Γεγονός
πέραν πάσης αμφισβητήσεως αποτελεί η στροφή που έχει επισυμβεί τα τελευταία
χρόνια στην διεθνή σκηνή και στους προσανατολισμούς των ιδεολογικών τάσεων. Οι «προφητείες» για το επερχόμενο τέλος του
θεσμού του «έθνους-κράτους» (ακόμη και του τέλους των εθνών) υπεχώρησαν εμπρός στην
αυξανόμενα καταλυτική παρουσία των κρατικών οντοτήτων στο νέο διεθνές συγκρουσιακό
περιβάλλον.
Χαρακτηριστικότερο,
ίσως, παράδειγμα, αποτελούν οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Η επιδίωξή τους να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την μονοπολική τους ηγεμονία πραγματοποιείται
μέσω της κρατικής τους ισχύος. Γι’ αυτό τον λόγο και οι θεσμοί του αμερικανικού
κράτους δεν έχουν υποστεί την ελάχιστη απονέκρωση ή έστω χαλάρωση στο προηγηθέν
διάστημα.
Σε
ανάλογες κατευθύνσεις οφείλεται, όμως, και το «κινεζικό θαύμα». Μια κεντρικά
ελεγχόμενη οικονομική επέκταση, που
συνεχίζεται αδιαλείπτως από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, δημιούργησε τις
προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Κίνας
σε παγκόσμια δύναμη.
Αλλά
και η επανάκαμψη της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ως κυρίαρχου παράγοντα της διεθνούς διπλωματίας,
στηρίχθηκε, κυρίως, στην ενίσχυση των κρατικών δομών, του συγκεντρωτισμού και
της συμπόρευσης κρατικής πολιτικής και οικονομίας.
Παράλληλα, σε όλες τις περιπτώσεις, η κυρίαρχη
εθνική ταυτότητα όχι μόνον δεν υφίσταται επίθεση, αλλ’ αντιθέτως ενισχύεται συστηματικά
από την κεντρική εξουσία.
Στην
χορεία αυτή θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα παραδείγματα, όπως του Ισραήλ, της Τουρκίας, χωρών της Λατινικής
Αμερικής, αλλά και χωρών της ίδιας της Ευρώπης
(ίδ. «Τα έθνη-κράτη ανασταίνονται στην
Ευρώπη», «Καθημερινή», 5.3.06, αναδημ.
από την «International Herald Tribune») κ.λπ.
Ανεξάρτητα,
λοιπόν, από το επίπεδο εσωτερικού εκδημοκρατισμού και ελευθερίας στο κάθε κράτος,
το αποτέλεσμα στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος υπολογίζεται μόνον με τα
δεδομένα και όχι αφηρημένες αρχές.
Δυστυχώς,
στην Ελλάδα, η οποία κατατρύχεται μονίμως από στερεότυπες ιδεοληψίες, απότοκες
της πολιτικής και οικονομικής της εξάρτησης και συνακόλουθα της απουσίας
συγκροτημένης εγχώριας αυθεντικής σκέψης, κυριαρχεί η σύγχυση πραγματικού και
επιθυμητού.
Οι
αυτονόητες λειτουργικές ιδιότητες του κράτους για την εξασφάλιση της εθνικής ακεραιότητας
και της εδαφικής ανεξαρτησίας, της ασφάλειας του πολίτη, της αυστηρής επιβολής
του δικαίου σε μια κοινωνία, που διευρύνονται οι οικονομικές ανισότητες,
εξακολουθούν να τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Έτσι
η αδυναμία του ελληνικού κράτους, λόγω των εγγενών του αδυναμιών, όπως της
γραφειοκρατικής του δομής και του κομματικοποιημένου του χαρακτήρα, συνοδεύεται
από μια «αντι-κρατική» και «αντεθνική» στάση τμήματος των «πνευματικών» και
πολιτικών ελίτ.
Ο
«αντι-κρατισμός», μάλιστα, δεν αντιτίθενται τόσο στην παρέκκλιση της φύσης του
θεσμού αλλά στον ίδιο τον πυρήνα της αναγκαιότητάς του. Η στάσι αυτή συμπυκνώνει
τον απόηχο των τριών δεκαετιών της μεταπολιτεύσεως. Αρχικώς, η πρακτική της «αποχουντοποίησης»
(1974-1981), ως αναγκαία πολιτική εξυγίανση, θα δημιουργήσει ρήγματα στην δομή
του κρατικού μηχανισμού, ενώ η πολιτική σκέψη θα κυριαρχηθεί από τις
«αντι-κρατικές» θεωρίες. Από το 1981, το κράτος θα διογκωθεί για να
δημιουργήσει χώρο νομής της εξουσίας και οικονομικής ανόδου για τα στρώματα της
ελληνικής κοινωνίας που βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων στις περιπέτειες της
πρόσφατης ιστορίας. Η διαδικασία αυτή καθόρισε και τον προσανατολισμό του
ελληνικού κράτους, καθώς όσο περισσότερο εξασφάλιζε τον προηγούμενο στόχο της
πολιτικής εξουσίας τόσο απομακρύνονταν από τις κυρίαρχες λειτουργίες του.
Μετά
το 1990, τόσο η νέο-φιλελεύθερη όσο και η εκσυγχρονιστική πολιτική διακρίνονται
από αντι-κρατική ρητορεία. Κατά την περίοδο αυτή, η πεποίθηση για την εκ
προοιμίου επιτυχή ομοσπονδιακή ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η
κατά γράμμα αποδοχή των οραμάτων της παγκοσμιοποίησης, συνδυάστηκε και επικάλυψε
την αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να οδηγήσει την χώρα σε μια ουσιαστική
πορεία ανασυγκρότησης.
Απέναντι
στον ορυμαγδό των προβλημάτων, των κινδύνων της εξωτερικής ασφάλειας και
κυριαρχίας, της ανασφάλειας των πολιτών,
της δυσλειτουργίας των θεσμών, της ασυδοσίας των κατά χώρο και τόπο εξουσιών υψώθηκε
ένα αντι-κρατικό ιδεολογικό προκάλυμμα που απαγόρευε την ριζοσπαστική λήψη
αποφάσεων. Ταυτοχρόνως, προωθήθηκε και μια απροκάλυπτη επίθεση εναντίον ο,τιδήποτε
«εθνικού», αποτέλεσμα και αυτή των ιδίων αιτιών.
Παρ’
όλα αυτά οι πολιτικές αυτές δεν απετέλεσαν ποτέ αίτημα της ελληνικής κοινωνίας.
Σε αντιδιαστολή με τις διαθέσεις και πρακτικές των ελίτ, διαπιστώνεται
εξόφθαλμα η απαίτηση των λαϊκών στρωμάτων για ένα ισχυρό κράτος. Από την
προσωπική του ασφάλεια έως την εξωτερική πολιτική και από την αναζωογόνηση της
ερημωμένης επαρχίας έως την συγκράτηση της φυγής των επιχειρήσεων η επωδός του
απλού πολίτη, ενίοτε ως κραυγή απόγνωσης, παραμένει η επίκληση του κράτους.
Η
απάντηση της πλειοψηφίας των πολιτικών κέντρων και των ιδεολογικών «ταγών»
απέναντι στην μειονεξία αυτή θα είναι ο εκθειασμός των υπερεθνικών εξουσιών και
ο περαιτέρω «εκδημοκρατισμός» των δομών. Προτείνεται, δηλαδή, η παραπέρα εξάρθρωση
των κρατικών δομών, η παράδοση των εξουσιών του σε περισσότερα κέντρα,
αδυνατίζοντας ακόμη περισσότερο τις όποιες κεντρικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, τα
ΜΜΕ, ως όργανα στην συντριπτική τους πλειοψηφία ισχυρών παράκεντρων οικονομικής
και πολιτικής εξουσίας, ταυτίζουν εντέχνως την όποια επιβολή του νόμου με τον
κρατικό αυταρχισμό.
Παρατηρείται
λοιπόν το παράδοξο φαινόμενο οι ελίτ, που νέμονται τόσο την οικονομική όσο και
την πολιτική ισχύ, να εμφανίζονται να επιμένουν να μοιραστούν την εξουσία με την
υπόλοιπη κοινωνία, ενώ αυτή ν’ αντιτάσσει, αρνούμενη την πρόταση, την επιδίωξη ενός
συγκεντρωτικού και ισχυρού κράτους!
Στην
πραγματικότητα, βεβαίως, οι ελίτ επιδιώκουν να διατηρηθεί στο κράτος ο,τιδήποτε
τους αποφέρει οικονομικά οφέλη, μέσω των κάθε μορφής προμηθειών, καθώς και ό,τι
τους εξασφαλίζει την προσωπική τους και μόνο ασφάλεια. Κατά τ’ άλλα νοιώθουν
βολικά στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και με κάθε τίμημα, για το κοινωνικό
και εθνικό συμφέρον, θα προσπαθούν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους.
Ο
διεισδυτικός αναλυτής των πολιτικών τάσεων της ελληνικής κοινωνίας θα αποδεχτεί
ότι η δεξιά φορά του κοινωνικού εκκρεμούς, που πραγματοποιείται από τα τέλη της
δεκαετίας του 1990, έχει συγκεκριμένα και μόνιμα χαρακτηριστικά: η αναδιαμόρφωση
του νέου ιδεολογικού φάσματος εδράζεται στις πραγματικές προθέσεις της
κοινωνίας για το κράτος, τον ρόλο του στις νέες συνθήκες και την σχέση του με το
έθνος.
Καταληκτικά
ν’ αναφέρουμε ότι σε μια κοινωνία με παρατεταμένα λανθασμένη πρόσληψη της
πραγματικότητας δεν δίδεται η ευκαιρία της ανώδυνης επανόρθωσης, καθώς οι
πράξεις που απορρέουν των ψευδών αναλύσεων έχουν δημιουργήσει νέα δυσχερέστερα
δεδομένα.
Ιδιαιτέρως
δε την Ελλάδα οι πιέσεις που αντιμετωπίζει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα
της σύγκρουσης των πολιτισμών, ως χώρα των συνόρων, δεν της επιτρέπουν να
αναπαύεται πλέον σε ιδεοληψίες, καθώς η αφύπνιση θα είναι περισσότερο επώδυνη.
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Νέα Πολιτική», 20 Απριλίου 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου