Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η συριακή τραγωδία

ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Η επικράτηση του συριακού στρατού στη πόλη al Qusayr της επαρχίας Χομς, στα σύνορα με τον Λίβανο, αποδεικνύει ότι ο πόλεμος στη Συρία έχει πάρει τροπή μακράν αυτής που προσδοκούσαν οι εμπνευστές του. Η πολίχνη αυτή των 30 χιλ. κατοίκων έχει στρατηγική σημασία για τη πρόσβαση της Δαμασκού προς τις ακτές της Μεσογείου, όπου κατοικεί το μεγαλύτερο τμήμα των Αλεβιτών και λειτουργεί η ναυτική βάση των Ρώσων, στη πόλη Ταρτούς. Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο των μαχών που διεξάγονται εκεί, είναι η ευρεία συμμετοχή μαχητών της Χετζμπολλάχ, της πανίσχυρης οργάνωσης των σιιτών του Νοτίου Λιβάνου.
Είναι φανερό ότι η αρχική επιδίωξη να εμφανιστεί ο πόλεμος αυτός ως εξέγερση του λαού της Συρίας εναντίον ενός διεφθαρμένου καθεστώτος, ως κρίκος της αλυσίδας ανάλογων επαναστάσεων της «αραβικής άνοιξης», που μεταλλάσσονται γοργά σε «ισλαμικό χειμώνα», δεν πείθει πια κανέναν. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο γενικός σχεδιασμός ήταν ολότελα λανθασμένος. Η γρήγορη ανατροπή του Άσαντ που θα τη διαδεχόταν ένα χαλαρό κρατικό μόρφωμα με τρεις, τέσσερις συνιστώσες (Αλεβίτες στη Λαττάκεια, Κούρδοι στα βορειοανατολικά, Δαμασκός, Χαλέπι, ίσως και Δρούζοι) ή το χάος –ή και τα δύο- και θα άνοιγε το δρόμο για επέμβαση στο Ιράν, δεν επετεύχθη. Αντ’ αυτού άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας».

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

«Αν ο Μάρξ είχε διαβάσει Χαίλντερλιν…»* Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Εμφύλιος και Λογοτεχνία», εκδ. Πατάκη (σελ. 391)



 
Τούτη η εποχή/του εμφύλιου σπαραγμού/
δεν είναι εποχή/για ποίηση/ κι άλλα παρόμοια/
σαν πάει κάτι/ να γραφεί/ είναι/ ως αν/ να γράφονταν/
από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων θανάτου

Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948», Ελευσίς, 1948

Η, όσο αναλυτική κι αντικειμενική, ιστορική καταγραφή δεν είναι εις θέσιν να αποτυπώσει από μόνη της ολοκληρωμένα μια εποχή. Πάντα θα της λείπει η εσωτερική διάσταση των υποκειμένων που προσλαμβάνουν και δημιουργούν την πραγματικότητα, σε μια πολυσύνθετη αλληλουχία προθέσεων και δράσεων. Κι εδώ το πρώτο λόγο έχει η λογοτεχνία, παρά την υποκειμενικότητά της, η οποία, συνιστά, ταυτοχρόνως, και την προϋπόθεση της εγκυρότητάς της. Επομένως, κι η λογοτεχνική παραγωγή για μια εποχή όπως του δικού μας εμφυλίου, τη δεκαετία του 1940, επιβάλλεται για την κατανόησή της. Πολλώ δε μάλλον που η ιστορική προσέγγιση για τον εμφύλιο πάσχει από ιδεοληπτικές μονομέρειες και η «κληρονομιά» του επιβιώνει και σήμερα –ή ορθότερα, οι τερατογενέσεις του φαίνεται να επανακάμπτουν δριμύτερες.