του
Πιότρ Ακόπωφ
Στο
Ντονιέτσκ γίνονται πάλι μάχες, πάλι βομβαρδισμοί, πάλι άνθρωποι σκοτώνονται. Και
για πολλοστή φορά, η πλειοψηφία των Ρώσων αναρωτιέται: γιατί η Ρωσία δεν
μπορεί με την ισχύ της να σταματήσει αυτή τη τρέλα; Να χτυπήσει το ουκρανικό στρατό,
να τον συντρίψει και να επιβάλει την ειρήνη, όπως έκανε στην Νότιο Οσσετία, το
2008. Πού είναι η κόκκινη γραμμή, την οποία το Κρεμλίνο, ακόμη και αν δεν το
λέει ανοιχτά, έχει χαράξει ενώπιον του ουκρανικού στρατού; Υπάρχει τελικά τέτοια;
Η
όξυνση της κατάστασης στο Ντονμπάς διεγείρει, εκ νέου, ένα κύμα δυσαρέσκειας στη
ρωσική κοινωνία. Και μάλιστα αγανακτεί όχι μόνον από τις ενέργειες του Κιέβου
αλλά κι από την «χαλαρή, ανεπαρκή» αντίδραση από πλευράς της Μόσχας.
Πώς
είναι δυνατό, στη Συρία να πολεμούμε εναντίον των τρομοκρατών ώστε να μην έλθει
ο πόλεμος στο ρωσικό έδαφος και στα σύνορά μας, και στο Ντονμπάς να
παρακολουθούμε αμέριμνα πως σκοτώνονται Ρώσοι; Αυτή η «πονεμένη» ερώτηση
γεννιέται κάθε φορά που επιδεινώνεται η κατάσταση στην «ανατολική Ουκρανία».
Ναι,
τυπικά είναι η Ουκρανία – αλλά σύντομα θα κλείσουν 3 χρόνια από τη στιγμή του
θανάτου εκείνης της, έως το Μαϊντάν, Ουκρανίας, και όλοι καταλαβαίνουν ότι το
Ντονμπάς δεν θα επιστρέψει στην τωρινή φιλοδυτική ουκρανική έκδοση «ανεξαρτησίας».
Και αυτή η αντίληψη όλο και περισσότερο ενισχύει τη σύγχυση όχι μόνον των
κατοίκων του Ντονμπάς, αλλά και των Ρώσων στη Ρωσία, γιατί πρέπει να γίνονται
ανεχτοί οι βομβαρδισμοί, οι θυσίες, στο όνομα τίνος; Εάν είναι βέβαιο ότι η
επανένωση της Ουκρανίας και του Ντονμπάς δεν θα συμβεί, τότε γιατί η Ρωσία δεν
μπορεί απλά να προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Λαϊκή Δημοκρατία του
Ντονιέτσκ και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ; Εντάξει, είναι κατανοητό ότι
υπάρχουν η γεωπολιτική, οι σχέσεις με τη Δύση, οι κυρώσεις, αλλά γιατί τουλάχιστον
να μη κτυπηθούν οι ουκρανικές θέσεις κατά μήκος των συνόρων του Ντονιέτσκ και
του Λουγκάνσκ, ώστε να αποθαρρύνουμε τους Ουκρανούς να βομβαρδίζουν το
Ντονμπάς; Αυτές οι ερωτήσεις δεν μπορούμε να τις αφήσουμε χωρίς απάντηση, αλλά πρέπει
να ορίσουμε αυτήν την κόκκινη γραμμή, πέραν της οποίας «όλα αλλάζουν».