Ο ελληνισμός της
Κριμαίας έχει αρχαίες καταβολές. Από την εποχή των πρώτων ελληνικών αποικιών,
κατά τον 6ο π.Χ. αι., ο ελληνικός πολιτισμός βρισκόταν σε διαρκή
δημιουργική σχέση, στο διάβα των αιώνων, με τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Το
1778, σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων της χερσονήσου μετοίκησε βορείως της
Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσαν την πόλη της Μαριούπολης και είκοσι χωριά. Η Κριμαία,
όμως, συνέχιζε να υποδέχεται ελληνικό πληθυσμό, την πλέον πρόσφατη ιστορία του
οποίου, μετά δηλαδή τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, αρχίσαμε να την
πληροφορούμαστε στην Ελλάδα μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Αναφέρω για
παράδειγμα το συνέδριο «Έλληνες της
Ουκρανίας: Ιστορία και Σύγχρονη Εποχή», που διοργάνωσε η «Δημοκρατική Κοινότητα των Ελλήνων της
Ουκρανίας», στη πόλη του Ντονιέτσκ, το Φεβρουάριο του 1991. Εκεί, ανάμεσα σε πολλές συγκλονιστικές
εισηγήσεις, όπου λέγονταν πράγματα που δεν είχαν ειπωθεί δημόσια έως τότε,
ακούστηκαν και οι ομιλίες δύο σημαντικών ανθρώπων ελληνικής καταγωγής, που
μίλησαν για τους Έλληνες της Κριμαίας. Επρόκειτο για τον Ι. Μπ. Νταλιάν, Δρ. Γεωλογικών Επιστημών, καθηγητή, από την πόλη
Ακτιούμπινσκ του Καζαχστάν, και τον Α.Ι.
Χόλιν, βουλευτού, τότε, του Σοβιέτ της πόλης και του νομού του Ντονιέτσκ.
Οι παρεμβάσεις τους δημοσιεύθηκαν ως ένα κείμενο στην έκδοση των υλικών του
συνεδρίου –στη ρωσική γλώσσα- με τον τίτλο: «Οι Έλληνες της Κριμαίας – Λησμονημένες σελίδες της Ιστορίας». Από
τη δημοσιευμένη αυτή εισήγησή μεταφράσαμε και μεταφέρουμε κάποια αποσπάσματα
που αφορούν, κυρίως, στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του μαζικού
εκτοπισμού των Ελλήνων από τις εστίες τους στην Κεντρική Ασία.
Κατά τη δεκαετία
του 1930, ο ελληνισμός της Κριμαίας θα αντιμετωπίσει τη διακοπή της
αναγεννητικής προσπάθειας των εθνικών ταυτοτήτων, που έλαβε χώρα μετά το 1922,
στο πλαίσιο της πολιτικής της «κορενιζάτσια». «Οι καλύτεροι αντιπρόσωποι της ελληνικής διανόησης, της εργατικής τάξης
και της εργαζόμενης αγροτιάς διώχτηκαν και χωρίς καμιά αποδεδειγμένη ενοχή
καταδικάστηκαν, γεμίζοντας τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με μιας
όλες οι επιτυχίες του ελληνικού πολιτισμού και της ιδιαίτερης ταυτότητας του εξολοθρεύτηκαν:
έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, απαγορεύθηκε η γραφή, καταστράφηκαν οι εκκλησίες
κ.λ.π. Δεν διασώθηκε ούτε καν η μεγάλη ελληνική εκκλησία στην Συμφερούπολη, η
οποία αποτελούσε αριστούργημα της αρχιτεκτονικής, στην εικονογράφηση της οποίας
συμμετείχαν σημαντικοί καλλιτέχνες αγιογράφοι της Ρωσίας και της Ευρώπης».
Το 1941 εισέβαλαν
και στην Κριμαία τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία θα παραμείνουν στη
χερσόνησο μέχρι και το 1944. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής τμήμα του
ταταρικού πληθυσμού συνεργάσθηκε με τις γερμανικές δυνάμεις, όπως άλλωστε και
άλλοι μουσουλμανικοί λαοί της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιθέτως, πολλοί ήταν οι Έλληνες
της Κριμαίας που συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα των παρτιζάνων. «Κάποιοι απ’ αυτούς κατευθύνθηκαν στο μέτωπο
να πολεμήσουν τους φασίστες, άλλοι κατέφυγαν στα όρη και στα δάση της Κριμαίας,
στα αντάρτικα τμήματα, και ενεργά συμμετείχαν στον ανταρτοπόλεμο. Στα δάση των νοτίων ακτών της Κριμαίας, υπό
την ηγεσία του Έλληνα της Κριμαίας Μ.Α.
Μακεντόνσκι, έδρασε με επιτυχία ο ‘‘Νότιος Σχηματισμός’’ των Παρτιζάνων,
στον οποίο συμμετείχαν πολλοί Έλληνες. Επικεφαλής της τμήματος κατασκοπείας
αυτού του σώματος ήταν ο Έλληνας Φ.Α.
Γιακουστίδης. Διοικητής ενός από τα αντάρτικα αποσπάσματα, και κατόπιν της
4ης Ταξιαρχίας Παρτιζάνων, ήταν ο Έλληνας Χ.Κ. Τσούσσι».
Για τη συμμετοχή
των Ελλήνων στον αγώνα των παρτιζάνων της Κριμαίας βρίσκουμε αναφορές στα
βιβλία του ΜΑ. Μακεντόνσκι «Φλόγες στην
Κριμαία», του Ε Σάμκο «Το παρτιζάνικο
κίνημα στην Κριμαία», του Ι.Ζ. Βέργκας «Στα
βουνά της Ταυρίδας», στο συλλογικό «Η
Κριμαία την περίοδο του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου 1941-1945».
Για τις σχέσεις
Τατάρων και Ελλήνων όπως και για τη δράση των Ελλήνων οι δύο εισηγητές
αναφέρουν ότι «ένα μέρος του ταταρικού
πληθυσμού με τις πράξεις τους, τον χειμώνα του 1941-1942 έφεραν τους αντάρτες
σε αδιέξοδο. Υποδείκνυαν στις δυνάμεις κατοχής τις κρυφές βάσεις των ανταρτών,
όπου οι τελευταίοι έκρυβαν όπλα και τρόφιμα. Το ελληνικό χωριό Λάκι, στην
περιφέρεια Μπαχτσισαράϊ, όπου πρόεδρος του κολχόζ ήταν ο Έλληνας Χ. Σπάι, το περικύκλωσαν οι φασίστες και οι συνεργάτες τους
και στη συνέχεια το πυρπόλησαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με την
κατηγορία της συνεργασίας με τους αντάρτες. Στην θέση του πυρπολημένου χωριού
βρίσκεται σήμερα ένα Μνημείο».
Και ακολούθως
εξιστορούν πώς οι Έλληνες, με κίνδυνο της ζωής τους, μετέφεραν στην πολιορκημένη
πόλη της Σεβαστούπολης πόσιμο νερό για τους κατοίκους και τους μαχητές του Σοβιετικού
Στρατού. «Ο επικεφαλής της Κομσομόλ της
παράνομης ομάδας στο χωριό Κίσεκ Αρτέκ (σήμερα ονομάζεται Κλινόβκα) ήταν ο Έλληνας της Κριμαίας Κ.Δ. Αποστολίδης.
Στην παράνομη ομάδα συμμετείχε όλη η οικογένειά του, αποτελούμενη από 8 άτομα
και ακόμη 20 κάτοικοι του χωριού. Το καταδιωκτικό απόσπασμα από τους ντόπιους
φασίστες, συνεργάτες και αστυνομικούς, περικύκλωσαν το σπίτι, συνέλαβαν την
μητέρα του, τον αδελφό του και μερικούς ακόμη, και τους μετέφεραν στην Γκεστάπο
όπου υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Για τον αγώνα αυτής της παράνομης οργάνωσης διαβάζουμε
στο διήγημα του Β. Χατσατουριάν ‘‘Αυτό συνέβη στην Κλινόβκα’’. Και για τους
Έλληνες που συμμετείχαν στην παράνομη οργάνωση της Κομσομόλ στο χωριό Πιονέρκσι
υψώνεται σήμερα Μνημείο».
Μετά την
απελευθέρωση της Κριμαίας, από το σοβιετικό στρατό, ο ελληνικός πληθυσμός ήλθε
αντιμέτωπος με την, παράλογη, απόφαση της μαζικής εκτόπισής τους μετά τη
λεγόμενη «Ειδική Οδηγία». Στην αρχή εξορίστηκαν οι Τάταροι, και σύντομα ήρθε η
σειρά των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Τη νύχτα της 27ης Ιουνίου
1944, οι Έλληνες ξύπνησαν από τους ένοπλους φρουρούς του Λαϊκού Κομισαριάτου
Εσωτερικών Υποθέσεων και στρατιωτικών τμημάτων. Οι Έλληνες διατάχθηκαν σε διάστημα μισής έως μιας ώρας να
συγκεντρωθούν παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απαραίτητα. «Μισοκοιμισμένοι, φοβισμένοι άνθρωποι, κλαίγοντας, κυρίως οι γυναίκες
και τα παιδιά, σε πλήρη σύγχυση και
αμηχανία, στριφογύριζαν στα σπίτια τους, μη κατανοώντας τι τους συνέβαινε. Το
διάστημα, που δόθηκε για την συλλογή εξέπνευσε, ο πανικός δεν έπαυε. Οι
άνθρωποι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους ούτε τον απαραίτητο ρουχισμό, ούτε
τρόφιμα. Έπειτα με τις αποσκευές τούς φόρτωσαν στα στρατιωτικά φορτηγά και το κομβόι
τούς πήγε στο πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου διενεργήθηκε ταξινόμηση
για τους μεταφερόμενους ανθρώπους σε ειδικά διαμορφωμένες εμπορικές αμαξοστοιχίες.
Η περιουσία που άφησαν οι Έλληνες στα σπίτια
και στα διαμερίσματά τους, κερδισμένη με πολυετή τίμια εργασία, κλάπηκε και τα
ζώα, τα διαμερίσματα, και οι οικείες τους δημεύθηκαν και δόθηκαν να τα διαχειριστούν
οι Εκτελεστικές Επιτροπές των συνοικιών και της πόλης. Τα εμπορικά τραίνα μετέφεραν
28.500 Έλληνες από τις περιοχές της
μόνιμης ιστορικής τους διαβίωσης στις απόμακρες περιοχές των βορείων Ουραλίων,
της Σιβηρίας, του Καζαχστάν και της Κεντρικής Ασίας. Διασκορπίστηκαν σε μικρές
ομάδες μεταξύ αλλόγλωσσων πληθυσμών, πράγμα που επιδείνωσε τις έτσι κι αλλιώς
τις μεγάλες δυσκολίες διαβίωσης».
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει η προσωπική περιγραφή των όσων έζησε ο καθηγητής Ι. Μπ. Νταλιάν τόσο κατά τον εκτοπισμό
του όσο και στη διάρκεια της εξορίας, μέχρι να καταφέρει να σπουδάσει και να
γίνει καθηγητής: «Το τραίνο μας
κατευθύνθηκε στην περιφέρεια του Πέρμ, ενώ κατά την διαδρομή σε διάφορους
σταθμούς κάποια βαγόνια ξεφόρτωναν κόσμο. Αργότερα, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάσθηκαν
να εργασθούν στην υλοτομία. Στο μικρό Σταθμό Μουλιάνκα ξεφόρτωσαν κι εμάς. Στον
Σταθμό καταπονηθήκαμε 7 μερόνυχτα. Έπειτα ήλθαν τα κάρα και φορτώσαμε τις
αποσκευές μας. Εμάς μας μετέφεραν στο χωριουδάκι Γιούγκ. Εργαζόμασταν στις
διάφορες αγροτικές εργασίες και παίρναμε έναν τιποτένιο μισθό. Το 1947, η
αδελφή μου παντρεύτηκε έναν περαστικό Ουκρανό και, παρά τις διαμαρτυρίες των
γονιών μας, έφυγε μαζί του προς άγνωστη κατεύθυνση. Η ενέργειά της περιέπλεξε
περισσότερο την θέση της οικογένειάς μας: εμένα και τους δικούς μου μας
ζητούσαν να τους πούμε για το τόπο που βρισκόταν η αδελφή μου. Στην περίπτωση
που την ανακάλυπταν θα καταδικαζόταν σε 25 χρόνια καταναγκαστική εργασία.
Πολλοί ήσαν αυτοί που έφυγαν από τις περιοχές εξορίας τους ανακάλυψαν και καταδικάστηκαν,
η αδελφή μου, όμως, παρέμεινε καταζητούμενη. Εμένα δεν μου επέτρεπαν να
σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο, εκτός και τους έλεγα που βρισκόταν η αδελφή μου.
Όμως οι επίμονες εκκλήσεις μου στο Προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ είχαν
θετική ανταπόκριση και τελικά μου επετράπη να σπουδάσω. Το φθινόπωρο του 1948
έγινα δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Περμ, στην Σχολή Γεωλογίας, την οποία
τελείωσα το 1953 και στάλθηκα να εργασθώ στις πετρελαϊκές έρευνες στην πόλη
Ακτιούμπινσκ, όπου εργάζομαι ως σήμερα, ως
ελεύθερος άνθρωπος, από το 1956. Οι δικοί μου συνέχισαν να ζουν στην πόλη
Σολικάμσκ, και μόλις τους απήλλαξαν από την εξορία, τους πήρα μαζί μου στο
Ακτιούμπινσκ».
Σε αντίθεση με τον
κ. Νταλιάν, κάποιοι άλλοι Έλληνες επέστρεψαν στις εστίες τους και ελληνική
παρουσία καταγράφεται και σήμερα στη, τόσο σημαντική από γεωστρατηγικής
απόψεως, χερσόνησο της Μαύρης Θάλασσας. Ο ελληνισμός στην Κριμαία, χωρίς
βεβαίως να έχει ανάλογη με το παρελθόν βαρύτητα στη δημογραφική σύνθεση του
πληθυσμού, διατηρεί πάντοτε εκεί τη διαχρονική του πολιτισμική σφραγίδα.
Σφραγίδα που συνιστά ένα ισχυρότατο πολιτικό εργαλείο, για όσους, βεβαίως, διαθέτουν
γνώση και φρόνηση να τη χρησιμοποιήσουν.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Νέα Πολιτική", τεύχος 9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου