Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Λέον Γκουμιλιόφ, ΤοΒυζάντιο, ο Νεστοριανισμός και η Ευρασία μέχρι τον 13ο αιώνα*


Απόδοση στα ελληνικά και σχολιασμός: Σωτήρης Δημόπουλος

Το νόημα της λέξης «Βυζάντιο», χωρίς κάποια επεξήγηση ή προσθήκη, ποικίλει.
Βυζάντιο μπορεί να σημαίνει την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, λείψανο περασμένων μεγαλείων, που για 1.000 χρόνια βρισκόταν σε μόνιμη παρακμή. Έτσι το αντιλαμβάνονταν ο Γίββων[1] και ο  Le Beau[2],  που αποκάλεσαν το βυζαντινό κράτος  Bas-Empire, αλλά και σε εμάς ο Βλαδίμηρος Σολοβιώφ[3].
Ως Βυζάντιο υπονοείται, επίσης, ένα ελληνικό βασίλειο, το οποίο γεννήθηκε ως πνευματική απάντηση στην παρηκμασμένη αρχαιότητα, και το οποίο διεπόταν από τους δικούς του ρυθμούς ανάπτυξης, τις δικές του φωτεινές και σκοτεινές πλευρές. Μ’ αυτή την οπτική είδαν το Βυζάντιο ο Ουσπένσκυ[4], ο Κουλακόφσκυ[5] και ο Ντηλ [6].
Βυζάντιο μπορεί ακόμη να σημαίνει, απλώς, τη τεράστια πόλη, το εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο, που αναπτύχθηκε στις όχθες της γαλάζιας θάλασσας, και το οποίο περιβαλλόταν από πυρπολημένους λόφους, όπου για αιώνες ημιάγριοι πληθυσμοί έβοσκαν τις κατσίκες τους και μάζευαν ελιές και σταφύλια. Η διατύπωση αυτή συνιστά, επίσης, μια λογική πρόσληψη του όρου.
Στην ανάλυσή μας επιλέγουμε, ωστόσο, να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη, τέταρτη, σημασία για το Βυζάντιο ως έναν πολιτισμό, μοναδικό και ποικιλόμορφο, εκτεινόμενο πέρα από τα κρατικά σύνορα της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως. Οι σπίθες από τις χρυσές ακτίνες του έφθασαν στις πράσινες κοιλάδες της Ιρλανδίας (Ιωάννης Σκώτος Εριγένης[7]), στα πυκνά δάση του Βόλγα (Νείλος Σόρσκι και Κίνημα των Ακτημόνων[8]), στα τροπικά οροπέδια γύρω από την λίμνη Τάνα[9] και στη μεγάλη ευρασιατική στέπα, στην οποία και θα αναφερθούμε.

Σύμφωνα μ’ αυτήν την αντίληψη του όρου, το Βυζάντιο δεν είναι μόνον πόλη και χώρα, ούτε ακόμη μόνο το Χαλκηδόνιο δόγμα[10], αλλά ένα σύνολο που συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα Ορθόδοξους και αιρετικούς, Μονοφυσίτες και Νεστοριανούς, Χριστιανούς και Γνωστικούς, Μαρκιωνιστές και Μανιχαίους, για τους οποίους επίσης θα γίνει αναφορά. Το ότι οι παραπάνω Σχολές σκέψης ανταγωνίζονταν μεταξύ τους δεν συνιστά αντίφαση, με την προτεινόμενη σημασία του όρου, καθώς ο ιδεολογικός, όπως και ο πολιτικός, ανταγωνισμός συνιστούν επίσης μορφή δεσμού και ανάπτυξης. Οι μεταξύ τους διαμάχες δεν διαχωρίζουν τους εκπροσώπους των παραπάνω θεωριών, αλλά περισσότερο τους συνενώνουν, διότι η γλώσσα των εννοιών που χρησιμοποιούν είναι ενιαία. Στη Φυσική ένα ανάλογο φαινόμενο ονομάζεται «ισορροπία σταθερής κατάστασης».


Οι απαρχές του Νεστοριανισμού

Το 277, στο Jundi-Shapur[11], στέφθηκε με το στέφανο του μαρτυρίου ο λόγιος και συγγραφέας Μάνης, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος του Χριστού και του Παρακλήτου. Οι οπαδοί του υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Περσία, αλλά στη Δύση ο Μανιχαϊσμός κατέστη παράνομος και υπέστη σκληρές διώξεις. Στην Ανατολή οι Μανιχαίοι βρήκαν καταφύγιο στην Υπερωξανία[12], στις οάσεις που βρίσκονται κατά μήκος της Μεγάλης Οδού των καραβανιών.
Το 431, στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το ανάθεμα έπεσε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, ο οποίος διακήρυξε, απρόσεκτα, ότι «ο Θεός δεν έχει μητέρα». Αν και οι νικητές του, Μονοφυσίτες και Χαλκηδονιακοί, ξεκίνησαν αμέσως πόλεμο μεταξύ τους δεν έδειξαν ανοχή στον Νεστοριανισμό. Η εχθρότητα απέναντί του οξύνθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 434, όταν στον μητροπολιτικό ναό του Bit-Zapat[13] ο Νεστοριανισμός αναγνωρίστηκε ως το κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα των Χριστιανών της Περσίας. Η υποστήριξη του Πέρση σάχη στάθηκε μοιραία γα τους Νεστοριανούς του Βυζαντίου. Το 489, ο αυτοκράτωρ Ζήνων εξαπέλυσε διωγμό εναντίον τους και έκλεισε την Σχολή της Εδέσσης[14], στην οποία οι τελευταίοι δίδασκαν το δόγμα τους. Η Σχολή μεταφέρθηκε στη Νίσιβη[15], και το 499 στην Κτησιφώντα[16] δημιουργήθηκε νεστοριανό Πατριαρχείο, το οποίο άνθησε κατά τον 6ο αι. Από την Περσία οι Νεστοριανοί επεκτάθηκαν ευρέως στην Ανατολική Ασία. Τον ίδιο αιώνα, Χριστιανοί, όχι χωρίς επιτυχία, δίδαξαν την πίστη τους μεταξύ των Τούρκων νομάδων. Τούρκοι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών από τη μάχη τουBlarathon[17] το 591, είχαν στα μέτωπά τους τατουάζ με το σχήμα του σταυρού. Οι ίδιοι  διηγήθηκαν ότι τους ζωγράφισαν μετά από τη συμβουλή Χριστιανών, που ζούσαν μαζί τους, ώστε να αποφύγουν τον λοιμό. Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ασφαλώς την εκτενή διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ των Τούρκων του 6ου αι., αλλά μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε την σίγουρη ύπαρξη Χριστιανών στην στέπα. 
Το 635, ο Νεστοριανισμός διείσδυσε και στην Κίνα, όπου η αποδοχή του από την ηγεσία της χώρας ήταν ιδιαίτερα ευμενής. Οι πρώτοι αυτοκράτορες της δυναστείας των Τανγκ[18], Gaozu (566-635) και Taizong (598-649), προστάτευσαν τους Χριστιανούς και τους επέτρεψαν να οικοδομήσουν τις εκκλησίες τους. Την εποχή του σφετερισμού του θρόνου από την αυτοκράτειρα Wu Zetian (624-705), η οποία συνδεόταν με τους Βουδιστές, οι Χριστιανοί εδιώχθησαν. Η σφετερίστρια, όμως, σύντομα απώλεσε την εξουσία. Το 714, με διάταγμά του ο αυτοκράτωρ Xuanzong (685-762) απαγόρευσε τον Βουδισμό στην αυτοκρατορική επικράτεια και το 745 επέτρεψε και πάλι την διδασκαλία του Χριστιανισμού.
Την εποχή αυτή ο Νεστοριανισμός ξεκινά να διαδίδεται και στην Ντζουγκαρία[19], η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορίας των Τανγκ. Εκεί αποκτά οπαδούς μεταξύ των νομάδων, κατά κύριο λόγο στους Μπασμίλ[20], αλλά για καιρό ακόμη οι επιτυχίες του θα παρέμεναν ισχνές.


Ο Μανιχαϊσμός επίσημη θρησκεία του κράτους των Ουιγούρων

Όσο η επικράτεια του τουρκικού Χανάτου κάλυπτε την κεντροασιατική στέπα και οι Χάνοι κρατούσαν στα χέρια τους την Επταποταμία[21], δεν είχε δημιουργηθεί στους νομάδες η αναγκαιότητα για αναθεώρηση των θρησκευτικών τους αντιλήψεων. Ο σοφός Tonyukuk[22] παρεμπόδισε την προπαγάνδα του Βουδισμού, με το επιχείρημα ότι η διδασκαλία του Βούδα κάνει τους ανθρώπους αδύναμους και φιλάνθρωπους. Και ο Χάνος Suluk[23] απήντησε στον απεσταλμένο του χαλίφη Χισάμ[24] (724-743), που του πρότεινε να ενστερνισθεί το Ισλάμ: «μεταξύ των πολεμιστών μας δεν υπάρχουν κουρείς, σιδεράδες και ράφτες· αν αυτοί γίνουν μουσουλμάνοι και ακολουθούν τις γραφές του Ισλάμ, τότε πώς θα αποκτούν τα μέσα προς το ζην;». Στους πολεμοχαρείς κατοίκους της στέπας οι αρχές μιας αστικής κωδικοποιημένης θρησκείας ήταν ακόμη ξένες.
Μόλις, όμως, κατέρρευσαν και τα δύο Χανάτα (744-745), η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Οι παλαιές δοξασίες -η λατρεία του Ουρανού, της Γης και των πνευμάτων των προγόνων- διασύρθηκαν και οι οπαδοί τους εξοντώθηκαν. Οι νικητές Ουιγούροι αφομοίωσαν εύκολα τις νέες ιδέες, φερμένες κυρίως από το Ιράν. Το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα υπήρξε μια κομβική εποχή για τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψης των κεντροασιατών νομάδων. Οι σκληρές έριδες μεταξύ των γενών διέλυσαν το τουρκικό Χανάτο, αλλά ένας ανελέητος εμφύλιος πόλεμος στην Ουιγουρία τελείωσε με τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους. Στην εξέλιξη αυτή το δογματικό ζήτημα έπαιξε κυρίαρχο ρόλο. Το ιστορικό αυτού του εμφυλίου πολέμου, που από το 747 σπάραζε την Ουιγουρία[25], είναι καταγεγραμμένο στην «επιγραφή του Bayanchur». Ο Χάνος Bayanchur[26] ήταν αναγκασμένος να «κερδίσει» την ίδια του την χώρα, καθώς εναντίον του ήταν σχεδόν οι πάντες: ο λαός του, οι μάγοι και οι γειτονικές φυλές Τάταροι και Χιτάνι[27] στην ανατολή, Τσίκι[28] και Κιργίζιοι στον βορρά, Καρλούκοι[29] και Τούρκοι στη δύση. Τους τελευταίους τους υποστήριζε κάποια ομάδα Ουιγούρων που πολεμούσε με τον χάνο και αναφέρεται στο κείμενο με τη λέξη “UchYiduk”, που μεταφράζεται «οι τρεις άγιοι». Kατά τη γνώμη μας, η λέξη σημαίνει «χριστιανική κοινότητα που τιμά την Αγία Τριάδα», καθώς στο κείμενο η τουρκική λέξη "Yiduk" είναι το αντίστοιχο της χριστιανικής έννοιας του «ιερού» ή «ενσάρκωση της θεότητας». Εάν είναι έτσι, τότε το 752 στις πεδιάδες της Ντζουγκαρίας διαδραματίστηκε η δεύτερη πράξη του πολέμου του Χριστιανισμού με τον Γνωστικισμό. Κι αυτήν την φορά, ο Χριστιανισμός ηττήθηκε.
Ο Ουιγούρος χάνος, μετά την νίκη του, ευνόησε την πλευρά των Μανιχαίων, οι οποίοι, όπως φαίνεται, τον είχαν υποστηρίξει εναντίον των Χριστιανών. Σύντομα, η Ουιγουρία μετατράπηκε σε θεοκρατικό κράτος, στο οποίο ηγεμόνευε η μανιχαϊκή κοινότητα. Στον Χάνο παραχωρήθηκε μόνον η δικαιοδοσία των στρατιωτικών υποθέσεων. Οι Μανιχαίοι, που βρέθηκαν στην εξουσία, εκδήλωσαν τέτοια έλλειψη ανοχής ώστε ήλθαν σε σύγκρουση με όλους τους γειτονικούς τους λαούς: με τους Θιβετιανούς Βουδιστές και τους οπαδούς της θρησκείας Μπον[30], με τους Σαμανιστές της Σιβηρίας, με τους Μουσουλμάνους, τους Κινέζους και, βέβαια, με τους Νεστοριανούς. Στο κείμενό μας δεν θα ασχοληθούμε με την πολιτική ιστορία της Ουιγουρίας. Σημειώνουμε, μόνον, ότι όταν το κράτος αυτό συνετρίβη από τους Κιργίζιους, το 840-847, έσβησε μαζί του και η μανιχαϊκή κοινότητα.
Οι ερημωμένες, μετά την φυγή των Ουιγούρων προς το νότο, στέπες σταδιακά γέμισαν με μογγολόφωνες φυλές. Η πολιτισμική παράδοση διεκόπη παροδικά, αλλά μόλις επανήλθε κάποια τάξη ο Νεστοριανισμός κυριολεκτικά κατέκλυσε την Κεντρική Ασία. Το 1007 βαπτίστηκαν οι Κεράιτ[31]. Περίπου την ίδια εποχή δέχθηκαν τον Χριστιανισμό οι τουρκόφωνοι Ονγκούντ[32] οι Μερκίτ[33], οι Γούζοι[34] και εν μέρει οι Ντζικίλ[35]. Στο σωζόμενο τμήμα του πληθυσμού των Ουιγούρων, που είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις Τουρφάν, Καρασάρ και Κουτς, ο Χριστιανισμός απώθησε τα υπολείμματα του Μανιχαϊσμού.
Ακόμη και μεταξύ των Καρακιτάι[36], που ήλθαν στην Επταποταμία από την νοτιο-δυτική Ματζουρία, βρέθηκαν «χριστιανικά στοιχεία», που έδωσαν αφορμή για την εμφάνιση στη μεσαιωνική Ευρώπη του μύθου για τον Ιερέα Ιωάννη[37]. Οι Καρακιτάι Γκουρ-χάνοι προστάτευσαν πράγματι τον Χριστιανισμό ακόμη και σε αυτό το κάστρο του Ισλάμ όπως το Κασγκάρ, όπου επέτρεψαν να ιδρυθεί νεστοριανή μητρόπολη (επί Πατριάρχου Ηλίε Γ΄, 1176-1190). Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο η βορειο-ανατολική Μογγολία, όπου δύο ισχυροί και πολεμοχαρείς λαοί, οι Τάταροι και οι Μογγόλοι, έμειναν εκτός της δημιουργημένης ανατολικο-χριστιανικής ενότητας.

[…]

Νέες ισορροπίες στην Ευρασία τον 13ο αιώνα

Η μετάβαση μεταξύ του 12ου και 13ου αι. δεν υπήρξε ομαλή. Ένας άγριος ιστορικός σπασμός σε Δύση και Ανατολή έβαλε σαφή οριοθέτηση μεταξύ των εποχών, και μέσα σε δύο-τρία, περίπου, χρόνια άλλαξε όλη η διάταξη δυνάμεων στην ευρασιατική ήπειρο. Αυτή η νέα οριοθέτηση εκδηλώθηκε κατά το έτος 1204.
Τον 12ο αι. η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το Παρίσι του μεσαίωνα. Ήταν φημισμένη για τα πλούτη της, αλλά στην πραγματικότητα, όπως έγραψε ο Eudes de Deuil[38] «οι θησαυροί της ξεπερνούσαν την φήμη τους». Και ο Robert de Clari[39] υποστηρίζει ότι τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πλούτου βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και το ένα τρίτο διασκορπισμένο σε όλον τον κόσμο. Και ιδού, στις 12η Απριλίου 1204 η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε με έφοδο και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.
Οι ιππότες-σταυροφόροι δικαιολογήθηκαν ότι διετέλεσαν πράξη φιλική προς τον Θεό, καθώς οι Έλληνες ήσαν σχισματικοί, αιρετικοί, χειρότεροι μάλιστα από τους Μουσουλμάνους και τους ειδωλολάτρες. Το πολιτισμικο-ιστορικό κριτήριο επικράτησε του δόγματος και ο Καθολικισμός, μη κατορθώνοντας να νικήσει το Ισλάμ, κήρυξε τον πόλεμο στην Ορθοδοξία. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος αρχικώς ήταν ενάντια σε έναν πόλεμο με Χριστιανούς και απείλησε τους σταυροφόρους με αφορισμό, το 1207 τέθηκε (ή αναγκάστηκε να τεθεί) επικεφαλής της νέας επίθεσης προς την ανατολή. Το έτος αυτό οι Καθολικοί διπλωμάτες κατόρθωσαν να κλείσουν συμφωνία με το Βούλγαρο τσάρο, γεγονός που έσωσε την Λατινική αυτοκρατορία. Τότε ο πάπας απαίτησε από την Πολωνία, το Τευτονικό Τάγμα, τη Σουηδία και την Νορβηγία να πάψουν να εξάγουν σίδηρο στο Ρους. Η πολιτική μυωπία των Ρώσων πριγκίπων επέτρεψε τη διείσδυση των Καθολικών. Το 1212, ο Λιβονός επίσκοπος Αλβέρτος έκλεισε συμμαχία με τον πρίγκιπα της πόλης Πόλοτσκ[40] ενάντια στους Εσθονούς και στη συνέχεια πάντρεψε τον αδελφό του με την κόρη του πρίγκιπα του Πσκόφ[41], έτσι ώστε μετά το 1228 προέκυψε εκεί μια φιλογερμανική ομάδα βογιάρων. Το 1231, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ πρότεινε στον Γιούρι Β΄, πρίγκιπα του Βλαδίμηρ και όλων των Ρως, να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό. Ως απάντηση, ο Γιούρι έδιωξε από τη Ρωσία τους Δομινικανούς μοναχούς. Μετά από αυτό το γεγονός, ξεκίνησε η επίθεση εναντίον του Νόβγκοροντ και του Πσκοφ, από δυνάμεις Σουηδών, Γερμανών και Λιθουανών. Το 1239, όταν οξύνθηκαν οι σχέσεις των Λατίνων με τη Βουλγαρία, ο Narjot de Toucy έκλεισε συμμαχία, δεμένη με γάμο, με έναν από τους Κουμάνους Χάνους, ώστε να πιέσει την Βουλγαρία και τη χώρα των Ρως σαν τανάλια. Ο Μαρξ έκρινε ότι «αυτή ήταν η τελευταία ανοησία των ιπποτών-σταυροφόρων» και γενικά είχε δίκαιο, αν και τον 13ο αι. οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι η κατάκτηση των περιοχών των Ρως δεν θα ήταν δυσκολότερη από την υποδούλωση της Πρωσίας. Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος που άρχισε το 1204 ήταν ένας από τους πρώτους πολέμους για την απόκτηση αποικιών και η θρησκευτική χροιά συνέπιπτε με το πνεύμα της εποχής. Αλλά στον νότο οι νίκες του Βατάτζη και στο βορρά τα κατορθώματα του Αλέξανδρου Νιέφσκι διέλυσαν όλες τις προσπάθειες των Καθολικών. Η πρώτη επίθεση της Ευρώπης εναντίον της Ανατολής απέτυχε. 

Την ίδια περίοδο, στις μογγολικές στέπες, ο Τζένγκις Χαν νίκησε και κατέκτησε δύο ισχυρά και πολιτισμένα Χανάτα: των Κεράιτ το 1203 και των Ναϊμάν[42] το 1204. Ο Τζένγκις Χαν, ωστόσο, συμπεριφέρθηκε στους ηττημένους περισσότερο ανθρωπιστικά, απ’ ότι ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας στους Έλληνες. Οι Κεράιτ και οι Ναϊμάν πλήθυναν τον μογγολικό στρατό και η Χριστιανή πριγκίπισσα Σοργκακτάνη, όταν παντρεύτηκε τον αγαπημένο γιό του Χάνου Τολούι, διατήρησε κοντά της την νεστοριανή εκκλησία με τον κλήρο και την περιουσία της. Τα παιδιά της Mongke, Κουμπλάι[43], Hulagu και Ariq Boke διαπαιδαγωγήθηκαν στο πνεύμα του σεβασμού της χριστιανικής θρησκείας, αν και σύμφωνα με την μογγολική παράδοση δεν επιτρεπόταν να βαπτιστούν. Για την Ορθοδοξία ο θρίαμβος του Νεστοριανισμού δεν συνεπαγόταν τίποτε καλό, καθώς οι νομάδες ιερείς τον 13ο αιώνα είχαν ακόμη ανάμνηση του γεγονότος ότι ο ιδρυτής της πίστης τους μαρτύρησε από τους Έλληνες.
Η ιλιγγιώδης εκστρατεία του Μπατού από την λίμνη Αράλη έως την Αδριατική έδωσε στην εξουσία των Μογγόλων όλη την Ανατολική Ευρώπη, και τότε για την Ορθοδοξία μπορεί όλα να είχαν τελειώσει. Όμως, οι περιστάσεις συνέβησαν έτσι ώστε τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Κατά την εκστρατεία του ο Μπατού ήλθε σε ρήξη με τα ξαδέλφια του Γκουγιούκ, γιό του μεγαλύτερου χάνου Ogedei, και Μπούρι, γιό του μεγάλου φύλακα του Yashi (Αρχιδικαστή, θα λέγαμε σήμερα) Ντζαγκατάγια. Οι δύο πατέρες έμειναν στο πλευρό του Μπατού και τα παιδιά τους έπεσαν σε δυσμένεια. Όταν, όμως, πέθανε ο Ogedei, το 1241, και η εξουσία πέρασε στα χέρια της μητέρας του Γκουγιούκ, Τουρακίν, οι φρουρές του Γκουγιούκ και του Μπούρι ανακλήθηκαν πίσω, και ο Μπατού βρέθηκε κυρίαρχος μιας τεράστιας χώρας, διαθέτοντας συνολικά 4.000 πιστούς πολεμιστές και εντελώς επιφανειακές σχέσεις με την κεντρική κυβέρνηση. Για βίαιη συγκράτηση των κατακτημένων εδαφών δεν μπορούσε να γίνει ούτε λόγος, ενώ η επιστροφή στην Μογγολία σήμαινε λίγο-πολύ βίαιο θάνατο. Έτσι, ο Μπατού, άνθρωπος έξυπνος και οξυδερκής, άρχισε ένα πολιτικό παιχνίδι με τους υπηκόους του, ιδιαιτέρως με τους Ρώσους πρίγκιπες Γιαροσλάβ Βσεβολόβιτς και τον γιό του Αλέξανδρο, στους οποίους επέτρεψε να μη πληρώνουν πλέον φόρο.   
Την ίδια ώρα εναντίον του Γκουγιούκ κινήθηκαν οι βετεράνοι, συνοδοιπόροι του παππού του, και οι Νεστοριανοί που ήσαν μαζί με τα παιδιά του Τουλούι. Έτσι αν και το 1246 ο Γκουγιούκ ανακηρύχθηκε Μεγάλος χάνος, ήταν εντούτοις πολύ αδύναμος. Προσπάθησε, λοιπόν, να βρει στήριγμα εκεί όπου επεδίωκε να βρει και ο εχθρός του, ο Μπατού, -μεταξύ, δηλαδή, του ορθόδοξου πληθυσμού των κατακτημένων χωρών. Προσκάλεσε κοντά του «ιερωμένους από την Σσάμα (Συρία), Ρούμα (Βυζάντιο), Όσοβ (στη Λευκορωσία) και Ρως και εξήγγειλε σχέδιο προσαρμοσμένο στους Ορθόδοξους –εκστρατεία, δηλαδή, εναντίον της καθολικής Ευρώπης. Αλλά ο Γκουγιούκ δεν τα κατάφερε. Προσκεκλημένος για συνομιλίες ο πρίγκιπας Γιαροσλάβ δηλητηριάστηκε από την Τουρακίν, γυναίκα ανόητη και δεσποτική, που απλά δεν καταλάβαινε τι έκανε. Πίστεψε την καταγγελία της βογιαρίνας Φιοντόρα Γιαρουνόβιτς, μέλος της συνοδείας του πρίγκιπα, η οποία δολοπλοκούσε εναντίον του για προσωπικούς λόγους. Μετά από αυτό, η συμπάθεια των παιδιών του νεκρού πρίγκιπα μεταφέρθηκε πλέον προς στην πλευρά του Μπατού, και ο τελευταίος εξασφάλισε τα δικά του μετόπισθεν αλλά και στρατιωτική βοήθεια, χάριν της οποίας μπόρεσε να προχωρήσει σε εκστρατεία εναντίον του Μεγάλου χάνου. Ο Γκουγιούκ απέτυχε επίσης να προσεταιρισθεί τους Νεστοριανούς, ενώ στις αρχές του 1248, πέθανε αιφνιδίως, ίσως από δηλητηρίαση. Ο Μπατού, έχοντας υπεροχή δυνάμεων, ανέβασε στον θρόνο τον γιό του Τουλούι Mongke, που ήταν αρχηγός του νεστοριανού κόμματος, και το 1251 οι υπερασπιστές του Γκουγιούκ εκτελέστηκαν.
Αμέσως, άλλαξε η εξωτερική πολιτική της μογγολικής ομοσπονδίας. Η επίθεση στην καθολική Ευρώπη ακυρώθηκε και στη θέση της ξεκίνησε η «κίτρινη σταυροφορία» που είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της Βαγδάτης (1258).[44] Ο Μπατού ως ηγέτης, στην πραγματικότητα, της αυτοκρατορίας, ενίσχυσε την θέση του, απέκτησε νέους υπηκόους και δημιούργησε συνθήκες για μετατροπή της Χρυσής Ορδής σε ανεξάρτητο χανάτο, κάτι που συνέβη μετά τον θάνατο του Moengke, όταν νέο κύμα ταραχών κατακερμάτισε την αυτοκρατορία των απογόνων του Τζέγκινς Χαν. Ο Νεστοριανισμός, συνδεόμενος με τους πρίγκιπες της γραμμής Τουλούι, βρέθηκε έξω από τα όρια της Χρυσής Ορδής. 
Μετά από την κατάκτηση των Ρως από τον Μπατού και τις φιλονικίες του με τον διάδοχο του θρόνου, και στη συνέχεια με τον Μεγάλο χάνο Γκουγιούκ (1241), τις ρωσικές υποθέσεις τις διαχειριζόταν ο γιός του Μπατού, Σαρτάκ. Οι χριστιανικές συμπάθειες του Σαρτάκ ήσαν ευρέως γνωστές και μάλιστα υπάρχουν στοιχεία ότι είχε βαπτισθεί, εννοείται σύμφωνα με το τυπικό του Νεστοριανισμού. Όμως τους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους ο Σαρτάκ δεν τους αντιμετώπισε με εύνοια, κάνοντας εξαίρεση μόνον για τον προσωπικό του φίλο Αλέξανδρο Γιαροσλάβ Νιέφσκι. 
[…]


Συμπεράσματα

Μήπως η υπόθεσή μας δεν είναι ορθή και δεν υφίσταται σχέση μεταξύ των προαναφερόμενων γεγονότων; Ας δοκιμάσουμε να εξετάσουμε τα συμπεράσματά μας. 
1.      Στα μέσα του 8ου αι. είναι γνωστό ότι:
α. στην Ουιγουρία έγινε εμφύλιος πόλεμος.
β. μετά τη νίκη του Bayanchur στην εξουσία ήλθε η κοινότητα των Μανιχαίων.
γ. οι Νεστοριανοί αυτήν την εποχή εξαπλώθηκαν από το Ιράν έως την Κίνα, κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού.
δ. μετά τη πτώση της μανιχαϊκής Ουιγουρίας, οι Νεστοριανοί προσηλύτισαν στην πίστη τους σχεδόν όλους τους κεντροασιάτες νομάδες μέχρι τα σύνορα της τάιγκα.
Είναι λοιπόν δυνατόν να μην συμμετείχαν στον πόλεμο που διεξήχθη τα έτη 747-761, όπου κρίθηκε ποια πίστη θα επικρατούσε; Και ήταν δυνατόν να μην υπερασπίσουν τους εαυτούς τους από τους ορκισμένους εχθρούς τους, τους Μανιχαίους;
Στην ιστορία της δημιουργίας του χανάτου των Ουιγούρων, όπως έχει γραφεί στην επιγραφή του Bayanchur, δεν υπάρχει ούτε το σύνθημα ούτε το πρόγραμμα αυτών των Ουιγούρων, οι οποίοι τρεις φορές ξεσηκώθηκαν εναντίον του χάνου. Συμπληρώνουμε το ιστορικό κενό μόνον υποθετικά για την ύπαρξη αντι-μανιχαϊκής ομάδας στη στέπα, αυτήν την περίοδο. Κι αυτό διότι ούτε οι Μουσουλμάνοι, ούτε οι Βουδιστές δεν είχαν συμμετοχή στα γεγονότα, άρα μένουν μόνο οι Νεστοριανοί, και τα επιχειρήματα που πιο πάνω παρουσιάσαμε, όσο φειδωλά και αν είναι, επιβεβαιώνουν την δική μας διάταξη των γεγονότων. Ευθείες ενδείξεις από πηγές δεν έχουμε, αλλά, όμως, από τον 8ο αι. μας έφθασαν τόσο λίγες γραπτές μαρτυρίες στην Κεντρική Ασία ώστε με αυτές ουδείς δεν κατάφερε, έως σήμερα, να συντάξει έναν συνεκτικό χάρτη των συμβάντων.   
     2. Στα μέσα του 12ου αι., η Δυτική Ευρώπη, αναμφίβολα, γνώριζε για την ύπαρξη των κεντροασιατικών Νεστοριανών, αλλά οι μαρτυρίες διαρρέονταν μόνο μέσω του Βυζαντίου και τη χώρα των Ρως. Να δεχθούμε ότι οι Ρωσοι δεν γνώριζαν τίποτε για τους Νεστοριανούς δεν επιτρέπεται. Και εάν γνώριζαν τότε σχετίζονταν με κάποιο τρόπο μαζί τους και αυτό θα έπρεπε να έβρισκε αντανάκλαση στην ιστορία του πολιτισμού του αρχαίου Ρως, έστω και στο ελάχιστο βαθμό.
    3. Όλοι οι Καθολικοί και οι Μουσουλμάνοι συγγραφείς, μιλώντας για την μογγολική αυτοκρατορία του 13ου αι., σημειώνουν:
α. την πολλή μεγάλη δραστηριότητα της νεστοριανής εκκλησίας.
β. την ύπαρξη στην έδρα του χάνου αυξημένου αριθμού Ρώσων.
Άραγε μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ο Γιαροσλάβος Βσεβολόντοβιτς και ο Αλέξανδρος Γιαροσλάβιτς Νιέφσκι, την ώρα που έψαχναν τρόπους σωτηρίας της ρωσικής γης από τους Μογγόλους και τους Γερμανούς αγνοούσαν αυτό το γεγονός;
Και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Ρώσοι μοναχοί που μετέφραζαν από τα ελληνικά ολόκληρες βιβλιοθήκες ξέχασαν τις αποφάσεις των συνόδων της Εφέσου, της Χαλκηδόνος και της Κωνσταντινούπολης;
Και βέβαια όχι! Συνεπώς, πρέπει να ψάξουμε, ας είναι και εκτός κειμένων, και στους υπαινιγμούς και τους συνδυασμούς των γεγονότων, αυτό το ελατήριο που ανέστρεψε την πορεία των γεγονότων στην Ανατολική Ευρώπη, απέσπασε την Χρυσή Ορδή από το Μογγολική Ομοσπονδία και έσωσε τα μισά ρωσικά εδάφη από την καθολική επίθεση στην Ανατολή.  

Και τώρα, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε στο πρώτο και βασικό ερώτημα που θέσαμε εξαρχής: μπορεί να υφίσταται το προτεινόμενο σύστημα ταξινόμησης της ιστορίας του πολιτισμού; Μπορούμε, δηλαδή, να εξετάζουμε τον κεντρο-ασιατικό Χριστιανισμό ως συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού, εκτός των συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Βεβαίως, οι νομάδες Μπασμίλ, οι Κεράιτ και οι Ναϊμάν ελάχιστα ομοίαζαν στους πατρικίους της Κωνσταντινουπόλεως και οι στέπες της Ντζουγκαρίας δεν είχαν καμία ασφαλώς ομοιότητα με τους κήπους της Θράκης και της Πελοποννήσου. Αυτό είναι σαφές, αλλά η ομοιότητα, και τούτο είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία, εμφανίστηκε στις ιστορικές συγκρούσεις, στη διάταξη των δυνάμεων, στη φύση των διαφωνιών και στη τήρηση των παραδόσεων. Η σημασία των ιστορικο-πολιτισμικών αποχρώσεων για την κατανόηση της ιστορικής διαδικασίας είναι τεράστια. Ακριβώς, λόγω αυτών των αποχρώσεων είναι δυνατό να αποκατασταθεί η ζώσα πραγματικότητα πληρέστερα και ακριβέστερα απ’ ότι με τα νεκρά μνημεία του υλικού πολιτισμού.
Οι συζητήσεις των σπουδαστών του Αντιόχειου Saturnilus[45] με τους συγχρόνους του φιλοσόφους Ιουστίνο[46] και Ειρηναίο της Λυών[47] βρήκαν τη συνέχειά τους στις ερήμους της Ντζουγκαρίας  και στις στέπες της Μογγολίας. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η διαφωνία αυτή δεν λύθηκε με την λεπτή διαλεκτική, αλλά με τη μακριά λόγχη και το αιχμηρό σπαθί.
Η τραγωδία, η πρώτη πράξη της οποίας παίχτηκε στην Έφεσο, συνεχίστηκε στις μάχες στις όχθες της Kalka[48] και στις  πολυτελείς γιούρτες της Σοργκακτάνη, συζύγου του χάνου, και του διαδόχου Σαρτάκ… Ο επίλογος βρίσκεται εκτός των χρονολογικών ορίων της διήγησής μας και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς έρευνας (εννοούμε την καταστροφή της νεστοριανής εκκλησίας, το δεύτερο μισό του 13ου αι., που συνέβη με την συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Κίνας Μόντε Κορβίνο[49]).
Παντού συναντούμε συνδυασμούς γεγονότων, που παραπέμπουν στις αρχικές μας υποθέσεις, και αυτό καθιστά πιθανό να συλλάβουμε στα ποικίλα γεγονότα το γενικό και μας επιτρέπει να δούμε σε αυτά το όλον, το οποίο έχουμε κάθε δικαίωμα να ονομάσουμε βυζαντινό πολιτισμό.[50]


*Το κείμενο με τον τίτλο «Ο Νεστοριανισμός και το Αρχαίο Ρως» αναγνώστηκε στο τμήμα εθνογραφίας της Πανενωσιακής Γεωγραφικής Εταιρείας στις 15.10.1964. Δημοσιεύθηκε στο «ΠΓΕ -Αναφορές του Τμήματος Εθνογραφίας», 1967, τεύχος 5-24.
Εδώ αποδώσαμε στα ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, παραλείποντας το τμήμα αυτό που πραγματεύεται τη γνώση ή μη των Ρώσων για τους Νεστοριανούς, μέσα από κάποια γραπτή μαρτυρία.
Ο τίτλος που επιλέξαμε ταιριάζει, πιστεύουμε, περισσότερο με το περιεχόμενο του κειμένου που δημοσιεύουμε στα ελληνικά από τον πρωτότυπο. 
Όλες οι ερμηνευτικές και επεξηγηματικές υποσημειώσεις είναι δικές μας για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου, που είναι πυκνό από γεωγραφικές περιοχές, ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα ελάχιστα οικεία στον αναγνώστη. Στη διευκόλυνση της ανάγνωσης στοχεύουν και τα υποκεφάλαια στα οποία διαιρέσαμε το κείμενο.

Σωτήρης Δημόπουλος





[1] Edward Gibbon (1737-1794), Άγγλος ιστορικός και πολιτικός. Το σπουδαιότερο έργο του «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» δημοσιεύθηκε σε έξι τόμους.
[2] Charles Le Beau (1701-1778), Γάλλος ιστορικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Έγραψε το «Histoire du Bas-Empire. Commençant à Constantin le Grand», σε 13 τόμους.
[3] Βλαδίμηρ Σεργκέεβιτς Σολοβιώφ (1853-1900), Ρώσος φιλόσοφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας. Γιός του διαπρεπούς ιστορικού Σεργκέι Σολοβιώφ. Αποτέλεσε πηγή της θρησκευτικής αναγέννησης στους κύκλους της ρωσικής διανόησης στις αρχές του 20ού αιώνα. Το κυριότερο έργο του είναι το «Ρωσία και Οικουμενική Εκκλησία».
[4] Φιοντόρ Ιβάνοβιτς Ουσπένσκυ (1845-1928), σημαντικός Ρώσος βυζαντινολόγος. Έργα του: «Νικήτας Ακομινάτος από τις Χώνες», «Η δημιουργία του δεύτερου βουλγαρικού βασιλείου», «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
[5] Πλάτων Αντρέγιεβιτς Κουλακόβσκυ (1848-1913), ιστορικός και φιλόλογος, ενεργό στέλεχος του κινήματος των πανσλαβιστών.

[6]Charles Diehl (1859-1944), Γάλλος ιστορικός. Σημαντικά έργα του: «Βυζάντιο, μεγαλείο και παρακμή», «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».

[7] Johannes Scotus Eriugena (περ. 810-877), Ιρλανδός θεολόγος, νεοπλατωνικός φιλόσοφος και ποιητής. Μια τις σημαντικότερες μορφές του Μεσαίωνα, θεωρείται ως ένας από τους πρώτους εκπρόσωπους του σχολαστικισμού. Ο Εριγένης μετέφρασε και σχολίασε στα λατινικά τα έργα των ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Μάξιμου Ομολογητή και Γρηγορίου Νύσση. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το «De Divisione Naturae».
[8] Νείλος Σόρσκι (1433-1508), Άγιος της ρωσικής εκκλησίας, μοναχός στη μονή Κυριλλο-Μπελόζερο. Ο Νείλος μετά τους Αγίους Τόπους και την Κωνσταντινούπολη παρέμεινε στο Άγιο Όρος. Με την επιστροφή του στη Ρωσία συμμετέχει στις δύο σημαντικότερες διαμάχες της εποχής απέναντι στους «ιουδαΐζοντες» και στο κίνημα των Ακτημόνων (ρωσ. nestyazhateli) που μάχεται ενάντια στο δικαίωμα γαιοκτησίας από τα μοναστήρια.  
[9] Λίμνη Tana, η μεγαλύτερη λίμνη της Αιθιοπίας, απ’ όπου πηγάζει ο Γαλάζιος Νείλος. Στα 37 νησάκια της υπάρχουν πάμπολλα, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, μοναστήρια αλλά και εκκλησίες, θεμελιωμένα  από τον 13ο αιώνα και μετά.
[10] Το 451 συνεκλήθη στη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας η Δ΄Οικουμενική Σύνοδος, με στόχο την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού, κλείνοντας μια μακρά περίοδο ταραχών στους κόλπους της εκκλησίας.
[11] Jundi-Shapur, πνευματικό κέντρο της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Βρισκόταν στη σημερινή επαρχία του Χουζεστάν, στο νοτιο-δυτικό Ιράν. Στην Ακαδημία του (από το 271) διδάσκονταν Ιατρική, Φιλοσοφία, Θεολογία.
[12] Υπερωξανία, αρχαία ονομασία για την περιοχή που περιλαμβάνει το σημερινό Ουζμπεκιστά, Τατζικιστάν και το νοτιοδυτικό Καζαχστάν, μεταξύ των ποταμών Αμού Ντάρια (Ώξος) και Σιρ Ντάρια (Ιαξάρτης). 
[13] Ο Μεγάλος Ζαμπ και ο Μικρός Ζαμπ είναι παραπόταμοι του Τίγρη. Στην περιοχή του Ζαμπ, πλησίον της Μοσούλης, διαβιώνει έως σήμερα νεστοριανή κοινότητα.
[14]Έδεσσα, σήμερα Ούρφα, στη νότια Τουρκία, μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μεσοποταμίας. 
-
[15] Nusaybin, πόλη της επαρχίας Μαρντίν της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας, στα σύνορα με τη Συρία.
[16] Κτησιφών, πόλη που θεμελιώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στην περιοχή της αρχαίας Βαβυλωνίας. Υπήρξε λαμπρή πρωτεύουσα τόσο της παρθικής δυναστείας των Αρσακιδών όσο και της περσικής των Σασσανιδών.
[17] Η μάχη του Blarathon έλαβε χώρα το 591, κοντά στο Ganzak, μεταξύ ενός βυζαντινο-περσικού εκστρατευτικού σώματος και του περσικού στρατού, που είχε επικεφαλής τον σφετεριστή του θρόνου Bahram Chobin.
[18] Δυναστεία των Tang (618-907). 
[19] Dzungaria, γεωγραφική περιοχή βορειοδυτικά της Κίνας, που σήμερα καλύπτει την επαρχία Ξινγιάνγκ, τη δυτική Μογγολία και το ανατολικό Καζακστάν 
[20] Basmyls, Τούρκοι νομάδες στο ανατολικό τουρκικό χανάτο.
[21] Επταποταμία, περιοχή της κεντρικης Ασίας, μεταξύ της λίμνης Μπαλχάς, βορείως, και την οροσειρά του Τιέν-Σιάν στα νότια, όπου ρέουν επτά μεγάλοι ποταμοί.
[22] Tonyukyk (περ.646-726), υπηρέτησε την αυτοκρατορία των Τανγκ, αλλά μετά έλαβε μέρος στην επανάσταση των Ουράνιων Τούρκων κατά της αυτοκρατορίας. Αντιτάχθηκε στην διείσδυση του βουδισμού και του ταϊσμού στους Τούρκους.
[23] Ο Suluk, έγινε Χάνος το 717 και διακρίθηκε σε πολέμους απόκρουσης των Αράβων, στη περιοχή της Υπερωξανίας 
[24] Ο Hisham ibn Abd al-Malik (691-743), 10ος Χαλίφης της δυναστείας των Οϋμεαδών. 
[25] Η σημερινή κινεζική επαρχία Ξινγιάνγκ, που παλαιότερα ονομαζόταν Ανατολικό Τουρκεστάν. 
[26]Ο Bayanchur διαδέχθηκε τον πατέρα του Guli Peilo που είχε ηγηθεί της εξέγερσης εναντίον των Ουράνιων Τούρκων, και αφού τους εξόντωσε δημιούργησε το 744 το Χανάτο των Ουιγούρων.
[27]Χιτάνι, αρχαίος μογγολικός λαός, πρωτοεμφανιστηκε στη Μαντζουρία τον 4ο αι. μ.Χ.Τον 10ο αι. κατέκτησε τμήμα της βόρειας Κίνας, και από το 907 έως το 1125 δημιούργησε ένα εκτεταμένο κράτος υπό τη δυναστεί των Λιάο.
[28] Chiki, φυλή που έχει εξαφανισθεί και διαβιούσε στη σημερινή περιοχή της ρωσικής Δημοκρατίας της Τούβα.
[29] Karluk, λαός της Κεντρικής Ασίας που το 960 ασπάστηκε το Ισλάμ. Στη περίφημη μάχη του Τάλας (751), μεταξύ των Κινέζων και του αραβικού χαλιφάτου, έκριναν την έκβασή της συμμαχώντας με τους Άραβες. 
[30]Bon, θρησκευτική λατρεία στο Θιβέτ και στο Νεπάλ, με σαμανιστικά και ανιμιστικά στοιχεία.
[31] Kerait, ισχυρός μογγολικός λαός. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό ώστε στη Δύση πίστευαν πως η επικράτειά τους ήταν το μυθικό χριστιανικό κράτους του Ιερέα Ιωάννη, που ταυτιζόταν με τον ηγέτη τους Τογκρούλ. Η χριστιανή πριγκίπισσα Σοργκακτάνη, νύφη του Τζένγκις Χαν, μητέρα τριών μεγάλων Χάνων, (Κουμπλάι, Μανγκού και Χουλεγκού), ήταν Χριστιανή Κεράιτ.
[32] Ongud, μογγολική φυλή, που διαβιούσε στην περιοχή Όρντος.
[33] Merkit, ήταν μία από τις πέντε μεγάλες φυλές της μογγολικής συνομοσπονδίας κατά τον 12ο αι. Διαβιούσε μεταξύ των ποταμών Σέλενγκε και Όρχον, βορείως της σημερινής Μογγολίας.
[34] Ghuzz, τουρκικά φύλα της Κ.Ασίας.
[35] Dzikil, τουρκική φυλή
[36] Qara-Khitai, λαός μογγολικής καταγωγής που σινοποιήθηκε, και τα μέλη του ήταν Βουδιστές και Νεστοριανοί. Οι Καρακιτάι δημιούργησαν μια μεγάλη αυτοκρατορία, το Μέγα Λιάο, στην Κ. Ασία, ενώ ο αρχηγός τους πήρε το τίτλο Γκουρ-Χαν (Παγκόσμιος Χάνος). Το κράτος τους καταλύθηκε από τους Μογγόλους το 1218. 
[37] Prester John, μυθικός ηγέτης φανταστικού χριστιανικού κράτους της Κεντρικής Ασίας. Επινοήθηκε από ένα παράξενο γράμμα ενός Ιερέα Ιωάννη "βασιλέα των τριών Ινδιών και όλων των περιοχών, από το πύργο της Βαβέλ μέχρι και τον τόπο ταφής του Αποστόλου Θωμά", που απευθυνόταν προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄και τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄. Ο μύθος του Ιερέα Ιωάννη διαδόθηκε στα μισά του 12ου αι. από τις όχθες του ποταμού Χουάνγκ Χο έως τον Ατλαντικό Ωκεανό, σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές και επιβίωσε για τέσσερις αιώνες. Ο Γκουμιλιώφ στο βιβλίο του "Αναζητώντας το μυθικό βασίλειο" υποστηρίζει ότι ο μύθος για το βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη επινοήθηκε από τα τάγματα των Ιπποτών του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, με σκοπό να κατευθύνουν τη δεύτερη σταυροφορία στη Μεσοποταμία, όπου υποτίθεται ότι θα έβρισκαν στήριξη από έναν ισχυρό σύμμαχο.
[38] Eudes de Deuil (1110-1162), μοναχός που έλαβε μέρος στη δεύτερη σταυροφορία, ως ιερέας του Λουδοβίκου VII. Έγραψε το βιβλίο "De profectione Ludovici VII in Orientem", στο οποίο περιγράφει το ιστορικό της σταυροφορίας, και βάλει κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Μανουήλ Κομνηνού.
[39] Robert de Clari, ιππότης από την Πικαρδία, που συμμετείχε στη τέταρτη σταυροφορία, με τον κύριό του Πέτρο της Αμιένης. Έγραψε ένα χρονικό των γεγονότων, το οποίο έχει ιδιαίτερη αξία καθώς αντανακλά τη ματιά των κατώτερων στην ιεραρχία σταυροφόρων.
[40] Polotsk, από τις αρχαιότερες πόλεις των ανατολικών Σλάβων, που βρίσκεται στη βόρεια Λευκορωσία, και η οποία ήκμασε από τον 10ο έως τον 12ο αι.
[41] Pskov, μια από τις αρχαιότερες ρωσικές πόλεις, κοντά στα ρωσο-εσθονικά σύνορα.
[42] Οι Ναϊμάν, εκμογγολισθέντες Τούρκοι, ήσαν Νεστοριανοί με ισχυρές ακόμη τις επιρροές του σαμανισμού. Τους νίκησε και τους απορρόφησε ο Τσέγκινς Χαν.
[43] Κουμπλάι Χαν (1215-1294), αυτοκράτωρ της Κίνας, και μετά το θάνατο του αδελφού του Moengke παίρνει τη θέση του ως Μεγάλος Χάνος των Μογγόλων. 
[44] Εννοεί την εκστρατεία του χάνου Χουλαγκού, εναντίον του Ισλάμ. Η εκστρατεία άρχισε το 1253, και ο μογγολικός στρατός κατέλυσε την κυριαρχία των Μουσουλμάνων ηγεμόνων από τον ποταμό Αμού Ντάρια μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα χριστιανικά βασίλεια της Γεωργίας, της Μικρής Αρμενίας στην Κιλικία και της Αντιοχείας αναγνώρισαν αμέσως την εξουσία του νέου χάνου, και αυτός δεν τα πείραξε, ενώ έκλεισε συμφωνία με τον αυτοκράτορα της Νικαίας. Άλλωστε, ο Χουλαγκού, αν και υποστήριζε το Βουδισμό, ευνόησε και τον Χριστιανισμό και η γυναίκα του Ντοκούζ-χατούν ήταν Νεστοριανή, όπως και μητέρα του. Το 1260, ο μογγολικός στρατός βρέθηκε στη Γάζα της Παλιστίνης πολεμώντας τους Μουσουλμάνους, όταν ο Χουλαγκού αναχώρησε εσπευσμένα επειδή πέθανε ο Moengke και επέστρεψε στο Ιράν. Στην Παλαιστίνη παρέμεινε ένα μικρό τμήμα του στρατού του με επικεφαλής έναν Νεστοριανό, ο οποίος ηττάται από τους Μαμελούκους. Κατόπιν τούτου, οι δυτικοί σταυροφόροι θα περιοριστούν μόνον στη Τρίπολη και στην Άκκρα μέχρι το 1291, όταν και ο τελευταίος απ΄ αυτούς θα αναχωρήσει από τους Αγίους Τόπους. Ο Χουλαγκού ανακηρύχθηκε Ιλχάν του Ιράν και ίδρυσε δυναστεία που ηγεμόνευσε έως το 1353. Οι απόγονοί του ασπάστηκαν το Ισλάμ και έκλεισαν συμφωνία με τους Μαμελούκους.
[45]Saturnilus (-περ. 124), Σύριος Γνωστικός από την Αντιόχεια. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο δίδασκε πως ο κόσμος και η ανθρωπότητα δημιουργήθηκαν από επτά αγγέλους και ότι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την εικόνα της ανώτερης δύναμης, η οποία έδωσε τη σπίθα ζωής. 
[46]. Ιουστίνος ο Μάρτυς ή Φιλόσοφος (περ. 100-περ.165), Χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής, γεννημένος στην Παλαιστίνη. Η περί Λόγου Χριστολογία του συνιστούν τα πρώτα βήματα προ τη Τριαδική θεολογία.
-
[47] Ειρηναίος της Λυών (2ος αι.-αρχές 3ου), Χριστιανός επίσκοπος από τη Σμύρνη, μαθητής του Πολυκάρπου, που ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Με τα γραπτά του αντιπαρατέθηκε στον Γνωστικισμό και τους ηγέτες του Μαρκίωνα και Βαλεντίνο.
[48] Kalka (Kalchyk), παραπόταμος του ποταμού Καλμίους, στην περιοχή Ντονιέτσκ της νοτιο-ανατολικής Ουκρανίας, όπου  στις 31 Μαΐου 1223 έλαβε χώρα η πρώτη μεγάλη μάχη των ρωσικών πριγκιπάτων, σε συμμαχία με τους Κουμάνους, εναντίον των Μογγόλων, στην οποία οι τελευταίοι επικράτησαν. 
[49] Fra Giovanni da Montecorvino (1246-1328), Φραγκισκανός ιεραπόστολος, καταγόμενος από την νότιο Ιταλία. Εμφανίζεται στην ιστορία το 1272, ως μεταφορέας του μηνύματος του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου προς τον πάπα Γρηγόριο Χ για την έναρξη διαλόγου για την ένωση των εκκλησιών. Ως ιεραπόστολος βρέθηκε για πολλά χρόνια στην αυλή των Ιλχάν της Περσίας, Το 1289, ο πάπας Νικόλαος IV έστειλε τον Μοντεκαρβίνο στην Κίνα στον Κουμπλάι-Χαν –την ίδια εποχή που βρισκόταν εκεί και ο Μάρκο Πόλο- για να τον μεταστρέψει στον Χριστιανισμό. Παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος αυτοκράτωρ είχε πεθάνει, ο φραγκισκανός έμεινε, έκτισε καθολικές εκκλησίες και μετέφρασε στα κινεζικά την Καινή Διαθήκη. Η αποστολή του είχε ανέλπιστη επιτυχία, νεαροί Κινέζοι μάθαιναν ελληνικά και λατινικά, και κατά χιλιάδες προσχωρούσαν στον καθολικισμό. Ο πάπας έστειλε επισκόπους στο Πεκίνο για να ανακηρύξουν τον Μοντεκορβίνο σε Αρχιεπίσκοπο. Μετά τον θάνατό του η καθολική εκκλησία θα επιβιώσει για ακόμη σαράντα χρόνια, μέχρι την εξέγερση των «κόκκινων τουρμπανιών», ένα κίνημα που ήταν κατά των ξένων επιρροών.
[50] Η επέκταση του καθολικισμού και στην Κεντρική Ασία –ιδρύθηκε καθολική επαρχία στη Σαμαρκάνδη- περιόρισε τον Νεστοριανισμό, ενώ ο Ταμερλάνος εδίωξε ανηλεώς τους Νεστοριανούς. Επιπλέον, η ενίσχυση του Βουδισμού και του Ισλάμ, απέκλεισε τις χριστιανικές κοινότητες της Κεντρικής Ασίας και της Άπω Ανατολής από τους Χριστιανούς της Δύσης, οδηγώντας τους έτσι στη σταδιακή εξαφάνιση. Μας άφησαν μόνον το αλφάβητό τους, συριακής προέλευσης, που μεταφέρθηκε από τους Ουιγούρους στους Μογγόλους και τους Ματζούριους. Τον 16ο αιώνα η νεστοριανή εκκλησία διασπάστηκε Ένα μέρος της ενώθηκε με την καθολική εκκλησία και ακολούθησε το καθολικό-χαλδαϊκό τυπικό. Στην Ινδία οι Νεστοριανοί έγιναν Καθολικοί μαλαμπαρινού τύπου ή Ιακωβίτες. Οι τελευταίοι Νεστοριανοί ζούσαν στα βουνά του Κουρδιστάν και μιλούσαν μια αραμαϊκή διάλεκτο. Από τον 19ο αιώνα ονομάστηκαν Ασσύριοι. 





Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Lev Nikolaevich Gumilev

Ο Λέων Νικολάγιεβιτς Γκουμιλιώφ γεννήθηκε το 1912 στο Τσάρσκοε Σελό, έξω από την Αγία Πετρούπολη. Ο πατέρας του ήταν ο διάσημος ποιητής Νικολάι Γκουμιλιώφ, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους μπολσεβίκους το 1921. Η μητέρα του ήταν η επίσης διάσημη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο το 1930 έκανε αίτησή να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο, αλλά απορρίφθηκε λόγω του πατέρα του. Τότε συμμετείχε για πρώτη φορά σε ερευνητικές αποστολές στο Παμίρ, όπου έμαθε Τατζικικά και Κιργιζικά.
Το 1934 έγινε δεχτός από το Τμήμα Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ.
Το 1935 αποβλήθηκε από τη Σχολή διότι δεν αποκάλυψε τις πολιτικές συζητήσεις που γίνονταν στην οικογένειά του. Απελευθερώθηκε από τη φυλακή μαζί με άλλους φοιτητές έπειτα από συνεχή διαβήματα της μητέρας του. Στο Πανεπιστήμιο, όμως, δεν έγινε δεκτός, και βρήκε εργασία στο Παράρτημα του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών στο Λένινγκραντ, ενώ παρακολουθούσε και τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο.
Το 1937 εγγράφεται και πάλι στο Πανεπιστήμιο αλλά το 1938 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Γκουλάγκ του Νορίλσκ. Υπό αυτές τις συνθήκες έγραψε τη διατριβή του (αργότερα δημοσιεύθηκε με τον το τίτλο «Ούνοι») σε χαρτί περιτυλίγματος.   
Το 1943, αφού έχει εκτίσει την ποινή του ζητά να καταταχθεί εθελοντικά στο στρατό. Τον δέχονται το 1944 και φθάνει από το 1ο Λευκορωσικό μέτωπο μέχρι το Βερολίνο.  Το 1945, εγγράφεται και πάλι στο Πανεπιστήμιο.
Το 1946, ο Γκουμιλιώφ αποφοιτά και συμμετέχει σε αρχαιολογικές αποστολές στην Ουκρανία, στο Αλτάι και στο Καζακζστάν. Την ίδια χρονιά, όμως, απολύεται από το Σχολή Ανατολικών Σπουδών και αποκλείεται από τις αρχαιολογικές αποστολές. Βρίσκει εργασία ως βιβλιοθηκάριος στο ψυχοθεραπευτικό νοσοκομείο του Λένινγκραντ. Χάρις στις καλές συστάσεις του νοσοκομείου κατάφερε να υποστηρίξει τη διατριβή του, σε επίπεδο Μαγίστρου, σε ηλικία 36 ετών.
Το 1948, ο Γκουμιλιώφ συλλαμβάνεται για τέταρτη φορά και καταδικάζεται σε κάθειρξη 10 χρόνων και καταναγκαστικά έργα σε γκουλάγκ, για αντεπαναστατική δράση.
Η μητέρα του Άννα Αχμάτοβα θα γράψει τότε:
Ο άντρας μου στον τάφο
Ο γιός μου στη φυλακή
Προσευχηθείτε για μένα
Απελευθερώνεται το 1956, και ξεκινά να εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στο Ερμιτάζ. Έπειτα από λίγα χρόνια υποστηρίζει τη διδακτορική διατριβή του, που θα δημοσιευθεί το 1967 με το τίτλο «Οι Αρχαίοι Τούρκοι». 
Από το 1966, και για 20 έτη, ο Γκουμιλιώφ θα διδάσκει στο τμήμα Γεωγραφίας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, το αντικείμενο της επιστήμης της Εθνολογίας, της οποίας στην ΕΣΣΔ θεωρείται «πατέρας».
Ο Γκουμιλιώφ θα δημιουργήσει δική του «σχολή» με μαθητές προερχόμενους από διάφορες επιστήμες.
Οι θεωρίες του, όμως, ήλθαν σε αντίθεση με την επίσημες απόψεις και ο Γκουμιλιώφ κατηγορήθηκε για σειρά παρεκκλίσεων: αντι-μαρξιστική στάση, γεωγραφικό ντετερμινισμό, μυστικιστικό βιολογισμό, αστικό σολιψισμό, συμπεριφορισμό, αναρχισμό κ.λπ. Κατηγορήθηκε ότι αγνοούσε τη ταξική πάλη και τις ταξικές αντιθέσεις ως κινητήριο δύναμη της ιστορίας. Επίσης, ως φιλο-δυτικός, φιλο-ασιάτης, παντουρκιστής και πανμογγολιστής, όπως επίσης ότι ακολουθούσε τυφλά τη συντηρητική χριστιανική ορθοδοξία! Γενικά, ο Γκουμιλιώφ στιγματίστηκε ως υπερασπιστής του Ευρασιασμού, ιδεολογικού ρεύματος που αναπτύχθηκε από διανοούμενους που αντιτάχθηκαν στην επανάσταση των μπολσεβίκων και έγιναν εμιγκρέδες –Ν.Σ. Τρουμπετσκόι, Γ.Β. Βερνάτσκυ, Π.Ν. Σαβίτσκυ, . Την επιρροή του από αυτή τη σχολή σκέψης την αποδεχόταν κι ο ίδιος, και υπήρξε κατά κάποιο τρόπο συνεχιστής της.
Ο Γκουμιλιώφ το 1974 υποστήριξε τη δεύτερη διδακτορική του διατριβή, αυτή τη φορά στη Γεωγραφία. Είχε τον ίδιο τίτλο με τον οποίο κυκλοφόρησε και ως βιβλίο μετά από 15 χρόνια: «Εθνογένεση και η Βιόσφαιρα». Η επιτροπή των καθηγητών χαρακτήρισε τη διατριβή ως επιστημονικό επίτευγμα και ως εκ τούτου σε υψηλότερο επίπεδο από διατριβή. Έτσι απορρίφθηκε!
Τα βιβλία του εντέλει με άνωθεν εντολή έπαψαν να δημοσιεύονται από το μεγάλο εκδοτικό οίκο «Ναούκα» και κυκλοφορούσαν σε μικρό αριθμό αντιτύπων.
Λίγο πριν τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Γκουμιλιώφ απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα και αποδοχή. Τα βιβλία του εκδίδονταν σε μεγάλο τιράζ ενώ φιλοξενήθηκε και στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Η επιρροή των ιδεών του, κυρίως σε ό,τι αφορά στη «φύση» της Ρωσίας, ως δύναμης που συνενώνει σλαβικούς, τουρκικούς και μογγολικούς λαούς, είναι ιδιαίτερα μεγάλη, έως σήμερα, και στην ελίτ της χώρας.
Το 1992, όμως, πέθανε και τάφηκε στο κοιμητήριο της Μονής Λάβρα Αλεξανδρο-Νέβσκαγια, όπου βρίσκεται και ο τάφος του Αλέξανδρου Νιέφσκυ.

Το έργο του, που ξεπερνά τις 200 επιστημονικές δημοσιεύσεις, διακρίνεται όχι μόνον από πρωτοφανή ευρυμάθεια η οποία ήταν διεπιστημονική αλλά και για την επαναστατικότητα των θεωρητικών του συλλήψεων. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η θεωρία του για την εθνογένεση, την οποία εξετάζει ως ένα καθολικό και φυσικό φαινόμενο. Ο Γκουμιλιώφ μετέφρασε πλήθος βιβλίων στα ρωσικά, ενώ έγραψε και ποίηση.


Για περισσότερα παραπέμπουμε στην ιστοσελίδα: http://gumilevica.kulichki.net/works.html

              



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου