Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Ο Αλέξανδρος Ντούγκιν για τον Ευρασιανισμό, τη Γεωπολιτική της Ξηράς και της Θάλασσας και τη θεωρία της Πολυπολικότητας




Ο Ρώσσος φιλόσοφος και θεωρητικός των Πολιτισμών και της Γεωπολιτικής Αλέξανδρος Ντούγκιν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ασκεί ιδιαίτερη επιρροή στις ρωσσικές ελίτ, έδωσε πρόσφατα (δημοσιεύθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2014) μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο διαδικτυακό φόρουμ συζήτησης θεμάτων θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων «Theory Talk». Η συνέντευξη του Ντούγκιν περιστρέφεται γύρω από ένα πολύ ευρύ φάσμα ζητημάτων. Στις απαντήσεις του, μεταξύ άλλων, διευκρινίζει βασικά σημεία των θεωριών του –«Τέταρτη Πολιτική Θεωρία», «Ευρασιανισμός», «Πολυπολικός Κόσμος»- και αναλύει πλευρές της γεωπολιτικής επιστήμης στη Ρωσσία. Επίσης, παρουσιάζει την ιδέα του, που εμπεριέχεται στο νέο πολύτομο έργο του «Νοομαχία», για την ιδιαιτερότητα κάθε πολιτισμού, όπως συμπυκνώνεται στον «Λόγο» του. Η μετάφραση του κειμένου βασίζεται και στο ρωσσικό και στο αγγλικό κείμενο, ενώ προσθέσαμε κάποιες διευκρινιστικές υποσημειώσεις, κυρίως για πρόσωπα που αναφέρονται, και ίσως δεν είναι γνωστά στον μέσο αναγνώστη.

Σωτήρης Δημόπουλος

Εισαγωγή του Φόρουμ «Theory Talk»
Οι Διεθνείς Σχέσεις από καιρό θεωρούνται ως μια αγγλο-αμερικανική κοινωνική επιστήμη. Προσφάτως, το επιστημονικό αντικείμενο έχει ξεκινήσει να κοιτά πέρα από την Αμερική και την Αγγλία, στην Κίνα, στην Ινδία, στην Αφρική και αλλού για μη δυτικές προσεγγίσεις στις διεθνή πολιτική και στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων. Ωστόσο, οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων έχουν δώσει λίγη προσοχή στις ρωσσικές απόψεις τόσο στην επιστήμη όσο και στην εφαρμογή των Διεθνών Σχέσεων. Προσφέρουμε μια συναρπαστική ματιά εντός της ρωσσικής γεωπολιτικής θεωρίας μέσα από μια συνέντευξη με τον αμφιλεγόμενο Ρώσσο γεωπολιτικό διανοούμενο Αλέξανδρο Ντούγκιν, ιδρυτή του Διεθνούς Ευρασιανικού Κινήματος που φέρεται να ασκεί σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική του Πούτιν. Σε αυτή τη συζήτηση, ο Ντούγκιν –μεταξύ άλλων- συζητά τη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου, κάνει μια πειστική κριτική στις δυτικές και φιλελεύθερες Διεθνείς Σχέσεις, και περιγράφει τη μοναδική συνεισφορά της Ρωσσίας στο τοπίο της θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων.


Ποιά, κατά τη γνώμη σας, είναι η κεντρική πρόκληση ή η κυριότερη δημόσια συζήτηση στις Διεθνείς Σχέσεις και ποια είναι η θέση σας σε αυτόν τη συζήτηση ή σε αυτή την πρόκληση;

Το πεδίο των Διεθνών Σχέσεων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολυδιάστατο. Γενικά, το επιστημονικό αντικείμενο είναι πολύ πιο υποσχόμενο από ότι νομίζουν πολλοί. Θεωρώ ότι υπάρχει μια στερεομετρία σήμερα στις Διεθνείς Σχέσεις, στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε αμέσως κάποιους άξονες.  
Ο πρώτος, ο πλέον παραδοσιακός, άξονας είναι ο Ρεαλισμός–Αγγλική Σχολή -  Φιλελευθερισμός. Εάν εδώ οι συζητήσεις σε ένα ακαδημαϊκό επίπεδο έχουν εξαντληθεί, στο επίπεδο της πολιτικής, των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, όλα τα επιχειρήματα και οι μέθοδοι εμφανίζονται κάθε φορά ως νέα και ανεπανάληπτα. Σήμερα, στη μαζική συνείδηση κυριαρχεί ο φιλελευθερισμός στις Διεθνείς Σχέσεις, και τα ρεαλιστικά επιχειρήματα, ήδη λησμονημένα μερικώς στο επίπεδο της δημόσιου λόγου, μπορεί να φανούν μάλλον νέα.

Από την άλλη πλευρά, το τέλεια μελετημένο στους ακαδημαϊκούς κύκλους και εννοιολογικά διαφοροποιημένο μοντέλο της Αγγλικής σχολής για το ευρύ κοινό  μπορεί να μοιάζει ως «αποκάλυψη». Αλλά γι’ αυτό απαιτείται μια πλατιά φωτισμένη συμμετρία των φιλελεύθερων/ρεαλιστών, ώστε η Αγγλική σχολή να αποκτούσε νόημα και να μπορούσε να αποκαλύψει όλο το δυναμικό της. Σε συνθήκες ριζικής κυριαρχίας του φιλελευθερισμού στις Διεθνείς Σχέσεις αυτό είναι αδύνατο. Ως εκ τούτου, προβλέπω σε αυτή τη σφαίρα νέο κύμα ρεαλιστών και νεορεαλιστών, οι οποίοι, καθώς είναι σχεδόν λησμονημένοι και περιθωριοποιημένοι, θα μπορούσαν κάλλιστα να υπενθυμίσουν την ύπαρξή τους και την ατζέντα τους. Αυτό, μου φαίνεται, ότι θα είχε αναζωογονητική επίδραση και πολυμορφία στην παλέτα του δημόσιου και κοινωνικού διαλόγου, που έχει καταστεί σήμερα μονότονος και αυτοαναφερόμενος.
Ο δεύτερος άξονας είναι η Αστική εκδοχή των Διεθνών Σχέσεων (μαζί Ρεαλισμός-Αγγλική Σχολή-Φιλελευθερισμός) εναντίον του Μαρξισμού στις Διεθνείς Σχέσεις. Αυτό το θέμα σε μαζικό επίπεδο, αλλά και στον ακαδημαϊκό λόγο, γενικά παραλείπεται, αν και η δημοτικότητα του Βαλερστάιν και άλλων εκδοχών του «κοσμο-συστήματος» δείχνει το επίπεδο του ενδιαφέροντος σε αυτή την κριτική εκδοχή των κλασικών θετικιστικών Διεθνών Σχέσεων.  
Ο τρίτος άξονας είναι ο μετα-θετικιστικός, σε όλες του τις παραλλαγές, εναντίον του θετικισμού, σε όλες του τις παραλλαγές (συμπεριλαμβανομένου και του μαρξισμού). Στους διεθνολόγους μπορεί να έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι επιθέσεις της μετανεωτερικότητας απωθήθηκαν επιτυχώς από τον «κριτικό ρεαλισμό», αλλά,  κατά την άποψή μου, δεν είναι καθόλου έτσι. Από τον μετριοπαθή «κονστρουκτιβισμό» και τον «νορματιβισμό» έως τον ακραίο «μετα-δομισμό», οι μετα-θετικιστικές θεωρίες φέρουν κολοσσιαίο αποδομητικό και αντιστοίχως επιστημονικό δυναμικό, το οποίο ακόμη δεν έχει στην πραγματικότητα αρχίσει να γίνεται κατανοητό. Σε κάποιους φάνηκε ότι ο μετα-μοντερνισμός είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι. Δεν είναι έτσι. Είναι νέα μετα-οντολογία, και επιδρά θεμελιακά στο σύνολο της επιστημολογικής δομής των Διεθνών Σχέσεων. Αυτός ο άξονας, κατά τη γνώμη μου, παραμένει πολύ σημαντικός και θεμελιακός.
Ο τέταρτος άξονας είναι η πρόκληση της κοινωνιολογίας των διεθνών σχέσεων, η οποία μπορεί να κληθεί ως «Πρόκληση του Χόμπσον». Κατά την γνώμη μου, ο John M. Hobson[1] στην κριτική του στον ευρωκεντρισμό των Διεθνών Σχέσεων έθεσε τις βάσεις για μια εντελώς νέα προσέγγιση στη γενική προβληματική, προτείνοντας να εξεταστεί η δομική σημασία του «ευρωκεντρικού» παράγοντα ως δεσπόζοντος, διασαφηνίζοντας τη ρατσιστική του σύσταση. Μετατρέποντας τον ευρωκεντρισμό σε μεταβλητή και απομακρυνόμενοι από τον ρατσιστικό ουνιβερσαλισμό (σμ. ως σύστημα που επιδιώκει να επιβληθεί παντού) της Δύσης, επί του οποίου έχουν οικοδομηθεί όλα τα συστήματα των Διεθνών Σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των μετα-θετικιστικών (εξάλλου η μετα-μοτερνικότητα είναι αποκλειστικά δυτικό φαινόμενο!), εμείς παίρνουμε –έως τώρα θεωρητικά-  μια εντελώς διαφορετική επιστημονική δομή, και προφανώς, όχι μία. Εάν λάβουμε υπ΄ όψιν μας τις διαφορές μεταξύ των πολιτισμών, τότε τα συστήματα των Διεθνών Σχέσεων μπορεί να είναι τόσα όσα και οι πολιτισμοί. Αυτόν τον άξονα τον θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό.  
Ο πέμπτος άξονας, που αναφέρεται λιγότερο λεπτομερειακά από τον προηγούμενο, είναι η Θεωρία του Πολυπολικού κόσμου εναντίον όλων των υπολοίπων. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε στη Ρωσσία, την οποία κανείς δεν πήρε στα σοβαρά κατά τη διαμόρφωση των Διεθνών Σχέσεων ως επιστήμη, και ως εκ τούτου είναι εντελώς κατανοητή η δυσπιστία προς αυτήν.
Ο έκτος άξονας είναι οι Διεθνείς Σχέσεις εναντίον της Γεωπολιτικής. Η Γεωπολιτική συνήθως θεωρείται ως επικουρική στο πλαίσιο των Διεθνών Σχέσεων. Ωστόσο, σταδιακώς το επιστημολογικό δυναμικό της Γεωπολιτικής καθίσταται ολοένα και πιο εμφανές, παρά την κριτική που δέχεται και, ίσως, εν μέρει εξαιτίας αυτής. Οφείλουμε μόνον να αναρωτηθούμε για τη δομή κάθε γεωπολιτικής αντίληψης, για να αποκαλύψουμε το τεράστιο δυναμικό που εμπεριέχεται σε αυτή τη μεθοδολογία, που μας οδηγεί στο πολυσύνθετο και σημασιολογικά κορεσμένο θέμα της Φιλοσοφίας και της Οντολογίας του Χώρου.  
Εάν τώρα θέσουμε αυτούς τους άξονες τον έναν επί του άλλου, λαμβάνουμε ένα εξαιρετικά σύνθετο αλλά και πολύ ενδιαφέρον θεωρητικό πεδίο. Την ίδα ώρα, στην κοινή γνώμη ισχύων θεωρείται μόνον ένας άξονας, ο πρώτος, και μάλιστα με την ολική και μονοδιάστατη κυριαρχία του Φιλελευθερισμού στις Διεθνείς Σχέσεις. Όλος ο πλούτος και όλη η «επιστημονική δημοκρατία» και ο γνωσιολογικός πλουραλισμός των υπολοίπων αξόνων είναι απρόσιτα στο ευρύ κοινό, καθιστώντας το στερημένο και εν μέρει εξαπατημένο. Ονομάζω την κυριαρχία του φιλελευθερισμού στο δημόσιο λόγο «Τρίτο Ολοκληρωτισμό, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Πώς φθάσατε στο τρόπο που σκέπτεσθαι για τις Διεθνείς Σχέσεις;

Ξεκίνησα με τον Ευρασιανισμό, από αυτόν πέρασα στη γεωπολιτική (Ο Σαβίτσκι[2] παραπέμεπι στον Μακίντερ[3]) και για μεγάλο διάστημα παρέμεινα σε αυτό το πλαίσιο, εξελίσσοντας τη θεματική της δυαδικότητας Ξηρά/Θάλασσα και εφαρμόζοντάς τη στην παρούσα κατάσταση. Έτσι δημιουργήθηκε η Ευρασιατική Σχολή της Γεωπολιτικής, η οποία κατέστη όχι μόνον κυρίαρχη αλλά μοναδική στη σύγχρονη Ρωσσία. Ως καθηγητής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ήμουν για 6 χρόνια επικεφαλής του τμήματος της Κοινωνιολογίας των Διεθνών Σχέσεων, γεγονός που με υποχρέωσε να γνωριστώ επαγγελματικά με τις κλασσικές θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων, με τους κύριους συγγραφείς, Τις προσεγγίσεις και τις σχολές σκέψης. Έτσι, καθώς από καιρό, με ενδιέφερε ο μετα-μοντερνισμός στη σφαίρα της φιλοσοφίας (πάνω σε αυτό το θέμα έγραψα το βιβλίο «Μεταφιλοσοφία»), στο τομέα των Διεθνών Σχέσεων, με ιδιαίτερη προσοχή ασχολήθηκα με τον μετα-θετικισμό. Κάπως έτσι έφθασα στην Κριτική Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, τον νέο-γκραμσιανισμό και την κοινωνιολογία των Διεθνών Σχέσεων (Χόμπσον, Χομπμτεν[4] κ.λπ.). Είναι ακριβώς μέσα από τις υπερθέσεις του γεωπολιτικού δυαδισμού, της θεωρίας του Grossraum του Κ. Σμιτ[5] και της κριτικής του δυτικού ρατσισμού και του ευρωκεντρισμού στις Διεθνείς Σχέσεις του Χόμπσον που έφθασα έως τη θεωρία του πολυπολικού κόσμου, την οποία τελικά και επεξεργάστηκα.

Κατά τη γνώμη σας τι πρέπει να κάνει ένας φοιτητής για να γίνει ειδήμων των Διεθνών Σχέσεων;

Στη διεπιστημονική μας εποχή υποθέτω ότι το σημαντικότερο είναι η γνωριμία με τη Φιλοσοφία και την Κοινωνιολογία, και να προηγείται όλων μια παραδειγματική μέθοδος: η ανάλυση των τύπων των κοινωνιών, των πολιτισμών και των δομών της σκέψης σύμφωνα με τη γραμμή Προνεωτερικότητα -Νεωτερικότητα-Μετανεωτερικότητα. Εάν μάθει να εντοπίζει τις σημασιολογικές μεταβολές σε αυτές τα τρία επιστημολογικά και οντολογικά πεδία, αυτό θα τον βοηθήσει σήμερα να αφομοιώσει οποιαδήποτε θεωρία των Διεθνών Σχέσεων. 
Η θεωρία των διεθνών συστημάτων του Barry Buzan[6]  είναι ένα παράδειγμα τέτοιας γενίκευσης και πολύ χρήσιμης σχηματοποίησης. Σήμερα, ο ειδικός στις Διεθνείς Σχέσεις πρέπει να είναι εξοικειωμένος με την αποδόμηση και να την κατέχει έστω και σε στοιχειώδη μορφή. Χωρίς αυτό υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να παραλείψει το σπουδαιότερο. 
Άλλη σημαντική ειδίκευση είναι η Ιστορία και οι Πολιτικές Επιστήμες. Οι πολιτικές επιστήμες δίνουν ένα γενικό, απλουστευτικό υλικό, και η Ιστορία βάζει τα σχήματα στο πλαίσιό τους.
Μόνον στη τρίτη θέση θα έβαζα την εξειδίκευση στον τομέα της οικονομίας και της Πολιτικής Οικονομίας, αν και σήμερα ούτε ένα πρόβλημα στις Διεθνείς Σχέσεις δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς αναφορά στην οικονομική σημασία των διαδικασιών και της αλληλεπίδρασης.
Και το τελευταίο, θα συνιστούσα σταθερά στους φοιτητές των Διεθνών Σχέσεων να γνωριστούν κατά προτεραιότητα με τη Γεωπολιτική και τις μεθόδους της. Αυτές οι μέθοδοι είναι κατά πολύ απλούστεροι των θεωριών των Διεθνών Σχέσεων αλλά τα νοήματά τους είναι πολύ βαθύτερα. Σε πρώτο επίπεδο, οι γεωπολιτικές απλουστεύσεις δίνουν στιγμιαίο αποτέλεσμα: οι σύνθετες και περιπλεγμένες διαδικασίες της παγκόσμιας πολιτικής καθίστανται διαφανείς και κατανοητές εν ριπή οφθαλμού.
Αλλά για να καταλάβουμε πως επιτυγχάνεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα, απαιτείται μακρά και σοβαρή έρευνα της Γεωπολιτικής, υπερβαίνοντας κατά πολύ την επιδερμικότητα που περιορίζει τους κριτικούς γεωπολιτικούς (Ο Tuathail[7] κ.λπ.): αυτοί στέκονται στο κατώφλι της αποκρυπτογράφησης της Γεωπολιτικής και της πλήρους αποδόμησής της, αν και θεωρούν τους εαυτούς τους ως οι πρωταθλητές της. Πολύ πρόωρα.    

Στο βιβλίο σας Διεθνείς Σχέσεις, που δεν έχει ακόμη εκδοθεί στα αγγλικά, ορίζετε τη θεωρία σας ενός Πολυπολικού Κόσμου ως μια θεωρία των Διεθνών Σχέσεων διακριτή από τον ρεαλισμό, το φιλελευθερισμό, τον νεο-ρεαλισμό, τον νεο-φιλελευθερισμό, τον μετα-δομισμό, τον κονστρουκτιβισμό και τις άλλες μεγάλες προσεγγίσεις των Διεθνών Σχέσεων. Ποια είναι τα βασικά συστατικά της θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου και σε τι διαφέρει από τον κλασσικό ρεαλισμό;  

Για να γίνει κατανοητή και να μη μπούμε σε λεπτομέρειες μπορώ να πω ότι η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου σοβαρά και αξιωματικά παίρνει τη θέση του Σ. Χάντινγκτον για τους πολλούς πολιτισμούς. Στη Ρωσσία υπάρχει ο δικός μας συγγραφέας που έχει υποστηρίξει ακριβώς το ίδιο πριν από πάνω από έναν αιώνα, ο Νικολάι Ντανιλέφσκι[8], και κατόπιν οι Ευρασιανιστές. Όλοι εκκινούν, ωστόσο, ακριβώς από αυτό: ο Πολιτισμός δεν είναι ένας, αλλά πολλοί. Οι αξιώσεις του Δυτικού πολιτισμού στον ουνιβερσαλισμό είναι μορφή της επιθυμίας για κυριαρχία και αυταρχικό διάλογο. Μπορούμε να το λάβουμε υπ’ όψιν αλλά όχι να τον πιστέψουμε. Δεν είναι τίποτε άλλο από μια στρατηγική της καταστολής και της ηγεμονίας. Από εδώ πηγάζει το επόμενο ζήτημα: πρέπει να μετακινηθούμε από τη σκέψη με τους όρους ενός πολιτισμού (ρατσισμός ευρωκεντρικών εκδοχών των Διεθνών Σχέσεων) στον πλουραλισμό των υποκειμένων. Ωστόσο αντίθετα από τους ρεαλιστές οι οποίοι παίρνουν ως υποκείμενα της ανάλυσής τους τα εθνικά κράτη, τα οποία είναι τα ίδια προϊόντα, κλώνοι της ευρωπαϊκής, αστικής και μοντέρνας αντίληψης της Πολιτικής, η Θεωρία του Πολυπολισμού προτείνει την εξέταση των Πολιτισμών ως υποκείμενα. Όχι τα Κράτη, αλλά τους Πολιτισμούς. Τους ονομάζω «Μεγάλες Πολιτείες» σε αντιστοιχία των «Μεγάλων Χώρων» του Κ. Σμιτ. Αμέσως μόλις λάβουμε ως υποκείμενα τους Πολιτισμούς-«Μεγάλες Πολιτείες», στη συνέχεια μπορούμε σε αυτές να εφαρμόσουμε όλο το σύστημα του Ρεαλισμού –χάος στις Διεθνείς Σχέσεις, κυριαρχία, ορθολογισμός της εγωιστικής συμπεριφοράς κ.λπ. Αλλά στο εσωτερικό αυτών των Πολιτειών, αντιθέτως, λειτουργεί η αρχή που περισσότερο θυμίζει τον φιλελευθερισμό, με τον πασιφισμό και την ολοκλήρωση –με αυτή μόνον τη διαφορά, ότι εδώ λόγος γίνεται όχι για τον «Πλανητικό» κόσμο, αλλά για ενδο-πολιτισμικό, και όχι για παγκόσμια ολοκλήρωση, αλλά περιφερειακή –αυστηρά στα όρια των πολιτισμικών συνόρων.
Ο μετα-θετικισμός βοηθά εδώ στην αποδόμηση του αυταρχικού λόγου της Δύσης, που μασκαρεύει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα κάτω από τις «κοινές αξίες» και επίσης για την αναδόμηση της πολιτισμικής ταυτότητας –συμπεριλαμβανομένου και της βοήθειας των τεχνικών μέσων: οι πολιτισμικές ελίτ, τα πολιτισμικά ΜΜΕ, οι πολιτισμικοί οικονομικοί αλγόριθμοι και επιχειρήσεις κ.λπ. Αυτά σε γενικές γραμμές.

Η θεωρία σας, του πολυπολισμού, κατευθύνεται εναντίον της πνευματικής, πολιτικής και κοινωνικής ηγεμονίας της Δύσης. Την ίδια στιγμή, ενώ αντλεί από τα εργαλεία της νεο-μαρξιστικής ανάλυσης και της κριτικής θεωρίας, δεν αντιτίθεται στη δυτική ηγεμονία «από τα αριστερά», όπως κάνουν αυτές οι προσεγγίσεις, αλλά το κάνει στη βάση της παραδοσιοκρατίας (Guenon[9], Έβολα[10]), την πολιτιστική ανθρωπολογία, και την χαϊντεγκεριανή φαινομενολογία, δηλαδή «από τα δεξιά». Νομίζετε ότι μια τέτοια προσέγγιση μπορεί έχει επιτυχία στους επαγγελματίες των αγγλο-αμερικανικών Διεθνών Σχέσεων, ή μπορεί να απευθύνεται κυρίως σε μη δυτικούς θεωρητικούς και πολιτικούς; Κοντολογίς, τι μπορούν να μάθουν οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων από τη θεωρία του πολυπολισμού;      

Η Δύση σύμφωνα με την απολύτως ορθή ανάλυση του Τζ. Χόμπσον, βασίζεται στον θεμελιώδη ρατσισμό. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ του εξελικτικού ρατσισμού του Μόργκαν[11] (Αγριότητα, Βαρβαρότητα, Πολιτισμός) και στον βιολογικό ρατσισμό του Χίτλερ. Σήμερα, ακριβώς το ίδιο διαπιστώνεται χωρίς φυλετικές διακρίσεις, αλλά επί τη βάσει της προσαρμογής του τρόπου ζωής στη τεχνολογία, στο επίπεδο εκσυγχρονισμού και στην πρόοδο των κοινωνιών (κριτήρια, όπως πάντα, «όπως στη Δύση» είναι το γενικό μέτρο). 
Ο δυτικός άνθρωπος είναι ολοκληρωμένος ρατσιστής μέχρι μυελού των οστών, διευρύνοντας τον εθνοκεντρισμό του σε μεγαλομανείς διαστάσεις. Τι μου υποδηλώνει αυτό, ότι δεν είναι δυνατόν να τον αλλάξεις. Ακόμη και όσοι ασκούν ριζοσπαστική κριτική στη δυτική ηγεμονία, έχουν και οι ίδιοι μολυνθεί από το ρατσιστικό ιό της ουνιβερσαλισμού, κάτι που υπέδειξε υπέροχα ο Εντουάρντ Σαΐντ[12] με το παράδειγμα του «Οριενταλισμού», αποδεικνύοντας ότι ο αντιαποικιακός πόλεμος έχει τη μορφή ταυτοχρόνως της αποικιοκρατίας και του ευρωκεντρισμού. Γι’ αυτό η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου είναι δύσκολο να βρει οπαδούς στο δυτικό κόσμο, εκτός ίσως σε αυτούς τους επιστήμονες που είναι σοβαρά ικανοί να πραγματοποιήσουν την αποδόμηση της δυτικής ταυτότητας, και αυτή η αποδόμηση προϋποθέτει την απόρριψη και των δεξιών (εθνικιστικών) και των αριστερών (παγκοσμιοποιητικών και προοδευτικών) κλισέ.
Ο ρατσισμός της Δύσης παίρνει πάντα πολλές μορφές. Σήμερα κατά προτεραιότητα εμφανίζεται με τη μορφή του φιλελευθερισμού, και οι αντι-φιλελεύθερες θεωρίες (κυρίως αριστερές) έχουν μολυνθεί και αυτές από τον ουνιβερσαλισμό, ενώ οι δεξιές είναι απαξιωμένες. Γι’ αυτό προσφεύγω όχι στη πρώτη πολιτική θεωρία (φιλελευθερισμός), ούτε στη δεύτερη (κομμουνισμός, σοσιαλισμός), ούτε και στη τρίτη (φασισμός, εθνικισμός) αλλά στη τέταρτη, θεμελιωμένη στη ριζοσπαστική αποδόμηση του υποκειμένου της Νέας Εποχής και στην υπαρξιστική αναλυτική μέθοδο (Μ. Χάιντεγκερ).
Οι παραδοσιοκράτες περιλαμβάνονται εδώ για την κριτική τους στη δυτική νεωτερικότητα, με θέσεις βαθιά επεξεργασμένες και για την αιτιολόγηση του πλουραλισμού των πολιτισμών και της αποκατάστασης των μη δυτικών πολιτισμών (προνεωτερικών). Στη Ρωσσία και στις χώρες της Ασίας η θεωρία γίνεται εύκολα αντιληπτή και φυσιολογικά, αλλά στη Δύση έρχεται αντιμέτωπη με μια απόλυτα κατανοητή και απόλυτα αναμενόμενη εχθρότητα, απροθυμία να μελετηθεί σοβαρά, και με χονδροειδείς συκοφαντίες. Βέβαια παντού υπάρχουν εξαιρέσεις.

Ποια είναι η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία και πως συνδέεται με τη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου και με τη δική σας κριτική στις επικρατούσες θεωρητικές προσεγγίσεις στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων;     

Σχετικά με αυτό, είπα κάποια πράγματα απαντώντας στην προηγούμενη ερώτηση. Η τέταρτη Πολιτική Θεωρία είναι σημαντική για να ξεφύγουμε από την σκληρή κυριαρχία της Νεωτερικότητας στη σφαίρα της Πολιτικής, για την σχετικοποίηση της Δύσης και την επαναπεριφερειοποίησή της. Η Δύση μετρά όλη την Ιστορία των Νεώτερων Χρόνων με όρους του αγώνα τριών πολιτικών ιδεολογιών (φιλελευθερισμού, σοσιαλισμού και εθνικισμού) για την ηγεμονία. Αλλά καθώς η Δύση ούτε για μια στιγμή δεν θέτει εν αμφιβόλω ότι σκέφτεται για όλη την ανθρωπότητα, αξιολογεί και τις άλλες κουλτούρες και τους Πολιτισμούς με τον ίδιο τρόπο, μη αντιλαμβανόμενη ότι στην καλύτερη περίπτωση τα ανάλογα των τριών αυτών ιδεολογιών είναι μόνον καθαρά simulacra (ομοιώματα), ενώ συχνότερα δεν έχουν καμία αναλογία.         
Αν ο φιλελευθερισμός νίκησε στη διάρκεια του ανταγωνισμού των τριών ιδεολογιών στη Δύση, στο τέλος του 20ού αιώνα, αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδεολογία αυτή είναι στην πραγματικότητα παγκόσμια σε πλανητικό επίπεδο. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτό το επεισόδιο της δυτικής πολιτικής ιστορίας των Νεώτερων Χρόνων, μπορεί να είναι η μοίρα της Δύσης. Αλλά δεν είναι η μοίρα του κόσμου. Γι’ αυτό χρειάζονται άλλες ιδεολογίες στην πολιτική, εκτός του πλαισίου του διεκδικούντος παγκόσμια κυριαρχία φιλελευθερισμού (=τρίτος ολοκληρωτισμός) και των αποτυχημένων εναλλακτικών του (κομμουνισμός και φασισμός) που ιστορικά είναι τόσο δυτικά και τόσο νεωτερικά όσο και ο φιλελευθερισμός. Αυτό εξηγεί την ανάγκη για την εισαγωγή της τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας, ως πολιτικό πλαίσιο για μια ορθή βάση της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου. Η τέταρτη πολιτική θεωρία είναι η άμεση και αναγκαία συσχέτιση της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου στο τομέα της πολιτικής θεωρίας.

Είναι οι Διεθνείς Σχέσεις μια αμερικανική κοινωνική επιστήμη; Είναι οι ρωσσικές Διεθνείς Σχέσεις σε ακαδημαϊκό πεδίο μια αναπαραγωγή των των Διεθνών Σχέσεεων ως αμερικανικό ακαδημαϊκό πεδίο; Αν όχι πως είναι οι Διεθνείς Σχέσεις στη Ρωσσία ιδιαίτερα ρωσσικές;

Οι Διεθνείς Σχέσεις είναι επιστήμη δυτική και ως τέτοια φέρει ένα περιοριστικό, κανονιστικό διάνυσμα. Δεν εξερευνά απλώς την κυριαρχία της Δύσης. Δημιουργεί, ενισχύει, υπερασπίζει και προπαγανδίζει. Οι Διεθνείς Σχέσεις είναι αναμφίβολα ένας εξουσιαστικός, αυταρχικός λόγος του δυτικού πολιτισμού, σε στις σχέσεις στο εσωτερικό του και με όλα τα υπόλοιπα τμήματα του πλανήτη. Οι ΗΠΑ σήμερα αποτελούν τον πυρήνα της Δύσης, γι’ αυτό είναι φυσικό, οι Διεθνείς Σχέσεις τον 20ο αιώνα, καθώς οι ΗΠΑ αποκτούσαν τέτοιο στάτους, να γίνονταν όλο και πιο αμερικανικές (ξεκίνησαν ως αγγλική επιστήμη). 
Ακριβώς το ίδιο έγινε και με τη Γεωπολιτική, που μετανάστευσε από το Λονδίνο στην Ουάσιγκτον και στην Νέα Υόρκη μαζί με τις λειτουργίες της παγκόσμιας ναυτικής Αυτοκρατορίας. Όπως και οι υπόλοιπες επιστήμες, οι Διεθνείς Σχέσεις είναι μια μορφή εξουσιαστικής βίας, που ενσαρκώνει τη θέληση για  εξουσία στη θέληση για γνώση (όπως εξήγησε ο Μ. Φουκώ). Οι Διεθνείς Σχέσεις παραμένουν καθαρά δυτικές, και ακόμη περισσότερο, υπάρχει ένα στοιχείο στις Διεθνείς Σχέσεις της ΕΣΣΔ που ως τέτοιο δεν αναλύθηκε. ο μαρξισμός στις Διεθνείς σχέσεις δεν αντιστοιχούσε με τη σοβιετική πραγματικότητα, και σε αυτές μετά τον Στάλιν μεγάλο ρόλο έπαιζαν πρακτικά (μη κατανοώντας το θεωρητικά και επίσης ποτέ δεν έγινε αποδεκτό) ο Ρεαλισμός (μόνον εξωτερικοί παρατηρητές όπως ο Έντουαρντ Καρρ[13], κλασσικός του ρεαλισμού, κατάλαβαν τη ρεαλιστική ουσία του σταλινισμού στις Διεθνείς Σχέσεις). Γι’ αυτό οι Διεθνείς Σχέσεις είχαν εντελώς αποκλειστεί. Τα πρώτα βιβλία εμφανίστηκαν μόνον τη δεκαετία του 1990 και ήσαν λόγω μόδας όλα φιλελεύθερα. Έτσι και παρέμεινε έως σήμερα. Η ιδιαιτερότητα των Διεθνών Σχέσεων στη Ρωσσία, σήμερα, είναι ότι εκεί τίποτε όχι μόνον ρωσσικό (σ.μ. εδώ χρησιμοποιεί και τη λέξη rossyiskovo, που σημαίνει εν γένει τον πολιτισμό που συμμετέχουν όλοι οι λαοί υπό τη ρωσσική επιρροή, και russkovo, για το εθνικά ρωσσικό), αλλά κυριαρχεί σε αυτές εντελώς ο φιλελευθερισμός. Λείπει η ορθή περιγραφή του ρεαλισμού και σχεδόν δεν εξετάζεται ο μεταθετικισμός. Ως αποτέλεσμα είναι μια ακρωτηριασμένη, επιθετικά φιλελεύθερη και εξαιρετικά απαρχαιωμένη εκδοχή των Διεθνών Σχέσεων ως επιστήμη. Προσπάθησα να παλαίψω με αυτό, εκδίδοντας πρόσφατα το βιβλίο μου για τις Διεθνείς Σχέσεις, με ισορροπημένες (ελπίζω) αναλογίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι νωρίς να το κρίνουμε. 

Ο Στέφεν Βάλτ[14] υποστήριξε το Σεπτέμβριο σε άρθρο του στο Foreign Policy ότι η Ρωσσία «δεν είναι καθόλου απειλητική όπως η παλιά Σοβιετική Ένωση», εν μέρει επειδή η Ρωσσία «δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για μια ιδεολογία που μπορεί να συσπειρώσει υποστηρικτές από όλο τον κόσμο». Συμφωνείτε με την εκτίμηση του Βαλτ;   

Κάτι υπάρχει σε αυτό. Σήμερα η Ρωσσία σκέπτεται ως εθνικό κράτος. Ο Πούτιν είναι ρεαλιστής, τίποτε περισσότερο. Σε αυτό έχει δίκιο ο Βαλτ. Αλλά η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου και η Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, και επίσης ο Ευρασιανισμός είναι περιγράμματα μιας κατά πολύ ευρύτερης και εκτεταμένης ιδεολογίας, που κατευθύνεται εναντίον της δυτικής ηγεμονίας και προκαλώντας την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την αμερικανική στρατηγική κυριαρχία. Οπωσδήποτε, η Ρωσσία ως εθνικό Κράτος δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη Δύση. Αλλά ως εφαλτήριο η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου και της τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας αλλάζει τη σημασία της. Δείκτης είναι η πολιτική της Ρωσσίας στον μετασοβιετικό χώρο και η αποφασιστικότητα στην σύναψη μη δυτικών συμμαχιών. Ο Πούτιν δοκιμάζει αυτό το εννοιολογικό δυναμικό ακόμη πολύ δειλά. Αλλά η επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και οι πιθανές εσωτερικές κρίσεις της παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν κάποια στιγμή μια πιο προσεκτική και σοβαρότερη στροφή στη δημιουργία παγκόσμιων εναλλακτικών συμμαχιών. Παρ΄ όλα αυτά ήδη παρατηρούνται τέτοιες συμμαχίες –Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, η ομάδα BRICS, η Ευρασιατική Ένωση- και αυτές απαιτούν μια νέα ιδεολογία. Όχι τέτοια όπως τον μαρξισμό, οποιοσδήποτε ουνιβερσαλισμός αποκλείεται, αλλά και όχι απλώς ρεαλιστικές κινήσεις περιφερειακής ηγεμονίας. Ο φιλελευθερισμός είναι παγκόσμια πρόκληση. Η απάντηση σε αυτόν πρέπει να είναι παγκόσμια. Το καταλαβαίνει αυτό ο Πούτιν; Θα το πω καθαρά: δεν ξέρω! Μερικές φορές φαίνεται ότι ναι, μερικές φορές όχι.        

Ο Πούτιν πρόσφατα χαρακτήρισε το σύγχρονη παγκόσμια τάξη ως ακολούθως: «Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο διαφορετικών ερμηνειών και σκόπιμων αποσιωπήσεων στην παγκόσμια πολιτική. Το Διεθνές Δίκαιο εξαναγκάζεται να υποχωρεί συνεχώς από την επίθεση του νομικού μηδενισμού. Η αντικειμενικότητα και η δικαιοσύνη έχουν θυσιασθεί στο βωμό των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυθαίρετες ερμηνείες και μεροληπτικές εκτιμήσεις έχουν αντικαταστήσει τους νομικούς κανόνες. Την ίδια ώρα, ο ολοκληρωτικός έλεγχος των παγκόσμιων μέσων ενημέρωσης κατέστησε δυνατό όταν είναι επιθυμητό να απεικονίζουν το άσπρο ως μαύρο και το μαύρο ως άσπρο». Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση; Εάν ναι, τι απαιτείται ως απάντηση σε αυτή τη διεθνή κατάσταση;   

Είναι ειλικρινή, αλλά μάλλον αφελή λόγια. Ο Πούτιν απλά είναι αγανακτισμένος, ότι η Δύση θέτει κανόνες προς το συμφέρον της, τους αλλάζει στο μέτρο της ανάγκης και τους ερμηνεύει υποτίθεται με τις δήθεν «παγκόσμιες αρχές» όπως τη βολεύει. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αυτή είναι η δομή θέλησης για την εξουσία και η ίδια η οργάνωση του «λογο-φαλλο-φωνοκεντρικού» (logo-phallo-phono-centric) λόγου.  Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία δεν είναι δυνατές όσο ο λόγος είναι μονόλογος. Η Δύση δεν γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει το άλλο. Και αυτό σημαίνει ότι όλα  θα συνεχίζονται, έως ότου αυτό το άλλο δεν κατακτήσει το δικαίωμα στην αναγνώριση. Και αυτό είναι μακρύς δρόμος. Το νόημα της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου συνίσταται σε αυτό, ότι δεν υπάρχουν κανόνες, που έχουν θεσπιστεί από έναν. Οι κανόνες πρέπει να θεσπίζονται στα κέντρο της πραγματικής ισχύος. Το κράτος σήμερα είναι πολύ μικρό γι΄ αυτό. Οπότε βγαίνει το συμπέρασμα: Τα κέντρα αυτά πρέπει να είναι οι Πολιτισμοί. Ας υπάρχει ατλαντική αντικειμενικότητα και δυτική δικαιοσύνη. Σε αυτή θα αντιπαρατίθεται η ευρασιατική αντικειμενικότητα και η ρωσσική δικαιοσύνη. Και ο κινεζικός κόσμος, η Pax Sinica, θα είναι διαφορετικός από τον Ισλαμικό. Μαύρο και άσπρο δεν είναι αντικειμενικές εκτιμήσεις, αυτές εξαρτώνται από τις δομές της παγκόσμιας τάξης: τι είναι μαύρο, και τι είναι άσπρο το ορίζει αυτός που έχει για αυτό την απαιτούμενη ισχύ.        

Πώς η προσέγγισή σας μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ρωσσικές ενέργειες στην παγκόσμια σκηνή καλύτερα από τις άλλες προσεγγίσεις των Διεθνών Σχέσεων; Τι λείπει από τις αναλύσεις των Διεθνών Σχέσεων της Ρωσσίας που δεν λειτουργεί με το εννοιολογικό μηχανισμό της πολυπολικότητας;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η συμπεριφορά της Ρωσσίας στη διεθνή σφαίρα σήμερα καθορίζεται από τους ακόλουθους παράγοντες: ιστορική αδράνεια, που έχει συσσωρεύσει τη δύναμη των προηγουμένων (Η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου θεωρεί ότι το παρελθόν υπάρχει ως δομή, συνεπώς, αυτός ο παράγων λαμβάνεται υπ’ όψιν πολύπλευρα και λεπτομερειακά, όταν ως «tempocentrism» (Χόμπντεν, Χόμπσον) στις κλασσικές θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων παραλείπεται. Οφείλουμε να δώσουμε προσοχή σε αυτό, ιδίως εάν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι η Ρωσσία είναι ακόμη μια παραδοσιακή κοινωνία και ανήκει στο «αυτοκρατορικό σύστημα» των Διεθνών Σχέσεων. Εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη η σοβιετική αδράνεια και σταθερά μοτίβα όπως «ο σταλινισμός στις Διεθνείς Σχέσεις»· η προβολική λογική της αντίθεσης στη Δύση, με βάση τα πλέον πρακτικά, πραγματιστικά και ρεαλιστικά κίνητρα (στο πνεύμα του καισαρισμού, αναλυμένου από τους νέο-γκραμσιανούς), απαραιτήτως θα φέρει τη Ρωσσία (ακόμη και παρά τη θέληση των ηγετών της) σε συστημική αντιπαράθεση με την αμερικανική ηγεμονία και την παγκοσμιοποίηση, και τότε η Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου θα είναι πραγματικά αναγκαία (τα κλασσικά μοντέλα των Διεθνών Σχέσεων, που την αγνόησαν, θα εξαφανισθούν σε σύντομο διάστημα, που σημαίνει ότι αυτοστερούν το δικό τους προγνωστικό δυναμικό, λόγω καθαρά ιδεολογικών προκαταλήψεων και αυτοεπιβαλλόμενων φόβων). Αλλά εάν ο αντίπαλος σε υποτιμά, έχεις περισσότερες ευκαιρίες να του καταφέρεις απροσδόκητο κτύπημα. Γι’ αυτό και εγώ δεν ενοχλούμε από την υποτίμηση της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου από τους διεθνολόγους.

Εάν η θεωρία σας των Διεθνών Σχέσεων δεν βασίζεται στις πολιτικές και φιλοσοφικές αρχές του φιλελευθερισμού, και εάν ασκεί κριτική σε αυτές τις αρχές όχι από τα αριστερά αλλά από τα δεξιά, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των μεγάλων χώρων ή του Grossraum, πρόκειται για μια φασιστική θεωρία στις Διεθνείς Σχέσεις; Mελετητές που χαρακτηρίζουν τη σκέψη σας νέο-φασιστική, όπως ο Andreas Umland[15] και ο Anton Shekhovstov[16] έχουν και εν μέρει δίκιο; Αν όχι, γιατί θεωρείτε αυτόν τον χαρακτηρισμό παραπλανητικό;

Η κατηγορία για φασισμό είναι απλώς σχήμα λόγου στην χοντροκομμένη προπαγάνδα, εγγενής στον σύγχρονο φιλελευθερισμό, ως τρίτος ολοκληρωτισμός. Την αρχή σε αυτό έθεσε ο Κ. Πόππερ στο έργο του «Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι εχθροί της», όπου μείωνε την κριτική του φιλελευθερισμού από τα δεξιά προς στο φασισμό, στον Χίτλερ και στο Άουσβιτς, και την κριτική από τα αριστερά, προς τον Στάλιν και στα Γκουλάγκ. Η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη, αλλά χρηματοδοτώντας τον Ούμλαντ και τον Σεχοβτσώφ ο Τζ. Σόρος, ένθερμος οπαδός του Πόπερ, ικανοποιείται από την μειωμένη εκδοχή της πολιτικής. Εάν ήμουν φασίστας αυτό θα έλεγα.
Αλλά εγώ είμαι εκπρόσωπος του Ευρασιανισμού και αυτός που επεξεργάστηκε τη τέταρτη Πολιτική Θεωρία. Ταυτοχρόνως, είμαι συνεπής και ριζοσπάστης αντιρατσιστής και πολέμιος του εθνικού Κράτους (δηλ. αντι-εθνικιστής). Ο Ευρασιανισμός δεν έχει καμία σχέση με το φασισμό. Και η τέταρτη Πολιτική Θεωρία τονίζει ότι ως αντι-φιλελεύθερη είναι ταυτόχρονα αντικομουνιστική και αντι-φασιστική. Θεωρώ ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει σαφέστερο, αλλά ο προπαγανδιστικός στρατός του «τρίτου ολοκληρωτισμού» σκέπτεται διαφορετικά και κανέναν επιχείρημα δεν τον πείθει. Σήμερα, το «1984» πρέπει να το αναζητήσουμε όχι εκεί που οι πολλοί νομίζουν, όχι στην ΕΣΣΔ και στο Τρίτο Ράιχ, αλλά στο «Ίδρυμα Σόρος» και στον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο». Μάλιστα, ο Χάξλεϋ αποδείχθηκε πιο ακριβής από τον Όργουελ. Δεν μπορώ να απαγορεύσω στους άλλους να με αποκαλούν φασίστα, αν και δεν είμαι, αλλά αυτό τελικά, δεν αντανακλά άσχημα τόσο πολύ σε εμένα όσο στους ίδιους του κατηγόρους μου, οι οποίοι πολεμώντας με μια φανταστική απειλή τους διαφεύγει η πραγματική. Όσο πιο ανόητος, αναληθής και απλοϊκός φιλελεύθερος είναι, τόσο ευκολότερα μπορείς να τον πολεμήσεις.

Στο δυτικό κόσμο, η απόσταση μεταξύ της ακαδημαϊκής κοινότητας και της πολιτικής είναι συχνά είτε αξιοθρήνητη («γυάλινος πύργος») είτε υπό το φως του ιδανικού της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, θεωρείται ότι απουσιάζει. Αυτό αφορά μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ της εξουσίας, της γνώσης και της Γεωπολιτικής. Ποια είναι η σχέση μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και της πολιτικής στη Ρωσσία σε σχέση με τις Διεθνείς Σχέσεις και είναι αυτή η ιδανική εικόνα κατά τη γνώμη σας;     

Νομίζω ότι στη δική μας περίπτωση και οι δύο θέσεις φθάνουν στα άκρα. Από την μια πλευρά, η σημερινή εξουσία στη Ρωσσία δεν δίνει την παραμικρή προσοχή στους επιστήμονες, στέλνοντάς τους σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο, χωρίς αέρα. Από την άλλη, οι σοβιετικές συνήθειες έγιναν η βάση της δουλικότητας και του κομφορμισμού, που διατηρήθηκαν σε αυτήν την κατάσταση, όπου η εξουσία για πρώτη φορά δεν απαιτεί τίποτε από τους διανοούμενους εκτός από ένα, αυτοί να μην αναμειγνύονται στις κοινωνικο-πολιτικές διαδικασίες. Γι΄ αυτό και η κατάσταση με την επιστήμη είναι κωμική και θλιβερή ταυτοχρόνως. Οι κομφορμιστές επιστήμονες ακολουθούν την πολιτική εξουσία, αλλά η εξουσία δεν το έχει αυτό ανάγκη, δεδομένου ότι η ίδια δεν πάει προς τα κάπου, απλώς αντιδρά σε γεγονότα που η ίδια δημιουργεί. Αν και μπορεί να μην είναι έτσι μόνον σε εμάς.      

Τι σημαίνει το να σκεφθούμε τις σχέσεις των παγκόσμιων δυνάμεων υπό το πρίσμα του Χώρου;

Αυτό είναι το σημαντικότερο. Όλη η φιλοσοφική θεματολογία της Νεωτερικότητας έχει δομηθεί στην κυριαρχία του Χρόνου. Ήδη ο Καντ θέτει τον Χρόνο στην πλευρά του υποκειμένου (και το Χώρο στην πλευρά του σώματος, ακολουθώντας τις ιδέες του Ντεκάρτ και ακόμη του Πλάτωνος), και ο Χούσσερλ και ο Χάιντεγγερ ταυτοποιούν εντελώς το υποκείμενο με το Χρόνο. Ο νεωτερικος άνθρωπος σκέφτεται με το χρόνο, με το γίγνεσθαι. Αλλά καθώς το παρελθόν και το μέλλον απορρίπτονται ως οντολογικές πραγματικότητες, η σκέψη με το Χρόνο μετατρέπεται σε σκέψη στιγμιαία, αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα. Αυτή είναι η βάση της εφήμερης αντίληψης της ύπαρξης, που συμπιέζεται στη στιγμή. Το να σκέπτεσαι υπό το πρίσμα του Χώρου σημαίνει να θέτεις το Ον εκτός του παρόντος, να το τοποθετείς στο Χώρο, να δίνεις στον Χώρο οντολογική ύπαρξη. 
Οτιδήποτε εντυπώθηκε στο χώρο διατηρείται σε αυτόν. Οτιδήποτε θα ωριμάσει στο χώρο ήδη περιέχεται σε αυτόν. Αυτή είναι και η βάση της πολιτικής γεωγραφίας του Ratzel[17] και μετέπειτα της Γεωπολιτικής. Ο Πάρσιφαλ του Βάγκνερ τελείωσε με τα λόγια του Gurnemanz: «τώρα ο χρόνος έχει γίνει χώρος». Αυτή είναι η διακήρυξη θριάμβου της Γεωπολιτικής. Το να σκεφθείς υπό το πρίσμα του Χώρου σημαίνει να σκεφθείς με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Νομίζω ότι η μετα-νεωτερικότητα ήδη εν μέρει έχει προσεγγίσει αυτή την προοπτική, αλλά μόνον που σταμάτησε στο κατώφλι, καθώς για να περάσει την γραμμή είναι απαραίτητο να κόψει ριζικά κάθε αξίωμα της Νεωτερικότητας, να υπερβεί πραγματικά την Νεωτερικότητα, και όχι να προσποιηθεί αυτό το πέρασμα, παραμένοντας ακόμη στην Νεωτερικότητα και στην Χρονολατρεία. Οι Ρώσσοι είναι άνθρωποι του Χώρου, γι’ αυτό και έχουμε τόσο τεράστιο. Το μυστικό της ρωσσικής ταυτότητας βρίσκεται στο Χώρο. Να σκέφτεσαι χωρικά σημαίνει σκέφτεσαι ρωσσικά.       

Υπάρχει η άποψη ότι η Γεωπολιτική είναι πολύ δημοφιλής στη Ρωσσία σήμερα. Αποτελεί η γεωπολιτική μετά την μετα-ψυχροπολεμική περίοδο ένα νέο πράγμα ή όχι; Αν όχι, πώς η τρέχουσα γεωπολιτική σκέψη διαφέρει από την σοβιετική (ή ακόμη προ-σοβιετική) Γεωπολιτική; 

Πρόκειται για μια εντελώς νέα μορφή πολιτικής σκέψης. Εγώ εισήγαγα τη Γεωπολιτική στη Ρωσσία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, και από εκείνη την εποχή κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής. Προσπάθησα να βρω κάποια ίχνη της Γεωπολιτικής στη ρωσσική ιστορία, αλλά εκτός από τους Βαντάμ[18], Σεμιόνωφ Τιάν Σαν[19], και μερικά μικρά άρθρα του Σαβίτσκι, δεν μπόρεσα να βρω τίποτε άλλο. Στην ΕΣΣΔ ακόμη και η νύξη στη Γεωπολιτική τιμωρείτο με τον πιο σκληρό τρόπο. Δείτε για παράδειγμα την υπόθεση των «γεωπολιτικών» του οικονομικού γεωγράφου Β.Ε. Ντεν[20] και της ομάδας του. Από τις αρχές του 1990 με τις δικές μου προσπάθειες και τις προσπάθειες των οπαδών μου και των συνεργατών στη Γεωπολιτική (ευρασιατιστές) γεμίσαμε το κοσμοθεωρητικό κενό, που δημιουργήθηκε μετά το τέλος της σοβιετικής ιδεολογίας. Αρχικώς, έγινε δεκτή ανεπιφύλακτα από τους στρατιωτικούς (Στρατιωτικη Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου –ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Ι. Ροντιόνωφ[21]). Στη συνέχεια, η Γεωπολιτική άρχισε να διεισδύει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σήμερα αποτελεί μάθημα που διδάσκεται στα περισσότερα ρωσσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Έτσι, σοβιετική ή προ-σοβιετική γεωπολιτική δεν υπήρχε. Υπάρχει μόνον, σύγχρονη ευριασιατική σχολή, που δημιουργήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι «Βάσεις της Γεωπολιτικής»(2000) ήταν το πρώτο βιβλίο αυτής της κατεύθυνσης, αν και την πλειοψηφία των κειμένων τα είχα δημοσιεύσει νωρίτερα, και μέρος τους κυκλοφορούσε και σε κυβερνητικούς κύκλους. Πρόσφατα, το 2012 εξέδωσα δύο νέα βιβλία «Γεωπολιτική» και «Η Γεωπολιτική της Ρωσσίας», τα οποία μαζί το βιβλίο «Πόλεμος των Ηπείρων»(2014) αποτελούν το αποτέλεσμα μιας δουλειάς προς αυτή την κατεύθυνση, που διήρκησε ένα τέταρτο του αιώνα.   

Μήπως οι τεχνολογικές αλλαγές στον πόλεμο και στην διακυβέρνηση αμφισβητούν τα γεωπολιτικά σχήματα των κλασσικών διαιρέσεων μεταξύ των χώρων (η θεωρία του Μακίντερ, του Σπάικμαν[22]) η Heartland-Rimland-Υπερπόντιοι Ήπειροι; Και, γενικότερα ίσως, η Ιστορία έχει γραμμική ή κυκλική πορεία;

Η τεχνολογική εξέλιξη καθόλου δεν καταργεί τις αρχές της κλασσικής Γεωπολιτικής, επειδή, απλώς, η Ξηρά και η Θάλασσα δεν είναι ουσίες, αλλά έννοιες. Η Ξηρά είναι το κεντρομόλο μοντέλο τάξης, με σαφώς εκπεφρασμένο και σταθερό άξονα. Η Θάλασσα, που δεν διαθέτει συμπαγές κέντρο, είναι πεδίο σε μόνιμη κίνηση, του ατομισμού και της δυνατότητας πολυάριθμων διακλαδώσεων. Κατά μια έννοια ο αέρας (άρα και η αεροπορία) είναι αεροναυτική διαδικασία. Ακόμη και η λέξη αστροναύτης (στα ρωσ. Κοσμοναύτης) έχει τη λέξη «ναυς», που σημαίνει πλοίο στα ελληνικά. Νερό, αέρας, διάστημα –είναι εκδοχές της πιο διαχεόμενης θάλασσας. Η Ξηρά σε αυτή τη κατάσταση παραμένει σταθερή. Η ναυτική στρατηγική διαφοροποιείται, το πεζικό παραμένει συνολικά σταθερό. Είναι πιθανόν, αυτές να είναι οι αιτίες της νίκης της Θάλασσας επί της Ξηράς τις τελευταίες δεκαετίες· άλλωστε ο καπιταλισμός και η τεχνική πρόοδος είναι τυπικά χαρακτηριστικά της Θάλασσας. Αλλά λαμβάνοντας υπ' όψη τον θεμελιώδη χαρακτήρα της ισορροπίας του Λεβιάθαν με τον Βεεμώθ[23] οι αναλογίες μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή και ο απογειωμένος Τιτάνας να καταποντιστεί στην άβυσσο, όπως η Ατλαντίδα, και η αιτία της νίκης της θαλασσοκρατίας να σταθεί ο λόγος της κατάρρευσής της. Η Ξηρά παραμένει αμετάβλητη, ως γεωγραφικός άξονας της ιστορίας. Η Ξηρά και η Θάλασσα υπάρχουν ακόμη και στο διαδίκτυο και στον εικονικό κόσμο: είναι οι άξονες και οι αλγόριθμοι της θεματολογίας, της ένωσης και του χωρισμού, της ομαδοποίησης των πηγών και των πρωτοκόλλων. Το κινεζικό διαδίκτυο είναι επίγειο, το δυτικό θαλάσσιο.            


Μια τελευταία ερώτηση. Αποκαλείτε τον εαυτόν σας «τελευταίο φιλόσοφο της αυτοκρατορίας». Τι είναι ο ευρασιανισμός και πώς σχετίζεται με τον παγκόσμιο άξονα περιστροφής των κατανομών ισχύος;

Ο Ευρασιανισμός είναι εξελιγμένη κοσμοαντίληψη, στην οποία αφιέρωσα αρκετά βιβλία και αναρίθμητα άρθρα και συνεντεύξεις. Κατ’ αρχήν συνιστά τη βάση της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου και της Τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας, που σχετίζεται με τη Γεωπολιτική και συντονίζεται με την παραδοσιοκρατία. Το κύριο νόημα του Ευρασιανισμού είναι η πλουραλιστική ανθρωπολογία, η απόρριψη του ουνιβερσαλισμού. Το νόημα της αυτοκρατορίας για εμένα συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει μόνον μια Αυτοκρατορία, αλλά τουλάχιστον δύο, και ακόμη περισσότερες. Κατά τον ίδιο τρόπο ένας πολιτισμός δεν είναι ποτέ μοναδικός, πάντα υπάρχει κάποιος άλλος πολιτισμός που καθορίζει και τα δικά του σύνορα. Ο Κ. Σμιτ το ονόμασε αυτό «Pluriverse» (σμ.σε αντιδιαστολή με το Universe) και θεώρησε ότι συνιστούσε το κύριο χαρακτηριστικό της Πολιτικής. Η Ευρασιατική Αυτοκρατορία είναι η πολιτικο-στρατηγική ένωση του Τουράν, του γεωγραφικού άξονα της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Πολιτισμό της Θάλασσας ή της Ατλαντικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα αυτή η ατλαντική αυτοκρατορία είναι οι ΗΠΑ. Ο Κέννεθ Βαλτς[24] στο πλαίσιο του νεορεαλισμού στις Διεθνείς Σχέσεις ανέλυσε θεωρητικά την ισορροπία των δύο πόλων. Η ανάλυσή του ήταν σωστή, αν και λάθεψε σχετικά με τη σταθερότητα του διπολικού κόσμου και τη διάρκεια της ΕΣΣΔ. Στο σύνολο, όμως είχε δίκιο: στον κόσμο υπάρχει μια παγκόσμια ισορροπία Αυτοκρατοριών, όχι εθνικών Κρατών, η πλειοψηφία των οποίων δεν διαθέτουν εθνική κυριαρχία, και η οποία παραμένει μόνον κατ’ όνομα (όρ. Stephen Krasner[25], «Global Hypocrisy» στο «Theory Talk», 21). Ακριβώς γι’ αυτό είμαι φιλόσοφος της Αυτοκρατορίας, όπως σχεδόν και κάθε Αμερικανός διανοούμενος, ανεξάρτητα αν αυτό το αντιλαμβάνεται ή όχι. Η διαφορά συνίσταται στο ότι αυτός σκέπτεται ως φιλόσοφος της μοναδικής Αυτοκρατορίας, και εγώ ως φιλόσοφος μιας από της Αυτοκρατορίες, της Ευρασιατικής. Εγώ είμαι σεμνότερος και πιο δημοκρατικός. Εδώ συνίσταται η διαφορά

Έχετε μεταφράσει μεγάλο αριθμό από ξένες φιλοσοφικές και γεωπολιτικές εργασίες στα ρωσσικά. Πόσο σημαντική είναι αυτή διάδραση της γνώσης για τη διαμόρφωση των ιδεών σας;

Πρόσφατα τελείωσα την πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Νοομαχία», το οποίο είναι αφιερωμένο ακριβώς στο «Λόγο»(σμ. χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη) των διαφόρων Πολιτισμών, και αυτό σημαίνει και στη κυκλοφορία των ιδεών. Είμαι πεπεισμένος, πως ο κάθε Πολιτισμός έχει τον δικό του ιδιαίτερο «Λόγο». Και για να τον κατανοήσουμε, να βρούμε παραλληλίες, αναλογίες και παραφωνίες με το δικό μας «Λόγο» είναι στον ύψιστο βαθμό συναρπαστικό και ενδιαφέρον. Γι’ αυτό ειλικρινά ενδιαφέρομαι για τις πιο διαφορετικές κουλτούρες, από τη βορειοαμερικανική έως την αυστραλιανή, από την αραβική έως την λατινο-αμερικανική, από την πολυνησιακή έως τη σκανδιναυική. Όλοι οι «Λόγοι» είναι διαφορετικοί και δεν πρέπει να τους βάλουμε σε μια ιεραρχία. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξοικειωθούμε μαζί τους. Ο Ανρί Κορμπέν[26], Γάλλος φιλόσοφος και προτεστάντης, μελετητής δια βίου του ιρανικού σιιτισμού, έλεγε για τον εαυτό του «εμείς οι σιίτες». Δεν ήταν σιίτης με τη θρησκευτική έννοια, όμως αν δεν αισθανόταν ως σιίτης δεν θα μπορούσε να διεισδύσει στο βάθος του ιρανικού «Λόγου». Έτσι αισθανόμουν και εγώ, δουλεύοντας τη «Νοομαχία» ή μεταφράζοντας από διάφορες γλώσσες φιλοσοφικά κείμενα ή ποίηση. Ιδιαιτέρως, μελετώντας τον Pierce, τον James, τον Emerson, τον Thoreau, τον Poe, τον Pound[27] βίωσα ο ίδιος αυτό το σαν να «είμαστε Αμερικανοί». Και στον τόμο που είναι αφιερωμένος στην Κίνα και στην Ιαπωνία το σαν να «είμαστε βουδιστές». Αυτός είναι ο μεγαλύτερος πλούτος του «Λόγου» των διαφορετικών πολιτισμών: και τους όμοιους με τον δικό μας και σε αυτούς που είναι τελείως ανόμοιοι. Και αυτοί οι «Λόγοι» βρίσκονται σε πόλεμο, από εδώ και η «Νοομαχία», ο πόλεμος του Νου. Ο πόλεμος αυτός δεν είναι γραμμικός, δεν είναι  πρωτόγονος. Είναι ένας μεγάλος πόλεμος. Αυτό δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπο», το βάθος και τη πολυπλοκότητα του οποίου συχνά υποτιμούμε.        

Ο Αλέξανδρος Ντούγκιν είναι Ρώσσος φιλόσοφος, συγγραφέας πάνω από τριάντα βιβλίων, που η θεματολογία τους περιλαμβάνει την κοινωνιολογία της εικόνας, την δομική κοινωνιολογία, τη γεωπολιτική θεωρία, τη θεωρία των διεθνών σχέσεων, τη πολιτική θεωρία, και τέσσερα βιβλία για τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Τα πλέον πρόσφατα βιβλία του, διαθέσιμα μόνο στα ρωσσικά, είναι «Ουκρανία: ο Πόλεμός μου» και το πολύτομο έργο «Νοομαχία: Οι πόλεμοι του Νου».

Απόδοση στα ελληνικά-σχολιασμός: Σωτήρης Δημόπουλος

  
Πηγή :
Citation: Millerman, M. (2014) ‘Theory Talk #66: Alexander Dugin on Eurasianism, the Geopolitics of Land and Sea, and a Russian Theory of Multipolarity’, Theory Talks, (7-12-2014)












[1] Συγγραφέας του βιβλίου “The Eastern Origins of Western Civilization”, 2004.
[2] Πιότρ Νικολάγιεβιτς Σαβίτσκι(1895-1968), Ρώσος γεωγράφος, οικονομολόγος, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές, τη δεκαετία του 1920, της θεωρίας του Ευρασιανισμού.
[3] Halfrod Mackinder (1861-1947), Βρετανός γεωγράφος, ένας από τους θεμελιωτές της γεωπολιτικής επιστήμης. 
[4] Stephen Hobden, Βρετανός συγγραφέας, μεταξύ άλλων του βιβλίου «Historical Sociology in International Relations», 2001.
[5] Carl Schmitt (1888-1985), Γερμανός φιλόσοφος, νομικός και πολιτικός επιστήμων με τεράστια επιρροή στην ευρωπαϊκή σκέψη.
[6] Barry Gordon Buzan, Καθηγητής των Διεθνών Σχέσεων στο London School of Economics.
[7] Gearoid O Tuathail, Ιρλανδικής καταγωγής, καθηγητής στις ΗΠΑ. 
[8] Νικολάι Γιακόβλεβιτς Ντανιλέφσκι (1822-1885), συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Ρωσσία και Ευρώπη» (1871), στο οποίο υποστηρίζει την ύπαρξη διακριτών πολιτισμών στην ιστορία της ανθρωπότητας.
[9] Rene Guenon(1886-1951), Γάλλος διανοούμενος, εσωτεριστής, που ασχολήθηκε με τις θρησκευτικά συστήματα της ανατολής.
[10] Julius Evola (1898-1974), Ιταλός φιλόσοφος και εσωτεριστής, οπαδός της παραδοσιοκρατίας και ελιτίστικων αντιλήψεων με επιρροή σε ακροδεξιά κινήματα.
[11] Lewsi H. Morgan (1818-1881), Αμερικανός ανθρωπολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Αρχαία Κοινωνία».
[12] Edward Wadie Said (1935-2000), Αμερικανο-παλαιστίνιος διανοούμενος, εκ των θεμελιωτών της κριτικής θεωρίας στο πεδίο της μετα-αποικιακής εποχής, συγγραφέας, μεταξύ άλλων του βιβλίου «Οριενταλισμός».
[13] Edward H. Carr (1892-1982), Άγγλος ιστορικός, διπλωμάτης, θεωρητικός των Διεθνών Σχέσεων. Συνέγραψε μια 14τομη ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης για την περίοδο 1917-1929.
[14] Stephen Martin Walt, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Harvard University και στο John F. Kennedy School of Government.
[15] Andreas Umland, Γερμανός πολιτικός επιστήμων και ιστορικός, Καθηγητής στο Κίεβο της Ουκρανίας, με ειδίκευση στην ρωσσική άκρα δεξιά.
[16] Anton Shekhovstov, Πολιτικός επιστήμων στην Μ.Βρετανία, με ειδίκευση στα ακροδεξιά κινήματα.
[17] Friedrich Ratzel (1844-1904), Γερμανός γεωγράφος και εθνολόγος, εμπνευστής του όρου Lebensraum (ζωτικός χώρος), που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από του εθνικοσοσιαλιστές.
[18]  Aleksey Edrikhin Vandam (1867-1933), Στρατηγός, συγγραφέας, γεννημένος στη Λευκορωσσία, ένας από τους ιδρυτές της ρωσσικής γεωπολιτικής σχολής.     
[19] Weniamin Petrovitch SemionovTian Shan (1870-1942), Γεωγράφος και Γεωπολιτικός επιστήμων, το βιβλίο του «Για την ισχυρή εδαφική κατοχή σε σχέση με τη Ρωσσία. Δοκίμιο πολιτικής γεωγραφίας» (1915) άσκησε μεγάλη επίδραση στη γεωπολιτική σκέψη. 
[20]  Wladimir Alexander Ludwig von Den (1877-1933), Οικονομικός γεωγράφος, στατιστικολόγος, που είχε σημαντικό έργο στην πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία της ΕΣΣΔ, αλλά έπεσε σε δυσμένεια, όπως και όλη η επιστημονική ομάδα του. λόγω της μεθοδολογίας που ακολουθούσε στις στατιστικές μετρήσεις της οικονομίας.                              
[21] Igor Nicolaevitch Rodionov (1935-2014), Ρώσσος στρατηγός, αρχηγός του στρατού (1996), υπουργός άμυνας (1996-97) και αργότερα βουλευτής.
[22] Nicholas John Spykman (1893-1943), Ολλανδο-αμερικανός καθηγητής των πολιτικών επιστημών, μελετητής της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής, από τους θεμελιωτές της κλασσικής ρεαλιστικής σχολής στις ΗΠΑ.
[23] Τέρατα, το ένα στη ξηρά το άλλο στη θάλασσα, στην Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ 40,15-41,26.
[24] Kenneth Neal Walz (1924-2013), Αμερικανός πολιτικός επιστήμων, Καθηγητής στο Berkeley και στο Columbia University. Από τους επιφανέστερους θεωρητικούς των Διεθνών Σχέσεων και ένα εκ των θεμελιωτών του νεορεαλισμού στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων.
[25] Αμερικανός καθηγητής στο Stanford University, Διευθυντής του Πολιτικού Σχεδιασμού του State Department (2005-07).
[26] Henry Corbin (1903-1978), Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος, καθηγητής ισλαμικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβώννης.                                 
[27]  Franklin Pierce Adams (1881-1960), Henry James (1843), Ralph Waldo Emerson (1803-1882), Henry David Thoreau (1817-1862), Edgar Allan Poe (1809-1849), Ezra Weston Loomis Pound (1885-1972). Αμερικανοί διανοούμενοι, συγγραφείς και ποιητές.                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου