Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Το Κρεμλίνο θεωρεί έναν πόλεμο με την Ουκρανία ως εμφύλιο



του Πιότρ Ακόπωφ

Στο Ντονιέτσκ γίνονται πάλι μάχες, πάλι βομβαρδισμοί, πάλι άνθρωποι σκοτώνονται. Και για πολλοστή φορά, η πλειοψηφία των Ρώσων αναρωτιέται: γιατί η Ρωσία δεν μπορεί με την ισχύ της να σταματήσει αυτή τη τρέλα; Να χτυπήσει το ουκρανικό στρατό, να τον συντρίψει και να επιβάλει την ειρήνη, όπως έκανε στην Νότιο Οσσετία, το 2008. Πού είναι η κόκκινη γραμμή, την οποία το Κρεμλίνο, ακόμη και αν δεν το λέει ανοιχτά, έχει χαράξει ενώπιον του ουκρανικού στρατού; Υπάρχει τελικά τέτοια;
Η όξυνση της κατάστασης στο Ντονμπάς διεγείρει, εκ νέου, ένα κύμα δυσαρέσκειας στη ρωσική κοινωνία. Και μάλιστα αγανακτεί όχι μόνον από τις ενέργειες του Κιέβου αλλά κι από την «χαλαρή, ανεπαρκή» αντίδραση από πλευράς της Μόσχας.
Πώς είναι δυνατό, στη Συρία να πολεμούμε εναντίον των τρομοκρατών ώστε να μην έλθει ο πόλεμος στο ρωσικό έδαφος και στα σύνορά μας, και στο Ντονμπάς να παρακολουθούμε αμέριμνα πως σκοτώνονται Ρώσοι; Αυτή η «πονεμένη» ερώτηση γεννιέται κάθε φορά που επιδεινώνεται η κατάσταση στην «ανατολική Ουκρανία».
Ναι, τυπικά είναι η Ουκρανία – αλλά σύντομα θα κλείσουν 3 χρόνια από τη στιγμή του θανάτου εκείνης της, έως το Μαϊντάν, Ουκρανίας, και όλοι καταλαβαίνουν ότι το Ντονμπάς δεν θα επιστρέψει στην τωρινή φιλοδυτική ουκρανική έκδοση «ανεξαρτησίας». Και αυτή η αντίληψη όλο και περισσότερο ενισχύει τη σύγχυση όχι μόνον των κατοίκων του Ντονμπάς, αλλά και των Ρώσων στη Ρωσία, γιατί πρέπει να γίνονται ανεχτοί οι βομβαρδισμοί, οι θυσίες, στο όνομα τίνος; Εάν είναι βέβαιο ότι η επανένωση της Ουκρανίας και του Ντονμπάς δεν θα συμβεί, τότε γιατί η Ρωσία δεν μπορεί απλά να προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ; Εντάξει, είναι κατανοητό ότι υπάρχουν η γεωπολιτική, οι σχέσεις με τη Δύση, οι κυρώσεις, αλλά γιατί τουλάχιστον να μη κτυπηθούν οι ουκρανικές θέσεις κατά μήκος των συνόρων του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, ώστε να αποθαρρύνουμε τους Ουκρανούς να βομβαρδίζουν το Ντονμπάς; Αυτές οι ερωτήσεις δεν μπορούμε να τις αφήσουμε χωρίς απάντηση, αλλά πρέπει να ορίσουμε αυτήν την κόκκινη γραμμή, πέραν της οποίας «όλα αλλάζουν».

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Το Κυπριακό ενώπιον του βρετανοτουρκικού άξονα

ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1878

Οι προβλέψεις για την ανάδειξη του Κυπριακού ως την «ευχάριστη εξαίρεση» σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο και ανήσυχο διεθνές περιβάλλον, ως ήταν αναμενόμενο, δεν επιβεβαιώθηκαν. Απεδείχθη ότι όλες οι υπεραισιόδοξες αναγνώσεις ήσαν λανθασμένες και ανυπόστατες. Αντιθέτως, απεκαλύφθη ποιος είναι ο ρόλος που παίζει ο καθένας σε αυτό το «παιχνίδι». Μετά, λοιπόν, τη Γενεύη, για τους οπαδούς της «όποιας λύσης», που εθελοτυφλούσαν –από αφέλεια ή εσκεμμένως- για τις πραγματικές προθέσεις του διεθνούς παράγοντα, οι δικαιολογίες εκλείπουν. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το σχέδιο που πλέον προωθείται είναι σύμφωνο με τα συμφέροντα τού, εν δυνάμει, νέου βρετανοτουρκικού άξονα στην ανατολική Μεσόγειο.
Χωρίς αμφιβολία, το βασίλειο των ψευδαισθήσεων των τελευταίων ετών το κατεδάφισε πρωτίστως ο ίδιος Ερντογάν. Ο «σουλτάνος» αφού είδε το νεο-οθωμανικό όραμα μιας Τουρκίας από την Κριμαία έως την Λιβύη να καταλήγει σε «μπούμερανγκ», οξύνοντας τις εσωτερικές αντιθέσεις της τουρκικής κοινωνίας, αποκάλυψε το πραγματικό του πρόσωπο. Βγάζοντας τη μάσκα του μετριοπαθούς ισλαμιστή, χρήσιμο εργαλείο για τη δυτική πολιτική, εξαπέλυσε μια άκρως επιθετική στρατηγική εκτός συνόρων και μια αυταρχική, κατασταλτική και ολοκληρωτική στο εσωτερικό. Στην Τουρκία εξωτερική και εσωτερική πολιτική συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται στενά. Γι’ αυτό απέναντι στην Κύπρο, όπως και στο Αιγαίο, ο Ερντογάν έχει ανάγκη από νίκες για να αυξήσει το κύρος του, να αποκαταστήσει κάπως την εκτίμηση του στρατού, να κερδίσει ολοκληρωτικά την στήριξη των εθνικιστών. Και η ανάγκη αυτή γίνεται περισσότερο επείγουσα, όσο τα τουρκικά στρατεύματα εξευτελίζονται στα προάστια της Αλ Μπαμπ και πλησιάζει η ημερομηνία του δημοψηφίσματος που θα επικυρώσει τις σουλτανικές του επιδιώξεις.