Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Θεσμοί αυτονομίας και συλλογική συμπεριφορά στους Έλληνες της Αζοφικής την δεκαετία του 1920

Этноязычный состав населения областных центров Украины в 1926 году |  АРГУМЕНТ

Το κείμενο αυτό προέρχεται από την αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή "Το εθνικό ζήτημα στην Ε.Σ.Σ.Δ. την περίοδο του μεσοπολέμου. Το παράδειγμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αζοφικής", Πάντειο Πανεμιστήμιο, 2007. 


Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για τους Έλληνες της Αζοφικής, όπως και για το σύνολο του πληθυσμού της ΕΣΣΔ, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ήταν τραγικές. Το τέλος του εμφυλίου πολέμου δεν σήμανε και την απαρχή μια καθολικά ειρηνικής περιόδου.

«Την δεκαετία του 1920 υπήρχαν ακόμη πολλοί υποστηρικτές των Λευκών, του Μαχνό -και άλλων πολυάριθμων αταμάνων, των Μενσεβίκων, των Εσέρων, και των Ουκρανών εθνικιστών που είχαν συγκρουστεί ένοπλα με τους μπολσεβίκους. Οι συνοπτικές εκτελέσεις, που χαρακτήριζαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, έδωσαν την θέση τους σε περισσότερο τυπικά νομότυπες τιμωρίες. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920, ιδιαιτέρως στα έτη 1920, 1921, 1922, το επαναστατικό δικαστήριο που ασχολούνταν με τους ‘‘αντεπαναστάτες’’ παρέμενε πολύ ενεργό. Στην επαρχία του Ντονιέτσκ, το επαναστατικό δικαστήριο ασχολήθηκε με χιλιάδες υποθέσεις ατόμων χαρακτηριζόμενων ως εχθρών της σοβιετικής κυβέρνησης, κατασκόπων για τρίτες χώρες, και προδοτών, καταδικάζοντας τους κατηγορουμένους σε θάνατο και άλλες σκληρές μορφές τιμωρίας».[1]

Το μέγιστο, όμως, πρόβλημα του πληθυσμού ήταν η διατροφή. Αν και η περιοχή ήταν αγροτική με πλούσιες εκτάσεις, οι καταστροφές των πολεμικών συγκρούσεων, η λειψανδρία, ο «πολεμικός κομμουνισμός» και η αναρχία έφεραν τον πληθυσμό στο φάσμα της σιτοδείας.

Για να κατανοηθεί το μέγεθος της καταστροφής στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, μπορούμε να συγκρίνουμε τα στοιχεία για την καλλιεργημένη έκταση το 1916 στην περιοχή της Μαριούπολης που ήταν 354.646 ντεσιατίνες και το 1922 έφτασαν μόνο τις 137.081.[2] Ας ληφθεί επί πλέον υπ΄ όψη και το ότι το 1916 ήταν χρονιά πολέμου, όπου υπήρχε ήδη σημαντική μείωση στις καλλιεργημένες εκτάσεις λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών. Τον Φεβρουάριο του 1922, στα διαμερίσματα της Μαριούπολης και του Γιουζόφ λιμοκτονούσαν περίπου 209.495 άνθρωποι. Ο τοπικός τύπος αναφέρει ότι στο χωριό Τσερντακλή λιμοκτονούσε το 60% του πληθυσμού, στο χωριό Μανγκούς το 88% και στην Γιάλτα της Αζοφικής το 33%.[3]

Η δυστυχία και η πείνα έχουν εξαπλωθεί παντού: «Το χωριό Σαρτανά την περίοδο του λιμού υπέφερε περισσότερο από τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής και οριστικά αποδυναμώθηκε, και από την ανεπάρκεια ζώων για εργασία δεν μπορούσαν να σπείρουν παντού, αλλά και αυτό που έσπειραν αποτελεί θλιβερή εικόνα· παντού αγριόχορτα και εξαιρετικά μικρή ποσότητα ψωμιού, στη καλύτερη περίπτωση μια ντεσιατίνα σπαρμένου χωραφιού μπορεί να δώσει μέχρι 30 πούτια και σε καμιά περίπτωση περισσότερα και βεβαίως και αν από το χωριό Σαρτανά εισπραχθεί ολόκληρος αγροτικός φόρος τότε με απόλυτη βεβαιότητα πρέπει να πούμε ότι η Σαρτανά ως τέτοια θα πάψει να υπάρχει».[4]

Οπωσδήποτε, τα επόμενα έτη θα δείξουν σημάδια σταθεροποίησης της κατάστασης και εξάλειψης της πείνας και της μέγιστης ανέχειας, ιδίως με την προώθηση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (Ν.Ε.Π.).

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία στην περιοχή του Στάλινο (Ντονιέτσκ) αντιστοιχούσαν στο κάθε αγροτικό νοικοκυριό 9,7 ντεσιατίνες γης και 11,0 στην περιοχή της Μαριούπολης. Για τους Έλληνες αντιστοίχως, ο μέσος όρος ήταν 13,7 και 12,4. Αυτό δείχνει ότι λίγο πριν ξεκινήσει η αγροτική μεταρρύθμιση ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός ξεπερνά τον γενικό μέσο όρο όσον αφορά την ιδιοκτησία γης. Σε σχέση με τις άλλες μειονότητες υπολειπόταν μόνον του γερμανικού που διέθετε 20,4 και 24,0 ντεσιατίνες σε Στάλινο και Μαριούπολη αντιστοίχως. 

Ο αριθμός των ίππων εμφανιζόταν σε 0,36 και 0,29 κεφάλια ανά ελληνικό νοικοκυριό, μικρότεροι σε σχέση με το σύνολο που ήταν 0,42 και από τις γερμανικές κοινότητες (1,13 και 1,3). Οι αγελάδες ήσαν 1,7 και 1,6 σε σχέση με το γενικό 1,85 και στα αιγοπρόβατα εμφανίζονται τα ελληνικά νοικοκυριά να διαθέτουν 1,4 κεφάλια σε σχέση με το γενικό 0,9. [5]

Από τα παραπάνω στοιχεία γίνεται φανερό ότι τα ελληνικά νοικοκυριά διέθεταν καλύτερη τεχνική και εν γένει υλική κατάσταση απ’ ότι τα ρωσικά και ουκρανικά νοικοκυριά, καθώς υστέρηση εμφανιζόταν μονάχα απέναντι στους Γερμανούς αγρότες. Η πραγματικότητα αυτή θα επιδράσει στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων και στην ανακατανομή της γης.  

Σημαντικά για την κατανόηση της κατάστασης είναι και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διάφορες απογραφές που διενεργεί το νέο σοβιετικό κράτος, με σκοπό, βεβαίως, την κατανόηση των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει.

Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1923, η Εκτελεστική Επιτροπή του Συμβουλίου Εργατών, Αγροτών, Ερυθρών Στρατιωτών και Κοζάκων βουλευτών στο Κυβερνείο του Ντονιέτσκ, με την καθοδήγηση του Στατιστικού Γραφείου του Ντονιέτσκ, διεξήγαγε γενική απογραφή του πληθυσμού του κυβερνείου του Ντονιέτσκ, όπου έδωσε τα εξής αποτελέσματα:[6]

 

Εθνικότητα

Πληθυσμός

ΟΥΚΡΑΝΟΙ

1.609.713

ΡΩΣΟΙ

   655.962

ΕΛΛΗΝΕΣ

     86.615

 

                  

Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής οι Έλληνες της Αζοφικής κατανέμονταν σε 123 πληθυσμιακά κέντρα (70 μεγάλα χωριά, 26 hutor [αγροκτήματα], 19 συνοικισμούς, 5 μικρά χωριά, 1 στανίτσα [κοζάκικο χωριό], 1 σλομπόντα, 1 κολχόζ).

Τα μεγαλύτερα πληθυσμιακά κέντρα του ελληνισμού ήσαν:

 

Γιάλτα

4.842

Μανγκούς

4.613

Μπόλσε-Γιανισόλ

4.470

Σαρτανά

4.289

Στάρο-Μπέσεβο

4.158

Στίλα

4.128

Μπογκατίρ

3.678

Στάραγια Ιγνάτιεφκα

3.470

Τσερμαλίκ

3.445

Στάρο Καράν

3.369

Στάρο Κερμεντσίκ

3.224

Νόβα Καρακούμπα

3.112

Ουρζούφ (μετόχι)

2.357

Νίζνε Γιανσόλ (μικρό χωριό)

1.080

 

Στην πόλη της Μαριούπολης οι Έλληνες ανέρχονταν στους 3.365.

 

Τα παραπάνω στοιχεία συμπληρώνονται από την απογραφή της 17ης Δεκεμβρίου 1926 σε πανουκρανική κλίμακα[7] :

 

 

Περιοχή 

αστικός

αγροτικός

σύνολο

okrug Μαριούπολης 

5.385

58.853

64.238

okrug Στάλινου (Ντονιέτσκ)

1.424

31.078

32.502

Μελιτόπολ

138

260

398

Οδησσού

1.439

2.048

3.487

Ντιεπροπετρόφσκ

323

50

373

Αρτιομοφ

398

140

538

Λουγκάνσκ

194

82

276

Χαρκόβου

470

30

500

Κιέβου

294

10

304

Άλλες περιοχές

698

1.352

2.050

Σύνολο

10.763

93.903

104.466

 

Τα παραπάνω στοιχεία μάς επιτρέπουν να εξάγουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα: 

1. Όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα των απογραφών, ο ελληνικός πληθυσμός κατελάμβανε την τρίτη κατά σειρά θέση στον πληθυσμό του εξαιρετικά μεγάλου και οικονομικά καίριου κυβερνείου του Ντονιέτσκ. Η σημασία των ελληνικών κοινοτήτων στην πορεία των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων στην περιοχή δεν ήταν δευτερεύουσας προτεραιότητας για την Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας (Σ.Σ.Δ.Ου.). 

Τόσο η πολιτική της «korenizatsia», την πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία, όσο και αυτή της κολεκτιβοποίησης προωθήθηκαν με την ίδια επιμονή στους Έλληνες της Αζοφικής. Η επιτυχία των κοινωνικών αλλαγών στην ελληνική μειονότητα πιστοποιούσε και μια γενικότερη επιβεβαίωσή των κεντρικών πολιτικών επιλογών αλλά προσέδιδε και την απαιτούμενη κοινωνική σταθερότητα, η οποία δεν ήταν καθόλου δεδομένη ως και την εποχή της γενικευμένης καταστολής της δεκαετίας του 1930. 

2. Μια απαραίτητη παράμετρος για την κατανόηση της συμπεριφοράς των Ελλήνων στην Ουκρανία αποτελεί και η κοινωνική της σύνθεση. Από το σύνολο των Ελλήνων της Σ.Σ.Δ.Ου. (104.666), μόνον οι 10.763 αποτελούσαν αστικό πληθυσμό, ενώ οι υπόλοιποι 93.368 (89,7%) ήταν αγρότες. Το παραπάνω χαρακτηριστικό της ελληνικής μειονότητας θα προσδιορίζει σε καταλυτικό βαθμό την σχέση της με το κεντρικό κράτος.

3. Ένα τρίτο στοιχείο, ενισχυτικό του προηγουμένου, είναι ότι από το σύνολο του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού το 87,2% (οι 91.368) ζούσαν σε μονοεθνικά, δηλαδή αμιγώς ελληνικά, χωριά και μόνον το 2,5% (2.535 άνθρωποι) σε μεικτά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος αυτών (97.739), δηλαδή 93% των Ελλήνων της Ουκρανίας, ήσαν εγκατεστημένοι στην περιοχή της Αζοφικής. Οι υπόλοιποι 6.927 ήσαν διεσπαρμένοι σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα και πόλεις της Δημοκρατίας.

4. Ταυτοχρόνως, η μικρή εκπροσώπηση Ελλήνων στα αστικά κέντρα αποδεικνύει και την μαζική φυγή των ελληνικών αστικών πληθυσμών μετά την επανάσταση. Ακόμη και στην άλλοτε ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της πόλεως της Οδησσού έχουν απομείνει λιγότερα από 1.500 μέλη. Η καθολική υπερίσχυση των αγροτών, που μάλιστα μιλούν είτε σε δικές τους ελληνικές ή σε ταταρικές διαλέκτους, θα αποτελέσει τον καθοριστικότερο παράγοντα των προβλημάτων και εν τέλει της αποτυχίας του πειράματος της ελληνικής πολιτιστικής αναγέννησης στην Ε.Σ.Σ.Δ. 

5. Η έλλειψη σημαντικής εκπροσώπησης αστικών στρωμάτων μεταξύ των Ελλήνων, και ιδιαιτέρως αυτών που είχαν αμεσότερη σχέση με την Ελλάδα, συνέτεινε ώστε παρά το γεγονότος ότι, σύμφωνα με τη απογραφή του 1926, στην Ουκρανία ζούσε το 48,9 % του ελληνικού πληθυσμού της ΕΣΣΔ (σύνολο 213.800[8]) την ιδεολογική ηγεμονία θα την έχουν οι ποντιακοί πληθυσμοί της Ρωσίας και της Γεωργίας.

 

Την διαδικασία της συγκρότησης θεσμικών οργάνων με βάση την εθνική ιδιότητα αρχικά την διεύθυνε το «Τμήμα των Εθνικών Μειονοτήτων». Η Υπηρεσία αυτή είχε ιδρυθεί ήδη στις 13 Απριλίου 1921 και υπαγόταν στο «Λαϊκό Κομισαριάτο των Εσωτερικών Υποθέσεων».[9] Στην συνέχεια, μετά την απόφαση του 12ου Συνεδρίου του Κόμματος, η ευθύνη ανατέθηκε απευθείας στην Κεντρική Πανουκρανική Εκτελεστική Επιτροπή (Κυβέρνηση της Σ.Σ.Δ.Ου.) και στις 3 Μάιου 1924 άρχισε τις εργασίες της η «Κεντρική Επιτροπή των Εθνικών Μειονοτήτων».[10]

Σε αυτό το κλίμα της εντατικής προώθησης των θεσμών σε εθνική βάση την περίοδο 1925-1926 δημιουργούνται και τα ελληνικά εθνικά συμβούλια (σοβιέτ). 

Αναλυτικά σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1926 :

 

Ελληνικά αγροτικά σοβιέτ της Ουκρανίας σύμφωνα με την απογραφή του 1926[11]

Αγροτικά σοβιέτ

Αριθμός νοικοκυριών

Πληθυσμός

Έλληνες

Ποσοστό Ελλήνων επί του πληθυσμού

Ρουμαίοι/

Ελληνόφωνοι

 

 

 

 

Όκρουγκ της Μαριούπολης

Αναντόλ

569

2.692

1.774

67,5 %

Μπουγκάς

456

2.771

2.731

98,6 %

Μακεντόνιβκα

231

1.047

916

87,5 %

Μ. Γιανισόλ

1.032

5.178

4.913

94,9 %

Ν. Καρακούμπα

689

3.539

3.367

95,1 %

Ν. Γιανισόλ

232

1.290

1.151

89,2 %

Σαρτανά

1.046

5.434

4.787

87,3 %

Ουρζούφ

568

2.898

2.479

85,5 %

Τσερντακλή

515

2.628

2.411

91,7 %

Τσερμαλικ

894

4.657

4.362

93,7 %

Γιάλτα

1324

6552

5750

87,8 %

 

Όγρουγκ 

Στάλινσκι

 

 

 

 

Β. Καρακούμπα

497

2.627

2.442

93,1 %

Β. Γιανισόλ

1.213

6.101

5.625

92,2 %

Κονσταντινόπολ

632

2.827

2.577

91,2 %

Στίλοι

925

4.867

4.485

92,2 %

Σύνολο

10.850

55.158

49.761

 

 

Ουρούμ/ταταρόφωνοι

 

 

 

 

 

Όγκρουγκ της Μαριούπολης

 

 

 

 

Λάσπι

626

3.169

2.370

74,8 %

Μανγκούς

1.403

6.396

5.119

 80,0 %

Ν. Καράν

425

2.074

1.795

86,5 %

Ν. Καρμεντσίκ

240

1.112

1.034

93,0 %

Στ. Κερμεντσίκ

979

4.821

3.519

73,0 %

Στ. Καράν

1.089

5.171

3.728

72,0 %

Στ. Ιγνάτιβ

1.019

5.019

3.837

76.4 %

Στ. Κρίμ

484

2.328

2.076

89,2 %

 

Όκρουγκ Στάλινσκι

 

 

 

 

Μπαγκατίρ

784

4.063

3.872

95,3 %

Κομάρ

984

4.970

3.872

95,3 %

Ν. Μπαγκατίρ

168

846

617

72,9 %

Στ. Μπέσεβ

980

5.346

5.54

94,5 %

Ν. Μπέσεβ

130

825

799

96,4 %

Ουλακλή

605

2.745

2.488

90,6  %

Σύνολο

8.915

48.885

42.359

 

 

Όκρουγκ Οδησσού

 

 

 

 

Σβερντλόβ

624

2.543

1.432

52,6 %

 

Η παραπάνω καταγραφή αποδεικνύει σίγουρα επιτυχία του θεσμού του αγροτικού σοβιέτ, τουλάχιστον όσον αφορά στην τυπική του συγκρότηση. Βεβαίως, η διαδικασία αυτή βάδιζε επάνω στα ήδη υπάρχοντα συμβούλια που ανέκαθεν λειτουργούσαν στις αγροτικές κοινότητες (mir). 

Επίσης συγκροτήθηκαν και τα διοικητικά διαμερίσματα σε εθνική βάση, ένα μέτρο ασφαλώς πιο πολύπλοκο από τα αγροτικά συμβούλια. Σύμφωνα με τα πληθυσμιακά στοιχεία που ανέδειξε η απογραφή δημιουργήθηκαν στην Αζοφική τρία ελληνικά εθνικά διαμερίσματα: 

·                      του Μανγκούς με 89% ελληνικό πληθυσμό, 

·                      του Σαρτάνσκι με 52% ελληνικό πληθυσμό και 

·                      του Βελικογιανισόλσκι με 60% ελληνικό πληθυσμό. 

Τα ελληνικά εθνικά διαμερίσματα περιελάμβαναν τα 14 από τα 30 αγροτικά σοβιέτ.[12]

Συνολικά, η δημιουργία των αγροτικών συμβουλίων με εθνική βάση αλλά και των εθνικών περιοχών προχώρησε με αρκετά γρήγορα βήματα:

«Το 1926 υπήρχαν 306 ρωσικά σοβιέτ, 228 γερμανικά, 137 πολωνικά, 117 εβραϊκά (από τα οποία 59 συνοικισμών) 43 βουλγαρικά, 30 ελληνικά, 14 μολδαβικά, 12 τσεχικά, 2 λευκορωσικά και 1 σουηδικό, συνολικά 891 σοβιέτ. Ήδη αυτό το έτος το ποσοστό των μελών των μειονοτήτων που συμμετέχουν στα σοβιέτ έφτασε για τους Βούλγαρους στο 91,9%, τους Έλληνες 88,2%, τους Γερμανούς, 73%, τους Σουηδούς 90%, τους Πολωνούς 31%, τους Μολδαβούς (χωρίς την Αυτόνομη Μολδαβική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία) 33% και για τους Εβραίους 13,7%.

Τα εθνικά διαμερίσματα ήταν το 1926 συνολικά 11 και από αυτά τα 7 ήσαν γερμανικά, 3 βουλγαρικά και 1 πολωνικό.»[13]

Το ζητούμενο, όμως, για το καθεστώς ήταν τα νέα θεσμικά όργανα να λειτουργήσουν προς όφελος της νέας εξουσίας και όχι ως οντότητες με φυγόκεντρες τάσεις. «Το εθνικό αγροτικό σοβιέτ ή το εθνικό διαμέρισμα δεν είναι μόνον όργανο αυτοδιοίκησης ή όργανο εθνικής ιδιαίτερης αυτονομίας είναι γενικά όργανο προλεταριακής εξουσίας».[14]

Οπωσδήποτε για την κομμουνιστική ηγεσία η αυτονομία αυτή ήταν όργανο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η δημιουργία μιας νέας συγκροτημένης ιεραρχίας στο εσωτερικό των εθνοτικών ομάδων ελεγχόμενη από το κέντρο θα έδινε την ευχέρεια στην κρατική εξουσία να προωθήσει με μεγαλύτερη ευκολία και αμεσότητα τις μεταρρυθμίσεις που είχε σχεδιάσει. Με νέες ηγεσίες στις εθνοτικές ομάδες, συγκροτημένες από τα φτωχότερα στρώματα της κάθε ομάδας, το Κομμουνιστικό Κόμμα επεδίωκε την δημιουργία ενός δυναμικού δικτύου υποστηρικτών του με αυξημένη ισχύ. Ο υπολογισμός αυτός περιόριζε την πιθανότητα παρέκκλισης μιας εθνοτικής αυτονόμησης στα πλαίσια του νέου κράτους, όπως είχε συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν. 

Ανάμεσα, όμως, στον πολιτικό σχεδιασμό και στην πραγματικότητα παρέμενε πάντοτε μια διάσταση. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η διάσταση εκδηλώθηκε αρκετά σύντομα. Παρά την σχετική κινητικότητα στην συγκρότηση των νέων θεσμών στην πλειοψηφία τους οι μειονοτικοί αγρότες δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες για καταλυτική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής αλλά και της συμμετοχής τους στην σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η αποτυχία αυτή οφείλεται σε πολλούς λόγους, που κυρίως αφορούν στην ιδιαιτερότητα των αγροτικών κοινοτήτων αλλά και στις ανάγκες της βιομηχανικής ανάπτυξης του κράτους.

Αναλυτικότερα για τον ελληνικό πληθυσμό πρέπει να αναφέρουμε ότι τις θεσμικές αλλαγές τις είδε ως προανάκρουσμα για την επαναφορά σε πρότερες συνθήκες μιας διευρυμένης αυτονομίας. Έρευνα που διεξήχθη το 1925, είχε αποκαλύψει ότι η ιδέα της αυτονομίας επιβίωνε ακόμη σε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και σημαντικό μέρος τόσο των αγροτών όσο και της διανόησης έβλεπε σε αυτήν την επιστροφή των προνομίων και κυρίως των «εθνικών γαιών» πού είχαν δωρηθεί από την Αικατερίνη Β΄, και είχαν αρπαχθεί στην συνέχεια από τους Ουκρανούς και Ρώσους αγρότες.[15] Οι αγρότες δεν συμμετείχαν στις διαδικασίες και στα νέα όργανα, ενώ συνέχιζαν να αποφασίζουν με τις παραδοσιακές μορφές που είχαν από το παρελθόν, πάντοτε καχύποπτοι, και όχι αδίκως, απέναντι στην κρατική εξουσία, όποιο όνομα και αν αυτή είχε.

«Έτσι το 1925 η έρευνα απέδειξε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε ενδιαφέρον να μάθει εάν τα δικαιώματα από την εποχή της Αικατερίνης θα δοθούν εάν θα διατηρηθεί η αυτονομία, θα εξασφαλισθεί η μη ανάμειξη των Ρώσων στις κτηματικές υποθέσεις των Ελλήνων […] Ο πληθυσμός στην πραγματικότητα δεν έπαιρνε μέρος στις διαδικασίες που προωθούσε το κράτος. Συνέχιζε να αποφασίζει με τον τρόπο που γνώριζε, δηλαδή τις λαϊκές συνάξεις. Ο πρόεδρος του Σοβιέτ στην ουσία αντικατέστησε τον στάροστα (γέροντα). Σημαντικό λάθος αποτέλεσαν ακόμη οι επιλογές προέδρου και γραμματέα με ταξικά κριτήρια, οι οποίες δεν οδήγησαν  σε αξιόλογες λύσεις: πληροφορίες για αλκοολισμό, χουλιγκανισμό, συμπλοκές, ηθική διάλυση, κλοπές στον κύκλο της ηγεσίας των αγροτικών σοβιέτ δεν ήταν σπάνιες.».[16]

Ήδη λοιπόν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, τα αγροτικά σοβιέτ είχαν αποτύχει να μετατραπούν σε όργανα δημοκρατικής συμμετοχής των αγροτών. Αντιθέτως, είχαν χάσει την επαφή με τους χωρικούς και αποτελούσαν τεχνητά δημιουργήματα που εξαντλούσαν την δράση τους στην αλληλογραφία με την καθοδήγηση και στην εκπλήρωση των άμεσων οδηγιών. Οι αγρότες δεν είχαν ουσιαστική συμμετοχή στην θεσμική λειτουργία και απλώς διατηρούσαν τους γνωστούς ρυθμούς ρουτίνας. 

Αναμφισβήτητα ένας από τους λόγους της αποτυχίας της συγκρότησης αξιόπιστων αγροτικών σοβιέτ ήταν και η έλλειψη ικανών στελεχών, καθώς το ταξικό κριτήριο έβαζε ανυπέρβλητα όρια στην προσέλκυσή τους.

Οι εκλογές των σοβιέτ το 1927 αποκάλυψαν ότι παρά τις προσδοκίες παρέμεινε μικρό το ποσοστό της εκλογικής συμμετοχής του πληθυσμού, περίπου στο 54% (αν και τα ποσοστά συμμετοχής το 1930 φθάνουν το 76-80% και το 1931 το 90-91%, είναι βέβαιο ότι αποτελούν αποτέλεσμα τεχνητών και βίαιων παρεμβάσεων). Πολλοί μάλιστα από τους όσους εκλέγονταν δεν ήσαν οι εκλεκτοί του κόμματος, αλλά οι ευπορότεροι του κάθε χωριού, οι οποίοι ανέδειξαν κρίσιμα ζητήματα για τους αγρότες, όπως αυτό του ψαλιδίσματος των τιμών, της σκληρής οικονομικής πολιτικής στο χωριό κ.λπ. Τα προβλήματα αυτά ως οικεία στην μεγάλη μάζα των αγροτών έδωσαν υψηλό ποσοστό υποστήριξης στους μη κομματικούς υποψηφίους (το 1/3 των θέσεων, 34,4%, στα συμβούλια το κατέλαβαν Έλληνες κουλάκοι). Το χαμηλό ποσοστό των εκλεγμένων κομμουνιστών θα παραμένει σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, ακόμη και στα χρόνια που η κρατική παρέμβαση θα είναι απειλητική έως βίαια.

 

ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΣΟΒΙΕΤ[17]

 

1924/25

1925/26

1926/27

1928/29

1930/31

1931/32

Συμμετοχή στις εκλογές

35-40

51,7

54,3

68,6

70,3

91,0

Γυναίκες στα σοβιέτ

 

8,6

9,7

16,5

13,7

 

Έλληνες επικεφαλής στα σοβιέτ

 

 

86,2

 

100,0

 

 

 

40,0

Εκλεγμένοι Κομμουνιστές 

 

17,3

18,8

19,0

26,2

 

Χωρίς πολιτικά δικαιώματα

 

 

1,5

 

5,2

 

6,2

 

9,8

 

20

 

Ο πίνακας με τα εκλογικά αποτελέσματα στα ελληνικά αγροτικά σοβιέτ είναι κατατοπιστικός για το πρόβλημα της συμμετοχής αλλά και της ευθείας επίθεσης σε στρώματα των αγροτών, συνήθως τα πιο ευκατάστατα, από τα οποία αφαιρείται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Η αύξηση των μη εχόντων δικαίωμα συμμετοχής φθάνει τον 1 στους 5 πολίτες ελληνικής καταγωγής. Ασφαλώς η απώλεια των εκλογικών δικαιωμάτων συνεπάγεται και μια σειρά άλλων συνεπειών και κυρίως κατασταλτικών μέτρων. Η απειλή αυτή θα δημιουργεί και μια επίπλαστη εξωτερική νομιμοφροσύνη από τους υπολοίπους κατοίκους σε όσες ακόμη εκλογικές διαδικασίες θα λάβουν μέρος. 

Η χαμηλή συμμετοχή στις διαδικασίες αποκαλύπτεται και από τα διάφορα στοιχεία που υπάρχουν σκόρπια στα Αρχεία: 

Στο αγροτικό σοβιέτ του Σαρτανά και του οικισμού Πετρόβσκι (4.996 κάτοικοι – 2.403 άνδρες, 2593 γυναίκες, 370 Ρώσσοι, 4.593 Έλληνες, 33 Ουκρανοί, 966 νοικοκυριά) που εκλέχτηκε τον Φεβρουάριο του 1926 από τα 55 τακτικά μέλη του και τα 5 αναπληρωματικά τα μέλη του κόμματος ήσαν 5, ενώ ανα εθνικότητα οι Έλληνες 51, οι Ρώσσοι 7, οι Γερμανοί 1 και οι Ουκρανοί 1. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες της εκλογής τους ήταν πολύ χαμηλή: «Το αγροτικό σοβιέτ θεωρεί ότι η συνέλευση είναι έγκυρη καθώς ψήφισε το ¼ του αριθμού όλων των πολιτών. Όμως, αυτή η αρχή του αγροτικού σοβιέτ δεν υφίσταται  καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα πρωτόκολλα από τον συνολικό αριθμό των 2.500 εκλογέων συμμετείχαν στην σύναξη από 200 έως 650 άνθρωποι […] Η συμμετοχή των γυναικών στις γενικές συνελεύσεις έφτανε το 10-15 %. Οι συνελεύσεις γίνονται κατά κύριο λόγο στα ρωσικά και σπανίως στα ελληνικά».[18]

Η γραφειοκρατία, η έλλειψη κατανόησης από πλευράς των αγροτών των κατευθυντήριων γραμμών του κόμματος, το εμπόδιο της γλώσσας που ταλανίζει την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων και κυρίως τα οικονομικά προβλήματα των αγροτών δημιουργούν συνεχείς  δυσκολίες στην πορεία ανασυγκρότησης του αγροτικού τομέα.  

Το μέγεθος των δυσκολιών το ανακαλύπτουμε στον προβληματισμό που αναπτύσσεται στην Α΄ Πανουκρανική Συνδιάσκεψη για τη δουλειά στις μειονότητες στην Ουκρανία, που πραγματοποιήθηκε στη πόλη Χάρκοβο το 1927. Ιδιαίτερη αξία έχουν οι παρεμβάσεις των Ελλήνων αντιπροσώπων, όπως του προέδρου αγροτικού σοβιέτ Μαζάν από το όκρουγκ Στάλινο (Ντονιέτσκ). Ο Έλληνας αυτός, μάλλον ένας αγράμματος αγρότης, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις καθυστερήσεις στην αγροτική παραγωγή προβάλλοντας ως επιχειρήματα τις αντικειμενικές αιτίες της καταστροφής από τις πολεμικές περιπέτειες του άμεσου παρελθόντος αλλά και την έλλειψη ικανών καθοδηγητών, που να κατέχουν την γλώσσα των χωρικών:   

«Σύντροφοι εγώ για πρώτη φορά παρευρίσκομαι σε τέτοια συνέλευση, όπου συζητείται το ζήτημα για την εθνική πολιτική. Σύντροφοι, είμαι ο Πρόεδρος του αγροτικού σοβιέτ και η εθνικότητά μου είναι ελληνική. Εργάζομαι ως πρόεδρος του αγροτικού σοβιέτ από το 1921 και μπορώ να πω πως πρώτη φορά αισθανθήκαμε ότι νοιάζονται και σκέφτονται για εμάς μόνον τον Οκτώβριο με τον ερχομό του συντρόφου Γιαλί να επιθεωρήσει την δουλειά μας. 

Σύντροφοι, γνωρίζετε ότι οι Έλληνες δεν έχουν λόγο να ονομάζονται Έλληνες. Έχουν εκρωσισθεί. Τώρα, ζώντας περισσότερο από 150 έτη στο έδαφος της Ουκρανίας, δεν έχουμε δική μας λογοτεχνία και σε σχέση με αυτό αισθανόμαστε καθυστερημένοι.

Θα ήθελα να θίξω τρία ζητήματα. Πρώτο για την καλλιέργεια των αγρών, δεύτερο για την εξυπηρέτηση των Ελλήνων και η τρίτη για την πολιτιστική δουλειά.

Σύντροφοι, όταν λένε ότι οι Έλληνες είναι απολίτιστοι, ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν να εργάζονται, ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν να χειριστούν την οικονομία τους κ.λπ., πρέπει να πω ότι σαν Έλληνας θύμωσα λιγάκι με αυτό το ζήτημα. Γιατί μιλούν έτσι; Αν κοιτάξουμε τον λιμό του 1921 ποιες περιοχές υπέφεραν περισσότερο;  Τα όκρουγκ της Μαριούπολης και του Στάλινο υπέφεραν επίσης την καταστροφή και τις συμμορίες. Μπορείς άραγε μένοντας με μια αγελαδίτσα να δημιουργήσεις νοικοκυριό; Πολύ δύσκολο. Και μάλιστα στις επιθεωρήσεις ιδιαιτέρως από αυτήν την πλευρά οι αντιπρόσωποί μας των υψηλότερων οργάνων κάνουν την ανάλυση και καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι στα κτήματα των Ελλήνων φυτρώνουν μόνον αγριόχορτα και αυτά δεν τα καλλιεργούν. Τώρα θα σας αναφέρω μερικά νούμερα σε σχέση με την καλλιέργεια της γης σε σχέση με το περυσινό χρόνο. Λέω, σύντροφοι, ότι εάν το προηγούμενο έτος επιδιώξαμε να περάσουμε στην καλλιέργεια της γης, και τώρα επιδιώκουμε να ακολουθήσουμε πολλαπλή αμειψισπορά των αγρών. Εάν την προηγούμενη χρονιά είχαμε 500 ντεσιατίνες μαύρης γης, φέτος έχουμε 2.500 ντεσιατίνες σε αγρανάπαυση. Από αυτούς τους αριθμούς φαίνεται καθαρά η καλλιέργεια της γης. Δεν πρέπει βεβαίως να λέμε ότι οι Έλληνες δεν καλλιεργούν την γη στα κτήματά τους, αλλά βεβαίως, οι προοπτικές και οι συνθήκες της εργασίας εδώ είναι άλλες. Όπως γνωρίζετε οι Έλληνες προηγουμένως ασχολούνταν περισσότερο με την κτηνοτροφία και δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην αγροτική καλλιέργεια. Αυτό επίσης αποτελεί αιτία για την καλλιέργεια της γης, την οποία πρέπει να κατανοήσουμε. Άλλη αιτία, είναι η λίγη γη. Τώρα εμείς δημιουργούμε συνοικισμούς, αλλά οι μάζες μάς λένε: ‘‘Λοιπόν, εμείς ευχαρίστως να πάμε στους συνοικισμούς, αλλά και εσείς κτίστε μας σχολεία, κλαμπ, διαφορετικά εάν θα βγούμε από τα κέντρα του χωριών στους συνοικισμούς, όπου δεν υπάρχουν τέτοια πολιτιστικά κέντρα, τα παιδιά μας θα μείνουν στην αμάθεια’’. Με αυτό τον τρόπο πρέπει η Κεντρική Επιτροπή μας να δώσει σοβαρή προσοχή στην καλλιέργεια της γης, επιδοτώντας την δημιουργία πολιτιστικών κέντρων σε αυτούς τους συνοικισμούς, όπου θα εγκατασταθούν.

Τώρα θέλω να θίξω την εξυπηρέτηση των εθνικών μειονοτήτων και ιδιαιτέρως στο όκρουγκ Στάλινο. Θα εκφραστώ χοντροκομμένα, χωριάτικα, ότι η εκτελεστική επιτροπή του όκρουγκ ‘‘ζει σε περιβόλι αλλά φρούτα δεν παράγει’’, δηλαδή καθοδηγητές υπάρχουν, αλλά ποτέ δεν τους βρίσκεις. Μόνον μία φορά ο σ. Μάζελ ήλθε με τον Γκόφμαν, αλλά πλέον ποτέ ξανά. Όμως στο όκρουγκ υπάρχουν 35.000 Έλληνες και τουρκο-τάταροι [σ.τ.σ. εννοεί ταταρόφωνους Έλληνες]. Υποθέτω ότι σε τέτοιο αριθμό εθνικών μειονοτήτων τέτοια εξυπηρέτηση δεν είναι αρκετή. Θεωρώ ότι εάν σκεφτόμαστε να συνεχίσουμε την εθνική μας πολιτική, τότε είναι απαραίτητο να φέρουμε τους καθοδηγητές στο όκρουγκ. Εδώ μιλούσε ο αντιπρόσωπος της Οδησσού ότι μάζα στελεχών πηγαίνει στα γεωγραφικά διαμερίσματα αλλά δεν τους βλέπουν. ...».[19]

Σημαντικό επίσης είναι το στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί ότι ο Έλληνας αντιπρόσωπος απαντάει σε τοποθετήσεις αντιπροσώπων άλλων εθνοτήτων, οι οποίοι είχαν εξαπολύσει κατηγορίες εναντίον του ελληνικού πληθυσμού για έλλειψη πολιτισμού και χαμηλή εργατικότητα, εποφθαλμιώντας ασφαλώς τις εκτάσεις που ανήκαν στις ελληνικές κοινότητες. 

Από τις τοποθετήσεις των στελεχών και των αντιπροσώπων αναδείχθηκαν τα προβλήματα και πέρασαν όλα στις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης, όπου ειδικά για τα ελληνικά χωριά αναφέρεται ότι: 

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας στα ελληνικά χωριά δεν αποκαταστάθηκε πλήρως μετά τον πόλεμο και τον λιμό και κινείται με ανεπαρκείς ρυθμούς, το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να αναδείξει συγκεκριμένα μέτρα για την ανάπτυξη της οικονομίας και συγκεκριμένα: 

»α. να θέσει στο Κομισαριάτο Γεωργίας και στα τοπικά του όργανα το ζήτημα της διερεύνησης των αιτιών της ανεπαρκούς αύξησης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και την λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων.

»β. να επιταχύνει την διαδικασία της δημιουργίας καλλιεργημένων εκτάσεως γης στα ελληνικά χωριά […]»[20]

Επίσης στις αποφάσεις προβλέπεται ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργειών  με την χρήση  μηχανικών μέσων  και η διάθεση δανείων προς τον σκοπό αυτό. 

Ως το πλέον σημαντικό, όμως, ζήτημα  αναδεικνύεται και σε αυτήν την συνάντηση το πρόβλημα της ταυτότητας του ελληνικού πληθυσμού, όπως εκφράζεται στην γλώσσα και στην εκπαίδευσή του. Στις ελλείψεις και στις διαφοροποιήσεις του πληθυσμού αυτού προσδιορίζονται και οι όποιες αδυναμίες εμφανίζονται στην αφομοίωση  και στον συντονισμό με τα μέτρα και την πολιτική του νέου καθεστώτος. 

Στην απόφαση του ελληνικού τμήματος της Πανουκρανικής Εκτελεστικής Επιτροπής το ζήτημα αυτό αναδεικνύεται τόσο στα μέτρα για την σοβιετική οικοδόμηση όσο και για την πολιτιστικό-κοινωνική  ανάπτυξη του πληθυσμού. Συγκεκριμένα για την σοβιετική οικοδόμηση αναφέρεται ότι: 

«Το σημαντικότερο ζήτημα για την δουλειά των ελληνικών σοβιέτ αποτελεί το γλωσσικό ζήτημα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι για την αποκατάσταση της χαμένης από τους Έλληνες γραφής απαιτείται σειρά ετών, και αυτό καθυστερεί την μετάφραση των  διεκπεραίωσης στην μητρική γλώσσα, πρέπει να προχωρήσουμε στα εξής: 

»α. προσωρινά να παραμείνει η διεκπεραίωση αυτή στα ρωσικά ή στα ουκρανικά, σύμφωνα με την απόφαση του προεδρείου της Πανουκ.Εκ.Ε. από τις 19 Ιανουαρίου 1926, σύμφωνα με την εισήγηση της επιτροπής για την μελέτη του ελληνικού πληθυσμού.

»β. παραλλήλως να ληφθούν αποφασιστικά βήματα στην πράξη  στην λήψη μέτρων για την χρήση της μητρικής γλώσσας στην σοβιετική δουλειά, ιδιαιτέρως στην σχέση του πληθυσμού στα σοβιέτ, στην διενέργεια συνελεύσεων, στην κατάρτιση απολογισμού των αγροτικών σοβιέτ, και κατά το δυνατόν, στα ανώτατα όργανα εξουσίας στην μητρική γλώσσα. […] 

3. Οι δυσκολίες που δοκίμαζαν τα όργανα απονομής δικαιοσύνης για την εξυπηρέτηση του ελληνικού πληθυσμού, ιδιαιτέρως της φτωχολογιάς και των γυναικών πού κατέχουν άσχημα την ουκρανική και την ρωσική γλώσσα, επιτείνει την αναγκαιότητα της εισαγωγής της δικαστικής ορολογίας στην μητρική γλώσσα. 

Γι’ αυτό τον λόγο θεωρείται αναγκαίο να επισπευσθεί το άνοιγμα από το Λαϊκό Κομισαριάτο Δικαιοσύνης των γραικο-ελληνικών και γραικο-ταταρικών εθνικών δικαστικών οργάνων, προβλεπομένων στο 5χρονο πλάνο του δικαστικού δικτύου. 

Να προταθεί μέσω του Προεδρείου της Παν.Κ.Ε.Ε. στα γραφεία του Στάλινο και της Μαριούπολης για την πραγματοποίηση των αποφάσεών τους για άνοιγμα των ελληνικών δικαστικών φυλακών.[21]

Από το ύφος και την ουσία των αποφάσεων καθίσταται φανερό ότι τα όργανα εξουσίας αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ελληνικής μειονότητας με κατανόηση και κινούνται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των εθνικών χαρακτηριστικών της. Η πολιτική γραμμή δείχνει να παραμένει η ίδια, και να υπάρχει όντως η προσμονή της επίλυσης των δυσκολιών βάσει μιας νέας «εθνικής πολιτικής».

Σύντομα, όμως, η πολιτική αυτή θα αλλάξει άρδην. Μετά το 1929 κύριος στόχος θα καταστεί η κολεκτιβοποίηση των αγροτικών νοικοκυριών, η οποία θα σαρώσει τα όποια επιτεύγματα της προηγούμενης περιόδου. Αυτή, βεβαίως, η φάση αφορά ένα ευρύτερο πρόβλημα και μια βαθύτερη αντίθεση της σοβιετικής κοινωνίας που φέρνει αντιμέτωπους τον αστικό πληθυσμό με τους αγρότες.

 



[1] Hiroaki Kuromiya, «Freedom and Terror in the Donbas, A ukrainian-russian borderland, 1870s-1990s», Part of Cambridge Russian, Soviet and Post-Soviet Studies, 2003, σελ. 138.

[2] Larisa Yakubova, «Etnitsni Menshosti USSR u pershi polovini 20-x rokiv XX st.» [Οι εθνικές μειονότητες της Σ.Σ.Δ.Ου. το πρώτο μισό του 1920»], Κίεβο 2002, σελ. 77, βασισμένο σε στοιχεία των Κρατικών Αρχείων της Ουκρανίας.  

[3] Εφημερίδα «Priazovskaya Pravda», 10, 15, 22 Δεκεμβρίου. Η εφημερίδα «Κομμουνιστής» στις 14 Φεβρουαρίου 1922 δημοσιεύει επιστολή όπου αναφέρεται ότι ο πληθυσμός του χωριού Μάλι Γιανισόλ βρίσκεται σε προθανάτια αγωνία. Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. 

[4] Larisa Yakubova, «Mariupolski Greki (etnitsna istoria) 1778r.- potsatok 30-x rokiv XX st.», Κίεβο, 1999, σελ. 78.

[5] O.M. But, B.M. Nikolskii, «Silske gosppodarstvo grekiv donbasu za perepisom 1923 (porivniali analiz)», στα υλικά τουΣυνεδρίου ««Ukraina i Gretsia istoria I sutsasnist», 29-30 Μαρτίου, 1993, σελ. 28-30.

[6] K. Boenko, A. Dinges «Tsislo ziteleix I mesta gretseskih obsin Donetskotskoi gubernii v 1923», στα υλικά του Συνεδρίου«Ukraina –Gretsia istoriia ta sutsacnist» [«Ουκρανία-Ελλάδαιστορία και παρόν»], 22-24 Φεβρουάριος 1995], Κίεβοσελ. 39.

[7] S.GYali, «Greki v USSR», σελ. 7.

[8] «Biylleten NKO USSR N. 4(22)», Χάρκοβο, 1926 σελ. 13-15 στο SYali, ό.π., σελ. 62.

[9] Οι λειτουργίες του συγκεκριμένου τμήματος ήταν σχετικά γενικές - η τήρηση για την δράση των οργανώσεων με εθνική σύνθεση, των θρησκευτικών ομάδων των εθνικών μειονοτήτων κ.λπ. Τα αποτελέσματα της λειτουργίας του τμήματος ήσαν ελάχιστα (έχοντας αρχικώς πολλά υποτμήματα και στην συνέχεια μόνο τρία: εβραϊκό, γερμανικό και πολωνικό), καθώς ο κατά τόπους μηχανισμός δεν είχε στελέχη. NasedkinaLD., «Gretseskie Natsionalnie selskie sovieti Ukraini vo vzaimodeistvii natsionalnoi I sotsialnoi politiki» [Τα ελληνικά εθνικά αγροτικά συμβούλια της Ουκρανίας σε αλληλοεπίδραση εθνικής και κοινωνικής πολιτικής], στα υλικά του Συνεδρίου “Greki Ukraini”, Ντονιέτσκ 1991, σελ. 119.

[10] Ό.π. Αρχική εργασία της Υπηρεσίας ήταν η έρευνα για την κατάσταση των εθνικών μειονοτήτων, στα αποτελέσματα της οποίας θα στηρίζονταν τα μέτρα που θα λαμβάνονταν για την διοικητική αυτονομία και πολιτιστική ανάπτυξη σε ένα νέο δικαιϊκό πλαίσιο των μειονοτήτων της Σ.Σ. Δημοκρατίας  της Ουκρανίας. Το 1924 δημιουργήθηκαν 5 Διοικητικά διαμερίσματα με εθνική βάση, το 1926 υφίσταντο 11 και 891 αγροτικά σοβιέτ και το 1930 κατά την Β΄ Πανουκρανική Συνδιάσκεψη για την δουλειά στις εθνικές μειονότητες, όταν κηρύχθηκε το τέλος της δημιουργίας αυτόνομων εθνικών περιοχών, στο έδαφος της Ουκρανίας δρούσαν 1.121 αγροτικά συμβούλια και 26 περιοχές

[11] «Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Ουκρανίας», τμ. 1, ράφ. 2, κατ. 671, φύλ. 35-36. 

[12] Η δημιουργία μάλιστα των διοικητικών αυτών περιφερειών πραγματοποιήθηκε ως σχετιζόμενη με την επέτειο των 150 χρόνων από την μετοίκηση των Ελλήνων στην Αζοφική, Larisa Yakubova, «Mariupolski Greki…», ό.π., σελ. 111.

[13] «Vtoroe Vseukrainskoe Soveshanie po rabote sredi natsiomnalnih menshistv», 27-30 Νοεμβρίου 1930, σελ. 47.

[14] Skripnikn M.O., «Perebudovnimi sliahami», περ. «Ukrainski istoritseski zournal», Κίεβο, 1989, Nο. 11, σελ. 108.

[15] Larisa Yakybova, «Mariupolski Greki …», ό.π., σελ. 112. Η τάση αυτή χαρακτήρισε και άλλες μειονοτικές εθνοτικές ομάδες, και κυρίως τις μουσουλμανικές, όπως των Τατάρων της Κριμαίας, οι οποίοι προσδοκούσαν την επανασύσταση του χανάτου.

[16] NasedkinaLD., ό.π., σελ. 122.

[17]  Larisa Yakybova, «Mariupolski…», ό.π., σελ. 114.

[18] «Κεντρικά Κρατικά Αρχεία Ουκρανίας», τμ. 413, ράφ. 1, καταλ. 232, φύλ. 8, 21.10-1926.

[19] «Pervoe Vseukrainskoe Soveshaniepo rabote sredi Natsionalnih manshistv», 8-11 Ιανουαρίου 1927, 1927, Χάρκοβο, Στενογραφημένη σύνοψη των αποφάσεων και των υλικών έκδοσης της Πανουκρανικής Κεντρικής Επιτροπής, σελ. 107-108. 

[20] Ό.π., σελ. 209.

[21] Ό.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου