιπαραθέσεις στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο σύντομα να περιοριστούν αποκλειστικά στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" της Κύπρου, 4.9.22