Το φθινόπωρο του 2012 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου του Αλεξάνδρου Σολτζενίτσιν, Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς. Ήταν το 1962, όταν η σοβιετική κοινωνία διάβαζε, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Νόβι-Μιρ, αυτό που έως τότε μονάχα ψιθυριζόταν: την ύπαρξη των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, τα περιβόητα γκούλαγκ, τα οποία η σταλινική απολυταρχία είχε δημιουργήσει στις, πιο αντίξοες κλιματικά, εσχατιές του αχανούς κράτους.
Η δημοσίευση, χωρίς αμφιβολία, έγινε με την έγκριση του Χρουστσώφ. Η σκιά του ανελέητου δεσπότη στοίχειωνε ακόμη τη ζωή του νέου κομματικού ηγέτη. Έξι έτη μετά το 20ό συνέδριο, αναζητούσε τρόπους για να γκρεμίσει τον ατσαλένιο μύθο που η προπαγάνδα, η πυγμή και η ιστορική συγκυρία είχαν στήσει στους ώμους ενός καθημαγμένου λαού. Κι ο ίδιος για χρόνια υπήρξε ένα υπάκουο όργανο στις προσταγές του Στάλιν. Αυτός, ο παλιός ανθρακωρύχος, που έκανε τον γελωτοποιό λικνιζόμενος υπό τους ήχους της ουκρανικής μουσικής, όταν ο παντοδύναμος Γεωργιανός το απαιτούσε, αυτός επέτρεψε την επίσημη έκδοση του βιβλίου ενός σπουδαίου συγγραφέα και ανθρώπου.
Γιατί ο Αλέξανδρος Σολτζενίτσιν ήταν σίγουρα ξεχωριστός. Με καταγωγή από τους Κοζάκους του Ντον, τους ανυπότακτους αιρετικούς, που τα γυρίσματα του καιρού τους έκαναν φρουρούς της ρωσικής ορθοδοξίας στη γραμμή των συνόρων, αγάπησε τη γνώση, τον άνθρωπο και την ελευθερία. Ένας διανοούμενος, που η ζωή και το έργο του είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Με τη σειρά που το διατύπωσε ο Γκαίτε, πρώτα το είναι και μετά η δημιουργία. Και ως είναι και ως ζωή νοείται τόσο το νήμα των εξωτερικών περιπετειών, όσο και η διαρκής εσωτερική αναζήτηση. Στον Σολτζενίτσιν η αναζήτηση προς την αλήθεια δεν έπαψε ως την τελευταία στιγμή να τροφοδοτεί τον αιχμηρό λόγο του. Δεν έπαψε ούτε στα παραπήγματα που έστησε η διαστροφή μιας αρχικά ελπιδοφόρας ουτοπίας, ούτε στη θαλπωρή που προσέφερε στον διαφωνούντα, και γι’ αυτό «χρήσιμο» πολιτικά, η «μαζική δημοκρατία» της Δύσης.
Έως και τον Φεβρουάριο του 1945, ο Σολτζενίτσιν, αφοσιωμένος μαρξιστής, θα υπηρετεί στον σοβιετικό στρατό. Στην Ανατολική Πρωσία, όμως, θα συλληφθεί, γιατί σε γράμμα του προς ένα φίλο αναφερόταν κριτικά στον Στάλιν. Καταδικάστηκε σε 8ετή κάθειρξη. Ανάμεσα στους τόπους που εκτέλεσε την ποινή του ήταν και το «Ειδικό Στρατόπεδο» στην πόλη Εκιμπαστούζ, στο Καζακστάν. Εκεί εργάστηκε σε ορυχείο, σε οικοδομές, σε χυτήριο. Οι εμπειρίες του αυτές θα αποτελέσουν το υλικό για το βιβλίο Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς.
Στις σελίδες του βιβλίου του δεν επιδίδεται σε μια απλή καταγραφή εικόνων της καταρράκωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ούτε περιορίζεται στην καταδίκη ενός συστήματος που ισοπέδωσε τον άνθρωπο για τους δήθεν υψηλούς στόχους του. Καταφέρνει να διεισδύσει μέχρι το μεδούλι της ανθρώπινης ψυχής. Αποτυπώνει με λόγο απέριττο, χωρίς εξιδανικεύσεις, ή με πρόθεση πρόκλησης οίκτου, την ενστικτώδη βούληση για ζωή. Ίσως γιατί, σε αντίθεση με τη κόλαση του Δάντη, στην κόλαση των γκούλαγκ κάπου αχνοφέγγει ακόμη η φλόγα της ελπίδας. Η μάχη επομένως απλώνεται σε όλα τα μέτωπα. Ο κρατούμενος ανακαλύπτει, με το διάβα του χρόνου, τακτικές για να κερδίζει την κάθε στιγμή που θα τον κρατήσει όρθιο. Με θάρρος και επιμονή, με υποκρισία και πονηριά, με υποτακτικότητα και σκληρότητα, όλη η ψυχική και διανοητική αρματωσιά έχει στόχο μόνο την επιβίωσή του.
Στο στρατόπεδο, ο διαχωρισμός δεν είναι σαφής. Δεν είναι μονάχα δύο οι ανταγωνιστικές ομάδες, οι φύλακες και οι φυλακισμένοι, όπως θα υπέθετε ένας, μαθημένος στους μανιχαϊσμούς, αναγνώστης. Οι ομαδοποιήσεις είναι πολλές. Το σύστημα μέσα στο σύστημα έχει τους δικούς του κανόνες, τη δική του ιεραρχία, ακόμη και τη δική του κινητικότητα. Που φθάνει κάποιες φορές έως το έσχατο όριο, τον απόλυτο ατομικισμό, καθώς, όπως λέει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας, ο χειρότερος εχθρός του κρατούμενου είναι ο άλλος κρατούμενος! Τη στιγμή, την κρίσιμη στιγμή της επιβίωσης, του θλιβερού αγώνα των ρακένδυτων και απόκληρων για λίγη ψευτόσουπα, ο καθένας μετατρέπεται σε θηρίο. Μπορεί να σκοτώσει για λίγη… βρώμη.
Οι περισσότεροι έγκλειστοι «ζεκ» καταδικάστηκαν χωρίς πραγματικές κατηγορίες. Όπως ο κρατούμενος Σ-854, ο αγρότης Ιβάν Ντενίσοβιτς Σούχωφ, του οποίου τις περιπέτειες μιας μέρας παρακολουθούμε με τη πένα του Σολτζενίτσιν. Όπως και οι άλλοι που πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς, δραπέτευσαν και κατηγορήθηκαν ως προδότες. Και μετατράπηκαν από το καθεστώς σε εργατική δύναμη που δημιουργούσε «σοσιαλιστικές» πόλεις στις παγωμένες στέπες, για να εκμεταλλευθούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έτσι θα «εγκαθίστατο» η ευτυχία που είχε επαγγελθεί η επανάσταση. Αγνοώντας τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του συγγραφέα-προφήτη Ντοστογιέφσκυ, ότι οι υψηλοί σκοποί δεν επιτυγχάνονται με ανήθικα μέσα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Σολτζενίτσιν είχε, ως πρότυπό του, το βιβλίο του γίγαντα της ρωσικής λογοτεχνίας, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, όπου περιγράφονται και εκεί οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στη Σιβηρία. Και που ο ίδιος ο συγγραφέας τους θα γνωρίσει, καταδικασμένος ως μέλος του κύκλου των ουτοπιστών σοσιαλιστών της Αγίας Πετρούπολης. Ο Σολτζενίτσιν στο βιβλίο του δεν θα ξεδιπλώσει κάποια εσωτερική μεταμόρφωση, όπως ο Ντοστογιέφσκυ -άλλωστε δεν υφίσταται σύγκριση μεταξύ τους. Δεν θα οδηγηθεί ο ήρωάς του στον χριστιανισμό και στην αποκάλυψη της δύναμης της αγάπης προς τον άνθρωπο. Αυτό θα συμβεί, όμως, στον ίδιο τον συγγραφέα, και θα σημαδέψει τη σκέψη του ως το τέλος.
Μετά την ανατροπή του Χρουστσώφ, οι νέοι ένοικοι του Κρεμλίνου, έχοντας θορυβηθεί από την επιρροή του Σολτζενίτσιν, αλλάζουν στάση απέναντί του. Ο κλοιός σφίγγει γύρω του και ο ίδιος γίνεται πιο επιφυλακτικός. Το μνημειώδες Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ θα δημοσιευθεί αφού βρέθηκε στα χέρια της Ασφάλειας. Το βραβείο Νόμπελ δεν θα αποτρέψει τελικά την αναγκαστική φυγή του από τη Σοβιετική Ένωση. Το 1973, θα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εκεί, παρά την ελευθερία λόγου και τις ανέσεις που του παρέχονται, επιδιώκει να βρίσκεται μακριά από τη δημοσιότητα. Παράλληλα, θα ασκήσει αυστηρή κριτική για την έλλειψη πνευματικότητας στις δυτικές δημοκρατίες, τη δικτατορία των μέσων ενημέρωσης και τη μαζική επιβολή του «συρμού». Αλλά και αυτός θα κατηγορηθεί ως οπαδός του «ρωσικού εθνικισμού» και της «υπερσυντηρητικής ορθοδοξίας». Αργότερα, εξαιτίας του βιβλίου Διακόσια χρόνια μαζί (δηλ. Ρώσσοι και Εβραίοι), θα του προσάψουν και τη μομφή του «αντισημίτη». Θα επιστρέψει στη Ρωσία λίγα χρόνια μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ και θα απογοητευτεί ακόμη μια φορά, αντιλαμβανόμενος ότι η πατρίδα του δεν ακολουθούσε τις ηθικές και πνευματικές αρχές που ο ίδιος οραματιζόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκπομπή του στην τηλεόραση σταμάτησε λόγω χαμηλής τηλεθέασης. Οι εποχές είχαν πλέον αλλάξει. Το τίμημα της πτώσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν υψηλό. Αποκαταστάθηκε η ελευθερία του λόγου, αλλά εν πολλοίς εξέλιπεν ο λόγος και πρωτίστως οι πρόθυμοι ακροατές του.
Ο Σολτζενίτσιν έφυγε από τη ζωή το 2008. Θα παραμείνει όμως ζωντανός με το έργο του και το παράδειγμά του, το παράδειγμα ενός αδέσμευτου από τις εξουσίες διανοουμένου και ανθρώπου.
Το βιβλίο Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Δημήτρη Τριανταφυλλίδη.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην, τεύχος 91
Η δημοσίευση, χωρίς αμφιβολία, έγινε με την έγκριση του Χρουστσώφ. Η σκιά του ανελέητου δεσπότη στοίχειωνε ακόμη τη ζωή του νέου κομματικού ηγέτη. Έξι έτη μετά το 20ό συνέδριο, αναζητούσε τρόπους για να γκρεμίσει τον ατσαλένιο μύθο που η προπαγάνδα, η πυγμή και η ιστορική συγκυρία είχαν στήσει στους ώμους ενός καθημαγμένου λαού. Κι ο ίδιος για χρόνια υπήρξε ένα υπάκουο όργανο στις προσταγές του Στάλιν. Αυτός, ο παλιός ανθρακωρύχος, που έκανε τον γελωτοποιό λικνιζόμενος υπό τους ήχους της ουκρανικής μουσικής, όταν ο παντοδύναμος Γεωργιανός το απαιτούσε, αυτός επέτρεψε την επίσημη έκδοση του βιβλίου ενός σπουδαίου συγγραφέα και ανθρώπου.
Γιατί ο Αλέξανδρος Σολτζενίτσιν ήταν σίγουρα ξεχωριστός. Με καταγωγή από τους Κοζάκους του Ντον, τους ανυπότακτους αιρετικούς, που τα γυρίσματα του καιρού τους έκαναν φρουρούς της ρωσικής ορθοδοξίας στη γραμμή των συνόρων, αγάπησε τη γνώση, τον άνθρωπο και την ελευθερία. Ένας διανοούμενος, που η ζωή και το έργο του είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Με τη σειρά που το διατύπωσε ο Γκαίτε, πρώτα το είναι και μετά η δημιουργία. Και ως είναι και ως ζωή νοείται τόσο το νήμα των εξωτερικών περιπετειών, όσο και η διαρκής εσωτερική αναζήτηση. Στον Σολτζενίτσιν η αναζήτηση προς την αλήθεια δεν έπαψε ως την τελευταία στιγμή να τροφοδοτεί τον αιχμηρό λόγο του. Δεν έπαψε ούτε στα παραπήγματα που έστησε η διαστροφή μιας αρχικά ελπιδοφόρας ουτοπίας, ούτε στη θαλπωρή που προσέφερε στον διαφωνούντα, και γι’ αυτό «χρήσιμο» πολιτικά, η «μαζική δημοκρατία» της Δύσης.
Έως και τον Φεβρουάριο του 1945, ο Σολτζενίτσιν, αφοσιωμένος μαρξιστής, θα υπηρετεί στον σοβιετικό στρατό. Στην Ανατολική Πρωσία, όμως, θα συλληφθεί, γιατί σε γράμμα του προς ένα φίλο αναφερόταν κριτικά στον Στάλιν. Καταδικάστηκε σε 8ετή κάθειρξη. Ανάμεσα στους τόπους που εκτέλεσε την ποινή του ήταν και το «Ειδικό Στρατόπεδο» στην πόλη Εκιμπαστούζ, στο Καζακστάν. Εκεί εργάστηκε σε ορυχείο, σε οικοδομές, σε χυτήριο. Οι εμπειρίες του αυτές θα αποτελέσουν το υλικό για το βιβλίο Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς.
Στις σελίδες του βιβλίου του δεν επιδίδεται σε μια απλή καταγραφή εικόνων της καταρράκωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ούτε περιορίζεται στην καταδίκη ενός συστήματος που ισοπέδωσε τον άνθρωπο για τους δήθεν υψηλούς στόχους του. Καταφέρνει να διεισδύσει μέχρι το μεδούλι της ανθρώπινης ψυχής. Αποτυπώνει με λόγο απέριττο, χωρίς εξιδανικεύσεις, ή με πρόθεση πρόκλησης οίκτου, την ενστικτώδη βούληση για ζωή. Ίσως γιατί, σε αντίθεση με τη κόλαση του Δάντη, στην κόλαση των γκούλαγκ κάπου αχνοφέγγει ακόμη η φλόγα της ελπίδας. Η μάχη επομένως απλώνεται σε όλα τα μέτωπα. Ο κρατούμενος ανακαλύπτει, με το διάβα του χρόνου, τακτικές για να κερδίζει την κάθε στιγμή που θα τον κρατήσει όρθιο. Με θάρρος και επιμονή, με υποκρισία και πονηριά, με υποτακτικότητα και σκληρότητα, όλη η ψυχική και διανοητική αρματωσιά έχει στόχο μόνο την επιβίωσή του.
Στο στρατόπεδο, ο διαχωρισμός δεν είναι σαφής. Δεν είναι μονάχα δύο οι ανταγωνιστικές ομάδες, οι φύλακες και οι φυλακισμένοι, όπως θα υπέθετε ένας, μαθημένος στους μανιχαϊσμούς, αναγνώστης. Οι ομαδοποιήσεις είναι πολλές. Το σύστημα μέσα στο σύστημα έχει τους δικούς του κανόνες, τη δική του ιεραρχία, ακόμη και τη δική του κινητικότητα. Που φθάνει κάποιες φορές έως το έσχατο όριο, τον απόλυτο ατομικισμό, καθώς, όπως λέει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας, ο χειρότερος εχθρός του κρατούμενου είναι ο άλλος κρατούμενος! Τη στιγμή, την κρίσιμη στιγμή της επιβίωσης, του θλιβερού αγώνα των ρακένδυτων και απόκληρων για λίγη ψευτόσουπα, ο καθένας μετατρέπεται σε θηρίο. Μπορεί να σκοτώσει για λίγη… βρώμη.
Οι περισσότεροι έγκλειστοι «ζεκ» καταδικάστηκαν χωρίς πραγματικές κατηγορίες. Όπως ο κρατούμενος Σ-854, ο αγρότης Ιβάν Ντενίσοβιτς Σούχωφ, του οποίου τις περιπέτειες μιας μέρας παρακολουθούμε με τη πένα του Σολτζενίτσιν. Όπως και οι άλλοι που πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς, δραπέτευσαν και κατηγορήθηκαν ως προδότες. Και μετατράπηκαν από το καθεστώς σε εργατική δύναμη που δημιουργούσε «σοσιαλιστικές» πόλεις στις παγωμένες στέπες, για να εκμεταλλευθούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έτσι θα «εγκαθίστατο» η ευτυχία που είχε επαγγελθεί η επανάσταση. Αγνοώντας τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του συγγραφέα-προφήτη Ντοστογιέφσκυ, ότι οι υψηλοί σκοποί δεν επιτυγχάνονται με ανήθικα μέσα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Σολτζενίτσιν είχε, ως πρότυπό του, το βιβλίο του γίγαντα της ρωσικής λογοτεχνίας, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, όπου περιγράφονται και εκεί οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στη Σιβηρία. Και που ο ίδιος ο συγγραφέας τους θα γνωρίσει, καταδικασμένος ως μέλος του κύκλου των ουτοπιστών σοσιαλιστών της Αγίας Πετρούπολης. Ο Σολτζενίτσιν στο βιβλίο του δεν θα ξεδιπλώσει κάποια εσωτερική μεταμόρφωση, όπως ο Ντοστογιέφσκυ -άλλωστε δεν υφίσταται σύγκριση μεταξύ τους. Δεν θα οδηγηθεί ο ήρωάς του στον χριστιανισμό και στην αποκάλυψη της δύναμης της αγάπης προς τον άνθρωπο. Αυτό θα συμβεί, όμως, στον ίδιο τον συγγραφέα, και θα σημαδέψει τη σκέψη του ως το τέλος.
Μετά την ανατροπή του Χρουστσώφ, οι νέοι ένοικοι του Κρεμλίνου, έχοντας θορυβηθεί από την επιρροή του Σολτζενίτσιν, αλλάζουν στάση απέναντί του. Ο κλοιός σφίγγει γύρω του και ο ίδιος γίνεται πιο επιφυλακτικός. Το μνημειώδες Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ θα δημοσιευθεί αφού βρέθηκε στα χέρια της Ασφάλειας. Το βραβείο Νόμπελ δεν θα αποτρέψει τελικά την αναγκαστική φυγή του από τη Σοβιετική Ένωση. Το 1973, θα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εκεί, παρά την ελευθερία λόγου και τις ανέσεις που του παρέχονται, επιδιώκει να βρίσκεται μακριά από τη δημοσιότητα. Παράλληλα, θα ασκήσει αυστηρή κριτική για την έλλειψη πνευματικότητας στις δυτικές δημοκρατίες, τη δικτατορία των μέσων ενημέρωσης και τη μαζική επιβολή του «συρμού». Αλλά και αυτός θα κατηγορηθεί ως οπαδός του «ρωσικού εθνικισμού» και της «υπερσυντηρητικής ορθοδοξίας». Αργότερα, εξαιτίας του βιβλίου Διακόσια χρόνια μαζί (δηλ. Ρώσσοι και Εβραίοι), θα του προσάψουν και τη μομφή του «αντισημίτη». Θα επιστρέψει στη Ρωσία λίγα χρόνια μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ και θα απογοητευτεί ακόμη μια φορά, αντιλαμβανόμενος ότι η πατρίδα του δεν ακολουθούσε τις ηθικές και πνευματικές αρχές που ο ίδιος οραματιζόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκπομπή του στην τηλεόραση σταμάτησε λόγω χαμηλής τηλεθέασης. Οι εποχές είχαν πλέον αλλάξει. Το τίμημα της πτώσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν υψηλό. Αποκαταστάθηκε η ελευθερία του λόγου, αλλά εν πολλοίς εξέλιπεν ο λόγος και πρωτίστως οι πρόθυμοι ακροατές του.
Ο Σολτζενίτσιν έφυγε από τη ζωή το 2008. Θα παραμείνει όμως ζωντανός με το έργο του και το παράδειγμά του, το παράδειγμα ενός αδέσμευτου από τις εξουσίες διανοουμένου και ανθρώπου.
Το βιβλίο Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Δημήτρη Τριανταφυλλίδη.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην, τεύχος 91
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου