«Όταν στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, οι γέροι Κρητικοί μεθούσαν,
βάζανε στραβά το φέσι τους, μπαίνανε
τους τούρκικους καφενέδες και παίρναν να τραγουδούν, με κίντυνο της ζωής τους: Λευτεριά! Λευτεριά! Το Μόσκοβο θα φέρω!
Και να τώρα, απάνω στην ακμή του, ο Γερανός νιώθει μέσα του μεμιάς, έναν γέρο Κρητικό, τον παππού του, με
το φέσι στραβά, να βγάνει το λαρύγγι του,
τραγουδώντας το ίδιο τσάκισμα!»
Τόντα-Ράμπα
Ο Καζαντζάκης, ο συγγραφέας που
αποτόλμησε να κάμει κτήμα του όλα τα πνευματικά ρεύματα του καιρού του και να
αναστήσει με τη γραφίδα του τον Άνθρωπο-μαχητή, διατηρεί ακόμη το φωτοστέφανο
του μεγάλου. Κι, όμως, η εικόνα του κόσμου μας σήμερα είναι αυτή που του προκαλούσε
τη μέγιστη αποστροφή. Ο τρόπος του «μπακάλη» και του «λογιστή» επελαύνει
ακάθεκτος σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη, αυτού που ο Κ. αγάπησε με πάθος
και εξιστόρησε σε σελίδες απαράμιλλης ομορφιάς και διεισδυτικότητας. Και που να
βρει τώρα ένα κλαρί ανθισμένο για «να
καθίσει και να κελαδήσει το ιερό πουλί, η καρδιά του ανθρώπου!»[1]. Κι
ομολογούσε, σε στιγμές δραματικές για την Ευρώπη και τον ελληνισμό, στο
αδημοσίευτο όσο ζούσε, «Συμπόσιο»: «Κύριε!
Κύριε! Ποιος μίσησε περσότερο από μένα τη Φραγκιά-τη λατρεία του λογικού και της κοιλιάς, τη μίζερη γνώση, τις κερδοφόρες
μικρές βεβαιότητες;». Χαιρόταν ο πολεμιστής του Χρέους ατενίζοντας τις «ορδές»
της Ανατολής, τις δυνάμεις του Χάους, να εφορμούν για να ξεβολέψουν τις
κοιμισμένες ψυχές∙ πρόσμενε πως αυτές θα έβαζαν πάλι το Πνεύμα σε κίνηση.
Πόσο επίκαιρος είναι, λοιπόν, ο,
κατ’ εξοχήν, Έλληνας Ρομαντικός, που
συμπέραινε ότι ο θάνατος είναι η έσχατη πραγματικότητα αλλά η πάλη για ζωή η
μόνη Λύτρωση; Μετά και τη φολκλορική
επικράτηση του «κακέκτυπου» τού Ζορμπά, που στάθηκε το άλλοθι του χυδαίου
αμοραλισμού της μεταπολίτευσης, ο Κ. επιστρέφει. Μια επιστροφή, ίσως όχι
συγκυριακή, αλλά μάλλον διαισθητική. Ο δυτικός άνθρωπος έχει φθάσει στα έσχατά
του. Η νίκη του είναι και η ήττα του.
Κι ο Έλληνας που βλέπει, όταν «βλέπει», το καντήλι της Ιστορίας του να
σιγοσβήνει, αναζητά ρίζες, πριν χαθεί οριστικά από το προσκήνιο.
Ενθαρρυντικό είναι το φαινόμενο όχι
μόνον τα έργα του Κ. να ελκύουν το αναγνωστικό κοινό, αλλά και πολλοί να καταπιάνονται
με τα γραπτά του. Ανάμεσα στις πλέον πρόσφατες μελέτες, ξεχωρίσαμε αυτή του
Μιχάλη Πάτση, που έχει τίτλο «Καζαντζάκης
και Ρωσία –οικοφοβία, διαλογικότητα, καρναβάλι»[2]. Στο
βιβλίο του, ο Πάτσης πραγματεύεται, σε 600 σελίδες, όλο το φάσμα των σχέσεων του
Κ. με τη Ρωσία. Παρουσιάζονται εξαντλητικά οι ρωσικές επιρροές στη σκέψη και
στο έργο του, η δική του παρουσία στη Σοβιετική Ένωση αλλά και η επιρροή που ο
ίδιος άσκησε στην Ελλάδα για την εικόνα της σοβιετικής Ρωσίας. Το πλαίσιο της
ανάλυσής του είναι ευρύτατο, με την παράθεση πολλών, αρκετών από αυτές άγνωστων
στον Έλληνα αναγνώστη, πληροφοριών. Σε τούτο το τελευταίο, ανεκτίμητο
πλεονέκτημα του Πάτση συνιστά όχι μόνον η άριστη γνώση της ρωσικής γλώσσας αλλά
και η στέρεα και βαθιά γνωριμία του τόσο
με το ρωσικό πολιτισμό και τη λογοτεχνία, όσο και με την νεοελληνική
λογοτεχνική παραγωγή, καθώς έχει αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστήμιο του Κιέβου και, επιπλέον, έχει διδάξει επί σειρά ετών ελληνική
φιλολογία στο περίφημο Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ της Μόσχας.
Από τις πρώτες γραμμές ανάγνωσης
του βιβλίου, γίνεται φανερή η επιμονή και η επιμέλεια με την οποία ο συγγραφέας
του επιχειρεί να φωτίσει κάθε πλευρά μιας πολυσύνθετης και σε διαρκή ροή
προσωπικότητας, χωρίς να αποστασιοποιηθεί αποσυρόμενος στην άνετη θέση του παρατηρητή.
Ο Πάτσης δεν απεκδύεται τη ταυτότητά του για να κατανοήσει τον Κ. Κάνει ακριβώς
το αντίθετο. Το επιχείρημα είναι δύσκολο. Ο Πάτσης ξεδιπλώνει, ρηξικέλευθα και αδογμάτιστα το μίτο της
καζαντζακικής σκέψης, η οποία παράγει, κατά τη ρωσική περιπέτεια της δεκαετίας
του 1920, πέραν των «ρωσικών» έργων -«Τι είδα στη Ρουσία», «Τόντα-Ράμπα»,
«Ιστορία της Ρουσικής Λογοτεχνίας»-, την «Ασκητική» και τις πρώτες γραφές της «Οδύσειάς» του (το ταξίδι του Οδυσσέα
μετά την Ιθάκη –καθώς «το λιμάνι μονάχα οι νεκροί το βρήκαν»).
Η Ρωσία στη συνείδηση του Κ. προϋπάρχει
ως δύναμη για την εθνική λύτρωση, όπως στους περισσότερους Έλληνες της εποχής
του. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, στρέφεται προς την Νέα Ιερουσαλήμ, την κόκκινη Μόσχα, για να βρει την πανανθρώπινη λύτρωση.
Θα γράψει, το 1936, σε επιστολή του: «έως
το 1923 περνούσα όλος συγκίνηση και φλόγα το Νατσιοναλισμό. Ίσκιος που ένιωθα
δίπλα μου, ο Δραγούμης. Από τα 1923 περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα
την αριστερή παράταξη (ποτέ κομουνιστής, καθώς ξέρετε) Ίσκιος που ένιωθα δίπλα
μου, αχνός ο Π. Ιστράτι. Τώρα περιμένω το τρίτο –θα ‘ναι το τελευταίο; -το
στάδιο: το ονομάζω ελευτερία…». Πριν φθάσει, όμως τη «λευτεριά» θα οργώσει
τη Ρωσία -τοπία, ανθρώπους και ιδέες- που θα αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της στην
κοπιώδη πορεία του προς τη κορυφή.
Ο Κ. επισκέφθηκε τη χώρα για
πρώτη φορά, το 1919, ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αποκατάστασης
Προσφύγων, όταν βρέθηκε στη Γεωργία για τη διάσωση των Ελλήνων της περιοχής και
τη μεταφορά τους στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο Πάτσης παραθέτει την ενδιαφέρουσα
άποψη ότι η δημιουργία συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού στην Μακεδονία ήταν αρχική
ιδέα του Κ..[3] Το βέβαιο είναι, πάντως, πως
οι εικόνες των ξεσπιτωμένων Ποντίων της Γεωργίας τροφοδότησαν δημιουργικά τη
φαντασία του στο «Χριστός ξανασταυρώνεται»
αλλά και τις «Αδερφοφάδες».
Αργότερα, επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ άλλες
τρεις φορές, ως δημοσιογράφος το 1925, ως επίσημος προσκεκλημένος για τους
εορτασμούς, το 1927, των δεκάχρονων της Οχτωβριανής επανάστασης και, τέλος, το
1928, όταν θα παραμείνει για ένα χρόνο.
Ο Κ., ταξιδεύοντας στην Κεντρική
Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 θα περάσει μια βαθύτατη εσωτερική
κρίση. Η καταστροφή που προκάλεσε ο Μεγάλος Πόλεμος θα του κάμει τρομερή
εντύπωση. Αντικρίζοντας τα ανθρώπινα ράκη της μεταπολεμικής Βιέννης, γράφει
οργισμένος, σε επιστολή του προς τη, σύζυγό του τότε, Γαλάτεια: «Να χαθεί η γης καλύτερα! Να καθαρίσει το στερέωμα από το αίσχος της
σύγχρονης ζωής!»[4].
Σύντομα συντάσσεται με το κομμουνιστικό κίνημα «Η επανάσταση έρχεται. […] η
λύτρωση έρχεται. Η Επανάσταση! Ελπίζω να μη φύγω από τη Βιέννη πριν να δουν
τα μάτια μου τη μεγάλη αυτή μέρα».[5]
Τότε θα στρέψει τους οφθαλμούς
του προς την επαναστατική Ρωσία. Γράφει από το Βερολίνο, λίγο μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή: «Αχ! Να ‘μαστε
Ρούσοι! Να ένας λαός, που περσότερο απ’ το ψωμί έχει ανάγκη την ιδέα»[6].
Θέλει να μάθει τη τέχνη του μαραγκού(!) και να πάει εκεί που, όπως πιστεύει,
συντελείται το θαύμα. Παράλληλα, συνεργάζεται με το Δ. Δανιηλίδη, για την
έκδοση ενός κομουνιστικού περιοδικού, που φιλοδοξούσε να καταστεί ο «Λόγιος
Ερμής» της εποχής του. Σε αντιδιαστολή, όμως, με το σύντροφό του στο
σοσιαλιστικό έργο, θεωρούσε τον εαυτόν του «Ανατολίτη», που θαυμάζει τη Δύση
αλλά δεν χωρεί σε αυτήν. Το εγχείρημα δεν θα πετύχει. Η απογοήτευση του Κ. από
την Ελλάδα θα είναι ασήκωτη. Φθάνει στα όρια της αποστροφής. Θα έχουν προηγηθεί
γεγονότα που θα τον επηρεάσουν βαθιά: η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του
Βενιζέλου, η δολοφονία του αδελφικού φίλου του Ίωνα Δραγούμη και η Μικρασιατική
καταστροφή. Αντάμα, όμως με την απόρριψη και την απελπισία, υπάρχει πάντα η
βαθιά αγάπη για την πατρίδα που τον πληγώνει.
Ο Πάτσης θα ονομάσει τη στάση του Κ. ως «οικοφοβία», φόβο δηλαδή προς την
πατρίδα. Ο όρος προέρχεται από τον Άγγλο ρομαντικό Robert Southey (1774-1843) και
δηλώνει την επιλογή να εγκαταλείψει κάποιος την πατρίδα χάρη των ταξιδιών,
γιατί στο τόπο του «δεν μπορεί να
εκφραστεί, δεν μπορεί να δημιουργήσει, να νιώσει μια προσωπική πρόοδο, να
υλοποιήσει τον εαυτό του»[7].
Ο Κ. θα πάει τελικά στη Ρωσία.
Πήγε, όμως, αρματωμένος όπως, εύστοχα, έγραψε ο Π. Πρεβελάκης στο βιβλίο που
εγκαινίασε τις καζαντζακικές σπουδές «Ο
Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας»[8]: Κοντ,
και Φουριέ, Νίτσε[9] και Σορέλ. Αλλά και
Μπερξόν και Σπένγκλερ, Βούδα και Χριστό, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Στην «Ασκητική»
του γράφει, εκείνη την εποχή, ότι όταν
γίνεται επανάσταση εμφανίζεται ο Θεός στη Γη, εμφανίζεται το Πνεύμα στη Γη
και γι’ αυτόν το λόγο πολλές ομάδες ανθρώπων ακολουθούν έναν αρχηγό. Ο αρχηγός
αυτής της ομάδας είναι ο εκπρόσωπος του Θεού στη Γη. Ποιοι είναι αυτοί; ο
Βούδας, ο Χριστός, ο Μωάμεθ και ο …Λένιν. Όπως σημειώνει ο Πάτσης, εκεί που οι
μαρξιστές σκέφτονταν πως τελείωσαν με τον Θεό και την Πίστη, ο Καζαντζάκης
έμπαζε αυτές τις έννοιες στον κομμουνισμό απ’ την πίσω πόρτα!
Παρ΄ όλον τον ενθουσιασμό του, αναγνωρίζει
ότι δεν έχει «illusion»
για τη πραγματικότητα της κομμουνιστικής Ρωσίας. Τον είχαν ενημερώσει σχετικά,
όπως αναφέρει, ο φιλόσοφος Λεβ Σεστώφ (αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο στο
βιβλίο) και ο συγγραφέας Αλεξέι Ρεμίζωφ, αλλά επιμένει: «θα ήθελα να περάσω την experience της Ρουσίας κ’ έπειτα
να ρυθμίσω τον τρόπο να διατυπώσω το θρησκευτικό όραμα που με κατέχει».[10] Δηλαδή,
πάει στη Ρωσία με ένα μεσσιανικό όραμα, που ελάχιστη σχέση έχει με τον ιστορικό
υλισμό του ορθόδοξου μαρξισμού. Θεωρεί το ρωσικό
λαό θεηφόρο αλλά και εν δυνάμει χαλαστή του δυτικού πολιτισμού. Κάτι που ως
ιδέα υπήρχε ήδη σε αρκετούς διανοούμενους, όπως στον υπέροχο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο
Μπλοκ –ο οποίος άρρωστος, το 1921, θα λάβει άδεια από τους μπολσεβίκους να πάει
για θεραπεία στο εξωτερικό μια μέρα πριν πεθάνει- στους «Σκύθες» του το 1918
«Δεν θα κουνήσουμε ρούπι, όταν ο άγριος Ούνος
τις τσέπες των πτωμάτων σας θα κλέβει
θα καίει πόλεις, και σκηνές θα στήνει στο ναό
και κρέας ευρωπαίων αδερφών θα ψήνει»
Στο δεύτερο ταξίδι του, θα
παρακολουθήσει τη μεγαλειώδη παρέλαση για τα 10 χρόνια της επανάστασης, από την
εξέδρα των επισήμων, μαζί με τον
Μπαρμπίς και τον Ριβέρα. Θα γράψει ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής του. Άραγε ο Κ. πιστεύει απόλυτα
ό,τι θριαμβευτικό περιγράφει για την ΕΣΣΔ του Στάλιν; Αγνοεί τις διώξεις των
αντιφρονούντων, τη γραφειοκρατία, το στεγνό υλισμό; Ασφαλώς και γνωρίζει τους
εξόριστους διανοούμενους όπως τους Ν. Μπερντιάεφ, Ν. Λόσκι, Σ. Μπουλγκάκοφ. Γνωρίζει τη τραγική
μοίρα του μεγάλου ποιητή Ν. Γκουμιλιόφ. Γνωρίζει ότι τη μέρα της εορτής των δεκάχρονων
ξεκίνησε το κυνηγητό κατά των τροτσκιστών. Τον επόμενο χρόνο, ο ιδεολογικός του
σύντροφός Π. Ιστράτι έφευγε εξοργισμένος από τη ΕΣΣΔ, ύστερα από την δίωξη του Βίκτωρ
Σερζ, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις του με τον Κ., που δεν υπερασπίστηκε ούτε τον Σερζ ούτε τον Ιστράτι.
Ο Κ. θα μείνει στη Σοβιετική Ένωση, συνεχίζοντας τα μακρινά μοναχικά ταξίδια
του μέχρι τη Σιβηρία και το Βλαδιβοστόκ, τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη, το
Μούρμανσκ και το Αρχάνγκελσκ, τον Καύκασο και τα Ουράλια, ρουφώντας με όλες του
τις αισθήσεις εικόνες, ήχους και ιδέες.
Ο Πάτσης θεωρεί πως ο Καζαντζάκης «δεν πιστεύει απολύτως στην πολιτική εικόνα
της Ρωσίας που ο ίδιος κατασκευάζει». Ο Κ. αναμένει, όμως, πως η ρωσική
επανάσταση, όπως κάθε επανάσταση, πρέπει πρώτα να καταστρέψει και ν’ ανάψει τη πυρκαγιά σε όλη την Ευρώπη. Ο ρωσικός λαός είναι ο νέος Λυτρωτής, ο
νέος Μεσσίας που «τρεκλίζει μεθυσμένος
από οράματα, αίμα και βότκα», όπως γράφει στη «Σταυρωμένη Ρουσία», το 1928. Την ίδια εποχή, όμως, τελειώνει τη «Σιγή»,
το τελευταίο κεφάλαιο της «Ασκητικής», σε μια ντάτσα έξω από τη Μόσχα. «Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής
που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει»[11]. «Μήπως» αναρωτιέται ο Πάτσης «η Σιγή σε μια κοινωνιολογική ερμηνεία της
Ασκητικής αποτελεί τη σύλληψη ακριβώς της απογοήτευσης προς το σοβιετικό
κράτος;».
Ο Κ. θα έχει καταγράψει την
απόσταση που τον χωρίζει από τον δογματισμό των κομμουνιστών, ακόμη και στο
προπαγανδιστικό «Ταξιδεύοντας Ρουσία».
«Με τι παραπατήματα, με πόσους αγώνες, με
πόσο στενοκέφαλους φανατισμένους αρχηγούς προχωρούν οι λαοί στη γης ετούτη! Όλα
τούτα, οικονομικά συστήματα, νομοθεσίες πολιτικές αλλαγές, πόσο ανάξια ν’
ανανεώσουν το πρόσωπο της γης!»[12]. Το
βιβλίο αυτό όταν θα εκδοθεί (1956) θα έχει υποστεί αλλαγές από τη πρώτη του
έκδοση το 1928 -αφιερωμένο τότε στην Ραχήλ Λιπστάιν, την κομμουνίστρια φίλη του
Κ. από τον «πύρινο εβραϊκό κύκλο» του Βερολίνου. Ο Κ. αν και προσπαθούσε να
κάνει αγκιτάτσια στον ελληνικό λαό, και σε αυτό το έργο του θα ξεπερνά την
υλιστική προσέγγιση, πράγμα που είναι πλέον ξεκάθαρο στο «Τόντα-Ράμπα», που θα
γραφεί στα γαλλικά το 1929. Ενώ στην «Ιστορία
της Ρωσική Λογοτεχνίας», όπως διαπιστώνει ο Πάτσης, ο Κ. δεν στρατεύεται
στην υπόθεση του κομμουνισμού, αλλά εκφράζει απόψεις παραπλήσιες με αυτές του Παλαμά και υποθέτει ότι το έργο
σηματοδοτεί το κύκνειο άσμα της ρωσικής περιπέτειας του συγγραφέα. Είναι
χαρακτηριστικά τα όσα επαινετικά γράφει, σε αυτό το μεστό έργο του, για τον
ποιητή Νικολάι Κλούεφ: που ως οπαδός, αρχικά της επανάστασης παρομοιάζει τον
Λένιν με τον «κόκκινο τάραντο του
γαμήλιου παραμυθιού» και καταλήγει «στη
Μόσχα, στο ανθρώπινο δάσος σωριάζονται οι ιδέες, σαν δέντρα που τα ρίχνει η
καταιγίδα, και τα λόγια πέφτουν σαν μαραμένα φύλλα».[13]
Σε κάθε περίπτωση, πρόθεσή του Κ.
με τα όσα μεταφέρει στην Ελλάδα είναι να δημιουργήσει «Μύθο», για να στεριώσει
στις ψυχές των ανθρώπων το μεγάλο κομμουνιστικό όραμα. Η συμβολή του στην
ιδεολογική ισχυροποίηση της κομμουνιστικής αριστεράς υπήρξε, ίσως, μεγαλύτερη
από τις καταγεγραμμένες επιτυχίες των πεντάχρονων πλάνων. Η επιρροή του
ξεπέρασε τελικά αυτή του, σημαντικού οπωσδήποτε, έργου των Ελλήνων ρεαλιστών λογοτεχνών
της εποχής, όπως της Γαλάτειας, του Βάρναλη, του Πικρού, του Βουτυρά, που, καθώς
επισημαίνει ο Πάτσης, ακολούθησαν την «μιμητική» γραφή. Αυτή η πολύτιμη
συνοδοιπορία έκανε τους Έλληνες κομμουνιστές να ανέχονται τον αντι-μαρξιστικό ιδεαλισμό
του[14].
Αλλά μέχρι εκεί. Καθώς ο Μύθος του και το «μετακομμουνιστικό»
του όραμα διέθεταν όλα τα εκρηκτικά υλικά που θα μπορούσαν να ανατινάξουν
σύντομα το κομμουνιστικό οικοδόμημα, μεταφορικά και κυριολεκτικά.[15]
Τον κίνδυνο πρώτοι τον
αντιλήφθησαν, βεβαίως, οι σοβιετικοί σύντροφοι. Ο Πήτερ Μπην έγραψε ότι εάν ο
Λένιν είχε διαβάσει την Ασκητική θα είχε μάλλον αρνητική εικόνα για το βιβλίο.[16] Στην
ΕΣΣΔ το έργο του έμεινε αμετάφραστο και
ανέκδοτο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ο φιλολογικός κύκλος των
ελληνιστών του Κιέβου, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντρέι Μπιελιέτσκυ και τη
σύζυγό του Τατιάνα Τσερνισσόβα, τον ανασύρει από τα συρτάρια. Τα σενάρια που
παρέδωσε στις σοβιετικές κινηματογραφικές εταιρείες –για την επανάσταση του
1821 και τον Λένιν- δεν κατόρθωσαν ποτέ να γίνουν κινηματογραφικά έργα, «μάλλον γιατί δεν υπήρχε ιδεολογική αποδοχή
από τους σοβιετικούς».[17]
Ο Πάτσης αναδεικνύοντας το γενικό
προσανατολισμό του έργου του Κ. θα το εντάξει στην πνευματική γραμμή μιας πλειάδας
Ελλήνων λογίων, μεταξύ αυτών τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Νικηφόρο
Θεοτόκη, που προσπάθησαν να συγκροτήσουν μια συνθετική άποψη του
κόσμου, ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Υποστηρίζει ότι αυτή η ενιαία πρόσληψη
και ενατένιση, αλλά και η σύνθεση του γνωστού πολιτισμένου κόσμου είναι στοιχείο
του νεοελληνικού πνεύματος. «Η εικόνα της
Ρωσίας και η ρωσική πραγματικότητα στάθηκε για τον Καζαντζάκη πολύ δημιουργική.
Αυτή έπαιξε το ρόλο του προτύπου αλλά και της μάσκας για την αναζήτηση της
δικής του ελληνικής εικόνας και πρότασης».[18]
Ενδιαφέρον έχει επίσης το
θεωρητικό μοντέλο με το οποίο ο Πάτσης δοκιμάζει να εξηγήσει τη μυθιστορηματική
σκέψη του Κ., όπου κυριαρχεί η εναλλαγή των συνειδήσεων, η πολλαπλή υπόσταση
των χαρακτήρων και η αμφισθενής δυαδικότητα. Θεωρεί ότι αυτή εξηγείται με τη «καρναβαλικότητα»,
όρος που παρουσιάζεται από τον Μιχαήλ Μπαχτίν, στο έργο του «Ζητήματα του έργου /της ποιητικής του
Ντοστογιέφσκυ». Στο καρναβάλι «ο
άνθρωπος είναι ελεύθερος να δρα και να εκφέρει λόγο τελείως απελευθερωμένος από
αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο για τον ίδιο από την κοινωνική οργάνωση».[19] Μέσω
αυτής της μεθόδου και της διαλογικότητας ο Κ. υπερβαίνει τις διαφοροποιήσεις
και τις αποστάσεις –ταξικές, εθνικές, πολιτικές– για να αναδειχθεί η κοινή
αναζήτηση της αλήθειας και της λύτρωσης.
Ο Πάτσης θα διατυπώσει, με αφορμή
το έργο του Κ., την άποψη ότι «η ελληνική
λογοτεχνία του εικοστού αιώνα ίσως να αποτελεί μια προσπάθεια σύνθεσης ανάμεσα
στο δυτικό θετικισμό και στον ανατολικό στοχασμό, στη δυτική νεοτερικότητα και
στην ανατολική θρησκευτικότητα» και αυτό είναι «κάτι που σήμερα στην εποχή που ζούμε δείχνει τόσο αναγκαίο».[20] Ένα
εγχείρημα που, μοιάζει να, έμεινε κι αυτό μετέωρο. Ακούγονται, χωρίς αμφιβολία.
ταιριαστά με την Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα τα λόγια του σπουδαίου
Ρώσου ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκι από το ποίημά του «Στάση στην έρημο» γραμμένο το 1966, που ο Πάτσης εντόπισε και
μετέφρασε:
«Σήμερα τη νύχτα κοιτάζω το παράθυρο
Και σκέφτομαι, εμείς που πάμε τώρα;
Και από τι είμαστε πιο μακριά;
Από την Ορθοδοξία ή από τον Ελληνισμό;
Σε τι είμαστε κοντά; Τι είναι
εκεί μπροστά;»
Σωτήρης Δημόπουλος
Ιανουάριος 2014
[1] Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας Ιαπωνία –Κίνα», εκδ.
Καζαντζάκη και Έθνος, 2014.
[2] Μιχάλης Πάτσης, Καζαντζάκης και Ρωσία –οικοφοβία,
διαλογικότητα, καρναβάλι»., εκδ. Μιχάλης Πάτσης, Αθήνα 2013.
[3] «Πρέπει να σημειωθεί πως η τελευταία σκέψη
είναι καθαρά και απόλυτα δική του. Δεν προκύπτει ότι κανένας άλλος την σκέφτηκε
πριν από αυτόν», Κωνσταντίνος Χειμέριος, «Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι»,
περ. «Νέα Εστία», τ. 1247, 1979,
σ.867, παρατίθεται στο Πάτσης, όπ., σελ. 94.
[4] Νίκου Καζαντζάκη, Επιστολές
προς Γαλάτεια, εκδ. Δίφρος, γ΄ έκδ. 1993, σελ. 19.
[5] Ό.π, σελ. 28.
[6] Ό.π., σελ. 106.
[7] Πάτσης, ό.π., σελ. 84
[8] Π.
Πρεβελάκη, «Ο ποιητής και το ποίημα της
Οδύσσειας», Εστία, Αθήνα, 1958.
[9] Το
1908 έγραψε την εναίσιμο επί υφηγησία διατριβή του: «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας»,
εκδ. Ελένη Ν. Καζαντζάκη, 1998.
[10]
Επιστολές, όπ. σελ. 117-118.
[11] Νίκου Καζαντζάκη, «Ασκητική -Salvatores Dei», εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη,
1985, σελ. 97
[12] Νίκου Καζαντζάκη, «Ταξιδεύοντας Ρουσία», εκδ. Ελένης Ν.
Καζαντζάκη, 1969, σελ. 226.
[13] Νίκου Καζαντζάκη, «Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας», εκδ.
Ελευθερουδάκης, 1930, σελ. 201-202.
[14] Πριν από το τελευταίο του ταξίδι στην ΕΣΣΔ, θα έλθει
στην Ελλάδα με τον Ρουμανο-έλληνα συγγραφέα Π. Ιστράτι. Θα γράψουν και θα
μιλήσουν υπέρ της επανάστασης. Αποκορύφωμα της δράσης τους θα σταθεί η
συγκέντρωση στο Αλάμπρα, τον Ιανουάριο του 1928, που μετά την ομιλία του
Καζαντζάκη και κυρίως τον πύρινο λόγο του Γκόρκυ των Βαλκανίων, το πολυπληθές
ακροατήριο παραληρώντας κατέβηκε σε αυθόρμητη διαδήλωση στους αθηναϊκούς
δρόμους, πριν τη διαλύσει βίαια η αστυνομία. Ο Ιστράτι, μπροστά στον κίνδυνο
της απέλασης θα περιορισθεί σε ένα σπίτι στην Κηφισιά.
[15] Έτσι
θα γράψει, απαξιώνοντάς τον, η Λιλή Ζωγράφου «αντί ν’ ανοίξει ένα καινούριο δρόμο για τα νεοελληνικά γράμματα, τα
έπιασε τελευταίος στο χορό του Δυτικού Ζαλόγγου, που τραγουδώντας τάχα ηρωικά,
πηδούσε στο γκρεμό της παρακμής», Λιλή Ζωγράφου, «Καζαντζάκης, Ένας τραγικός», σελ. 281, παρατίθεται στο Πάτσης, ό.π., σελ. 167
[16] Πήτερ
Μπην, «Η πολιτική του πνεύματος»,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 89
[17] Πάτσης, ό.π., σελ. 69
[18] Ό.π., σελ. 9.
[19] Ό.π., σελ. 42
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου