Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Στην αρχή ενός μακροχρόνιου παγκοσμίου γεωπολιτικού πολέμου



του Πιότρ Ακόπωφ 

Η ένταση στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης το τελευταίο διάστημα αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Αλλά, βεβαίως, κανένας πόλεμος δεν θα κηρυχθεί –απλά ας θυμηθούμε, πως περίπου πριν ένα χρόνο είχε διαχυθεί ο φόβος της πραγματικής απειλής της στρατιωτικής αντιπαράθεσης της Ρωσίας με τη Τουρκία, που θα συμπαρέσυρε και το ΝΑΤΟ. Η σύγκρουση Ρωσίας-ΗΠΑ υφίσταται έτσι κι αλλιώς, αλλά το σημαντικό σε αυτόν τώρα είναι ο «πόλεμος των νεύρων» και οι ψυχολογικές επιθέσεις. Στρατιωτικές επιθέσεις κανείς δεν ετοιμάζεται να εξαπολύσει.
Ο Οκτώβριος αποδείχθηκε αρκετά θερμός. Ξεκίνησε με τη ρήξη στη συνεργασία για τη Συρία, συνεχίστηκε με την απόσυρση της Ρωσίας από τη συμφωνία για το πλουτώνιο, τη «διακήρυξη» του Πούτιν με τον κατάλογο των μη φιλικών ενεργειών των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, την τοποθέτηση των «Ισκαντέρ» στο Καλίνινγκραντ, και τώρα την ακύρωση της επίσκεψης του προέδρου στο Παρίσι.
Ο υπουργός εξωτερικών Κέρρυ μιλά για στρατιωτικά εγκλήματα της Ρωσίας στη Συρία, οι αμερικανικές υπηρεσίες κάνουν λόγο για παρεμβάσεις του Κρεμλίνου στις αμερικανικές εκλογές, και παράλληλα το ρωσικό ζήτημα γίνεται κομβικό στην μάχη Κλίντον-Τραμπ. Και αν το «σχήμα της Νορμανδίας» (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ουκρανία) δεν έχει παγώσει ολότελα, η κατάσταση είναι γενικά άσχημη. Αλλά στην πραγματικότητα όλα είναι ως συνήθως, «η καταστροφή προχωρά σύμφωνα με το σχέδιο»- απλώς, κατά τον τέταρτο χρόνο ήδη της σύγκρουσης της Ρωσίας με τη Δύση, εκδηλώνονται κατά διαστήματα εξάρσεις. Μια από αυτές βιώνουμε και τώρα και, βεβαίως, θα επιβιώσουμε. Επιπλέον, σύντομα, είναι σίγουρο ότι θα αντικατασταθεί από κάποια ύφεση, εννοείται ύφεση στο πλαίσιο της σύγκρουσης, αλλά αυτό δεν είναι και άσχημο.

Η Ρωσία και η Δύση εισήλθαν σε μια πορεία ανοικτού γεωπολιτικού πολέμου το καλοκαίρι 2013, μετά τον Σνόουντεν και τη μη πραγματοποιηθείσα αμερικανική επίθεση στην Δαμασκό. Όλα τα υπόλοιπα, μεταξύ αυτών η Ουκρανία, η Κριμαία, οι κυρώσεις, η ρωσική επιχείρηση στη Συρία, ήταν μόνον οι συνέπειες και η εξέλιξη της σύγκρουσης που άρχισε τότε. Ούτε λόγος, βεβαίως, για επιστροφή στην περίοδο που προηγήθηκε της υπόθεσης Σνόουντεν (συνήθως μιλούν για την περίοδο έως το κριμαϊκό ζήτημα), διότι η Ρωσία η ίδια προκάλεσε την ατλαντική τάξη πραγμάτων και η σχετική διευθέτηση («ψυχρός πόλεμος») μπορεί να επέλθει μόνον αφού καθοριστούν οι θεμελιώδεις αλλαγές στους παγκόσμιους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτό μπορεί να πάρει πέντε, δέκα, δώδεκα χρόνια, αλλά για τη Ρωσία, την Κίνα και όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα δεν υπάρχει άλλη αποδεκτή εναλλακτική λύση.
Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης, υπάρχει η όξυνση και η ύφεση και εάν κάθε φορά πρόκειται να αντιδρούμε ιδιαίτερα έντονα (με χαρά ή φόβο) αυτό μοιάζει με την έκπληξη του μωρού στις αλλαγές των εποχών, βλέπουμε σε αυτό όχι την ειλικρίνειά μας, την αδυναμία να αναλύσουμε την ιστορική εμπειρία, ένα όχι την ανοησία μας. Η τρέχουσα κλιμάκωση της σύγκρουσης σχετίζεται με εντελώς συγκεκριμένα πράγματα – με την επιδείνωση της αμερικανικής παρουσίας στην Μέση Ανατολή και στη Συρία, που προκάλεσε την ενίσχυση εκεί της Ρωσίας, όπως επίσης και με την αμερικανική προεδρική εκστρατεία. Πλησιάζει, επίσης, η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία και στη Γερμανία και σε αυτές τις χώρες ενισχύεται η πίεση εκ μέρους των ατλαντιστών.
Η συριακή κρίση είναι πέτρα στο λαιμό της αμερικανικής επιρροής στην Μέση Ανατολή. Έπειτα από την ρωσική επέμβαση οι ΗΠΑ προσπάθησαν να βρουν λύση επειγόντως. Διότι όσο περισσότερο διαρκεί τόσο πιο πολύ απογοητεύονται από αυτές οι χώρες της Μέσης Ανατολής. Λύνοντας το ζήτημα ασφαλώς σήμαινε ταυτόχρονα ότι δεν επέτρεπε πολλές υποχωρήσεις προς τη Ρωσία, ενώ αντιθέτως θα περιόριζε τις δυνατότητες περαιτέρω αύξησης της επιρροής της Μόσχας στην περιοχή. Γι’ αυτό έπρεπε όχι μόνον να υπάρξει συμφωνία στο επίπεδο του Κέρρυ, αλλά και να ασκηθεί πίεση στο Κρεμλίνο, που να επηρεάσει την ατμόσφαιρα των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων στο σύνολό τους.
Ο Πούτιν αυτό το αντιλαμβάνεται περίφημα: και το πως οι ΗΠΑ εμποδίζουν τους Ευρωπαίους να συνομιλήσουν με τη Ρωσία, και το πως συμπεριφέρονται στο ουκρανικό. Και, αντιστοίχως, πιέζει τις ΗΠΑ, περνώντας στην ξεκάθαρη γλώσσα της «διακήρυξης» (δηλαδή εγγράφοντας στις προσαρτήσεις των νόμων καταλόγους με τις αξιώσεις προς άλλες χώρες –κάτι οι ΗΠΑ κάνουν μονίμως), λαμβάνοντας πιο οξύ τόνο και στις δηλώσεις των διπλωματών και των στρατιωτικών. Στον «ψυχολογικό πόλεμο» έτσι απαντάς –σου φωνάζουν και εσύ απαντάς με φωνές. Ή βεβαίως, απαντάς επιδεικτικά με ασύμμετρες πράξεις – αλλά αυτόν τον τρόπο η Ρωσία μόνον τώρα αρχίζει να τη χρησιμοποιεί ανοιχτά.
Η επιρροή των αμερικανικών εκλογών στην όξυνση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων είναι επίσης κατανοητή, αν και είναι ασυνήθιστα έντονη. Ως συνήθως, στις εκλογές εκδηλώνεται πιο έντονη η αντιρωσική ρητορεία, αλλά τώρα η θερμότητα των κατηγοριών προς τη Ρωσία είναι πολύ υψηλή, εκτός αυτού διότι για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία ακούγεται η κατηγορία ότι υπάρχει ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές. Και το κυριότερο, αυτή τη φορά υπάρχουν και πιθανότητες νίκης ενός μη συστημικού υποψηφίου, ενός ανθρώπου που δεν ανήκει στο κατεστημένο, που σημαίνει ότι είναι ανεξέλεγκτος.
Ο κίνδυνος του Τραμπ για τα ατλαντικά αισθήματα τμήματος της αμερικανικής ελίτ (αυτή εδώ και καιρό ελέγχει την εξωτερική πολιτική) δεν είναι αυτό που λέει, η πιθανότητα συμφωνίας με τον Πούτιν, αλλά στο ότι ο Τραμπ δεν δεσμεύεται με καμία υποχρέωση προς το «μόνον αληθινό δόγμα» της παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτό οι επιθέσεις εναντίον της Ρωσίας δεν σχετίζονται μόνον με την προσπάθεια να αποσπάσουν το μάξιμουμ από το «συριακό μέτωπο», αλλά και με την επιθυμία να εκτεθεί ο «σύμμαχος του Τραμπ» με την χειρότερη όψη. Και ακόμη περισσότερο, ως δίχτυ ασφαλείας, σε περίπτωση μιας νίκης του δισεκατομμυριούχου αντάρτη, να φέρουν τις σχέσεις με τη Ρωσία έως τις 20 Ιανουαρίου (που αναλαμβάνει ο νέος πρόεδρος επισήμως) έως το ανώτατο επίπεδο μη στρατιωτικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο Πούτιν αντιλαμβάνεται και το παιχνίδι γύρω από τον Τραμπ, και την κατάσταση στη Συρία και τη Μέση Ανατολή γενικά, και τη φασαρία με την Ουκρανία, και την πίεση προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό και η άρνηση του Ολάντ από την κοινή επίσκεψη στην τελετή εγκαινίων του Ρωσικού Πνευματικού Πολιτιστικού Κέντρου στο Παρίσι (που είναι και ορθόδοξος ναός, κτισμένος κοντά στον πύργο του Άιφελ) προκάλεσε τέτοια αντίδραση στο Κρεμλίνο: δεν θέλετε να προχωρήσουμε σε διμερείς σχέσεις, φοβάστε την Ουάσιγκτον, εντάξει αν είναι ανάγκη, εμείς περιμένουμε.
Το στρατηγικό στοίχημα της Ρωσίας για τη δημιουργία ενός πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος, στο οποίο θα υπάρχουν φυσιολογικές σχέσεις με την Ευρώπη, μένει αμετάβλητο –και το έργο της προσέγγισης συνεχίζεται προς όλες τις πλευρές και όλες τις κατευθύνσεις της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας. Αλλά σε επίπεδο τακτικής η Ρωσία μπορεί να αναμένει ήσυχα την έναρξη μιας νέας φάσης στο πλαίσιο της παρούσας αντιπαράθεσης με τη Δύση –όταν η σημερινή περίοδος του «ψυχολογικού πολέμου εναντίον της Ρωσίας αντικατασταθεί με «την ύφεση εντός της σύγκρουσης».
Μάλιστα, τον επόμενο χρόνο θα επέλθει νέα φάση, ανεξάρτητα ποιος θα είναι ο αντικαταστάτης του Ομπάμα, του Ολλάντ και της Μέρκελ. Ακόμη και πρόεδροι γίνουν η Κλίντον, ο Ζιπέ, και καγκελάριος κάποιος γνήσιος ατλαντιστής, αυτό δεν θα ακυρώσει τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σήμερα: την αποδυνάμωση των ΗΠΑ στα παγκόσμια πράγματα και την υπονόμευση της Ατλαντικής ενότητας. Η Ουάσιγκτον, το Βερολίνο και το Παρίσι, αν και κινούνται από διαφορετικά κίνητρα, θα κάνουν προσπάθειες να μειωθεί η ένταση με τη Ρωσία.    
Μόνο που δεν είναι ανάγκη τότε να μιλήσουμε για το τέλος της αντιπαράθεσης, ώστε στη συνέχεια μετά την εκ νέου αύξηση της έντασης, να εκπλαγούμε και να ανησυχήσουμε. Πάμε να φοβίσουμε έναν λαό που έχει ζήσει την κρίση της Καραϊβικής, την κρίση του Βερολίνου, και τον κόσμο στο κατώφλι του πολέμου, που έχει μνήμη, υπομονή, επιμονή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να τον εμποδίσουμε να κάνει τη δουλειά του είτε στη Συρία, είτε στην παραγωγή, αποσπώντας του την προσοχή με κραυγές χαράς ή φρίκης. Οι Ρώσοι βλέπουν ότι βρίσκονται σε σύγκρουση με τη Δύση, δεν τους εκπλήσσεις. Και κάνουν τα πάντα ώστε αυτή σύγκρουση να παραμείνει «πόλεμος νεύρων», τον οποίον βεβαίως και θα κερδίσουμε.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου