Στη Τεχεράνη, στις 11 Φεβρουαρίου του 1829, ένας μανιασμένος
όχλος όρμησε στο κτίριο που στεγαζόταν η ρωσική διπλωματική αποστολή. Στη πόλη
είχε διαχυθεί η πληροφορία –που πηγή της ήταν η βρετανική αποστολή- ότι οι
Ρώσοι είχαν φυγαδεύσει έναν ευνούχο από το χαρέμι του σάχη και δύο Γεωργιανές
γυναίκες από το χαρέμι του γαμπρού του σάχη. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοντωθούν όλα
τα μέλη της αποστολής και ανάμεσά τους ο διπλωματικός εκπρόσωπος της Ρωσίας στη
Περσία Αλέξανδρος Σεργέγιεβιτς
Γκριμπογιέντωφ, συγγραφέας του διάσημου έργου «Συμφορά από το πολύ μυαλό».
Όλα τούτα, τα τραγικά, και εξωτικά συνάμα, έλαβαν χώρα την επαύριον ενός ακόμη
ρωσο-περσικού πολέμου, που από το 16ο αιώνα και εντεύθεν είχαν ως
κύρια αιτία την επιδίωξη του ελέγχου του Καυκάσου, της Κασπίας και του νοτίου
Αζερμπαϊτζάν –σε ένα τριγωνικό στην ουσία σχήμα με τρίτο ανταγωνιστή την
Οθωμανική αυτοκρατορία/Τουρκία. Μια διαμάχη που από τον 18ο αιώνα διεξαγόταν
στο φόντο του «Μεγάλου Παιχνιδιού», τη διαρκή αντιπαράθεση Ρωσίας και Μεγάλης
Βρετανίας για τον «Δρόμο του Μεταξιού» και τη γεωγραφική ζώνη που ξεκινά από το
ανατολικό Τουρκεστάν και το Κασμίρ και καταλήγει στα παράλια της Μεσογείου. Τα
βασικά στοιχεία αυτής της αντιπαράθεσης διατηρήθηκαν και όταν ακόμη η ρωσική
αυτοκρατορία μετεμορφώθη δια χειρός Λένιν σε Σοβιετική Ένωση. Δύο φορές το μέγα
κομουνιστικό κράτος –το 1920 με τη Περσική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία
στο Γκιλάν και το 1945-46 με τη Λαϊκή Κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν και την,
κουρδική, Δημοκρατία του Μαχαμπάντ - αποπειράθηκε να δημιουργήσει κράτη-δορυφόρους
στο έδαφος της Περσίας/Ιράν, που ωστόσο αποδείχθηκαν θνησιγενή. Ως εκ τούτου, η
φιλύποπτη στάση των Ιρανών απέναντι στη Ρωσία είχε πολλούς λόγους να μένει ενεργή
έως σχετικά πρόσφατα όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε χαρακτηρίσει τη Σοβιετική
Ένωση ως τον «μικρότερο σατανά», ενώ τη θέση του «μεγάλου σατανά» την «χάριζε»
στις ΗΠΑ!
Τα πράγματα, πάντως, άρχισαν να αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό από
τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο
θάνατος του Χομεϊνί, το τέλος του πολέμου Ιράκ–Ιράν (1980-1988), κατά τον οποίο
η Μόσχα είχε επικερδείς δοσοληψίες και με τους δύο εμπολέμους, η αποχώρηση του
σοβιετικού στρατού από το Αφγανιστάν και, τέλος, η κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης οριοθέτησαν μια νέα περίοδο των διμερών σχέσεων. Στην νέα φάση που
ακολούθησε έως ακόμη και το 2013, τα δύο μέρη βρέθηκαν σε μια κατάσταση
επικερδούς, και για τους δύο, επαφής. Συγκεκριμένα, από το 1992 έως το 2012, το
52% των ιρανικών εισαγωγών σε στρατιωτικό εξοπλισμό προερχόταν από τη Ρωσία,
ενώ είχε συμφωνηθεί η συνεργασία για την ολοκλήρωση του πυρηνικού αντιδραστήρα
στο Bushehr.
Η συνεργασία αυτή ωστόσο δεν προήχθη στο επίπεδο μια στενής συμμαχίας.
Μάλιστα, το 2010, βαριά έπεσε η σκιά στο τοπίο των σχέσεων της Τεχεράνης με την
Μόσχα όταν η τελευταία προχώρησε σε πάγωμα της πώλησης των πυραύλων S-300
προς το Ιράν, μετά από απαίτηση της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, ήταν φανερό ότι η
Ρωσία, τηρώντας το πλαίσιο των κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης για το πυρηνικό
του πρόγραμμα, λόγω και των καλών σχέσεων της Μόσχας με το Ισραήλ, υπονόμευε
και τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Ιράν να διεισδύσει στην Υπερκαυκασία, ώστε
να βρει διέξοδο προς την Μεσόγειο για τις εξαγωγές πετρελαίου του. Υπό αυτές
τις συνθήκες ο δυνητικός άξονας Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, ίσως και Ινδίας, που
συνιστούσε μια εφιαλτική προοπτική για τη Δύση στις αρχές του 2000, φαινόταν ως
απίθανο πλέον σενάριο ενώ παρέμενε η αμοιβαία καχυποψία Ρώσων και Ιρανών.
Από το 2013, με πρωτοβουλία του Πούτιν, ο οποίος επεδίωξε μια
μακράς προοπτικής γεωστρατηγική ανατροπή των δεδομένων, που στόχο έχει την
κατάλυση της αμερικανικής πλανητικής ηγεμονίας, θα επιτευχθεί σύσφιξη των
σχέσεων με το Ιράν. Η νέα φιλο-ιρανική ρωσική πολιτική θα απογειωθεί μετά και από
τη ρωσική επέμβαση της 30ης Σεπτεμβρίου στη Συρία. Δεν αποτελεί
άλλωστε μυστικό ότι η απόφαση αυτή πάρθηκε σχεδόν από κοινού με την ενεργό
συμμετοχή του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμάνι, επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων Kuds.
Με την άδεια χρήσης του ιρανικού
εναέριου χώρου από τη ρωσική αεροπορία, καθώς και των ιρανικών αεροδρομίων
έγινε δυνατή και η πλήρης ανάπτυξη της ρωσικής παρουσίας στο συριακό μέτωπο στο
πλευρό του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Πλέον, οι ρωσο-ιρανικές σχέσεις ανέβηκαν στο
επίπεδο ενός άξονα, στον οποίο συντάσσεται το σιιτικό τόξο, που πυρήνα του έχει
το Ιράν, και περιλαμβάνει τη Λιβανέζικη Χεζμπολλάχ, την πλειοψηφία του
πληθυσμού του Ιράκ, τους Αλαουίτες της Συρίας –αλλά και τους Χούτι της Υεμένης
και την πλειοψηφία του Μπαχρέιν. Το γεγονός αυτό από μόνο του, και με την
προοπτική της επικράτησης του συριακού στρατού του Άσαντ με τη βοήθεια της Kuds, της Χεζμπολλάχ, και κυρίως της
ρωσικής αεροπορίας, που εγκατέστησε υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα στο συριακό
έδαφος, ελέγχοντας στην ουσία κάθε εναέρια δραστηριότητα, δημιούργησε ντε φάκτο
νέα δεδομένα και όχι μόνον για την Μέση Ανατολή. Όλοι οι παίκτες, παγκόσμιοι
και περιφερειακοί, από τις ΗΠΑ μέχρι το Ισραήλ, και από τη Τουρκία μέχρι τη
Σαουδική Αραβία, είχαν μπροστά τους μια νέα πραγματικότητα, που είναι φανερό
πως σηματοδοτεί το τέλος της εποχής που άνοιξε με τη συμφωνία Σάικς-Πικώ.
Η
εντυπωσιακή αναβάθμιση των ρωσο-ιρανικών σχέσεων επιβεβαιώθηκε και κατά την
επίσκεψη του Πούτιν στη Τεχεράνη, τον Νοέμβριο του 2015, όπου υπογράφηκαν 35
συμφωνίες που αφορούν ένα ευρύ πλαίσιο δραστηριοτήτων. Οι δύο χώρες έχουν
υπογράψει συμβόλαια για την κατασκευή θερμοηλεκτρικών σταθμών και μιας
σιδηροδρομικής γραμμής κόστους 2,2 δις ευρώ, η Μόσχα έχει συμφωνήσει να
αγοράζει μισό εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, ρωσικά αγροτικά και
άλλα αγαθά θα διοχετεύονται στην αγορά του Ιράν, ενώ θα κατασκευάσει στο Bushehr δύο ακόμη πυρηνικούς
αντιδραστήρες. Παράλληλα, η Μόσχα έχει
συμφωνήσει να παράσχει στο Ιράν πιστωτική γραμμή 5 δις. δολ., ενώ προωθείται με
ταχύτατους ρυθμούς η ιδέα της συμφωνίας καθιέρωσης ελεύθερου εμπορίου με την
«Ευρασιατική Οικονομική Ένωση». Βεβαίως, εκκρεμεί και η πώληση των S-300,
αξίας 800 εκατομμυρίων δολ., λόγω κυρίως των αντιδράσεων εκ μέρους του Ισραήλ,
με το οποίο η Ρωσία δεν επιθυμεί να διαρρήξει τις σχέσεις του.
Οι ανησυχίες της Δύσης, όπως ήταν αναμενόμενο, εντάθηκαν από
την αναβάθμιση των σχέσεων Μόσχας–Τεχεράνης. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής
της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης στη Μ. Ανατολή, στρατηγός Llioyd Austin, η συνεργασία της Ρωσίας με το
Ιράν δείχνει να ξεπερνά τα όρια ενός συντονισμού των επιχειρήσεων στη Συρία και
οδηγείται σε στρατηγική συνεργασία.
Τα δεδομένα αυτά προκάλεσαν και την επιτάχυνση εκ μέρους των
ΗΠΑ της λήψης της απόφασης σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την
άρση των κυρώσεων. Η συμφωνία 5+1 της 17ης Ιανουαρίου 2016 στοχεύει σαφώς
στην αναστροφή μιας αρνητικής για την Ουάσιγκτον αλληλουχίας γεγονότων,
δημιουργώντας μια καθοριστική τομή που θα αναχαιτίσει την ορμή του Πούτιν. Αυτός
ήταν άλλωστε και ο λόγος που προέτρεπε την αμερικανική ηγεσία να αλλάξει
πολιτική στο ζήτημα του Ιράν ο μαιτρ της realpolitik Χένρυ Κίσινγκερ (όρ. το βιβλίο του Παγκόσμια Τάξη). Ο
πρόεδρος Ομπάμα, τελικώς, προχώρησε σε αυτό το βήμα παρά τις αντιρρήσεις του
υπερσυντηρητικού λόμπυ και κυρίως του Ισραήλ, που θεωρεί, και δικαίως, το Ιράν
υπ’ αριθ. ένα εχθρό του. Η συλλογιστική της αμερικανικής ηγεσίας είναι ότι με
την άρση της απομόνωσης του Ιράν θα υπάρξει εντατικοποίηση της οικονομικής
συνεργασίας με δυτικά συμφέροντα, κάτι που θα επιτρέψει και την εμφάνιση των
πραγματικών διαφορών Μόσχας-Τεχεράνης και της χρόνιας αμοιβαίας καχυποψίας που
διέπει τις σχέσεις τους διαχρονικά, και που τώρα παραμερίζονται στο όνομα της
επιδίωξης των κοινών στόχων. Η Ουάσιγκτον θα ήθελε να ενταθεί ο ανταγωνισμός
μεταξύ τους σχετικά με την τροφοδοσία της Ευρώπης με πετρέλαιο και φυσικό
αέριο, κάτι που θα απέβαινε σε όφελος των αμερικανικών σχεδιασμών, που συν τοις
άλλοις επιθυμούν να περιορίσουν τον, απρόβλεπτο πια, τουρκικό παράγοντα. Το Ιράν έχει από καιρό ζητήσει να χρησιμοποιήσει τις υποδομές του Trans Anatolian Gas Pipeline και του Trans Adriatic Pipeline που ενώνουν την Κασπία με τη
Μεσόγειο, ενώ έχει ανακοινώσει 50 περίπου σχέδια για πετρέλαιο και αέριο αξίας
185 δις δολ. μετά την άρση των κυρώσεων. Τουλάχιστον κάποια από αυτά τα σχέδια θα
έχουν ως προορισμό την Ευρώπη μέσω των αγωγών που θα περνούν από τον νότιο
Καύκασο και την Τουρκία. Επιπλέον, το άνοιγμα προς τη Δύση,
δημιουργεί την προσδοκία αλλαγής και των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στο
Ιράν και της ενίσχυσης των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, που διεφάνη άλλωστε και
στις πρόσφατες εκλογές.
Είναι όμως αρκετή η άρση των κυρώσεων και η επανεμφάνιση του
Ιράν στη διεθνή κοινότητα, με λυμένα τα χέρια για επικερδείς συμφωνίες με
δυτικούς εταίρους, για να υπονομεύσει τη στενή συνεργασία με τον Πούτιν;
Αυτό παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα, το οποίο απαντάται με
αντιδιαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους αναλύσεις. Υπάρχει, δηλαδή η σοβαρή πιθανότητα,
η Μόσχα να εκμεταλλευθεί την άρση των κυρώσεων και να προχωρήσει σε μεγαλύτερη
διείσδυση στο Ιράν, παραχωρώντας στους Ιρανούς μέρος της επιρροής στην
Υπερκαυκασία, στην οποία θα πραγματοποιηθούν κοινά επιχειρηματικά σχέδια. Αυτό είναι
πολύ πιθανό να συμβεί στην Αρμενία, όπου οι δύο χώρες διατηρούν παραδοσιακά
πολύ καλές σχέσεις και ήδη υφίστανται σχέδια για την συνεργασία στους τομείς
της ενέργειας και των μεταφορών. Ως προς το Αζερμπαϊτζάν, όμως, τα πράγματα
είναι πιο περίπλοκα. Αν και τύποις η χώρα είναι μουσουλμανική, τουρκόφωνοι
σιίτες, στην πραγματικότητα έχει σχεδόν αδιάφορη σχέση προς τη θρησκεία.
Επιπλέον στο Ιράν υπάρχει μια τεράστια αζερική μειονότητα, που ωστόσο είναι πιο
κοντά στο Ισλάμ από ότι οι συμπατριώτες τους του βορρά. Τέλος, το Αζερμπαϊτζάν έχει πολύ στενές, οικονομικές και
στρατιωτικές, σχέσεις με το Ισραήλ. Ερώτημα επίσης παραμένει ποια
θα είναι η στάση της Τεχεράνης στο ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου
παρατηρείται ανησυχητική αναζωπύρωση, μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας.
Η διαμάχη αυτή επιτρέπει ως σήμερα στη Μόσχα να έχει καταλυτική επιρροή στην
περιοχή και να απειλεί ευθέως τα ζωτικά δυτικά συμφέροντα. Υπέρ ποίου θα
βαρύνει στη ζυγαριά το Ιράν;
Τέλος,
και για τη Μόσχα και για τη Τεχεράνη, είναι κοινός ο φόβος της δημιουργίας ενός
οικονομικού και στρατιωτικού άξονα Τουρκίας, Γεωργίας, Αζερμπαϊτζάν (και
Ουκρανίας, Τουρκμενιστάν) που προωθεί η Δύση, ενώ κοινές είναι οι επιδιώξεις
τους στο Αφγανιστάν. Το συμπέρασμα είναι λοιπόν ότι η άρση των κυρώσεων έναντι
του Ιράν και το άνοιγμα στις δυτικές αγορές θα βοηθήσει αναμφίβολα στην εξισορρόπηση
των ανταγωνισμών, αλλά δεν φαίνεται να αλλάζει δραματικά το ισοζύγιο υπέρ των
δυτικών συμφερόντων ούτε θα προκαλέσει ρήξη στον άξονα Μόσχας-Τεχεράνης, τουλάχιστον
στον άμεσο χρονικό ορίζοντα.
Γράφτηκε την άνοιξη του 2016 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ τεύχος 19, φθινόπωρο 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου