Ντεμπάλτσεβο, Κομπάνι, Σαναά,
Αθήνα, Βουδαπέστη· πόλεις που τις χωρίζουν χιλιάδες
χιλιόμετρα, πόλεις που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς, τις οποίες, ωστόσο,
το προηγούμενο διάστημα τις συνέδεσε κάτι κοινό: όλες τους υπήρξαν εξέχουσες
εστίες του νέου παγκόσμιου ανταγωνισμού, που εξελίσσεται με αυξανόμενη ένταση
τα τελευταία έτη. Είναι φανερό ότι η ουσία των γεγονότων, που διαδραματίζονται
μπροστά στα μάτια μας, μόνον εφόσον τοποθετηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
γεωστρατηγικών ανταγωνισμών γίνεται αντιληπτή.
Στη
πραγματικότητα, μια νέα παγκόσμια διαπάλη λαμβάνει χώρα –ο χαρακτηρισμός «νέος
ψυχρός πόλεμος» ασφαλώς είναι πρόωρος και προσωρινός. Το κύριο διακύβευμα της
μεταβατικής φάσης που βιώνουμε είναι αν ο παγκόσμιος χώρος θα τελεί υπό
μονοπολική ηγεμονία -με ηγεμόνα τις ΗΠΑ- ή θα περάσει σε μια πολυπολική εποχή.
Το κέντρο των δραματικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων παραμένει η ευρύτερη
ευρασιατική ζώνη. Γι’ αυτό και οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι ό,τι συμβαίνει στη
Συρία και στο Κουρδιστάν έχει αντίκτυπο στην Ουκρανία και στην Ελλάδα, και ό,τι
συμβαίνει στην Αίγυπτο και στην Υεμένη έχει συνέπειες στο Βερολίνο και στην
Ουάσιγκτον.
Στη
μακρινή Υεμένη, για παράδειγμα, οι σιίτες Χούδι κατέλαβαν την εξουσία στην
πρωτεύουσα Σαναά. Η νίκη των σιιτών
απέναντι στην νόμιμη κυβέρνηση, αλλά και στην τοπική Αλ-Κάιντα, συνιστά και νίκη
της Τεχεράνης. Το καθεστώς στο Ιράν, συμπληρώνοντας 36 χρόνια από την ισλαμική επανάσταση,
αντί να έχει καταρρεύσει όπως εκτιμούσαν οι αντίπαλοί του, έχει επεκτείνει την
επιρροή του στην Μέση Ανατολή και στη Αραβική χερσόνησο. Οι Ιρανοί εκτός από
την Σαναά, ελέγχουν ακόμη τη Δαμασκό της Συρίας -όπου η αντοχή του προέδρου
Άσαντ υπήρξε ο καταλύτης των μεγάλων ανατροπών- τη Βηρυτό του Λιβάνου, μέσω της
Χεζμπολλάχ, και τη Βαγδάτη, όπου πλειοψηφούν οι σιίτες. Τούτο σημαίνει ότι οι
ΗΠΑ είναι αναγκασμένες να επανεξετάσουν την πολιτική τους απέναντι στην
Τεχεράνη -στενοχωρώντας το Ισραήλ- αν δεν θέλουν να δουν έναν μελλοντικό
ρωσσο-ιρανικό άξονα που θα εκτείνεται έως την Αίγυπτο.
Στην
ίδια περιφέρεια, η νίκη των Κούρδων στο ηρωικό Κομπάνι, απέναντι στους φανατικούς τζιχαντιστές του Ισλαμικού
Κράτους, έχει σημάνει ήδη την αρχή του επανασχεδιασμού του χάρτη της Μέσης Ανατολής.
Το μεγάλο Κουρδιστάν, δεν είναι πια μια ουτοπία, αλλά μια εφικτή κατάκτηση. Η
αφύπνιση μιας ενιαίας εθνικής συνείδησης του κουρδικού πληθυσμού και στα
τέσσερα κράτη όπου κατοικεί –Τουρκία, Ιράκ, Ιράν, Συρία-, η αυτοπεποίθηση στις
δυνάμεις του και η αύξηση της επιρροής του ΠΚΚ διαγράφουν πλέον μια νέα
πραγματικότητα. Και ως συνέπεια αυτής της νέας κατάστασης, η Τουρκία βλέπει ότι
αντί να επεκτείνεται η δική της επιρροή, σύμφωνα με το δόγμα Νταβούτογλου, να απειλείται
ακόμη και στο εσωτερικό της. Οι επικίνδυνες ακροβασίες του Ερντογάν μεταξύ της
στήριξης του Ισλαμικού Κράτους, των στενών οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσσία και
την επαμφοτερίζουσα στάση με τις ΗΠΑ, ίσως τελικά πληρωθούν με ακριβό αντίτιμο
για τον ίδιο και τη Τουρκία.
Η
ενίσχυση του Ιράν στη Μ. Ανατολή και πρωτίστως της Ρωσίας σε Συρία και Αίγυπτο
συνετέλεσαν σε σημαντικό βαθμό ώστε οι ΗΠΑ να εμπλακούν στην ουκρανική κρίση. Η
επανάσταση της πλατείας Μαϊντάν σύντομα εξελίχθηκε σε έναν άγριο και αιματηρό
εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος εκτός από πολλά ανθρώπινα θύματα έχει προκαλέσει ντε
φάκτο την απόσχιση της Κριμαίας και σημαντικών τμημάτων της ανατολικής
Ουκρανίας, στις περιφέρειες Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ.
Όπως,
όμως, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, το ουκρανικό μέτωπο, εκτός από λόγους αντιπερισπασμού,
λειτουργεί ως ο ισχυρότερος μοχλός για την αποτροπή μιας στρατηγικής
οικονομικής συνεργασίας Βερολίνου–Μόσχας. Διότι το νέο τείχος που αναγείρουν οι
ΗΠΑ στις ουκρανικές στέπες στοχεύει σε κάτι πολύ περισσότερο από την απίσχναση
της ρωσσικής οικονομίας και την υπονόμευση του Πούτιν. Ο απώτερος στόχος τους
διαφαίνεται να είναι η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής ηπείρου στην επερχόμενη
ευρω-ατλαντική οικονομική ζώνη. Άμεσα επιδιώκουν, επομένως, την αναχαίτιση μιας
πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
και της ανάδυσης ενός οικονομικά ανταγωνιστικού ευρωπαϊκού πόλου. Αναμφίβολα,
το όραμα αυτό έχει ξεφτίσει αρκετά από τη στιγμή που, μετά την επιτυχή
γερμανική ενοποίηση, επετράπη η διαμόρφωση μιας εν δυνάμει «γερμανικής» Ευρώπης.
Η δυνατότητα, όμως, του βορειο-ευρωπαϊκού πυρήνα να αναβαθμισθεί ήταν υπαρκτή,
με την προϋπόθεση βέβαια της στενής οικονομικής –ενεργειακής, εμπορικής- συνεργασίας
του με τη Ρωσσία. Το Βερολίνο αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και, παρά την πολιτική
των κυρώσεων απέναντι στην Μόσχα, προσπαθεί ταυτοχρόνως να πετύχει στην
Ουκρανία κάποια ειρήνευση ώστε να μείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας με
τους Ρώσσους. Αυτό είναι και το υπόβαθρο των συμφωνιών του Μινσκ, που δεν
ικανοποιούν την Ουάσιγκτον. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση, δεν έχει ακόμη
ξεκαθαρίσει, και η νίκη των αυτονομιστών φιλορώσσων στην κομβικής σημασίας πόλη
Ντεμπάλτσεβο, που καταδεικνύει και τις
σοβαρές αδυναμίες του ουκρανικού στρατού, ανοίγει το δρόμο για την προέλαση τους
προς την πόλη της Μαριούπολης, στη θάλασσα της Αζοφικής.
Την
ίδια ώρα, ο Πούτιν επιδιώκοντας να ακυρώσει το νέο σιδηρούν παραπέτασμα που οι
ΗΠΑ υψώνουν μέσα στην αυλή του, μετά και την αποτυχία της κατασκευής του «South Stream», επισκέφθηκε στην Βουδαπέστη τον πρωθυπουργό της
Ουγγαρίας, Όρμπαν. Ο τελευταίος, φανατικά αντιρώσσσος κατά την πρώτη του πρωθυπουργική
θητεία, έχει αναδειχθεί σε έναν υπέρμαχο της ρεαλιστικής σχολής, αγνοεί τις
απειλές των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, και συνάπτει επωφελείς συμφωνίες με τη
Ρωσσία στους τομείς της ενέργειας και του εμπορίου.
Και
όλα τα παραπάνω συνέβαιναν ενώ στην Αθήνα
διαδραματιζόταν ακόμη μια πράξη του «ελληνικού δράματος». Οι πολιτικές
εξελίξεις σε μια χώρα όπως την Ελλάδα έχουν πάντοτε γεωπολιτική χροιά. Και
ιδιαίτερα σήμερα αυτή είναι ακόμη πιο έντονη. Τους τελευταίους μήνες έγινε
φανερό ότι η χώρα, χρεωκοπημένη και εντελώς εξαρτημένη από την οικονομική
βοήθεια που λαμβάνει από έξω υπό όρους, θα έμπαινε και πάλι σε φάση πολιτικής
αστάθειας. Στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφωνόταν ο κάθε ένας από τους
εξωγενείς παράγοντες επιρροής έπαιρνε θέση μάχης. Η προοπτική μιας ανεξέλεγκτης
κρίσης που θα έφθανε στο GREXIT
συνιστούσε μια απειλή για όλη την ευρωζώνη. Ποιος θα επιθυμούσε μια τέτοια
εξέλιξη; Ίσως το ίδιο το Βερολίνο να φλέρταρε και πάλι με αυτή την ιδέα, παρά
το κόστος που θα είχε σε πρώτο χρόνο μια ελληνική έξοδος από την ευρωζώνη.
Χωρίς το ελληνικό «βαρίδι» η προοπτική μιας «γερμανικής» Ευρώπη θα είχε
περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Μια Ελλάδα, όμως, σε οικονομικά ερείπια και
με κοινωνικό χάος, θα ήταν δυσκολότερα ελέγξιμη γεωστρατηγικά από …τις ΗΠΑ. Εξ
ου και η καθοριστική τους συμβολή στην προσπάθεια ευόδωσης της συμφωνίας –ακόμη και αν αυτή
έχει συνταχθεί με γερμανικούς όρους «αργού μαρτυρίου». Αυτή η υπερατλαντική
στήριξη δικαιολογεί άλλωστε και την υπέρμετρη αυτοπεποίθηση της ηγεσίας του
ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου οι πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης προς μια
πολυδιάστατη πολιτική, και κυρίως τα «ανοίγματα» προς τη Ρωσσία, στην καλύτερη
των περιπτώσεων έχουν μάλλον επικοινωνιακό χαρακτήρα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος της Κυριακής της Κύπρου, 22 Μαρτίου 2016
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος της Κυριακής της Κύπρου, 22 Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου