«Όταν στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, οι γέροι Κρητικοί μεθούσαν,
βάζανε στραβά το φέσι τους, μπαίνανε
τους τούρκικους καφενέδες και παίρναν να τραγουδούν, με κίντυνο της ζωής τους: Λευτεριά! Λευτεριά! Το Μόσκοβο θα φέρω!
Και να τώρα, απάνω στην ακμή του, ο Γερανός νιώθει μέσα του μεμιάς, έναν γέρο Κρητικό, τον παππού του, με
το φέσι στραβά, να βγάνει το λαρύγγι του,
τραγουδώντας το ίδιο τσάκισμα!»
Τόντα-Ράμπα
Ο Καζαντζάκης, ο συγγραφέας που
αποτόλμησε να κάμει κτήμα του όλα τα πνευματικά ρεύματα του καιρού του και να
αναστήσει με τη γραφίδα του τον Άνθρωπο-μαχητή, διατηρεί ακόμη το φωτοστέφανο
του μεγάλου. Κι, όμως, η εικόνα του κόσμου μας σήμερα είναι αυτή που του προκαλούσε
τη μέγιστη αποστροφή. Ο τρόπος του «μπακάλη» και του «λογιστή» επελαύνει
ακάθεκτος σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη, αυτού που ο Κ. αγάπησε με πάθος
και εξιστόρησε σε σελίδες απαράμιλλης ομορφιάς και διεισδυτικότητας. Και που να
βρει τώρα ένα κλαρί ανθισμένο για «να
καθίσει και να κελαδήσει το ιερό πουλί, η καρδιά του ανθρώπου!»[1]. Κι
ομολογούσε, σε στιγμές δραματικές για την Ευρώπη και τον ελληνισμό, στο
αδημοσίευτο όσο ζούσε, «Συμπόσιο»: «Κύριε!
Κύριε! Ποιος μίσησε περσότερο από μένα τη Φραγκιά-τη λατρεία του λογικού και της κοιλιάς, τη μίζερη γνώση, τις κερδοφόρες
μικρές βεβαιότητες;». Χαιρόταν ο πολεμιστής του Χρέους ατενίζοντας τις «ορδές»
της Ανατολής, τις δυνάμεις του Χάους, να εφορμούν για να ξεβολέψουν τις
κοιμισμένες ψυχές∙ πρόσμενε πως αυτές θα έβαζαν πάλι το Πνεύμα σε κίνηση.
Πόσο επίκαιρος είναι, λοιπόν, ο,
κατ’ εξοχήν, Έλληνας Ρομαντικός, που
συμπέραινε ότι ο θάνατος είναι η έσχατη πραγματικότητα αλλά η πάλη για ζωή η
μόνη Λύτρωση; Μετά και τη φολκλορική
επικράτηση του «κακέκτυπου» τού Ζορμπά, που στάθηκε το άλλοθι του χυδαίου
αμοραλισμού της μεταπολίτευσης, ο Κ. επιστρέφει. Μια επιστροφή, ίσως όχι
συγκυριακή, αλλά μάλλον διαισθητική. Ο δυτικός άνθρωπος έχει φθάσει στα έσχατά
του. Η νίκη του είναι και η ήττα του.
Κι ο Έλληνας που βλέπει, όταν «βλέπει», το καντήλι της Ιστορίας του να
σιγοσβήνει, αναζητά ρίζες, πριν χαθεί οριστικά από το προσκήνιο.