Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Ο Αντρέι Μπέλυ ως φιλόσοφος



https://literaturensviat.com/wp-content/uploads/2012/04/andrei_beli.jpgΤο 2017 εκδόθηκε στα ελληνικά, από δύο εκδοτικούς οίκους ταυτόχρονα, το εμβληματικό μοντερνιστικό μυθιστόρημα «Πετρούπολη»(1913) του Αντρέι Μπέλυ. Συγκεκριμένα, η Σταυρούλα Αργυροπούλου για την «Κίχλη» και η Ελένη Μπακοπούλου για τους «Αντίποδες», πέτυχαν αμφότερες έναν μεταφραστικό άθλο, χαρίζοντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα πολύ σπουδαίο έργο, που ο πυρήνας της πλοκής του εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια λίγων ημερών του Οκτωβρίου του 1905. Πρόκειται για βιβλίο που ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ συγκαταλέγει στα τέσσερα σημαντικότερα του 20ού αιώνα -μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα-, ενώ ο Σαλάμωφ ισχυριζόταν ότι ήταν το τελευταίο μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα, που επηρέασε την πρόζα του Πιλνιάκ, του Ζαμιάτιν, του Βεσιόλι, κ.ά. Ο Μπερντάγιεφ στο «Νόημα της Ιστορίας» το αναφέρει ως χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής της αποσύνθεσης του προσώπου και του τέλους του Ουμανισμού.
Ο Αντρέι Μπέλυ, κατά κόσμον Μπορίς Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ (1880-1934), υπήρξε μια κορυφαία προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων, ένας από τους τρεις μεγάλους συμβολιστές, μαζί με τον Αλέξανδρο Μπλοκ και τον Βιατσεσλάβ Ιβάνωφ. Η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, σύζυγος του ακμεϊστή ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ έγραψε γι’ αυτόν: «μου έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε σώμα, ότι ήταν ένα ηλεκτρικό φορτίο, η υλοποίηση της θύελλας, του θαύματος».
Μετά την επανάσταση του 1917, την οποία υποστήριξε, αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό, για να ξαναγυρίσει σύντομα. Η πορεία του έκτοτε δεν ήταν ανάλογη της προεπαναστατικής του δημιουργίας. Το 1931, μάλιστα, συνελήφθη η δεύτερη γυναίκα του, ως πρώην μέλος της «Ρωσικής Ανθρωποσοφικής Εταιρείας» στην οποία ανήκε και ο Μπέλυ, και τότε απηύθυνε επιστολή στο Στάλιν (που περιλαμβάνεται στην πολυτονική έκδοση της «Κίχλης», μεταφρασμένη από τη σλαβολόγο Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, η οποία έγραψε επίσης ένα διαφωτιστικό Επίμετρο). Σ’ αυτό το ταπεινωτικό, για ένα πνεύμα σαν τον Μπέλυ, κείμενο, ο συγγραφέας αποδίδει την αιτία για την δίωξη και την απαξίωση του έργου του από τους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους στην αρνητική κριτική που του είχε ασκήσει, το 1922, ο Τρότσκι. Τελικά, με την παρέμβαση του Γκόρκι, η σύζυγός του ελευθερώθηκε.
Για μια σφαιρική προσέγγιση των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Μπέλυ, αλλά και της τόσο σύνθετης εποχής που κόπηκε δια μιας από την επανάσταση χωρίς να συνέχεια, μεταφράσαμε από το βιβλίο του Σ.Α.Λεβίτσκι «Δοκίμια για την Ιστορία της Ρωσικής Φιλοσοφίας», το κεφάλαιο που αναφέρεται σ’ αυτόν, με τον τίτλο «Ο Αντρέι Μπέλυ ως φιλόσοφος»[1].


Μένει να πούμε μερικά λόγια για τον Αντρέι Μπέλυ ως φιλόσοφο. Υπό αυτό το πρίσμα, οφείλουμε να κάνουμε μια ιδιαίτερα αυστηρή επιλογή, καθώς από τις εκατοντάδες σελίδες που έγραψε για φιλοσοφικά θέματα, το μέγιστο μέρος τους συνιστά μια ροή από ανεπεξέργαστες, χαμηλού επιπέδου σκέψεις. Στη συλλογή του «Συμβολισμός» παρατίθενται συνεχώς κάτι περισσότερο από εκτεταμένα αποσπάσματα του Χάινριχ Ρίκερτ, τον οποίον θαύμαζε και η επιρροή επάνω του ήταν πολύ έντονη.
Ωστόσο, στα φιλοσοφικά άρθρα του συναντούμε εμπνευσμένα αποσπάσματα, λαμπρές διατυπώσεις, ενδεικτικές της αναμφίβολης φιλοσοφικής του διαίσθησης.
Ο Μπέλυ, από τις αρχές του αιώνα, εμφανίζεται ως ο θεωρητικός του συμβολισμού (στη συνέχεια το ρόλο αυτόν τον ανέλαβε ο περισσότερο πειθαρχημένος Βιατσεσλάβ Ιβάνωφ). Αν η επιρροή του Ρίκερτ ήταν μάλλον φορμαλιστική, στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών του αντιλήψεων αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε. Στον Νίτσε είδε τον προφήτη της νέας εποχής, τον θρησκευτικό καινοτόμο, τον βασικό πρόδρομο του συμβολισμού.
Στο άρθρο του «Συμβολισμός και κοσμοαντίληψη»(1904) έγραψε: «Η καμπύλη ανάπτυξης της ευρωπαϊκής σκέψης πηγαίνει από τον Καντ, μέσω του Σοπενχάουερ, στον Νίτσε. Ο Σοπενχάουερ αφύπνισε την ανθρωπότητα από τον ύπνο της ζωής. Τώρα ακούμε τη μουσική των συμβόλων. Μας μιλά για άλλους κόσμους, μας ‘‘πλημμυρίζει με τα ρεύματα της Αιωνιότητας’’. Η συμβολική τέχνη είναι η μεγαλοφυής γνώση. Το καθήκον της είναι να μας ξεκαθαρίσει τα βάθη του πνεύματος. Ο πρόδρομος του συμβολισμού είναι ο Νίτσε. Ήδη δεν είναι ένας φιλόσοφος, με την έως τώρα ισχύουσα έννοια της λέξης, αλλά ένας σοφός, και οι αφορισμοί του είναι σύμβολα. Όμως, ο δικός μας τελικός στόχος είναι η τέχνη. Αυτή πρέπει να ξεπεραστεί με την θεουργία, και σ’ αυτήν βρίσκεται το τέλος του συμβολισμού. Εμείς επιδιώκουμε την ενσάρκωση της Αιωνιότητας μέσω της μεταμορφώσεως της αναστημένης προσωπικότητας. Αυτός είναι ένας δύσκολος και επικίνδυνος δρόμος. Η θεουργία πρέπει να προστρέξει εκεί που σταμάτησε ο Νίτσε. Και να πάει από τον αιθέρα».
Εκείνα τα χρόνια, ο Μπέλυ διακρίθηκε από την ιδιόμορφη θρησκευτικότητά του. Όπως και η πλειοψηφία των ρομαντικών, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εκκλησιαστικό, παραδοσιακό χριστιανισμό, αλλά, όπως και κάποιοι γνωστικοί, πίστευε στην μελλοντική Αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.
Ωστόσο, ο Μπέλυ σύντομα αντιλήφθηκε ότι οι λαμπρές του γνώσεις δεν διαθέτουν πειθαρχημένη σκέψη και επιστημονική τεκμηρίωση.
Τότε στράφηκε στον νεοκαντιανισμό, που τότε ήταν του συρμού, και κυρίως στη σχολή της Βάδης, των Βίντελμπαντ και Ρίκερτ. Το 1905, στο απόγειο του ενθουσιασμού του για τον Ρίκερτ, έγραψε: «χωρίς να αποκηρύσσουμε τη θρησκεία, εμείς ανακαλούμε από την οδό της παραφροσύνης, τη ψυχρή σαφήνεια της τέχνης… τη σοβαρή, όπως η μουσική του Μπαχ, αυστηρότητα της θεωρίας της γνώσης…». Πρέπει να προσθέσουμε ότι, αυτήν την περίοδο, ο Μπέλυ βίωνε πραγματικά τη «δίνη της παραφροσύνης», όχι μόνον της λογοτεχνικής, και επεδίωκε να ειρηνεύσει τον εαυτόν του με την πειθαρχία του νεοκαντιανισμού.
Το 1907, στο άρθρο του «Το νόημα της τέχνης», ακολουθώντας τον Ρίκερτ, αλλά με μια δική του, ιδιαίτερη, συναισθηματική ερμηνεία, διατυπώνει τη σκέψη για το «πρωτείο της δημιουργίας έναντι της γνώσης». Υποστηρίζει, ως θεμελιακή για την φιλοσοφία την έννοια της αξίας. Η αξία, λέει, είναι «το χάρισμα συν την οφειλή». Αυτή η ένωση πραγματώνεται στη δημιουργία. Η τέχνη μετατρέπει τις εικόνες της ζωής σε εικόνες της αξίας. Η θρησκεία τις πραγματοποιεί στη ζωή.
Με τέτοιες θέσεις προσπαθεί να επαναθεμελιώσει τον συμβολισμό ως κοσμοθεωρία. Στο άρθρο του «Η εμβληματική του νοήματος» (1909) μιλά ευθέως, για το ότι ο συμβολισμός είναι για τον ίδιο μια κάποια θρησκευτική ομολογία, που διαθέτει τα δικά της δόγματα. Το σύμβολο είναι η ενότητα της μορφής και του περιεχομένου, που δίδεται στην ατομική βίωση… Το πιθανότερο είναι ότι η θεωρία του συμβολισμού δεν είναι καν θεωρία, αλλά μια νέα θρησκευτικο-φιλοσοφική διδασκαλία. 
Με αυτά τα λόγια διαμορφώθηκε φιλοσοφικά ο μυστικιστικός συμβολισμός, στο πνεύμα του οποίου δημιούργησαν ο Αλεξάντερ Μπλοκ, ο Μπέλυ και ο Ιβάνωφ,. Ο Μπέλυ οριοθετείται εδώ από τους αμιγώς αισθητικά συμβολιστές, όπως ήταν ο Μπριούσοφ, ο Μπαλμόντ και εν γένει οι «παρακμιακοί».
Την ίδια ώρα, ο Μπέλυ προαισθάνθηκε πολύ έντονα την επικείμενη καταστροφή. Αυτή την περίοδο, η ποίησή του κατακλύζεται από αυτό το συναίσθημα, όπως και τα μυθιστορήματά του «Ασημένιο Περιστέρι»(1909) και «Πετρούπολη»(1914).
Προσπαθεί να εκφράσει αυτή την καταστροφική αίσθηση του κόσμου σε θεωρητική βάση. Έτσι, στο άρθρο του «Το μέλλον της τέχνης» (1907) λέει: «Με τη τέχνη, με τη ζωή τα πράγματα που θα συμβούν θα είναι σοβαρότερα απ’ ότι θεωρούμε. Η άβυσσος, πάνω από την οποία αιωρούμαστε, είναι βαθύτερη, σκοτεινότερη… πρέπει να ξεχάσουμε το παρόν, πρέπει εκ νέου να αναδημιουργηθούμε. Για το σκοπό αυτό πρέπει να συγκροτήσουμε τους εαυτούς μας».
Σ’ αυτό το άρθρο επιδιώκει να δει τη πιθανή έκβαση στην ένωση με τον λαό και οραματίζεται την επιστροφή της λογοτεχνίας στις λαϊκές πηγές και τη γένεση μιας νέας, παλλαϊκής - θρησκευτικής τέχνης.
Στο άρθρο του «Συμβολισμός» (1909) εκφράζει τη τραγική του ζωτικότητα: «Είμαστε νεκροί, που παραμερίζουν την παλαιά ζωή, αλλά ακόμη δεν γεννηθήκαμε για την νέα ζωή. Από πάνω μας ακούγεται η κατηγορηματική προσταγή για τον αναπόφευκτο θάνατο ή την δημιουργία της ζωής… μας νεκρώνει το σιωπητήριο της αναλυτικής περιόδου και μας ζωογονεί η αυγή μιας νέας ημέρας…».
Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να εκφραστεί με πιο εύγλωττο και βαθύ τρόπο το αίσθημα του διχασμού μεταξύ του παλαιού, που πεθαίνει, και του νέου, που γεννιέται.
Μόνον που αυτό το νέο εξαπάτησε τον Μπέλυ. «Η αυγή της νέας μέρας» αποδείχθηκε μια πανρωσική πυρκαγιά, στις φλόγες της οποίας, εκτός απ’ όσα έπρεπε να πεθάνουν, χάθηκαν και αναντικατάστατες αξίες.
Ο Μπέλυ, όπως και ο Μπλοκ, αν και λογοτεχνικά είναι κατά πολύ πιο αδύναμός του, προσπάθησε να δοξάσει την επανάσταση στο ποίημά του: «Ο Χριστός Ανέστη».
Στη διάρκεια της επανάστασης, συνεχίζοντας να συμπαθεί, και κάτι παραπάνω, τους μπολσεβίκους, έδινε τον ίδιο καιρό διαλέξεις στο πνεύμα του αμιγώς φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Ταυτοχρόνως, ήδη από το 1912, ήταν πεπεισμένος «ανθρωποσοφιστής», οπαδός του Ρούντολφ Στάινερ. Στη θεωρία του Στάινερ, με τις αυτοπειθαρχικές του μεθόδους, έψαχνε να βρει αυτό που του έλειπε, την πνευματική ακεραιότητα. Και, όπως φαίνεται, δεν κατανοούσε ότι ο μυστικιστικός του συμβολισμός, η μυστικιστική του λαϊκότητα και η θεωρία του Στάινερ δεν ήταν συμβατά με την κοσμοθεωρία του μαρξισμού-λενινισμού.
Υποφέροντας από πείνα και στερήσεις, το 1922 δραπέτευσε στο εξωτερικό. Η σοβιετική κυβέρνηση -μετά τον θάνατο του Μπλοκ και την εκτέλεση του Νικολάι Γκουμιλιώφ- αποφάσισε να διατηρήσει στη ζωή τα «πολιτιστικά στελέχη».
Στο εξωτερικό, ωστόσο, ο Μπέλυ δεν στέριωσε. Έγραφε από το Βερολίνο παθιασμένα γράμματα στην Μαρίνα Τσβετάγιεβα στην Πράγα, όπου φαινόταν να είχε αποδεχθεί πως θα παρέμενε στη Δύση και θα γινόταν εμιγκρές. Έπειτα, ξαφνικά, άλλαξε απόφαση, και το 1923 επέστρεψε στη Σοβιετική Ένωση. Αρχικώς, συνέχισε το έργο του, αν και η «Μόσχα» (1926-1932) του ήταν ήδη πολύ κατώτερη από την «Πετρούπολη». Η αλήθεια είναι ότι, όταν τελείωσαν οι ελευθεριότητες της ΝΕΠ, ο Μπέλυ είχε βρεθεί εκτός της λογοτεχνικής γραμμής. Γι’ αυτούς που βρίσκονταν στην εξουσία κατέστη ένα «ξένο ταξικά στοιχείο», αν και προσωπικά δεν τον πείραξαν.
Κατάφερε να γράψει πολύ ενδιαφέροντες αναμνήσεις: «Στο μεταίχμιο δύο αιώνων», «Η αρχή του αιώνα», «Μεταξύ δύο επαναστάσεων», τα οποία, μέχρι τώρα, μαζί με το βιβλίο του Φιόντορ Στεπούν[2] «Περασμένα και ανεκπλήρωτα», παραμένουν οι καλύτερες προσωπικές περιγραφές για την πολιτισμική ατμόσφαιρα αυτού του καιρού. Αλλά για την τρέχουσα δημιουργία της εποχής εκείνης, ο Μπέλυ αποτελούσε ήδη παρελθόν. Πέθανε το καλοκαίρι του 1934 στο Κοκτεμπέλ, στην Κριμαία, όπως λένε, από ηλίαση (στμ. Η αλήθεια είναι ότι πέθανε από εγκεφαλικό στη Μόσχα).
Με μια αυστηρά ακαδημαϊκή προσέγγιση, τον Μπέλυ δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε φιλόσοφο. Ωστόσο είχε λαμπρές φιλοσοφικές συλλήψεις.
Το σημαντικότερο τμήμα του έργου του γράφτηκε πριν την επανάσταση. Η εκλεπτυσμένη καλλιέργειά του, η λεπτότητα του ποιητικού του λόγου, το βάθος της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής του διαίσθησης ήταν ελάχιστοι που τα διέθεταν στον ίδιο βαθμό. Υπήρξε το πιο εκλεπτυσμένο τέκνο της «Αργυρής Εποχής».
Το έργο του και ο βίος του για καιρό θα αποτελούν αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς, τους φιλοσόφους και τους κριτικούς λογοτεχνίας. 






[1] Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Λεβίτσκι, «Δοκίμια για την ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας», εκδ. «КАНОН», Μόσχα, 1996, σελ. 287-291 (α΄έκδ. Φρανκφούρτη, 1968)
[2] Φιόντορ Αβγουστίνοβιτς Στεπούν, (1884 Μόσχα—1965 Μόναχο), Ρώσο-Γερμανός φιλόσοφος, με επιρροές από τη νεοκαντιανή σχολή της Βάδης, κοινωνιολόγος, συγγραφέας και πολιτικός. Το αναφερόμενο βιβλίο εκδόθηκε το 1956 στην Νέα Υόρκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου