Η
στρατιωτική υπερθέρμανση επάνω από τη πολύπαθη Συρία εμπεριέχει όλα τα
συστατικά της έκρηξης ενός νέου παγκοσμίου πολέμου. Το διακύβευμα είναι ασφαλώς
κάτι πολύ περισσότερο από την τιμωρία κάποιων, πραγματικών ή
υποτιθέμενων, ενόχων για χημικές επιθέσεις. Τα νεκρά ή τραυματισμένα παιδιά στις
οθόνες μας είναι απλά το σύνηθες μακάβριο σκηνικό της δικαιολόγησης μιας ακόμη
στρατιωτικής επέμβασης. Είναι ακόμη και κάτι περισσότερο από την ασφυκτική
πίεση του Ισραήλ, και όσων το υποστηρίζουν, για να το απαλλάξουν από την ευθεία
απειλή που υφίσταται από την παρουσία του Ιράν και της Ρωσίας στην αυλή του. Στην
πραγματικότητα, στο συριακό θέατρο πολέμου έχει μεταφερθεί ο πυρήνας της σύγκρουσης
για την επόμενη ημέρα του πλανήτη. Μια σύγκρουση που, παρά τις φιλότιμες
προσπάθειες των οπαδών της υπέρτατης δυτικής αλήθειας στερείται κάθε ηθικού
ερείσματος. Γιατί και η Δύση και η παγκοσμιοποίηση έχoυν χάσει από καιρό το
φωτοστέφανο της πρωτοπορίας προς το μεσσιανικό όραμα της ειρηνικής και ενωμένης
παγκόσμιας κοινότητας. Η Belle
Époque της
παγκοσμιοποίησης έχει άλλωστε λήξει ήδη από το 2008. Έκτοτε, όλες οι απόπειρες
για μια συνθήκη κανονικότητας είναι σαν «των συφοριασμένων», «των Τρώων», του
Καβάφη. Όλες καταρρέουν. Οι μαύρες τρύπες πολλαπλασιάζονται. Η αβεβαιότητα
ανακηρύσσεται μοναδική βεβαιότητα.
Οι οικονομικές αναταράξεις στα τέλη της προηγούμενης
δεκαετίας καλλιέργησαν το έδαφος για την κορύφωση των γεωπολιτικών
ανταγωνισμών. Οι ομοβροντίες του θεωρητικού οπλοστασίου του «παγκόσμιου χωριού»,
που συνέτριψαν, φαινομενικά, επί δύο δεκαετίες κάθε εστία κριτικής αμφισβήτησης,
σίγησαν απότομα, αφήνοντας τα κάποτε τρομερά κανόνια της πολιτικής ορθότητας να
χορταριάζουν, θλιβερά απομεινάρια μιας μαζικής αυταπάτης. Ακόμη και το οιονεί
αντίπαλο δέος του φιλελευθερισμού, αυτό της διεθνιστικής ταξικής πάλης στο δρόμο προς την Εδέμ
της παγκοσμιοποίησης πνέει τα λοίσθια. Οι «προλετάριοι» του αναπτυγμένου κόσμου,
χάνοντας το ένα μετά το άλλο τα στηρίγματα που οικοδόμησε η μεταπολεμική
ευημερία, και ανακαλύπτοντας εν τοις πράγμασι με επώδυνο τρόπο τα αγαθά της πολυπολιτισμικότητας,
καταφεύγουν στο ύστατο οχυρό που τους απομένει, αυτό της υπεράσπισης της εθνικής
ταυτότητας και του εθνικού κράτους. Οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ, αποτυχημένες
και μειωμένων ικανοτήτων, έχουν αντιληφθεί ότι κάθονται σε ετοιμόρροπο βάθρο. Η
πολιτική κρίση που σοβεί παντού δεν είναι παροδική. Όσο δεν αντιμετωπίζονται οι
υπαρκτές εσωτερικές και εξωτερικές απειλές οι ηγεσίες, απολύτως αναλώσιμες, θα
ανατρέπονται και θα αντικαθίστανται.
Το καταλυτικό στοιχείο που αγνόησαν ή
υποτίμησαν οι δυτικοί ή δυτικόστροφοι απολογητές της παγκοσμιοποίησης ήταν ότι
η οικονομική ανάπτυξη στην νέα παγκόσμια παραγωγική κατανομή δεν προϋπέθετε την
απαρέγκλιτη υιοθέτηση και των δυτικών θεσμών, και κυρίως τη δημοκρατία δυτικού
τύπου. Έγινε μάλιστα το αντίθετο. (Πόσο εύστοχα το είχε επισημάνει από το μακρινό
1959 ο Κώστας Παπαϊωάννου στη «Γένεση του Ολοκληρωτισμού». Στην Ελλάδα, όμως,
προτιμούνται «ιδέες εισαγωγής» ή «μεταφύτευσης»). Η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία αναδύθηκαν
ραγδαία σε συνθήκες μικρότερης ή μεγαλύτερης απολυταρχίας. Το δρόμο τους ακολουθούν
κι άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες χώρες. Η προσδοκία ότι οι νέες κοινωνικές
δυνάμεις που θα αναδείκνυε η οικονομική ανάπτυξη θα ενίσχυαν και το φιλελεύθερο
ρεύμα ιδεών καταδείχθηκε παντελώς ανυπόστατη. Αυτό που συνέβη ήταν η οικονομική
άνοδος πλατιών κοινωνικών στρωμάτων να τα ταυτίσει με τα συγκεντρωτικά
καθεστώτα. Στην αποδοχή που απολαμβάνουν από συγκεκριμένα στρώματα εδράζεται η
εξουσία του Πούτιν, του Σι και του Ερντογάν. Το γεγονός ότι ο συγκεντρωτισμός
προσωποποιείται σε έναν ηγέτη αποτέλεσε μια μοιραία κατάληξη του τρόπου λειτουργίας
των καθεστώτων αυτών, αδιάσπαστο, ταυτοχρόνως, στοιχείο της παράδοσής τους. Ήδη
στην Κίνα και σύντομα στη Τουρκία, η υπερεξουσία του ηγεμόνα κλειδώνει και
συνταγματικά. Το πιθανότερο είναι ότι το ίδιο θα συμβεί και στη Ρωσία, ως μια
νέα εκδοχή «τσαρισμού» ή «σταλινισμού», υπό την απειλή της υπονόμευσης της ακεραιότητας
του κράτους από τους επιγόνους του Μπρεζίνσκι.
Αλώβητες,
όμως, δεν θα βγουν από αυτήν τη διαμάχη, ενός πολυπολικού κόσμου, και οι δυτικές
δημοκρατίες. Το μοντέλο της Ουγγαρίας δεν είναι εξαίρεση. Όλη η κεντρική
Ευρώπη, της οποίας το ευρωπαϊκό όραμα παραπέμπει ίσως περισσότερο σε αυτό των
πατέρων της Ένωσης, απ’ ότι των σημερινών διαδόχων της στις Βρυξέλλες, είναι έτοιμη
να ακολουθήσει. Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και ακόμη και στις ίδιες τις
ΗΠΑ, τα αδιέξοδα οδηγούν ταχέως σε αμφισβήτηση βασικών αρχών της δυτικής
δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο εξωτερικός αντίπαλος
καθορίζει εν πολλοίς και τη φύση του εσωτερικού πολιτικού συστήματος.
Η
αποδόμηση βασικών στοιχείων του δυτικού μοντέλου και η απονομιμοποίησή του από τις
ίδιες τις δυτικές κοινωνίες επιζητά άμεσα απαντήσεις. Πριν, όμως, αυτές δοθούν
εσωτερικά, οι δυτικές ελίτ καλούνται εσπευσμένα να υπερασπιστούν σήμερα τα
κεκτημένα τους στο διεθνές περιβάλλον απέναντι στους αμφισβητίες. Χωρίς, όμως,
αυτή τη φορά να έχουν την υπεροχή του «δικαίου». Ωθούνται, απογυμνωμένοι ηθικά, από ιδιοτελή συμφέροντα, με όρους ανάλογους αυτών πριν από τον Α΄ παγκόσμιο
πόλεμο. Πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγχυση; Μα παντού.
Αν,
πάντως, θέλαμε να ανατρέξουμε σε ένα ιστορικό προηγούμενο, αυτό είναι ίσως του
Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά από τρεις δεκαετίες εξαντλητικού πολέμου των δύο
παρατάξεων, ο πραγματικός νικητής ήταν το μακρινό βασίλειο της Μακεδονίας. Ίσως
οι Κινέζοι να διαβάζουν καλύτερα την αρχαία ελληνική ιστορία.