Το 1957, ο διπλωμάτης και διανοούμενος, σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του, Δημήτριος Πουλάκος (1922-2006) κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου», το αρτιότερο, ίσως, βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στην Τουρκία. Ο τίτλος του ήταν «Η Σύγχρονος Τουρκία -Κοινωνικά και Οικονομικά Θέματα». Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη και περιεκτική μελέτη, η οποία αναδεικνύει όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής, οικονομικής, θρησκευτικής, εθνοτικής, πολιτισμικής και εκπαιδευτικής πραγματικότητας της Τουρκίας, ενταγμένης εντός του σύγχρονού της διεθνούς πλαισίου, αλλά, ταυτόχρονα, στην πλέον βαθιά διαχρονικότητά του, χωρίς να περιορίζεται από μεθοδολογικά σχήματα που κατακερματίζουν τα φαινόμενα, υποκειμενοποιώντας έτσι τα συμπεράσματα. Η λεπτομερέστατη ακτινογραφία των εθνολογικών και κοινωνικών υποστρωμάτων της τουρκικής κοινωνίας, με την παράλληλη αντανάκλασή τους στα πολιτικά δρώμενα συνιστά έναν ανεκτίμητο οδηγό για την κατανόηση της «εσωτερικής» Τουρκίας. Η βασιμότητα της ανάλυσής του αποδεικνύεται, άλλωστε, από την επιβεβαίωση μέσα στον χρόνο των οξυδερκών προβλέψεών του. Το βιβλίο εκδίδεται την εποχή ακριβώς που το «Δημοκρατικό Κόμμα» του Αντνάν Μεντερές έχει εκτοπίσει τους Κεμαλικούς Ρεπουμπλικάνους, σε μια πρώτη απόπειρα της Ανατολής να επιβάλει την δική της ταυτότητα στην χώρα. Η διελκυστίνδα αυτή θα εξακολουθήσει, περνώντας από διάφορες φάσεις, για όλες τις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα, όπως είχε προβλέψει ο Πουλάκος, οι ισλαμιστές της Ανατολίας κατέχουν την εξουσία επί πάνω από δύο δεκαετίες, έπειτα από μια μακρά πολιορκία που διεξήγαγαν κατά του κεμαλικού κατεστημένου της δυτικής Τουρκίας, υποβοηθούμενοι από την ραγδαία δημογραφική αύξηση των πληθυσμών των περιοχών αυτών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αυτή η βαθιά εθνοτική και πολιτική αντίθεση, με αντίστοιχη διαφοροποίηση των γεωστρατηγικών και πολιτισμικών προσανατολισμών της κάθε ομάδας, επικαλύπτεται από τη σύγκλισή τους επί ενός εθνικιστικού πολιτικού εφαλτηρίου τόσο στο εσωτερικό, κατά του αποσχιστικού κουρδικού παράγοντα, όσο και στο εξωτερικό, για την ανακατάληψη του πρώην οθωμανικού χώρου.
Σημαντικές θα είναι, επίσης, οι επισημάνσεις και τα στοιχεία που παρατίθενται για τις σχέσεις της Τουρκίας με την Σοβιετική Ένωση -ζήτημα που ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Αυτές ξεκινούν με τη περιβόητη στήριξη που δόθηκε από τον Λένιν και το Κομμουνιστικό Κόμμα προς το στρατό του Κεμάλ, σε χρήμα, στρατιωτικό υλικό και συμβούλους. Η σοβιετική αρωγή θα αποκτήσει και ιδεολογικό περίβλημα, καθώς θα ενταχθεί στην παγκόσμια πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα από τους λαούς της Ανατολής, στους οποίους θα στραφεί εξ ανάγκης η Μόσχα, μετά την αποτυχία της κομμουνιστικής επανάστασης, κυρίως, στην Γερμανία. Η φιλοκεμαλική-φιλοτουρκική πολιτική των μπολσεβίκων προέκυψε από τη ζωτική ανάγκη εξασφάλισης των νοτίων συνόρων του νέου σοβιετικού κράτους, στην περιοχή της Υπερκαυκασίας, αλλά και των στενών του Βοσπόρου, ώστε να μην επαναληφθούν πιθανές εισβολές από τους δυτικούς μέσω αυτών των περιοχών. Το τουρκικό état tampon αποτελούσε συνθήκη επιβίωσης τη δεδομένη στιγμή για τους ενοίκους του Κρεμλίνου, ακόμη και αν είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση των Ελλήνων και Αρμενίων της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, η συνεργασία με τους Τούρκους είχε και εσωτερικές συνέπειες, καθώς έτσι επιδιώχθηκε η υπακοή στο νέο καθεστώς των πολυπληθών ανυπότακτων μουσουλμανικών και τουρκογενών λαών της Σοβιετικής Ρωσίας σε Κριμαία, Καύκασο, Βόλγα και Κεντρική Ασία. Η σχέση Μόσχας-Άγκυρας θα συνεχιστεί, όπως αναφέρει ο Πουλάκος, και στην κατάρτιση και εκτέλεση πεντάχρονων πλάνων, αντιγραμμένων από τη σοβιετική εμπειρία, για τη δημιουργία κρατικής βιομηχανίας μεγάλης κλίμακος. Η σημαντική, ωστόσο, εξάρτηση του κεμαλισμού από τους σοβιετικούς γείτονές του, αλλά σε κάποιο βαθμό και το αντίστροφο, δεν εξάλειψε τις κρίσιμες και διαχρονικές αντιθέσεις μεταξύ τους. Τα διαφορετικά συμφέροντα που επέβαλαν στις δύο χώρες οι γεωπολιτικές και εθνολογικές πραγματικότητες, κληρονομιά της μακράς εχθρικής παράδοσης των δύο αυτοκρατοριών που αντικατέστησαν, εξακολουθούν να υφίστανται διατηρώντας την αμοιβαία καχυποψία, τις υπονομευτικές πολιτικές και, αναλόγως της διεθνούς συγκυρίας, την όξυνση των σχέσεων που φθάνει στα πρόθυρα της στρατιωτικής αναμέτρησης -όπως για παράδειγμα, κατά τη λήξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου, όταν ο Στάλιν διεκδίκησε από την Τουρκία ακριβώς τα όμοια τα οποία η Ρωσία διεκδικούσε από την εποχή ήδη του Μ. Πέτρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η εμβριθής μελέτη της τουρκικής κοινωνίας, όσον αφορά στη διασύνδεση των εθνολογικών, πρωτίστως των υποεθνοτικών, στοιχείων με τα θρησκευτικά και κοινωνικά φαινόμενα, εμπλούτισε και το θεωρητικό σχήμα του Πουλάκου, που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει, για την εθνική διάσταση των κοινωνικών κινημάτων. Όσον αφορά στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 1922, η τουρκική εμπειρία πρόσδωσε και νέες όψεις στην άποψή του για την βαθιά πολιτισμική διαφοροποίηση μεταξύ του αιολικοϊωνικού και του παλαιοελλαδικού κόσμου, που εκδηλώθηκε σε μια εσωτερική αντιπαράθεση πολλών δεκαετιών τον περασμένο αιώνα.
Η εργασία του Πουλάκου ήλθε στο φως σε μια κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις περίοδο. Δύο, μόλις, χρόνια πριν, το 1955, είχαν προηγηθεί τα «Σεπτεμβριανά», το οργανωμένο πογκρόμ που υπέστην ο ελληνικός πληθυσμός στην Κωνσταντινούπολη από τον τουρκικό όχλο, ενώ, ταυτοχρόνως, έχει ξεκινήσει ο ενωτικός αντιβρετανικός αγώνας της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Ο Πουλάκος ασχολείται ήδη επί μακρύ χρονικό διάστημα με τις βαλκανικές υποθέσεις, και ιδιαίτερα με την Τουρκία. Συμπτωματικά, θα είναι παρών στα «Σεπτεμβριανά», ως εκπρόσωπος της Ελλάδος στο Τριμερές Σύμφωνο Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας. Όπως περιγράφει ο ίδιος τα γεγονότα: «Το 1955 είχα συμμετάσχει με τους καθηγητές Ζέπο[1] και Ευρυγένη[2] στο Συνέδριο της Ενοποίησης του Βαλκανικού Δικαίου, τα πρακτικά της οποίας πήρα μαζί μου για δημοσίευση και έζησα την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου στις 5 Σεπτεμβρίου. Στους αλλόφρονες δρόμους επιχειρούσα να καταφύγω σε κάποιο ξένο προξενείο για να σώσω τα πρακτικά»[3].
Η αντικειμενικότητά του αντανακλάται σε όλες τις σελίδες της πραγματείας του, που διακρίνεται, εκτός από τη διεισδυτικότητά της, και από τη ψυχρή εξέταση των στοιχείων, χωρίς να επηρεάζεται από τα αισθήματα του συγγραφέα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις το 2005, ο Π. θα αποκαλύψει ότι ένα μέρος των στοιχείων που χρησιμοποίησε ήταν αποτέλεσμα μιας «κατασκοπευτικής» εργασίας που έκανε ο Έλληνας καθηγητής στις ΗΠΑ Αλέξανδρος Ζαχαράτος, τον οποίο ο ίδιος γνώριζε από τα χρόνια της κατοχής, καθώς είχαν κοινή αντιστασιακή δράση. Όπως περιγράφει, ακόμη ήταν δύσκολη η πρόσβαση στις περισσότερες επαρχίες της Ανατολίας, αλλά έπρεπε να λυθεί το ερώτημα για ποιο λόγο η στρατιωτική τάξη, που μέχρι τότε διεύθυνε τις κρατικές επιχειρήσεις, επέτρεπε να συμμετάσχει στις εκλογές ένα άλλο κόμμα, το ρεπουμπλικανικό: «Σε μια επίσκεψή μου στην Ερζερούμ, την οποία επισκέφθηκα ως υπάλληλος της Γραμματείας του τριμερούς Βαλκανικού Συμφώνου του Μπλεντ[4], συνάντησα τον Α. Ζαχαράτο, που με το όνομα Αλεξάντερ διεξήγαγε μια έρευνα που στηριζόταν σε δελτία που ταχυδρομούσε με μεγάλο κίνδυνο στους επιχειρηματίες της Κιλικίας, αποδεικνύοντας στατιστικά, από τις απαντήσεις, ότι η νεοπαγής αστικής τάξη που νομοτελειακά θα υποκαθιστούσε οικονομικά την στρατιωτική, ήταν δημιούργημα των συνθηκών που επικράτησαν στην Μικρά Ασία κατά την περίοδο της ουδετερότητας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία επέτρεψε τον πλουτισμό της ιδιωτικής εμπορικής τάξης. Στο βιβλίο που εξέδωσα για την Τουρκία το 1957, αναφέρομαι γενικά στα αποτελέσματα της έρευνας του Α. Ζαχαράτου που δημοσιεύθηκαν στις ΗΠΑ και στην οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική παντουρκική και αμερικανική μεταστροφή».[5]
Ο Πουλάκος σημειώνει ότι η άνοδος στην εξουσία του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές το 1950[6], και η δυνατότητα επίσκεψης των αλλοδαπών, απεκάλυψε μια Τουρκία με υποεθνικά δεδομένα υποστρώματα που διαιωνίζονταν σταθερά, με εξαίρεση, βεβαίως, την απουσία που προκάλεσε η, σχεδόν ολοκληρωτική, εξαφάνιση του χριστιανικού στοιχείου – Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων. Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του, ο συγγραφέας επιμένει στην μόνιμη παρουσία των υποεθνικών ομάδων κάθε περιοχής, ανεξαρτήτως της πολιτικο-κρατικής οντότητας στην οποία υπάγονται κάθε φορά, ή της ονομασίας με την οποία προσδιορίζονται σε κάθε ιστορική εποχή οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί. «Ανεκαλύψαμεν τότε ότι η αρχέγονος μορφή της Μικράς Ασίας όχι μόνον δεν είχεν σημαντικώς μεταβληθή δια μέσου των αιώνων αλλ’ απεναντίας διετηρείτο, υπό τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αρκετήν ιστορικήν πιστότητα. Οι πληθυσμοί της Ιωνίας διαφυλάσσουν εισέτι τα χαρακτηριστικά της αιγαιατικής φυλετικής καταγωγής των και η λοφώδης Φρυγία, με ανέπαφον την πρωτόγονον ποιμενικήν της οικονομίαν, παραμένει το στεγανόν διάφραγμα μεταξύ ενός κόσμου διασώζοντος ίχνη του Ελληνικού πολιτισμού και του υψιπέδου της κεντρικής Ανατολίας, κοιτίδος των απογόνων των Χετταίων, των Καππαδοκών, των σύγχρονων Κιζιλμπάσηδων, Τροκμηνών και Αφσάρων. Έπεται η παρθένος σχεδόν περιοχή των πηγών του Τίγρεως και του Ευφράτου, με τας τούντρας πλήρεις αγρίων θηρίων και τα όρη κατοικούμενα υπό νομάδων Κούρδων».[7]
Ο Πουλάκος διαχωρίζει γενικώς τρεις βασικές ομάδες ή ομοιογενείς υποεθνοτικές κατηγορίες: η πρώτη είναι αυτή των παραλίων της Μικράς Ασίας, με κατοίκους «αιγαιατικής φυλετικής καταγωγής», η δεύτερη της Ανατολίας, με μεταξύ τους διαχωριστική ζώνη την «λοφώδη» και «ποιμενική» Φρυγία, και, τέλος, αυτή των Κούρδων. Οι οριοθετημένες αυτές ζώνες συνιστούν μια πραγματικότητα, που ξεπερνά την οθωμανική αλλά και βυζαντινή περίοδο, και ανάγεται, σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα, στην μακρινή αρχαιότητα. Υπ’ αυτό το πρίσμα επιβάλλεται να γίνει και η ανάγνωση του παρελθόντος, των συνθέσεων και των συγκρούσεων, συχνά με θρησκευτικό περικάλυμμα. Σύμφωνα με τον Πουλάκο «η βαθυτέρα μελέτη του θρησκευτικού προβλήματος εν Ανατολία δίδει, εν τινι μέτρω, την κλείδα δια την ερμηνείαν των συνεχιζόμένων απροσδοκήτων εν Τουρκία εσωτερικών μεταβολών».[8] Αναμφισβήτητα το κλειδί αυτό συνεχίζει να είναι λειτουργικό και για τη σημερινή Τουρκία, όπως αποτυπώνεται επαναλαμβανόμενα στους χάρτες με τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων των τελευταίων δεκαετιών.
Το κείμενο προέρχεται από το υπό έκδοση βιβλίο του Σωτήρη Δημόπουλου, «Όψεις του εθνικού διχασμού στη σκέψη του Δημητρίου Πουλάκου», Εκδόσεις Περισπωμένη
[1] Παναγιώτης Ι. Ζέπος (1908-1985), νομικός και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
[2] Δημήτριος Ευρυγένης (1925-1986), καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ευρωβουλευτής, εκλεγμένος με τη ΝΔ.
[3] Δημήτριος Πουλάκος, «Προσωπική εκδοχή για τον Μεσοπόλεμο και την Κατοχή- Αναμνήσεις και κρίσεις», «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο σσ. 108-135.
[4] Πρόκειται για το λεγόμενο Βαλκανικό Σύμφωνο, μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 28.2.1953 και διευρύνθηκε με νέα υπογραφή στο Bled, της σημερινής Σλοβενίας, στις 9.8.1954. Η συνθήκη αφορούσε κυρίως τη στρατιωτική αμυντική συμμαχία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Απέτυχε λόγω της απροθυμίας της Γιουγκοσλαβίας να συμμετάσχει ενεργά και της έκρηξης του αντιαποικιακού ενωτικού αγώνα στην Κύπρο .
[5] Δημήτριος Πουλάκος, «ΗΠΑ, Ελλάδα και Τουρκία - Ιστορικές προσεγγίσεις στον κεντρικό ευρασιατικό χώρο», «Νέα Κοινωνιολογία», τεύχος 41, Καλοκαίρι 2005, σελ. 122. Η εργασία είναι Zacharatos, Alexander, «Economic Development of Turkey», California, Berkeley, ECD, 1956.
[6] Ο Αντνάν Μεντερές (1899-1961), ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, ήταν γόνος μεγαλογαιοκτημόνων από την Ανατολία. Ο Π. υποστηρίζει ότι ο Μεντερές ήταν ύποπτος «κρυπτοέλληνας» ιωνικής καταγωγής -Μαίανδρος θεωρήθηκε το όνομα των προγόνων του. Επίσης ο υπουργός Εξωτερικών Fatin Rüştü Zorlu, γεννημένος στη βορειοανατολική Τουρκία ήταν κουρδικής καταγωγής, και μάλιστα πριγκιπικής. Αντιθέτως, η καταγωγή του υπουργού Οικονομικών του Μεντερές, Hasan Polatkan, που επίσης απαγχονίστηκε, δεν ήταν αρμενική λόγω κατάληξης του επιθέτου του – σε αν-, αλλά ταταρική από την Κριμαία.
[7] Δημητρίου Πουλάκου, Η Σύγχρονος Τουρκία Κοινωνικά και Οικονομικά Θέματα, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, 15, Αθήνα 1957, σελ. 1.
[8] Ό.π., σελ. 39.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου