Χωρίς
αμφιβολία τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο
είμαστε αντιμέτωποι με σειρά σημαντικών προβλημάτων: τίς κοινωνικές
ανισοτήτες, την υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, τη κυριαρχία
του μονοδιάστατου ανθρώπου-καταναλωτή, τό κενό ιδεών κ.ο.κ.
Ιδιαιτέρως
για την ελληνική κοινωνία οι δυσκολίες οξύνονται από την γήρανση του
πληθυσμού, την εκρηκτική διόγκωση του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού, την μη
αφομοίωση του τεράστιου αριθμού μεταναστών, την παγίωση της
μετριοκρατίας, την υποβάθμιση της κρατικής ισχύος αλλά και την ανυπαρξία
ενός κοινού οράματος για το μέλλον.
Το
σύνολο αυτών των αδιεξόδων που μας βαραίνουν είναι εύλογο να απαιτούν
επιτακτικά λύσεις και μάλιστα τόσο ανατρεπτικές που θα στοχεύουν στην
ίδια την ποιότητα του «ανθρωπολογικού υποδείγματος», και στην ανάδυση
μιας νέας συνθετικής ταυτότητας με διαφορετική προσέγγιση στην ιεράρχηση
των προτεραιοτήτων, στις κοινωνικές δομές και στη σχέση ανθρώπου-φύσης.
Η
αδυναμία, όμως, μιας μικροαστικής και παρασιτικής, όπως η ελληνική,
κοινωνίας να αντεπεξέλθει στις επιταγές των καιρών εκδηλώνεται και στο
πεδίο αντίδρασης στο κυρίαρχο μοντέλο. Με υλικά του παρελθόντος η
διεκδίκηση του κινήματος(;) της ανατροπής εμφανίζεται να οδηγείται από
δυνάμεις όχι μόνον ανίκανες να συλλάβουν τις εξελίξεις αλλά που
αποτελούν τροχοπέδη στην όποια προσπάθεια υπέρβασης του σημερινού
τέλματος.
Προνομιακός
χώρος στρατολόγησης των ομάδων αυτών αποτελεί πρωτίστως η αποσαθρωμένη
τριτοβάθμια (αλλά και δευτεροβάθμια) εκπαίδευση. Το παρατεταμένο κλίμα
διάλυσης των πανεπιστημίων αναζωογόνησε αρκετές από τις μέχρι πριν από
λίγα χρόνια ημιθανή περιθωριακά γκρουπούσκουλα.
Ο
συγκεκριμένος χώρος, με ηγετικές φιγούρες απομεινάρια της αριστεράς της
δεκαετίας του 1970, κολακεύοντας την εφηβική προδιάθεση για αναγνώριση,
και φουσκώντας το νεανικό θράσος φαντασιώνεται την επαναστατική πράξη.
Ο
λεκτικός μαξιμαλισμός, ο βερμπαλισμός, η υπερβολή, ο μικρομεγαλισμός, η
επιλογή της ομαδικής δράσης από την εντατική εργασία και την προσωπική
ευθύνη συνιστούν κοινά χαρακτηριστικά τους, παθογένειες άλλωστε μεγάλου
τμήματος της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας.
Εξάλλου
η έλλειψη, ή ορθότερα η αφαίρεση αρχών και αξιοκρατικών κριτηρίων που
συστηματικά προώθησε τόσο η «λαϊκιστική» όσο και η «εκσυγχρονιστική»
αποδόμηση άφησε ανοιχτό το πεδίο στην διεκδίκηση του οποιουδήποτε
κοινωνικού ρόλου μόνο με την διαδικασία της αυτοαναγόρευσης.
Εν
γένει οι ιδεολογικές αρχές των περισσότερων εκφράσεων του
«αριστερισμού», όπως και ο τρόπος λειτουργίας τους, εκδηλώνουν μια
αντιδραστική φύση που συνίσταται στο γεγονός ότι αναστέλλει την
διαδικασία της συνθετικής σκέψης καθηλώνοντάς την σε πλέον «πρωτόγονες»
μανιχαϊκές οπτικές. Ο απλοϊκός κόσμος του καλού και του κακού στην
ταξική του εκδοχή προβάλλεται ως σύλληψη της πραγματικότητας σχεδόν σαν
αναβίωση της Ρωσίας της εποχής της «Ναρόντναγια Βόλια» ή ακόμη και
δυαδικών σεκτών.
Η
αφελής ταξική ή ηθική δυαδικότητα επιτείνεται όσο επιλέγονται ως
προνομιακά στρώματα πολιτικού προσεταιρισμού τμήματα μεταναστών που
έχουν εισρεύσει κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην Ελλάδα τις δύο τελευταίες
δεκαετίες. Αν και το πιθανότερο είναι ότι οι προσδοκίες των διεθνιστών
για την επανάσταση θα καταρρέουν κάτω από την δυναμική του
«καπιταλιστικού ονείρου», το ιδεολογικό, όμως, πλαίσιο θα τυγχάνει
συμπάθειας από κατηγορίες μεταναστών, με εξίσου δυαδικές προσεγγίσεις
–στο πεδίο αυτό, βέβαια, δεν αποκλείεται ο κύριος ανταγωνιστής τους να
βρεθεί το Ισλάμ.
Όσο
για την πολιτική προσφορά του είναι φανερό ότι αποτελεί μία δύναμη
κρούσης συγκεκριμένων συμφερόντων, σε μια αντιστροφή του ρόλου που
διαδραμάτιζε το παρακράτος της δεξιάς. Η απειλή της βίας, η άσκηση βίας,
η μεταφορά της πολιτικής στο πεζοδρόμιο από μειοψηφικές ομάδες είναι
μια απαραίτητη συνιστώσα της διατήρησης του πολιτικού status-quo.
Άλλωστε μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η συμπάθεια που βρίσκουν
τα ιδεολογήματα του χώρου στα ΜΜΕ και στην εγχώρια ελίτ.
Κοινό
σημείο αναφοράς τόσο για τμήμα της ιθύνουσας τάξης που ηγεμονεύει
ιδεολογικά την κοινωνία όσο και για τον χώρο του αριστερισμού αποτελεί η
εχθρότητα απέναντι στο κράτος.
Αποτελεί,
ασφαλώς, παράδοξο γεγονός ότι η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην
ΕΣΣΔ, στην Κεντρική Ευρώπη και στα Βαλκάνια δεν φαίνεται να λαμβάνεται
ακόμη υπ’ όψιν από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Εντούτοις,
οι επιλογές της μεταπολεμικής Ελλάδας, με όποιο τρόπο πραγματοποιήθηκαν
αυτές, δεν δικαίωσαν ηθικά το ελληνικό έθνος-κράτος ενώ αντιθέτως
ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το μέτωπο της υπονόμευσής του, και, με κάθε
μέσο, της σταδιακής απονομιμοποίησης και παράλυσής του. Η συστηματική
σπίλωση του ιστορικού του παρελθόντος και κυρίως η παράλογη αντιπαλότητα
απέναντι στις δομές του και στην λειτουργία του, που το καθιστούν ως
ένα είδος civitas diavoli, έχουν αναδειχθεί σε μόνιμα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού μας γίγνεσθαι.
Ανεξάρτητα,
λοιπόν, από τις προθέσεις του, η λειτουργία του χώρου της
αριστερίστικης αμφισβήτησης εξυπηρετεί ως ανορθολογική εμβολή από τα
κάτω όσα κέντρα εντός και εκτός συνόρων προωθούν τα πολιτικά και
οικονομικά τους συμφέροντα.
Εν
τούτοις είναι βέβαιο, ότι οι εξελίξεις στην Ευρώπη, στα ανατολικά μας
σύνορα, στα Βαλκάνια… προκαλούν ήδη αλυσιδωτές αντιδράσεις που δεν
αναχαιτίζονται με «ουτοπικά» φράγματα. Όσο για τους νέους που
ενστερνίστηκαν τα «δανεικά ιδανικά», όπως και στο παρελθόν, θα βρεθούν
προ των εκπλήξεων της ζωής.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Νέα Πολιτική", 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου