Επανάσταση και καταστολή στην Ευρώπη το 1848 |
Παρά την περιβόητη φράση, στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»,
ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»,
στο ογκώδες έργο των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς το «εθνικό ζήτημα» δεν αναλύεται
μέσα από το ίδιο, αφοριστικό, πρίσμα. Η προσέγγισή τους ποικίλει, ανάλογα με
την κάθε φορά απόπειρα ερμηνείας των σύγχρονών τους γεγονότων. Αναντίρρητα,
ωστόσο, αυτή πάντα εξαρτάται και αξιολογείται σε σχέση με τη σταθερά της
πολιτικής τους σκέψης, την αναγκαιότητα, δηλαδή, της εργατικής επανάστασης ως ιστορικής νομοτέλειας.[1]
Εν τέλει, όμως, η έλλειψη μιας συμπαγούς θεωρίας για το έθνος και τα εθνικά
κινήματα θα επιτρέψει θεαματικές αποκλίσεις στο ζήτημα αυτό, από τους επιγόνους
του μαρξισμού. Οι τάσεις στα μαρξογενή κόμματα και ομάδες θα εκδηλωθούν με μια
πολυμορφία που απλώνεται από τους πλέον αυθεντικούς
αρνητές της όποιας πατριωτικής συνείδησης έως τον σοσιαλ-σωβινισμό αλλά και τα μαρξιστικά εθνο-απελευθερωτικά κινήματα. Για τα τελευταία, βέβαια, η επιτυχή
σύζευξη που επετεύχθη στα κινήματα της περιφέρειας, και τα οποία επηρέασαν το
παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι κατά τον 20ό αιώνα, πρέπει να αναγνωρισθεί ο
καθοριστικός ρόλος του Λένιν.
Ανιχνεύοντας
τις επιρροές που συνέτειναν στη
διατύπωση περί απάτριδος προλεταριάτου στο «Μανιφέστο», παραθέτουμε τρεις τις
οποίες θεωρούμε ως πλέον σημαντικές.
α. Η προσωπική σχέση του Μαρξ με
την εβραϊκή εθνότητα. Η αποστροφή
του ότι «η χιμαιρική εθνικότητα του εβραίου είναι η εθνικότητα του εμπόρου,
γενικά του χρηματανθρώπου»[2]
είναι αποκαλυπτική των αισθημάτων του. Ταυτοχρόνως, όμως, το μεσσιανικό του όραμα για την
κομμουνιστική κοινωνία που θα ακολουθήσει την επικείμενη επανάσταση, πηγάζει πρωτίστως
από την εβραϊκή παράδοση.[3]
β. Το κίνημα για τη γερμανική ενοποίηση, το οποίο βρισκόταν τότε στη
κορύφωσή του. Αν και οι δύο νεαροί επαναστάτες αγωνίστηκαν εναντίον των
πριγκίπων, ο Μαρξ θα καταγγείλει στη «Γερμανική
Ιδεολογία» τον εθνικισμό ως επινόηση
της αστικής τάξης με σκοπό την εμφάνιση των ταξικών της συμφερόντων ταυτόσημα με
τα συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας. Θεωρεί, ωστόσο, ότι «η
μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε μια τάξη, που σε όλα τα έθνη έχει τα ίδια
συμφέροντα και που γι’ αυτήν η εθνικότητα
έχει ήδη πεθάνει»[4].
γ. Η άμεση εμπειρία από τη τραγική θέση, που είχε περιέλθει η εργατική τάξη στα χρόνια της
βιομηχανικής επανάστασης. Οι εργάτες, ιδιαίτερα στην πλέον αναπτυγμένη Αγγλία,
υφίσταντο ανελέητη εκμετάλλευση. Ο Ένγκελς, το 1845, στη μελέτη του με τίτλο «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»,
καταγγέλλει τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, ως «κοινωνικό φόνο»[5],
και το κράτος, που το θεωρεί ως όργανο των κεφαλαιοκρατών και συνεργό στην
εκμετάλλευση των εργατών. Ποια, λοιπόν,
πατρίδα θα μπορούσαν να είχαν οι «κολασμένοι» των ανθρακωρυχείων, ή οι
ρακένδυτοι ήρωες του Ντίκενς; Έτσι «η
σύγχρονη βιομηχανική εργασία, η σύγχρονη υποδούλωση στο κεφάλαιο, που είναι
ίδια στην Αγγλία και στη Γαλλία, στην Αμερική και στη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό
χαρακτήρα»[6].
Κι
οι δύο, εντέλει, κύριες και αντίπαλες, τάξεις της καπιταλιστικής φάσης δεν θα μπορούσαν
να έχουν «πατρίδα» παρά μόνον ταξικά συμφέροντα.
Αξίζει,
πάντως, να σημειώσουμε εδώ ότι το διαλεκτικό αυτό σχήμα έχει δεχθεί τη βαριά χεγκελιανή κληρονομιά.
Προβαίνοντας στην αντικατάσταση των ιστορικών υποκειμένων ο Μαρξ «αφαίρεσε από τη θεωρία του Χέγκελ
την υπόθεση ότι τα έθνη είναι οι αποτελεσματικές μονάδες της κοινωνικής
ιστορίας –μια υπόθεση που ποτέ δεν είχε στενή λογική σχέση με το σύστημά του-
και αντικατέστησε την πάλη των εθνών με την πάλη των κοινωνικών τάξεων»[7].
Η
διαπιστωμένη διαδικασία της «απο-εθνοποίησης»,
της οποίας ηγούνταν οι αστικές τάξεις και επέβαλε ο τρόπος της υλικής παραγωγής
και η τεχνολογία, αποτελούσε για τους συγγραφείς του «Μανιφέστου» μια «προοδευτική» και καλοδεχούμενη εξέλιξη:
«Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας,
μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό
που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα
πνευματικά προϊόντα των ξεχωριστών εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η εθνική
μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές
φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία»[8].
Και
παρακάτω: «οι εθνικοί διαχωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους
λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, με
την ελευθερία του εμπορίου, με την παγκόσμια
αγορά, με την ομοιομορφία της
βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών
ζωής που αντιστοιχούν σ’ αυτήν»[9].
Γι’ αυτές τις, με
σπουδή και ενθουσιασμό γραμμένες, διακηρύξεις ο Κώστας Παπαϊωάννου θα σχολιάσει ότι «τον ίδιο ακριβώς χρόνο όπου
άρχιζε ο ‘‘αιώνας των εθνικοτήτων’’ και όπου τα εργοστάσια Krupp
εγκαινίαζαν την κατασκευή κανονιών en serie
για λογαριασμό του βασιλιά της Πρωσίας, ο Gobden και ακόμη περισσότερο ο Μαρξ
πίστευαν ότι άρχιζε ο αιώνας του κοσμοπολιτισμού!»[10].
Θα
πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι στο «Μανιφέστο» διατυπώνεται μια θέση, που
φαντάζει αντιφατική με τις προηγούμενες διαπιστώσεις, προκαλώντας πολλές
ερμηνείες: «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική
εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και
σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης»[11].
Χωρίς
αμφιβολία, πολλές από τις θέσεις που διατυπώνονται στα κείμενα των Μαρξ και
Ένγκελς σχετικά με το εθνικό ζήτημα, στην ευρύτερη διάστασή του, αντανακλούν
απόψεις ευρέως διαδεδομένες στον κόσμο
της Δύσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορική τους αισιοδοξία
για την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Οι
διαθέσεις τους εντάσσονταν, και αποτελούσαν ταυτόχρονα προέκτασή της, στη
γενική νεωτερική αισιοδοξία, που κινητοποιούσε το δυτικό κόσμο: «με τη
γρήγορη βελτίωση όλων των εργαλείων παραγωγής, με την απεριόριστη διευκόλυνση
των συγκοινωνιών, η αστική τάξη τραβάει
στον πολιτισμό όλα, ακόμα και τα πιο βάρβαρα, έθνη»[12].
Τον επόμενο χρόνο από τη
δημοσίευση του «Μανιφέστου», ο Ένγκελς «σφυροκοπώντας» τον Μιχαήλ Μπακούνιν που
είχε κατηγορήσει τους Βορειοαμερικανούς για τον κατακτητικό τους πόλεμο στην
Καλιφόρνια, θα γράψει: «…μήπως είναι δυστυχία ότι η υπέροχη Καλιφόρνια
πάρθηκε από τους τεμπέληδες Μεξικάνους, που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε με
αυτήν; Ότι οι ενεργητικοί Γιάνκηδες με την γρήγορη εκμετάλλευση των
χρυσωρυχείων της Καλιφόρνιας θα αυξήσουν τα μέσα κυκλοφορίας, ότι σε λίγα
χρόνια θα αυξήσουν την πυκνότητα του πληθυσμού και το εκτεταμένο εμπόριο στις
πιο κατάλληλες περιοχές στην ακτή του Ειρηνικού Ωκεανού, θα δημιουργήσουν
μεγάλες πόλεις, θα επεκτείνουν την επικοινωνία με τα ατμόπλοια, θα οικοδομήσουν
σιδηροδρομική γραμμή από την Νέα Υόρκη στο Σαν Φραντσίσκο, ανοίγοντας, στην
πραγματικότητα για πρώτη φορά, τον Ειρηνικό Ωκεανό στον πολιτισμό και για τρίτη
φορά στην ιστορία θα δοθεί νέα κατεύθυνση στο παγκόσμιο εμπόριο; Η ‘‘ανεξαρτησία’’
λίγων Ισπανών Καλιφορνέζων και Τεξανών μπορεί να υποφέρει εξαιτίας αυτών, σε μερικά σημεία μπορεί η ‘‘δικαιοσύνη’’
και άλλες ηθικές αρχές να παραβιασθούν· αλλά τι σημαίνουν όλ’ αυτά μπροστά
σε τέτοια γεγονότα παγκόσμιας ιστορικής σημασίας;»[13].
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν θα
γράφει την «Καταγωγή της
Οικογένειας της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» και αφού θα έχει διαβάσει την «Αρχαία Κοινωνία»
του Λούις Μόργκαν για τους Ιροκέζους
της Νέας Υόρκης, οι απόψεις του, αν και πάντοτε θα διέπονται από ντετερμινιστική
προοπτική, θα παρουσιάσουν κάποια ρομαντική απόκλιση.
Ο Μαρξ από την
πλευρά του, τη δεκαετία του 1850, χωρίς δισταγμό, υπερασπίζεται την αποικιοκρατική διείσδυση, ακόμη κι όταν αυτή
πραγματοποιείτο με βίαιες μεθόδους που αποδιοργάνωναν τις δομές των τοπικών
κοινωνιών, όπως στην περίπτωση της Ινδίας:
«Η Αγγλία, είναι αλήθεια, προκαλώντας κοινωνική επανάσταση στην Ινδία
παρακινήθηκε μόνον από τα πιο αχρεία συμφέροντα, και ήταν βλακώδης ο τρόπος
επιβολής τους. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι: μπορεί η
ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένο της δίχως μια θεμελιακή επανάσταση στην
κοινωνική κατάσταση στην Ασία; Εάν όχι, οποιαδήποτε
και να ήταν τα εγκλήματα της Αγγλίας, ήταν το ασυνείδητο όργανο της ιστορίας που προξένησε αυτήν την επανάσταση»[14].
Ανάλογες
προσεγγίσεις απέναντι στην «περιφέρεια» δεν ξένιζαν τον δυτικο-ευρωπαίο του 19ου
αιώνα.
Το
ίδιο αποδεκτές ήσαν και οι υποτιμητικές ακόμη και χλευαστικές εκφράσεις για λαούς,
πολιτισμούς, ήθη και παραδόσεις. Οι αντιλήψεις αυτές είχαν μεγάλο ιστορικό
βάθος. Ο πρώιμος αποικιοκρατικός «πυρετός»
εδράστηκε στην «ευγενή» εξάπλωση του δυτικού σταυροφορικού χριστιανισμού, τόσο
απέναντι στην αναπτυγμένη ανατολή όσο και προς το «πρωτόγονο» Νέο Κόσμο. Η
αντικατάσταση του κυρίαρχου ιδεολογικού οχήματος της πρώιμης αποικιοκρατίας, δηλαδή
της ορθής πίστης προς το θεό, με την
πίστη προς την πρόοδο, αποτέλεσε μια
επιβεβλημένη προσαρμογή, ιδιαίτερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Χωρίς ιδεολογικό
έρεισμα η αποικιοκρατία, παρά τις τεχνολογικές και διοικητικές καινοτομίες που τη
συνόδευαν, θα εμφανιζόταν μόνον ως εφαρμογή εκμεταλλευτικών σχέσεων προς τους
πληθυσμούς της περιφέρειας. Έτσι, από τη μεριά της η μαρξιστική ανάλυση όχι
μόνο εντάσσεται σε μια ήδη οικεία ευρωπαϊκή λογική αλλά θα συμβάλει, σε ένα
πρώτο στάδιο τουλάχιστον, στη δικαιολόγηση αυτών των πρακτικών.
Το
1848, έτος του Μανιφέστου ήταν, όπως επισημάνθηκε, και έτος επαναστάσεων και
όλη η Ευρώπη θα ζει για δύο χρόνια στον πυρετό των εθνικών διεκδικήσεων. «Η
επαρχία Λομβαρδίας-Βενετίας, με την υποστήριξη του βασιλιά Καρόλου-Αλβέρτου του
Πεδεμοντίου-Σαρδηνίας, εξεγείρεται κατά της αυστριακής κυριαρχίας στη βόρειο
Ιταλία […] Στη Γερμανία οι φιλελεύθεροι προετοιμάζουν την εκλογή εθνικού
Κοινοβουλίου. Σχηματίζεται προσωρινή κυβέρνηση στη Φρανκφούρτη. Το κύμα αυτό
επηρεάζει την αυτοκρατορία των Αψβούργων όπου ο εθνικισμός των Μαγυάρων και των
Τσέχων προκαλεί σοβαρά προβλήματα»[15].
Καθώς,
λοιπόν, το εθνικό ζήτημα τίθεται επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη της
ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, οι Μαρξ και Ένγκελς θα επιχειρήσουν να εμβαθύνουν
στο φαινόμενο, υπερβαίνοντας τις απολυτότητες του «Μανιφέστου».
Ήδη
το 1849, σε ένα άρθρο του ο Ένγκελς, με τον τίτλο «Ο αγώνας των Μαγυάρων»,
εξυμνεί τον αγώνα του ουγγρικού λαού
για την ανεξαρτησία του, τονίζοντας μάλιστα ότι είναι «… η πρώτη φορά στο
επαναστατικό κίνημα του 1848, για πρώτη φορά από το 1793, ένα έθνος
περικυκλωμένο από υπέρτερες αντεπαναστατικές δυνάμεις τολμά να αντιμετωπίσει
την δειλή αντεπαναστατική μανία με επαναστατικό πάθος, την terreur
blanche με
την terreur
rouge»[16].
Αιτιολογώντας το δίκαιο της επαναστατικής δράσης των Μαγυάρων, το ενέταξε στην
προσπάθεια των «πολιτισμένων»
εθνών-συνιστωσών της Αυστριακής αυτοκρατορίας απέναντι στις αναχρονιστικές
σλαβικές εθνικές ομάδες. Στο ίδιο άρθρο πρόσθετε ότι αρκεί κανείς «να
διαβάσει σε οποιοδήποτε αναγνωστικό τον τρόπο πού η Αυστριακή μοναρχία
πραγματοποιήθηκε, τον τρόπο που διασπάστηκε και αναστήθηκε πάλι, όλα στην διαδικασία της πάλης εναντίον των Σλάβων»[17].
Καθ’
αυτόν τον τρόπο ο Ένγκελς θα προχωρήσει στην κατηγοριοποίηση των εθνοτήτων σε επαναστατικές και αντεπαναστατικές και, κυρίως, σε «ιστορικές» και «μη ιστορικές»: «οι
αντιμαχόμενοι διαιρέθηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: οι Γερμανοί, οι Πολωνοί και
οι Μαγυάροι πήραν την πλευρά της επανάστασης. Οι υπόλοιποι, όλοι οι Σλάβοι,
εκτός από τους Πολωνούς, οι Ρουμάνοι και οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας πήραν την
πλευρά της αντεπανάστασης»[18].
Η ένταξή τους, κατά τον συγγραφέα, δεν ήταν τυχαία, αλλά ανταποκρινόταν στο
ιστορικό παρελθόν αυτών των εθνοτήτων: «Από όλα τα μεγάλα και τα μικρά έθνη
της Αυστρίας, μόνο τρία, σταθεροί φορείς της προόδου, ανέλαβαν ενεργό ρόλο στην
ιστορία, και ακόμη διατηρούν την ζωτικότητά τους: οι Γερμανοί, οι Πολωνοί και
οι Μαγυάροι. Εξ ου και είναι τώρα
επαναστατικά. Όλες οι άλλες μικρές και
μεγάλες εθνότητες και λαοί είναι προορισμένα να χαθούν στην παγκόσμια
επαναστατική καταιγίδα»[19].
Στο κείμενό του ο Ένγκελς, χρησιμοποιώντας κριτήρια αξιολόγησης σε σύγκριση με
τους Γερμανούς, θα κατατάξει διάφορες εθνότητες σε πολιτισμικά επίπεδα: «όλοι
αυτοί οι λαοί είναι στις πιο διαφορετικές φάσεις του πολιτισμού, ξεκινώντας από
την υψηλότερα αναπτυγμένη (χάρις στους Γερμανούς) μοντέρνα βιομηχανία και
κουλτούρα της Βοημίας μέχρι το σχεδόν νομαδικό
βαρβαρισμό των Κροατών και των Βουλγάρων»[20].
Στο άρθρο του με τίτλο «Δημοκρατικός
πανσλαβισμός» θα διατυπώσει εκ νέου με έμφαση αυτές τις απόψεις: «εκτός
από τους Πολωνούς, τους Ρώσους και το πολύ πολύ τους Τούρκους Σλάβους, κανένας σλαβικός λαός δεν έχει μέλλον,
για τον απλό λόγο ότι όλοι οι άλλοι Σλάβοι στερούνται τις ουσιώδεις ιστορικές,
γεωγραφικές, πολιτικές και βιομηχανικές συνθήκες για ανεξαρτησία και
βιωσιμότητα. Λαοί που δεν είχαν ποτέ τους δική τους ιστορία από την στιγμή που
επέτυχαν το πρώτο στάδιο του πολιτισμού ήδη βρέθηκαν κάτω από ξένη επιρροή ή οι
οποίοι αναγκάσθηκαν να φτάσουν το πρώτο στάδιο πολιτισμού μόνο μέσω του ξένου
ζυγού δεν είναι βιώσιμα και ποτέ δεν θα
αποκτήσουν οποιαδήποτε τύπου ανεξαρτησία»[21].
Αργότερα, με το ίδιο σκεπτικό,
θα έγραφε: «Είμαι αρκετά αυταρχικός, ώστε
να θεωρώ ως αναχρονισμό την ύπαρξη
αυτών των κατά φύσιν λαΐσκων καταμεσής στην Ευρώπη»[22].
Το
εθνικό ζήτημα θα συνεχίζει αδιάπτωτα να εμφανίζεται στον ευρωπαϊκό χώρο,
παρουσιάζοντας ταυτοχρόνως ταξικές διαστάσεις, που αποτελούσαν και το κέντρο
της ανάλυσης των Μαρξ και Ένγκελς. Έτσι, η συμμετοχή τους στις προσπάθειες
συγκρότησης ενός κοινού εργατικού μετώπου για την προετοιμασία της
κομμουνιστικής επανάστασης θα τους έφερνε σε αμεσότερη επαφή με τα επιμέρους εθνικά
κινήματα. Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό γεγονός θα αποτελέσει η συγκρότηση της Α΄ Διεθνούς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι
απόπειρα για την δημιουργία δικτύου
αλληλεγγύης με κάποια εθνικά κινήματα της Ευρώπης είχε επαναληφθεί στην Μ.
Βρετανία με το κίνημα των «Χαρτιστών»: «Στα μέσα της δεκαετίας του
’30 τον 19ο αιώνα […] οι Χαρτιστές διακήρυξαν την διεθνιστική
αλληλεγγύη των εργατών και των καταπιεζομένων λαών. Εξέθεταν την αρπακτική
πολιτική της Βρετανικής μπουρζουαζίας. Έκαναν συγκεντρώσεις για την υπεράσπιση
των αποικιών, όπως του Καναδά, υποστήριζαν την Ιρλανδική υπόθεση.
Σε συνεργασία με τους δημοκράτες της ηπειρωτικής Ευρώπης εξέφρασαν την φλογερή
συμπάθειά τους προς το πολωνικό έθνος, που αγωνιζόταν για την ελευθερία
του…»[23].
Αφορμή
για την ίδρυση της Α΄ Διεθνούς στάθηκε η πρόθεση στήριξης των εργαζομένων της
Βρετανίας και της Γαλλίας προς τους εργαζόμενους της Πολωνίας. Οι τελευταίοι
συμμετείχαν τότε μαζικά σε μια ακόμη εθνική
επανάσταση κατά της ρωσικής απολυταρχίας. «Το ενδιάμεσο κίνητρο για την
ίδρυση του Διεθνούς Συνδέσμου Εργατών ήταν η τελευταία πολωνική επανάσταση. Οι
εργάτες του Λονδίνου έστειλαν μια αντιπροσωπεία στον Λόρδο Πάλμερστον με μία
έκκληση σύμφωνα με την οποία τον καλούσαν να επέμβει υπ’ερτης Πολωνίας».[24]
Έτσι, στις 28 Σεπτεμβρίου 1864,
στο St.
Martin’s
Hall,
η Διεθνής των Εργατών δεν θα έχει ακριβώς τα χαρακτηριστικά που προσδοκούσαν
απ’ αυτήν οι Μαρξ και Ένγκελς στο «Μανιφέστο» τους. Δίπλα στις περισσότερο
«καθαρόαιμες» ταξικές ομάδες, κυρίως από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία,
θα συνταχθούν τμήματα των εθνικών κινημάτων της Ευρώπης, που ως πρώτο τους
καθήκον έβαζαν εθνικο-απελευθερωτικούς
στόχους. Την Διεθνή θα την συγκροτήσουν «…οι Άγγλοι οπαδοί του Όουεν και
Χαρτιστές, οι Γάλλοι προυντονιστές και μπλανκιστές, οι Ιρλανδοί εθνικιστές οι Πολωνοί
πατριώτες, οι Ιταλοί οπαδοί του
Ματσίνι και οι Γερμανοί Σοσιαλιστές. Επρόκειτο για ένα μείγμα ενωμένο όχι
από μια κοινή ιδεολογία ή ακόμη από αυθεντικό διεθνισμό, αλλά από το
συσσωρευμένο βάρος των διαφόρων παραπόνων που ζητούσαν διέξοδο. Οι Άγγλοι ήταν
ενάντια στα ειδικά προνόμια, οι Γάλλοι κατά του βοναπαρτισμού, οι Ιρλανδοί
εναντίον της Βρετανίας, οι Πολωνοί εναντίον της Ρωσίας, οι Ιταλοί εναντίον της
Αυστρίας και οι Γερμανοί εναντίον του καπιταλισμού»[25].
Μετά
την ίδρυση της Διεθνούς, ο Μαρξ δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί εθνικές
διεκδικήσεις ακόμη και την έννοια του έθνους απέναντι, κυρίως, στους προυντονιστές. Οι τελευταίοι εξέφραζαν την
άποψη ότι τα έθνη έπρεπε να εκλείψουν ως ξεπερασμένα φαινόμενα. Ο Μαρξ θα τους
στηλιτεύσει στις «Οδηγίες στους
αντιπροσώπους του προσωρινού κεντρικού συμβουλίου» στο Α΄ συνέδριο της
Διεθνούς. Σε αυτό και «σε αντίθεση με τους Γάλλους, που υποστήριζαν στο
Γενικό Συμβούλιο ότι τα έθνη ήταν ‘‘παλιές προλήψεις’’, ότι έπρεπε να διαλυθούν
σε πιο μικρές μονάδες, σε κοινότητες για να αποτελέσουν μετά μιάν Ένωση και όχι
ένα ενιαίο κράτος, ο Μαρξ βεβαίωνε ότι
τα έθνη ήταν δομές αναγκαίες ακόμη, που
δεν ήταν δυνατό να τις καταργήσεις ή να τις αποφύγεις. Και τάχθηκε υπέρ της εθνικής αυτοδιάθεσης, εναντίον κάθε έθνους-
μοντέλου»[26].
Ο
τρόπος που αντιλαμβανόταν πλέον ο Μαρξ το εθνικό ζήτημα είναι εξαιρετικά
αποκαλυπτικός σε μια επιστολή του (20 Ιούνη 1866), που περιγράφει την σύγκρουσή
του με τους προυντονιστές: «χθες έγιναν συζητήσεις στο Γενικό Συμβούλιο της
Διεθνούς για το σημερινό πόλεμο… Οι συζητήσεις κατέληξαν, όπως και έπρεπε να το
περιμένουμε, στο ζήτημα των ‘εθνοτήτων’ και στη στάση μας απέναντί του… Οι
αντιπρόσωποι της ‘‘νεαρής Γαλλίας’’ (όχι εργατικοί) διατύπωσαν την άποψη ότι
όλες οι εθνότητες και το ίδιο το έθνος είναι ‘des préjugés
surannés’
[γαλ. στο πρωτότυπο -απαρχαιωμένες προλήψεις]. Προυντονικός στιρνερισμός… […]Οι Άγγλοι γέλασαν πολύ, όταν άρχισα
το λόγο μου λέγοντας ότι ο φίλος μας Λαφάργκ και οι άλλοι που κατάργησαν τις
εθνότητες, απευθύνονται σε μας στα γαλλικά, δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν την
καταλαβαίνουν τα 9/10 της συνέλευσης. Παρακάτω έκανα υπαινιγμό ότι ο Λαφάργκ, χωρίς να το καταλαβαίνει ο
ίδιος, με την άρνηση των εθνοτήτων εννοεί, όπως φαίνεται, την καταβρόχθισή τους
από το πρότυπο γαλλικό έθνος»[27].
Στις
παραπάνω φράσεις δεν διαπιστώνουμε πια την αισιόδοξη βεβαιότητα για την
απορρόφηση των οπισθοδρομικών ή και «βαρβαρικών» εθνών από τα προηγμένα
καπιταλιστικά κράτη. Η διατήρηση της γλώσσας των λαών ως στοιχείου ανεξαρτησίας,
αλλά και η ίδια η ανεξαρτησία τους, ως απαραίτητο συστατικό της επαναστατικής
γραμμής της Διεθνούς, θα είναι στοιχεία του μαρξισμού που θα του επιτρέψουν να αποκτήσει
επιρροή στα διάφορα εθνικά κινήματα.
Τα
κινήματα που θα επηρεάσουν την πολιτική σκέψη του Μαρξ θα είναι κυρίως το
πολωνικό και το ιρλανδικό. Από τα δυο τους, το πολωνικό φάνταζε πιο «εύκολο» στην ανάλυσή του. Στην περίπτωση αυτή,
αφενός ο αγώνας για την αποδέσμευση από την ξενική κατοχή ταυτιζόταν με ένα
έθνος που χαρακτηριζόταν ως «ανώτερο» πολιτισμικά από τον επικυρίαρχό του, το
ρωσικό. Αφετέρου η ρωσική απολυταρχία, ως η απειλητικότερη αντεπαναστατική
δύναμη, αποτελούσε τον κυριότερο εχθρό για τους Ευρωπαίους επαναστάτες[28].
Οπωσδήποτε, όμως, η οξεία αντιρωσική ρητορική στα έργα των
δύο συγγραφέων αντανακλούσε και μια διαδεδομένη αντίληψη κυρίαρχη στις
δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Θα ταχθούν, επομένως, στο
πλευρό των εξεγερμένων Πολωνών πατριωτών[29],
με επιχειρήματα, στα οποία διαπλέκονταν η ταξική παράμετρος, αλλά με
δευτερεύουσα πολιτική σημασία. Ο πρώτος λόγος ανήκε στην εθνική διεκδίκηση: «Κανένας δεν μπορεί να σκλαβώνει ένα
έθνος ατιμώρητα. Οι τρεις δυνάμεις [σ.σ. Ρωσία, Αυστρο-Ουγγαρία,
Πρωσία] που δολοφόνησαν την Πολωνία έχουν σοβαρά τιμωρηθεί»[30].
Και παρακάτω, αναλύοντας τους λόγους που η εργατική τάξη οφείλει να πάρει το
μέρος των Πολωνών, εκφράζουν την συμπάθειά τους: «για έναν υποταγμένο λαό, ο
οποίος με τον ανυποχώρητο και ηρωικό του
αγώνα εναντίον των καταπιεστών του έχει αποδείξει το ιστορικό του δικαίωμα στην
εθνική αυτονομία και την αυτοδιάθεση. Δεν αποτελεί αντίφαση ότι το Κόμμα
της Διεθνούς των Εργατών αγωνίζεται για την δημιουργία του πολωνικού έθνους.
Αντιθέτως, μόνο ύστερα από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας και πάλι,
μόνο ύστερα, θα είναι ικανή να αυτοκυβερνηθεί και πάλι σαν ελεύθερος λαός, μόνο
τότε η εσωτερική εξέλιξη θα ξεκινήσει ξανά και θα μπορέσει να συνεργασθεί ως
ανεξάρτητη δύναμη στην κοινωνική μεταμόρφωση της Ευρώπης…»[31].
Εκείνο,
όμως, που θα υπονομεύσει το σκεπτικό που είχε διατυπωθεί την εποχή του
«Μανιφέστου» θα είναι το ζήτημα της Ιρλανδίας,
η προσέγγιση του οποίου από τον Μαρξ θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τα κατοπινά αριστερά
επαναστατικά κινήματα.[32]
Το ιρλανδικό πρόβλημα είχε την ιδιαιτερότητα να το βιώνει ο Μαρξ άμεσα, εμπειρικά,
και όχι μόνον μέσω της πληροφόρησης από έντυπα, αλληλογραφία ή τους εμιγκρέδες
επαναστάτες.
Σε
μια σειρά από σημαντικές επιστολές του, ο Μαρξ θα αναπτύξει τις θέσεις του,
όπου «υποστήριζε τον αγώνα μιας εθνότητας που δεν θα μπορούσε ποτέ να
περιληφθεί στον κατάλογο των ‘μεγάλων ιστορικών εθνών της Ευρώπης’’»[33].
Ο Ιρλανδοί που συμμετείχαν στη συγκρότηση της Α΄ Διεθνούς δεν επιδίωκαν τίποτε
λιγότερο από την εθνική τους χειραφέτηση και ο Μαρξ συνηγορούσε αναφανδόν στο
αίτημά τους, υποστηρίζοντας την
ανεξαρτησία της Ιρλανδίας έναντι της Βρετανίας.
Στην
πρώτη του επιστολή, το 1867, ο Μαρξ έγραφε στον Ένγκελς για μια σειρά από
κινήσεις που θα μπορούσαν να επιλύσουν το ιρλανδικό ζήτημα με τον καλύτερο,
κατά την γνώμη του, τρόπο:
«Αυτό
που οι Ιρλανδοί χρειάζονται είναι:
α)
Αυτοκυβέρνηση και ανεξαρτησία από την Αγγλία.
β)
Αγροτική επανάσταση. Και με τις καλύτερες προθέσεις στον κόσμο οι Άγγλοι δεν
μπορούν να την πραγματοποιήσουν γι’ αυτούς, αλλά μπορούν να τους δώσουν τα
νόμιμα μέσα να την πραγματοποιήσουν για τους εαυτούς τους.
γ)
Προστατευτικούς δασμούς ενάντια στην Αγγλία»[34].
Η
αντίληψη ότι ένα έθνος, όπως το ιρλανδικό, πρέπει να υποτάσσεται σε έναν
ανώτερο εθνικό πολιτισμό, δεν αποτελούσε πλέον για τον Μαρξ ένα αναγκαίο κακό
για την διάδοση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντιθέτως, η απελευθέρωσή του από το κυρίαρχο έθνος συνιστούσε
απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξή του. Πολύ περισσότερο θεωρούσε ότι η σχέση εξάρτησής του ήταν στην
πραγματικότητα, η αιτία της καθήλωσής του.
Έπειτα
από δύο χρόνια, ο Μαρξ επανέρχεται και με επιστολή του προς τον Kugelmann διατυπώνει
την άποψη ότι, η αγγλική εργατική τάξη πρέπει όχι μόνο να κάνει κοινή υπόθεση
το ιρλανδικό ζήτημα αλλά και «να πάρει την πρωτοβουλία διάλυσης της Ένωσης
του 1801 και την αντικατάστασή της από μια ελεύθερη ομοσπονδιακή σχέση»[35].
Στη συνέχεια αναλύει το πρόβλημα της Ιρλανδίας τονίζοντας ότι «εφόσον οι
υποθέσεις θα είναι στα χέρια του ίδιου του Ιρλανδικού λαού, εφόσον θα δημιουργήσει
το δικό του νομοθετικό σώμα, εφόσον γίνει αυτόνομη, η κατάργηση της
αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων (εν πολλοίς τα ίδια πρόσωπα με τους Άγγλους
γαιοκτήμονες) θα είναι απέραντα πιο εύκολη απ’ όσο εδώ, διότι στην Ιρλανδία δεν
είναι απλά ένα οικονομικό ζήτημα αλλά συγχρόνως ένα εθνικό ζήτημα, εφόσον οι
γαιοκτήμονες δεν είναι όπως εδώ, στην Αγγλία, οι παραδοσιακοί αξιωματούχοι και
αντιπρόσωποι του έθνους, αλλά οι θανάσιμα μισητοί καταπιεστές τους»[36].
Ο Μαρξ προχωρά έτσι
ακόμη ένα βήμα, θέτοντας την εθνική διάσταση στην σύγκρουση των ταξικών συμφερόντων,
αποδεχόμενος ότι, όπου υπάρχει εθνικό
πρόβλημα που συνδυάζεται με την οικονομική καταπίεση, η πάλη για την αποτίναξη
της εκμετάλλευσης είναι οξύτερη.
Το
1870, είκοσι δύο χρόνια μετά την έκδοση του «Μανιφέστου», ο Μαρξ, με αφορμή το
ιρλανδικό ζήτημα, θα διαπιστώσει ότι οι προλετάριοι όχι μόνον έχουν ακόμη
«πατρίδα», αλλά η έχθρα των προλετάριων διαφορετικής εθνικής καταγωγής εκδηλωνόταν
εξαιρετικά έντονα, επιβραδύνοντας την προλεταριακή επανάσταση: «…κάθε
βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία κατέχει μια εργατική τάξη
μοιρασμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους
Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη,
αισθάνεται ένα μέλος του ηγεμονικού έθνους…»[37].
Τα αισθήματα μίσους των Άγγλων εργατών για τους Ιρλανδούς συναδέλφους τους
οδηγούν τον Μαρξ στο συμπέρασμα πως αυτός που ωφελείται περισσότερο είναι η
αριστοκρατία και οι καπιταλιστές της Αγγλίας. Η επανάσταση στην Αγγλία, η οποία
για τον Μαρξ ήταν βέβαιη, καθυστερούσε λόγω αυτού του αστάθμητου παράγοντα, του
εθνικού ιρλανδικού ζητήματος… Η θέση του, επομένως, υπέρ των Ιρλανδών πατριωτών
στόχευε και στην αφαίρεση από την αγγλική άρχουσα τάξη ενός μοχλού καθυπόταξης
του αγγλικού προλεταριάτου: «το μόνο μέσο για να την επισπεύσουμε [την
επανάσταση] είναι να κάνουμε την Ιρλανδία ανεξάρτητη. Το καθήκον της Διεθνούς
παντού είναι να προωθεί την σύγκρουση
μεταξύ Αγγλίας και Ιρλανδίας στην πρώτη γραμμή και παντού να τάσσεται
ανοιχτά με την Ιρλανδία»[38].
Η
απροθυμία, όμως, του αγγλικού προλεταριάτου να ταυτιστεί με τις θέσεις της
Διεθνούς δεν οφειλόταν μονάχα στο «δηλητήριο του εθνικισμού» αλλά και σε λόγους
καθαρού συμφέροντος από τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση των καταπιεζόμενων εθνοτήτων..[39]
Ο
Ένγκελς θα αναλύσει περαιτέρω αυτή τη σχέση αποικιοκρατίας και συνείδησης των
εργατών των κρατών-μητροπόλεων. Ο Λένιν,
στο βιβλίο του «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», θα παραθέσει ένα γράμμα του Ένγκελς προς τον Κ. Κάουτσκυ όπου έγραφε: «Με ρωτάτε
τι σκέπτονται οι άγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; Το ίδιο ακριβώς που
σκέπτονται για την πολιτική γενικά. Εδώ δεν υπάρχει εργατικό κόμμα, υπάρχει
μόνο συντηρητικό και φιλελεύθερο-ριζοσπαστικό κόμμα και οι εργάτες ατάραχα μαζί με αυτά απολαμβάνουν τα οφέλη από το αποικιακό
μονοπώλιο της Αγγλίας και από το μονοπώλιό της στην παγκόσμια αγορά»[40].
Ο
ίδιος είχε ήδη επισημάνει αυτή την σταδιακή αλλαγή στις πολιτικές αντιλήψεις
τμήματος της αγγλικής εργατικής τάξης όταν το 1858 έγραφε στον Μαρξ: «…το
αγγλικό προλεταριάτο, στην πραγματικότητα όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε
αστικό, έτσι που και αυτό το έθνος, που είναι το πιο αστικό απ’ όλα τα έθνη,
φαίνεται να θέλει να προχωρήσει τόσο μακριά ώστε να έχει πλάι στην αστική τάξη,
στην αστική αριστοκρατία και ένα αστικό
προλεταριάτο. Φυσικά, αυτό είναι ως έναν ορισμένο βαθμό δικαιολογημένο για
ένα έθνος που εκμεταλλεύεται όλον τον κόσμο»[41].
Σε
θεωρητικό επίπεδο, οι κλασικοί του μαρξισμού, παρά την αποδοχή της θέσης ότι τα
σύγχρονα έθνη δημιουργούνται παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την
συγκρότηση του έθνους-κράτους, στις αναλύσεις τους συχνά θα παρεκκλίνουν. Είναι
χαρακτηριστικές οι περιγραφές εθνικών ιδιοτήτων, οι οποίες έλκουν την καταγωγή
τους πολύ πριν από την εμφάνιση του καπιταλισμού. «Όσο παλαιότερα πηγαίνουμε
στην ιστορία, τόσο περισσότερο τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν λαούς της
ίδιας φυλής εξαφανίζονται… Ακριβώς όπως οι Σκανδιναβοί και οι Γερμανοί διέφεραν
λιγότερο στους έβδομο και όγδοο αιώνα απ’ ότι σήμερα, έτσι πρέπει οι Ιρλανδοί
Κέλτες και οι Γαλάτες Κέλτες να ομοίαζαν μεταξύ τους περισσότερο από τους
σημερινούς Ιρλανδούς και Γάλλους. Επομένως δεν θα έπρεπε να εκπλαγούμε εάν
βρούμε στην περιγραφή των Γαλατών από τον Καίσαρα πολλά χαρακτηριστικά τα οποία
αποδόθηκαν από τον Giraldus
μετά από περίπου δώδεκα αιώνες στους Ιρλανδούς, και τα οποία επιπλέον, είναι
ευδιάκριτα στον ιρλανδικό εθνικό χαρακτήρα ακόμη και σήμερα, παρά την ανάμειξη
με γερμανικό αίμα»[42].
Το
1884, κι αφού ο Μαρξ δεν ήταν πια στη ζωή, ο Ένγκελς θα γράψει ένα δοκίμιο με
τίτλο «Για την παρακμή της φεουδαρχίας και την εμφάνιση των εθνών κρατών»[43],
στο οποίο ακολουθεί αυστηρά τη θεωρία της
γέννησης του έθνους από τα έθνη-κράτη της καπιταλιστικής περιόδου.
Οι
ποικίλες τάσεις της μαρξιστικής αριστεράς[44]
θα ιχνηλατούν τα επόμενα χρόνια, με διαφορετικά κριτήρια και στοχεύσεις, τη
πολιτική τους θεωρία και πρακτική για το εθνικό ζήτημα. Η διαφοροποίησή τους,
σε ένα φλεγόμενο ιστορικά τοπίο, θα τις έφερνε σε οξεία αντιπαράθεση και μεταξύ
τους, η οποία θα σφραγίσει ανεξίτηλα τον 20ό αιώνα.
[1] Ο Β.Ι. Λένιν γράφει για την
σχέση του Μαρξ με το εθνικό ζήτημα: «Για το Μαρξ δε χωράει αμφιβολία ότι σε σύγκριση
με το ‘‘εργατικό ζήτημα’’ το ‘‘εθνικό ζήτημα’’ έχει δευτερεύουσα σημασία. Η
θεωρία του όμως βρίσκεται τόσο μακριά από το να αγνοεί τα εθνικά κινήματα, όσο
ο ουρανός από τη γη», Το κείμενο δημοσιεύθηκε τον Απρίλη-Ιούνη του 1914 στο
περιοδικό «Προσβεστσένιγε», τεύχη 4,5 και 6 με την υπογραφή Β. Ιλίν.
Λένιν Βλαδίμηρος Ίλιτς, «‘‘Κριτικά
Σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα’’ – ‘Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών’
– ‘η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών’ – ‘τα
αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση’», εκδ. Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα, 1992, σελ. 86.
[3] «Για πολλούς συγγραφείς (Max Scheler, Karl Loewith, Nikolai Berdiaeff κ.ά) […] είναι η
σκέψη του Μαρξ αυτή που αποτελεί τυπικά την εκκοσμικευμένη έκφραση του βιβλικού
μεσσιανισμού»,
Michael Loewy,
«Λύτρωση και Ουτοπία», εκδ. Ψυχογιός,
2002, σελ. 35.
[5]
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/condition-working-class/ch04.htm
[6] Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς,
«Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»,
εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 33-34
[8] «Μανιφέστο…», σελ. 24.
[9] Ό.π.,
σελ. 44. Ο Roman Szporluk στο βιβλίο
του «Communism and Nationalism -Karl Marx Versus Friedrich List»(1988) υποστηρίζει ότι και η
θεωρία του κομμουνισμού του Κ. Μαρξ και η θεωρία του εθνικισμού, όπως
διατυπώθηκε από τον Friedrich List προσπάθησαν να απαντήσουν
στα ζητήματα που ανέκυπταν από τη Βιομηχανική Επανάσταση και ότι και οι δυό
τους επεδίωξαν να προωθήσουν την εκβιομηχάνιση ως μέσο της αλλαγής του σύγχρονου
κόσμου.
[10] Κώστας Παπαϊωάννου, «Η γένεση
του ολοκληρωτισμού, οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση»,
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1991, σελ. 29.
[11] «Μανιφέστο…», σελ. 44. Στην
αγγλική έκδοση του 1888 αντί : «να ανυψωθεί σε εθνική τάξη» έχει «να
ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους».
[13] Marx in Neue Rheinische Zeitung February Democratic Pan-Slavism 1849
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1849/02/15.htm
[14] πρώτη δημοσίευση στην
«New-York
Daily Tribune», 25 Ιουνίου 1853, http://www.marxists.org/archive/marx/works/1853/06/25.htm.
[15] Dreyfus, F.-G, Marx R., Poidevin
R.,
«Γενική Ιστορία της Ευρώπης, από το 1848 μέχρι σήμερα», εκδ. Παπαζήση, 1991, σελ. 8.
[16] Φ. Ένγκελς, «The Magyar Struggle», «Neue Rheinische Zeitung» No 194, 13.1.1849, Marx - Engels, «Selected Works», http://www.marxists.org/archive/marx/works/1849/01/13.htm
[21] Frederick Engels, «Democratic Pan-Slavism», Neue Rheinische Zeitung No.
222, http://www.marxists.org/archive/marx/works/ 1849/02/15.htm.
[22] Κ. Μάρξ-Φ. Έγγκελς, «Η
Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα», εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμός
Παναγιώτη Κονδύλη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σελ. 400.
[23] G. M. Stekloff, «Η Ιστορία της Α΄ Διεθνούς», α΄ έκδοση
Αγγλία 1928, εκδ. Martin Lawrence Limited,
Λονδίνο; Μεταφρασμένο από την 3η ρωσική έκδοση από τους Eden και Cedar Paul.S στο http://www.marxists.org/archive/steklov/history-first-international/index.htm.
[24] Wilhelm Eichhoff, «The International Workingmen’s Association, Its
Establishment, Organisation, Political and Social Activity, and Growth», «Selected Works», τομ. 21, σελ. 322-380, 1869.
Κυκλοφόρησε
πρώτη φορά ως προκήρυξη το 1868 με τον τίτλο: «Die Internationale
Arbeiterassociation. Ihre Grundung, Organisation, politisch-sociale Thätigheit und
Ausbreitung» από http://www.marxists.org/history/international/iwma/archive/eichhoff/ iwma-history/index.htm.
[25] Ό.π.
[26] Πρέντραγκ Βρανίτσκι, «Ιστορία
του Μαρξισμού», εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1976, σελ. 164-165. Το συνέδριο
πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη από τις 3 έως τις 8 Σεπτέμβρη 1866.
[27] Marx-Engels Correspondence 1866,Marx To Engels In Manchester http://www.marxists.org/archive/marx/works/1866/letters/66_06_20.htm.
[28]
Ο Μαρξ αναλύει το ζήτημα στο λόγο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Poland and the Russian Menace».
Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε για την 4η επέτειο της πολωνικής
επανάστασης του 1863 στο Cambridge Hall,
London,
στις 22 Ιανουαρίου 1867, και δημοσιεύθηκε στο πολωνικό περιοδικό Glos Wolny, 102.1867, http://www.marxists.org/archive/marx/works/ 1867/01/22.htm
[29]
Με μια εξαίρεση, καθώς στην αλληλογραφία του Ένγκελς με τον Μαρξ υπάρχει μία
επιστολή, που χρονολογείται από τις 23.5.1851, και στην οποία η εικόνα των
Πολωνών δεν παρουσιάζεται καθόλου κολακευτική: «όσο περισσότερο σκέφτομαι
επάνω στην ιστορία τόσο περισσότερο πείθομαι ότι οι Πολωνοί είναι ένα
καταδικασμένο έθνος που θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο μέχρι η Ρωσία η ίδια
παρασυρθεί από την αγροτική επανάσταση. Από εκείνη την στιγμή η Πολωνία δεν
έχει raison d’
être
πλέον. Οι Πολωνοί δεν έχουν κάνει τίποτε στην ιστορία εκτός από το να παίζουν
τις ηρωικές εριστικές πράξεις βλακείας. Καμία στιγμή δεν είναι δυνατόν να
επισημανθεί που η Πολωνία να αντιπροσώπευε την πρόοδο ακόμη και απέναντι στην
Ρωσία ή να έκανε τίποτε το σημαντικό ιστορικά».
Περιέχεται στο Aniveri
Shlomo, «Karl Marx on
Colonialism and Modernization, his dispatches and other writings on China,
India, Mexico, the Middle East and North Africa», Garden City,
N.Y.: Doubleday,1969, σελ. 447.
[30] Speeches by Marx and Engels on
Poland For Poland, 24 March, 1875;
Reported: by Engels; http://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/03/24.htm.
Reported: by Engels; http://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/03/24.htm.
[31]
Ό.π.
[32]
Ακόμη στις παραμονές της επανάστασης του Οκτωβρίου του 1917 στην Συνδιάσκεψη
του μπολσεβίκικου κόμματος, όταν ο μελλοντικός αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας
Πολωνός Φελίξ Τζερζίνσκι παρατήρησε ότι οι βλέψεις των χωρικών των διάφορων
εθνοτήτων ήταν αντιδραστικές, δέχθηκε την οξύτατη απάντηση του Στάλιν που
αναρωτήθηκε: «Μήπως και ο αγώνας των Ιρλανδών εναντίον των Άγγλων δεν είναι
επαναστατικός;», Ντώυτσερ, Ισαάκ, «Στάλιν,
Πολιτική Βιογραφία», εκδ. Χρησμός, 1971, σελ. 139.
[33]
Χάρμαν Κρις, «Μαρξισμός και Εθνικισμός», εκδ. Εργατική Δημοκρατία,
Αθήνα, 1993 σελ. 26.
[34] Marx to Engels, 30.11.1867, http://www.marxists.org/archive/marx/works/1867/ letters/ 67_11_30.htm.
[35] Marx to Ludwig Kugelmann in Hanover. 29.11.1869,
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1869/letters/69_11_29.htm.
[36]
Ό.π.
[37] Marx to
Meyer and Vogt in New York, London 9.4.1870,
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1870/letters/70_04_09.htm.
[38]
Ό.π.
[39]
«Για τις μεσαίες τάξεις η ταύτισή τους με το ‘‘έθνος’’ και την αυτοκρατορία
δεν ήταν μόνον ιδεολογική, αλλά περιείχε πολύ υλικά κίνητρα: η γραφειοκρατία
που διοικούσε την αυτοκρατορία ήταν αγγλόφωνη και οι ευκαιρίες για κάποια
καριέρα μέσα σε αυτήν ήταν ανοικτές για τους Άγγλους ή τους Σκωτσέζους
μικροαστούς, ενώ δεν ήταν με τον ίδιο τρόπο ανοικτές για τους Ιρλανδούς καθολικούς
ή για τους Αυστραλούς και σχεδόν καθόλου για τους Ινδούς και τους Αφρικανούς»,
Χάρμαν Κρις, «Μαρξισμός…», σελ. 21-22.
[40]
, Β. Ι.Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, 1982, σελ. 108. Η παραπομπή του Λένιν είναι: Briefwechesel von Marx und Engels,
Bd.II, S, 190· IV, 433.
[41]
Παρατίθεται στο Νίκο Ψυρούκη, «Το Εθνικό
Ζήτημα», (β΄έκδ) εκδ. Αιγαίο-Κουκίδα, Αθήνα 2003, σελ. 157, με παραπομπή: Γράμμα Φ. Ένγκελς προς Κ. Μαρξ, Marx-Engels,
Spicy,
τομ. 29, Praha,
1969, σ. 397.
[42] Marx, Karl & Engels, Frederick, «Ireland and the Irish Question», N.Y., International Publishers, 1972, σελ. 209.
[43] http://www.marxists.org/archive/marx/works/1884/decline/. Το κείμενο θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά το 1935.
[43] http://www.marxists.org/archive/marx/works/1884/decline/. Το κείμενο θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά το 1935.
[44]
Μια ενδιαφέρουσα κατηγοριοποίηση των τάσεων: «Η πρώτη τάση, η οποία αργότερα ορίστηκε ως
κλασικός μαρξισμός, βασίστηκε στο πρωτείο της ταξικής συνείδησης και της
αναγκαιότητας της ταξικής πάλης, και ήταν επομένως αδιάλλακτη με τον εθνικισμό.
Η δεύτερη τάση, ο στρατηγικός μαρξισμός, προωθεί την τυπική υποστήριξη στο
δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού αφηρημένα, συνοδευόμενος με πολύ
επιλεκτική υποστήριξη των εθνικών κινημάτων στο βασίλειο της δράσης. […] Η
τελική τάση, ο εθνικός μαρξισμός, βρήκε αντανάκλαση στις αναφορές στα
εθνικά χαρακτηριστικά που διαπερνούν τις εποχές και στον ρόλο των εθνών
ως τα κύρια όργανα των ιστορικών δυνάμεων», Connor Walker, «The National Question in Marxist-Leninist Theory and Strategy»,
Princeton
1984, σελ. 19-20.
Δημοσιεύεται στο περιοδικό "Νέος Ερμής ο Λόγιος", τεύχος 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου