Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Ανάβαση στον χρόνο...


Related image
Κοιτώ από το παράθυρο του αυτοκινήτου· γνώριμα μέρη, προσωπικές εικόνες. Η θάλασσα απλώνεται ως την αγκαλιά των αντικρινών ακτών. Γαλήνια, ζεστή, αμόλυντη, με προσκαλεί στο παιχνίδι της μνήμης. Το όχημα της νοσταλγίας ξαναγυρνά στο τοπίο του παρελθόντος, των πράξεων, των συναισθημάτων, των φόβων και των ελπίδων.
Μηρυκάζοντας τις βιαστικά βιωμένες εμπειρίες, βυθίζομαι στο φανταστικό λαβύρινθο, απολαμβάνω ηδονικά την αίσθηση του συνεχούς. Η ματιά χαϊδεύει τις κορυφογραμμές που στάθηκαν πάντοτε το όριο του ορίζοντά μας. Σαν μήτρα μάς προστάτεψε ο χώρος και τα βουνά μάς φύλαξαν το μακρύ χειμώνα.

Πεζός, ανηφορίζω. Ο δρόμος άδειος. Κάπου κάπου γέρικες μορφές περπατούν αργά, σκυφτά. Κοντοστέκονται, κοιτούν. Αναζήτηση του γνωστού ή απλή περιέργεια; Πρόσωπα οικεία που τα έσκαψε ο ήλιος, η βροχή, ο άνεμος και ο κάματος, όμοια με την γη που φρόντισαν και φρόντισε -χους ει και εις χουν…
Το πέτρινο κτίριο, ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός, στέκεται στην άκρη της γραμμής στερημένο και αυτήν ακόμη την περιφρόνηση. Άλλοτε εδώ έσφυζε από ζωή. Πλανόδιοι πραγματευτές, θεατρικά μπουλούκια, νέοι που πήγαιναν να υπηρετήσουν στον στρατό ή έφευγαν για τη ξενιτιά, με περιουσία ένα μπαούλο. Τα δειλινά, ο καφές στην χόβολη θέρμαινε τις καρδιές των ξωμάχων.
Η σιωπή επιμένει, όπως και η αλλόκοτη εγκατάλειψη. Σπίτια όμορφα κτισμένα, αραδιασμένα στη σειρά, με αυλές, μπαλκόνια, ξύλινα παράθυρα και πόρτες ερμητικά κλειστές. Σαν οι κάτοικοι να έφυγαν ξαφνικά για ταξίδι, σαν πριν την καταστροφή. Χωριά που περιμένουν μάταια πια σφυγμό ζωής, ψίθυρους ανθρώπινης συναναστροφής, όνειρα στις κρύες νύχτες.

Οδοιπορώ στο μονοπάτι. Φωνή, διαταγή και παράκληση, που ξεπηδά από κρατήρες μυστικούς. Βήματα αργά και αίσθημα ενοχής, άσωτος υιός ή ιερόσυλος του χρόνου;

Μπροστά τα πελεκημένα αγκωνάρια της εκκλησιάς που έφερε τον θεό στο άπλετο Φως. Όρθιες οι γραμμές, ίσια στον ουρανό. Ψηλαφώ τα ίχνη της πίστης, σκαλισμένα γράμματα και αριθμοί. Εν έτει 18... Τα τζάμια, βρώμικα, θολά, ίσα να διακρίνεις τα λιτά μανουάλια με την άμμο, το παλιό στασίδι και το ψαλτήρι σαρακοφαγωμένο. Μια πελώρια ψυχή ο ναός, όλες οι ψυχές μαζεμένες εκείνων που κατέθεσαν εδώ την ταπείνωση, την προσμονή και την ελπίδα τους. Δίπλα, οι εκσκαφείς, ανοίγοντας το δρόμο του λατομείου, έδωσαν τα οστά του κοιμητηρίου βορά στην ημέρα.
Ύβρις και Νέμεσις χορεύουν αιωνίως ζευγαρωτά.

Προχωρώ στο δάσος, συντροφιά μου αγριοπούλια, πουρνάρια και η σκληρή πέτρα. Παράδεισος χωρίς τον άνθρωπο δεν υπήρξε, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Το κάλλος και η αρμονία γράμμα κενό χωρίς αυτόν, ως την ύστατη δύση. Εδώ εκείνοι έβαλαν τους θεούς τους, στη βαθιά σπηλιά, που φύλαξε τα μυστικά. Σε αυτές τις ρεματιές χάιδευαν το θαύμα της μεταμόρφωσης, με τη θύμηση ακόμη ζωντανή όταν ακόμη ήσαν μισοί ζώα-μισοί πρόσωπα. Η πρώτη ώρα της Αφύπνισης. Ανηφόριζαν οι πιστοί, όπως είχε οριστεί, με αυλούς και σέβας. Θυσία κόμιζαν οι ιερείς και οι κόρες, μπροστά στην σπηλιά. Κληρονομιά μας μονάχα ένα ζωγραφισμένο κομμάτι ξύλου.
Χρώματα και μορφές το βιός μας.

Ακόμη πιο ψηλά, ακόμη πιο πίσω.
Το εγώ χάθηκε μαζί με το χρόνο.
Κατάχαμα, στη σκιά της κορυφής, στην ερημιά, αγναντεύω τις πλαγιές, πέρα τη θάλασσα.
Αναμένω.
Άραγε θα αφουγκραστώ τον Μύθο από την Αρχή;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου