Οι
αποφάσεις τους ήταν προϊόν είτε αγχωτικής απόπειρας για την αποφυγή του
πολέμου είτε επιθυμίας για συμμετοχή στην επερχόμενη λεία, στο πλευρό της Γερμανίας.
Για
τη, καθημαγμένη από τις σταλινικές διώξεις, Σοβιετική Ένωση η απειλή
μιας πιθανής ναζιστικής εισβολής είχε γίνει άμεσα ορατή. Οι δυτικές δημοκρατίες, περιδεείς
μπροστά στην ισχυροποίηση της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής, προσδοκούσαν την αλληλοεξόντωση των δύο ολοκληρωτισμών. Οι υποχωρήσεις τους, στο κλίμα του ντεφαιτισμού, όπως εκδηλώθηκε και με τη
συμφωνία του Μονάχου, εντέλει αποθράσυναν τον Χίτλερ.
Οι εξελίξεις αυτές επηρέαζαν άμεσα και τα Βαλκάνια. Για
την ΕΣΣΔ ο όγκος των Βαλκανίων ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος για την ασφάλειά της. Έτσι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Ποτέμκιν, θα περιοδεύσει το 1939 σε χώρες των βαλκανικής χερσονήσου προωθώντας ένα σχέδιο αντι-γερμανικού μετώπου. Η πρωτοβουλία αυτή θα έμενε, όμως, μετέωρη. Την περίοδο αυτή, ο επικεφαλής της εξωτερικής
πολιτικής Λιτβίνωφ θα έδινε τη θέση του στον Μολότωφ, δείγμα της επερχόμενης αλλαγής προσανατολισμού που προετοίμαζε ο Στάλιν. Αρχικώς, βέβαια, ο Μολότωφ αποπειράθηκε μια τελευταία προσπάθεια δημιουργίας με την Αγγλία και
τη Γαλλία ενός διχτύου προστασίας, σε περίπτωση επίθεσης, το οποίο θα
περιελάμβανε μια σειρά αδύναμων χωρών. Ανάμεσά τους ήταν η Ρουμανία, η Τουρκία,
η Ελλάδα και τα κράτη της Βαλτικής. Τα τελευταία αντέδρασαν έντονα σε μια ανάλογη προοπτική, διότι διείδαν στις προθέσεις
της Μόσχας την πιθανότητα προσάρτησής τους από το σοβιετικό γίγαντα. Και το σχέδιο αυτό ναυάγησε. Ως εκ τούτου, και κατανοώντας τις μύχιες σκέψεις της Δύσης, ο Στάλιν αποφάσισε να προχωρήσει τάχιστα σε συμφωνία με τη Γερμανία.