ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΙΕΒΟΥ (1037) |
Η βυζαντινή σφραγίδα θα έμενε ανεξίτηλη
στην όψη της όμορφης αυτής πόλης, του λίκνου του ρωσικού πολιτισμού. Όπως στην
Αγία Σοφία, που λίγα βήματα από την πλατεία, έστεκε σε πείσμα των καιρών. Με
τους ανατολίτικους χρυσούς τρούλους της, αυτούς που μοιάζουν με κρεμμύδι –αλλά που στο
εσωτερικό της οι εικονογραφίες της είναι βυζαντινές και οι επιγραφές επάνω τους
στα ελληνικά. Όπως, λίγο μακρύτερα, στη Πετσέρσκαγια Λαύρα, τη Λαύρα των Σπηλαίων
–εκεί που ο μοναχός Αντώνιος ο Αθωνίτης ίδρυσε τη περιβόητη μοναστική
κοινότητα. Εκεί, επίσης, που ο μοναχός Νέστωρ συνέγραψε το πρώτο ρωσικό
Χρονικό. Και η Λαύρα επέζησε στο χρόνο παρά τις καταστροφές των
Ταταρο-Μογγόλων, την απόπειρα αρπαγής της από την Ουνία, την μανία της
επανάστασης και τη λεηλασία των Ναζί. Τότε, στη δεκαετία του ’80, άρχιζε να «μπουμπουκιάζει»
και πάλι, μισή μουσείο, μισή χώρος λατρείας.
Λίγο ψηλότερα, σε δύο από τους
λόφους της πόλης, είχαν στηθεί τα σύμβολά της. Στον ένα, το άγαλμα της
Μητέρας-Πατρίδας. Μνημείο για τους πεσόντες στον Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο.
Τέχνη χοντροκομμένη –επιβολή του μεγέθους. Αλλά για τους βετεράνους, που
γεμάτοι παράσημα και υπερηφάνεια, μαζεύονταν στο προαύλιο είχε άλλο νόημα. Κι
απέναντι, στον άλλο λόφο, το άγαλμα του Βλαδίμηρου. Με το σταυρό στον ώμο. Είχε
προκύψει μάλιστα αντιπαράθεση. Ποιο θα ήταν πιο ψηλά; Το ξίφος ή ο σταυρός;
Στην πραγματικότητα, ο σταυρός είχε πρωτοεπιβληθεί και με το ξίφος. Δεν γινόταν
αλλιώς. Αλλά και το ξίφος της νίκης απέναντι στις στρατιές των νέων Τευτόνων
είχε μαζί του και το σταυρό –ως πολιτισμική ταυτότητα- στην καρδιά των
ανατολικών Σλάβων. Δεν γινόταν αλλιώς.
Στην πλατεία της Επανάστασης
βρισκόταν το τρίτο σύμβολο: ο γρανιτένιος Λένιν, που ατένιζε μακριά, πάνω από το
πλήθος. Ελάχιστα χρόνια πριν διαλυθεί η αυτοκρατορία, τίποτε εξωτερικά δεν
προμήνυε το τέλος. Μόνο που κάθε Πρωτομαγιά, στη μεγάλη παρέλαση, καθώς
περνούσαν τα κορίτσια με τους τεράστιους φιόγκους και τα λουλούδια στα χέρια, η
εργατική γιορτή έμοιαζε περισσότερο με τα αρχαία Ανθεστήρια Στη συνείδηση,
όμως, των πολιτών -αυτό το αντιληφθήκαμε λίγο αργότερα- η Σοβιετική Ένωση είχε
ήδη τελειώσει. Ο μύθος της πέθαινε μαζί με τη γενιά του πολέμου. Η περεστρόικα υπήρξε
ο ιστορικός προθάλαμος της κατάρρευσης.
Ακόμα τότε, γύρω από την πλατεία,
τα εμπορικά καταστήματα ήταν ελάχιστα. Μόνο μικρά κιόσκια με παγωτά και τσιγάρα.
Οι παρέες ανεβοκατέβαιναν σαν κάτι να περίμεναν και δεν ερχόταν. Και ξάφνου,
στο κέντρο της πλατείας, δίπλα από το μεγάλο σιντριβάνι με το νερό που χόρευε, ξεκίνησε
ένα παιχνίδι. Τα αγόρια έπιαναν τα κορίτσια από το χέρι, έκαναν ζευγάρια και
έμπαιναν στη σειρά και με τα χέρια τους ενωμένα και υψωμένα έφτιαξαν μια μακριά
αψίδα. Το πρώτο ζευγάρι μπροστά έλυνε τα χέρια και ο καθένας επέστρεφε πίσω, περνώντας
πάλι κάτω από τη αψίδα και διάλεγε άλλο χέρι, άλλο ή άλλη συνοδό. Η ατμόσφαιρα
δονείτο από το συλλογικό ερωτικό παιχνίδι. Έμοιαζε σαν απόηχος της σλαβικών
παγανιστικών τελετών, που τόσο παραστατικά δίνει ο Ταρκόφσκι στον «Αντρέι
Ρουμπλιόφ».
Τα επόμενα χρόνια, όμως, ο
ρομαντισμός της πλατείας θα χανόταν. Η χαραμάδα του Γκορμπατσόφ προκάλεσε μια
ανεπανάληπτη συνειδησιακή παλίρροια. Οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, επιζητούσαν
να ταξιδέψουν εκτός συνόρων, διψούσαν να ζήσουν νέες εμπειρίες, δίνονταν
ολόψυχα σε μια ξέφρενη ζωή, που πίστευαν ότι τους της στερούσε ένα μίζερο
καθεστώς. Επιπλέον, μιλούσαν ανοιχτά για την πραγματικότητά τους. Υπερέβαιναν
το διχασμό της εξωτερικής συμβατικής νομιμοφροσύνης τους με την εσωτερική
απαξίωση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Τα δυτικά αγαθά –υλικά και
αισθητικά- μέρα με τη μέρα κέρδιζαν κατά κράτος. Παντού ξεφύτρωναν σαν
μανιτάρια μικρά και μεγάλα μαγαζιά. Σύντομα κάθε τι μετατράπηκε σε εμπορική
πράξη. Όλα αγοράζονταν και πουλιούνταν. Πραγματική φρενίτιδα.
Το 1991, η πλατεία της
Επανάστασης είχε ήδη μεταμορφωθεί. Δίπλα στον γρανιτένιο Λένιν κυμάτιζαν
απειλητικές οι σημαίες της εθνικιστικής Ουκρανίας. Έτσι ήταν εύκολο για την
κομματική και διευθυντική νομενκλατούρα να ασπαστεί, εν μια νυχτί, τα ιδεώδη της
ουκρανικής ανεξαρτησίας ώστε να αποσπαστεί από τη Μόσχα και να ιδιοποιηθεί το
δημόσιο πλούτο. Η πλατεία της Επανάστασης μετονομάστηκε σε Μαϊντάν Νεζελέζνοστι
(Πλατεία Ανεξαρτησίας) και ο Λένιν απομακρύνθηκε, κομμένος σε φέτες. Κανείς δεν
βρέθηκε να υπερασπισθεί αυτό που έφευγε. Είτε από κορεσμό, είτε από ελπίδα.
Η Μαϊντάν, στα χρόνια της
ανεξαρτησίας, θα άλλαζε ραγδαία για να εκφράσει το όραμα των νέων ελίτ: «ελεύθερη»
αγορά, χωρίς κανόνες, και αποθέωση του νεοπλουτισμού της ολιγαρχίας –των
μαφιόζων όπως τους ονόμαζε λαός, χωρίς ο όρος αυτός να συνιστά υπερβολή.
Γύρω από την έκρηξη της χλιδής, πρεσβείες,
ινστιτούτα, ιδρύματα, ΜΚΟ, αντιπροσωπείες και ο κάθε τυχοδιώκτης επιδίδονταν στην
εξαγορά συνειδήσεων και στη στρατολόγηση υπαλλήλων. Ήταν άλλωστε εύκολο έργο σε
μια κοινωνία που η ηθική είχε χάσει τη σημασία της. Την ίδια ώρα εκατομμύρια
Ουκρανοί πένονταν. Οι κοπέλες εκπορνεύονταν στο εξωτερικό. Οι μεγαλύτερες γυναίκες
μετανάστευαν για να γίνουν υπηρέτριες.
Κάτω από την ανεξέλεγκτη δράση
ολιγαρχών και ξένων παραγόντων, ο ιδεολογικός διχασμός της κοινωνίας με
κριτήριο την εθνική του ταυτότητα γιγαντώθηκε. Στην αρχή, επικράτησε ένα ρεύμα
επηρεασμένο από το ουκρανικό εθνικισμό του 19ου αιώνα. Νέοι Ουκρανοί
άφηναν τερατώδη μουστάκια, όπως αυτά των κοζάκων του Ζαπαρόζιε, που αναπαριστά
ο περίφημος πίνακας του Ρέπιν. Τυφλοί μουσικοί έπαιζαν και πάλι, μετά τη
σταλινική περίοδο, την παραδοσιακή μπαντούρα. Παντού επωλείτο το «Κομπζάρ» του
Ταράς Σεφτσένκο.
Στο περιβάλλον, όμως, της
κοινωνικής ζούγκλας, μια ολόκληρη γενιά έμαθε ότι επιβιώνουν μόνο τα θηρία και
μάλιστα τα αγριότερα από αυτά. Η διαρκής μετάβαση σε κάτι που ποτέ δεν ερχόταν
και η συνεχής διάψευση των ελπίδων βρήκε διέξοδο στην ανοιχτή επιθετικότητα. Στους
δρόμους του Κιέβου ανέμιζαν ελεύθερα πια οι μαυροκόκκινες σημαίες του Στεπάν Μπαντέρα,
του ηγέτη της οργάνωσης των Ουκρανών εθνικιστών, από τη Γαλικία, που είχε συνεργασθεί
με τους Ναζί. Έτσι η αποτυχία της «πορτοκαλί επανάστασης», με τους «εναλλακτικούς»
τρόπους διαμαρτυρίας, προετοίμασε την εκδήλωση της «μαύρης». Για τους
εθνικιστές του «Σβομπόντα» και του «Δεξιού Τομέα» η παρουσία του απόλυτου εχθρού,
της Ρωσίας –τσαρικής, σταλινικής, «πουτινικής»-, έπρεπε να συντριβεί, συντρίβοντας
τους φιλορώσους πολιτικούς και όλες τις μειονότητες.
Μετά από σκληρές μάχες, η καμένη
και αιματοβαμμένη Μαϊντάν κατακτήθηκε από τον στρατό των δυτικών εθνικιστών. Ένας
στρατός οργανωμένος, φανατικός και ανελέητος. Νίκησε με τις ευλογίες και την
καθοδήγηση των δυτικών Δημοκρατιών. Που παραβλέπουν υποκριτικά τη ναζιστική
ιδεολογία των προστατευομένων τους και τον φανερό αντισημιτισμό τους. Τώρα, κανείς
δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το αύριο στην Ουκρανία. Μπορεί, όμως, με
βεβαιότητα να αναμένει ότι το Κίεβο δεν πρόκειται ποτέ να είναι αυτό που υπήρξε
ως σήμερα.
Σίγουρα, σε πολλούς νεαρούς
Ουκρανούς εθνικιστές το αντιρωσικό τους μένος συνοδεύεται από έναν αυθεντικό ρομαντισμό.
Πιστεύουν ότι η επανάστασή τους θα φέρει τη δικαιοσύνη και την αναγέννηση ενός
ουκρανικού πολιτισμού. Σύντομα, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, θα
ανακαλύψουν ότι δεν θα συμβεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ρήξη 8 Μαρτίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου