Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

In Memoriam - Ο Φιλόσοφος Κλείτος Ιωαννίδης 1944-2025

Πριν λίγες ημέρες, έφυγε από τη ζωή ο φιλόσοφος, ιστορικός και ποιητής Κλείτος Ιωαννίδης (1944 Μουτουλλάς Τροόδου – 2025 Λευκωσία). Ο εκλιπών υπήρξε ένας από τους κορυφαίους διανοούμενους της Κύπρου, αλλά και ολοκλήρου του ελληνισμού, και συνάμα ένας φλογερός πατριώτης, με τεράστια προσφορά στην κυπριακή υπόθεση.

Ο Ιωαννίδης σπούδασε στο Παρίσι κατά την περίοδο 1967-1974, όπου συμμετείχε στα γεγονότα του 1968, με τον φίλο του φιλόσοφο Daniel Furjot. Στη Γαλλία συνδέθηκε με πολλούς Ελλαδίτες λογίους όπως τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κώστα Αξελό, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Νίκο Κεσανλή, τον Γιάννη Τσαρούχη και πολλούς άλλους.

Υπήρξε «άνθρωπος πολύτροπος», σύμφωνα με τον φίλο του Χρίστο Μαλεβίτση, καθώς υπηρέτησε με συνέπεια και οργιώδη παραγωγικότητα τα γράμματα, συγγράφοντας δεκάδες βιβλία φιλοσοφίας, θεολογίας, ιστορίας, αλλά και ποίησης. Υπήρξε πρόεδρος της «Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου», Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου ΕΝΑ, Πρόεδρος της «Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου», ενώ διηύθυνε το «Θερινό Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Δράματος». Εργάστηκε ως ερευνητής στο Παρίσι, στην Αθήνα και στο «Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών» και δίδαξε Φιλοσοφία και Αισθητική στα Πανεπιστήμια Frederick και ΤΕΠΑΚ. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της Ι. Μονής Κύκκου, χάρη στην οποία κυκλοφόρησε εικοσιπέντε τόμους αγιολογικού, ιστορικού, φιλοσοφικού και δοκιμιακού περιεχομένου.

Επίσης, πραγματοποίησε δώδεκα ντοκιμαντέρ, με θέμα την ιστορία της Κυπριακής Εκκλησίας. «Έγραψε» σχεδόν 30.000 ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα – κυρίως μέσω της ζωντανής ραδιοφωνικής εκπομπής «Ορθοδοξία Σήμερα»- σε μια περίοδο 40 ετών, συνεργαζόμενος με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ). Με βάση τις εκπομπές στο ΡΙΚ συνέγραψε 1700 μικρά και μεγάλα κείμενα. Στο πλαίσιο των δράσεων του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, όπου εργάστηκε για 22 χρόνια (1979-1999) συνέγραψε την Ιστορία της Νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας). Πραγματοποίησε άπειρες διαλέξεις και ομιλίες, επιδιώκοντας την πνευματική αφύπνιση του κυπριακού ελληνισμού.

Ο Κλείτος Ιωαννίδης αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στην ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού στη διαχρονία του, σε συνδυασμό με τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα της Ευρώπης, τα οποία όχι μόνον γνώριζε αλλά είχε ενεργό συμμετοχή. Οι επιρροές του εδράζονταν στην αρχαιοελληνική σκέψη αλλά και στον χριστιανικό υπαρξισμό, τον οποίο και ο ίδιος καλλιέργησε.

Ο Ιωαννίδης ήταν πιστός Ορθόδοξος και η πίστη του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφική του σκέψη. Γι’ αυτό υπεράσπιζε την Εκκλησία και αναδείκνυε το εκκλησιαστικό γεγονός, ως τρόπο ανάδυσης της συνείδησης του ανθρώπου.

Τον συνάρπαζαν, ιδίως, τα έργα των εμιγκρέδων Ρώσων θεολόγων, και είχε σχετιστεί με τον κύκλο των επιγόνων του Μπερντιάεφ. Αυτό αποτέλεσε και την αφορμή της, ολιγόχρονης δυστυχώς, συνεργασίας μας, καθώς, πληροφορούμενος το πεδίο των ενδιαφερόντων μου, μου έκανε τη τιμή να με προσκαλέσει να κάνω κάποιες διαλέξεις στην Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου, όπως για το βιβλίο του Νικολάι Μπερντιάεφ «Το νόημα της Ιστορίας», και την Ιστορία της Ρωσικής Φιλοσοφίας κατά τον 19ο αιώνα. Δυστυχώς, η τρίτη διάλεξη, για τον Ντοστογιέφσκι, πριν από δύο μήνες αναβλήθηκε, λόγω έκτακτης περίστασης, και είχαμε συμφωνήσει να την προγραμματίσουμε για τις αρχές φθινοπώρου. Αλλά, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων…

Πρώτο του μέλημα η μετάδοση γνώσεων

Αυτό που σε εντυπωσίαζε στην προσωπικότητά του Ιωαννίδη ήταν η αεικίνητη φύση του, η διαρκής δράση του, η μετοχή του σε όλα τα δρώμενα, η έγνοια του για τη μετάδοση των γνώσεων και των ιδεών στους συνανθρώπους του. Ο Ιωαννίδης δεν ήταν φιλόσοφος του αναγνωστηρίου και των λίγων μυημένων. Επιθυμούσε η σκέψη να διαχυθεί, να ζυμωθεί στον κοινωνικό χώρο. Αγωνιζόταν ενσυνείδητα για να αναβιβάσει την πνευματική ζωή της κυπριακής κοινωνίας, τόσο στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή και κατοχή, όσο και στα, ίσως πιο δύσκολα για πνευματικές διεργασίες και πολλώ δε μάλλον ενασχόληση με τη φιλοσοφία, χρόνια της ευμάρειας και του πλούτου. Δεν έπαυσε να μιλά για τις περιπέτειες των ιδεών, όπως και για την ιστορία της Κύπρου, τις μάχες του ακριτικού ελληνισμού να διατηρήσει την ταυτότητά του. Ενδυνάμωνε το εθνικό φρόνημα των Κυπρίων, σε μια εποχή που υπονομεύεται από νεοκυπριακά ιδεολογήματα, που στραγγαλίζουν την ιστορική αλήθεια και λειτουργούν ως δούρειος ίππος της τουρκικής επεκτατικότητας.

Ο Ιωαννίδης ενημερωνόταν ανελλιπώς και λεπτομερειακά για την εσωτερική, κυπριακή και ελλαδική, πολιτική επικαιρότητα αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις. Δεν δίσταζε να εκφράζει σταθερά τις απόψεις του για τα τεκταινόμενα, όπως έκανε τα τελευταία χρόνια που είχε ταχθεί αναφανδόν ενάντια στο ρεύμα της, δήθεν, «σωστής πλευράς της ιστορίας».

Είναι, ίσως, κλισέ η έκφραση ότι το κενό που άφησε πίσω του ένας μεγάλος λόγιος είναι δυσαναπλήρωτο. Θεωρώ, όμως, ότι στην περίπτωση, του Κλείτου Ιωαννίδη, αυτό, δυστυχώς, ισχύει στο ακέραιο. Αιωνία του η μνήμη!

Ενδεικτική σταχυολόγηση της εργογραφίας του Κλείτου Ιωαννίδη:

«Mystique Grecque», Encyclopédie des Mystiques, Paris, 1972.

Ρυθμός και Αρμονία: Η ουσία της μουσικής και του χορού στην Πλατωνική παιδεία, Λευκωσία, 1973.

Το πρόσωπο του φιλοσόφου από τους προσωκρατικούς στον Πλάτωνα, Λευκωσία, 1977.

Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος, Λευκωσία, 1980.

Le roi-philosophe spectateur et acteur d’ après Platon, Αθήνα, 1983-1984.

Socrate, modèle philosophique, Λευκωσία, 1985.

Ζήνων ο Κιτιεύς: Η ζωή και το έργο του, Λευκωσία, 1985.

Ιστορία της Νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας.

Πλωτίνος ή η αναζήτηση του Ενός, Λευκωσία 1991.

Αβγή ή η κυπριακή φάση του Αιμιλίου Χουρμουζίου, Λευκωσία, 1991.

Εκκλησία Κύπρου: Ιστορία και Πολιτισμός 2.000 ετών, Λευκωσία, 1995 (στα αγγλικά και ρωσικά).

Ο Φιλόσοφος και ο Μουσικός στο έργο του Πλάτωνος, Αθήνα, 2003.

Κόκκος Σινάπεως, Λευκωσία, 1990.

Νοσταλγία Θεού, Λευκωσία, 1994.

Στις όχθες του Παρακλήτου: Η θεία λειτουργία της Ποίησης (Το ποιητικό μου Μανιφέστο), Λευκωσία 2015.

Ο Γέρων Πορφύριος – Μαρτυρίες και εμπειρίες, Λευκωσία, 1992 (μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, ρουμανικά, ρωσικά, σερβικά κ.ά.).

Σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, Λευκωσία, 1994.

Μεταφράσεις

Β.Ν. Τατάκη, Η Ελληνική Πατερική και Βυζαντινή φιλοσοφία, Αθήνα, 1975.

R. Suszko, Η τυπική λογική και η ανάπτυξη της γνώσης, Αθήνα, 1977.

R. Ingarden, Καλλιτεχνικές και αισθητικές αξίες, Αθήνα, 1977.




Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Η Αρμενία σε κίνδυνο!

Για την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του Βαρντάν Γκρίτσεντς «Αίτημα για αφύπνιση -Συναγερμός για επαγρύπνηση, επαναγνωριμία και επαναβεβαίωση της ζωής του Αρμενικού λαού», ίδρυμα Χάικ (μετάφραση Λιλίτ Βαρντανιάν).

Η Αρμενία περνά κρίσιμες ώρες. Το Αρτσάχ – Ναγκόρνο Καραμπάχ καταλήφθηκε από τον αζερικό στρατό. Οι Αρμένιοι εγκατέλειψαν τα προαιώνια εδάφη τους και έγιναν πρόσφυγες. Στο ηττημένο Γερεβάν επιβάλλεται μια λύση που είναι «κομμένη και ραμμένη» στις επιδιώξεις του Μπακού και της Άγκυρας. Ο αρμενικός λαός φαίνεται εγκαταλελειμμένος από τους συμμάχους του, ενώ στο εσωτερικό της χώρας υποβόσκει ο διχασμός. Πρόσφατα, εκδηλώθηκε και σφοδρή αντίθεση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της Εκκλησίας της Αρμενίας που είναι ο κύριος φορέας της διατήρησης της εθνικής συνείδησης των Αρμενίων.

Σε αυτή τη συγκυρία εκδίδεται στα ελληνικά μέρος του βιβλίου ενός σεβάσμιου Αρμένιου διανοούμενου, με ρίζες στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος από χρόνια κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους Αρμενίους, και καλεί σε εθνική πνευματική αφύπνιση πριν είναι πολύ αργά. Για τους Έλληνες ο αρμενικός λαός ήταν και είναι αδερφικός, και το ιστορικό του δράμα γνωρίζει ότι είναι αλληλένδετο με αυτό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Επίσης, σε όλους είναι κατανοητό ότι η πορεία των εξελίξεων στην Αρμενία, οι αντοχές ή η κάμψη της υπό την πίεση κυρίως της Τουρκίας, αλλά και άλλων διεθνών δρώντων, θα επηρεάσει άμεσα και την Ελλάδα, όπως πάντοτε συνέβαινε με το υποσύστημα αυτό της Υπερκαυκασίας από την περίοδο του Βυζαντίου.

Διαβάζοντας το βιβλίο του σεβαστού κ. Γκρίτσεντς-Βαρντανιάν, αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι μέσα από τη γραφίδα του ηχεί υπόκωφα η διαχρονική συνείδηση του λαού του. Αντίστοιχη με αυτή του λόγου των βιβλικών προφητών. Παρακολουθείς συμπυκνωμένη τη μακρά ιστορική εμπειρία, τις δραματικές περιπέτειες με τις ένδοξες κατακτήσεις και τραγικές ήττες, αλλά και τις αξίες, τις αρχές, τις ιδέες που υπηρέτησε και ταυτίστηκε μαζί τους ο αρμενικός λαός. Αυτές που στάθηκαν οι σηματοδότες της ύπαρξής του.

Και, κυρίως, προσλαμβάνεις μέσα από τη γραφή του την πίστη που συγκρότησε τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο του έθνους του. Μεταφυσική και φυσική, πίστη και πραγματικότητα είναι στη σκέψη του επίπεδα που συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες αντιλήψεις, η νοηματοδότηση του βίου του έθνους, οι πηγές των εκδηλώσεων της δημιουργικότητάς του εντοπίζονται στα βάθη και στα ύψη της σχέσης του με το μυστήριο του θείου, με τη θρησκεία που είναι απόλυτα ταυτισμένη με τον τρόπο ζωής του κάθε Αρμένιου, με την ιστορία όλης της Αρμενίας.

Ο λυρικός φιλοσοφικός και θεολογικός λόγος του συγγραφέα εκκινεί από το πεδίο της πολιτικής, των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας. Και ορθώς, γιατί η Αρμενία δίνει αγώνα ιστορικής επιβίωσης σε ένα εχθρικό περιβάλλον που απειλεί να την αδρανοποιήσει αν όχι να την εξαλείψει.

Αλλά και για αυτό ακριβώς, τελικά, επικεντρώνεται στο εσωτερικό πεδίο των ιδεών και των αξιών. Διότι γνωρίζει πως οι εξωτερικές συμπεριφορές αντανακλούν εντατικές εσωτερικές διεργασίες. Αντιλαμβάνεται ότι η μεγάλη σύγχρονη μάχη για το Αρτσάχ αλλά και για ολόκληρη την Αρμενία έχει ξεκινήσει από χρόνια στην καρδιά του κάθε Αρμένιου.

Το κακό στις διάφορες μορφές του, όπως συχνά γίνεται, με προκάλυμμα υψηλές έννοιες όπως ο ανθρωπισμός, ο ρεαλισμός, η προσαρμογή, το μέλλον, οι νέες παγκόσμιες αξίες, εισέβαλε για να ανατρέψει τους ιερούς βωμούς των θεών. Και στη θέση τους να διασπείρει τον φόβο, την αδυναμία, την υποταγή, την παραίτηση, τη φυγή. Σε αυτό το πεδίο κρίνεται στην ουσία ο αγώνας ενός ανθρώπου αλλά και ενός λαού. Γιατί αν ο άνθρωπος ή ο λαός μέσα στην καρδιά του κρατήσει ζωντανή την ελπίδα, αν υπηρετεί τις υψηλές πνευματικές αρχές και τις ηθικές αξίες που κληρονόμησε από το παρελθόν του, δεν θα ηττηθεί ποτέ. Ακόμη και αν λόγω συγκυριών, απωλέσει την κυριαρχία επί υλικών αντικειμένων.

Είναι γεγονός ότι τα όσα περιγράφει ο συγγραφέας ισχύουν σε μεγάλο βαθμό συνολικά στο σύγχρονο πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που προάγει τον άνθρωπο-λωτοφάγο, χωρίς παρελθόν, χωρίς ήθος, χωρίς ταυτότητα. Απλώς καταναλωτή υλικών και άυλων αγαθών. Θυμίζει κάπως όλο αυτό τη ζοφερή ατμόσφαιρα του Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι. Όταν αλλοτριώνεται ο άνθρωπος από την ταυτότητά του τότε δεν βλέπει τον λόγο να αγωνιστεί για αυτήν. Αγωνίζεται μόνον για την επίπλαστη και σαθρή ευημερία του. Μετατρέπεται σε άθυρμα, σε όργανο αλλότριων κέντρων. Που ενίοτε ούτε καν τα γνωρίζει.

Ευθύνη γι’ αυτό φέρουν και οι ηγέτες των λαών. Κι όπως θίγεται στο βιβλίο, ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα είναι σήμερα ο τρόπος ανάδειξης των ηγετών. Οι δίαυλοι ανόδου προς την εξουσία πολύ συχνά δεν είναι αυτοί της αναγνωρισμένης αξίας και ικανότητας ή της γνήσιας πατριωτικής προσφοράς. Αντιθέτως, ενίοτε είναι οι σχέσεις με εξωχώρια κέντρα και παράκεντρα, που προωθούν έμπιστους τοποτηρητές, οι οποίοι υπηρετούν αλλότριους προς το έθνος τους σκοπούς, εξ αρχής εξαρτημένοι και ετεροπροσδιοριζόμενοι.

Πρόκειται για μια επιχείρηση δεκαετιών, που την παρατηρούμε να εφαρμόζεται με συνέπεια και σχεδιασμό. Απορούμε και ενίοτε αγανακτούμε όταν οι αποφάσεις τέτοιων ηγετών είναι αντίθετες με τα πιστεύω της πλειοψηφίας του έθνους τους, με την ιστορία και τις αξίες του έθνους τους. Αλλά υπακούουν σε μια εισαγόμενη ατζέντα, η οποία επιβάλλεται μέσω κατευθυνόμενων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι λαοί σε τέτοιες συνθήκες νοιώθουν πολιτικά απορφανισμένοι, αλλά χωρίς δυνατότητα αξιόπιστης εναλλακτικής επιλογής, στοιχείο που ευνοεί την άνοδο επικίνδυνων δημαγωγών και καιροσκόπων της πολιτικής.

Πολλές φορές, σε τέτοια ιστορικά αδιέξοδα τον λόγο τον έχει εντέλει ο ίδιος ο λαός, που πρέπει να μεταμορφωθεί ο ίδιος, απαλλασσόμενος από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Ξαναβρίσκοντας τις αξίες του, τις πηγές της προέλευσής του, πιστεύοντας στον εαυτόν του, ξεκινώντας την ηθική επανάσταση από τα κάτω. Ή τουλάχιστον κάποια τμήματά του που θα λειτουργήσουν ως μαγιά μεταμορφωτική όλου του σώματος.

Δυστυχώς, η κατάσταση που διαμορφώνεται στον νότιο Καύκασο είναι εξαιρετική δυσμενής. Ο ανασχεδιασμός του χάρτη, που αναμφίβολα έχει προετοιμαστεί από καιρό, βλέπουμε να προωθείται με γοργά βήματα.

Η δραματική απώλεια του Αρτσάχ αποτελούσε μόνον μια φάση αυτού του νέου περιβάλλοντος που αναδύεται. Η Τουρκία, η χώρα αυτή που ευθύνεται για τη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, καθώς και των Ασσυρίων, επιστρέφει με αξιώσεις περιφερειακής δύναμης για να επιβάλει τις επιδιώξεις της, με τη βοήθεια του Αζερμπαϊτζάν. Για να ελέγξει τις κρίσιμες οδούς που ενώνουν την Μεσόγειο με την σινική ανατολή μέσω της τουρκόφωνης κεντρικής Ασίας.

Εξέλιξη που προφανώς δεν βρίσκει αντίθετες κάποιες δυτικές δυνάμεις, που τυφλωμένες από γεωπολιτικές ιδεοληψίες, όπως η εμμονή για τη διάρρηξη ενός εν δυνάμει αντίπαλου ευρασιατικού στρατοπέδου, δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που ελλοχεύει για τις ίδιες από αυτή την υπερενίσχυση των νεοοθωμανών. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που διαπιστώνουμε τέτοιες μυωπικές πολιτικές. Και όλοι γνωρίζουμε πού κατέληξαν. Όπως γνωρίζουμε και τι βαρύτητα είχαν οι υποσχέσεις που είχαν λάβει τόσο ο αρμενικός όσο και ο ελληνικός λαός στις αρχές του 20ού αιώνα.

Και σήμερα, πάλι, και ο ελληνισμός και ο αρμενισμός κινδυνεύουν. Και οι δύο, όπως το περιγράφει και ο συγγραφέας κινδυνεύουν από δύο μεγάλες απειλές -την εξωτερική, την πολιτική, και την εσωτερική, την ηθική.

Αυτή την αλήθεια τη διαισθάνθηκα μπορώ πω για πρώτη φορά πριν από πάνω από 3 δεκαετίες στο οδόφραγμα της Δερύνειας στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Εκεί που το ελεύθερο τμήμα του νησιού χωρίζεται με συρματοπλέγματα από το κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό. Αφενός, ίσταται η ευθεία τουρκική απειλή, η ίδια που συνεχίζεται από τον 11ο αιώνα, και την περίφημη μάχη του Ματζικέρτ, απέναντι στον χριστιανικό κόσμο.

Αφετέρου, στρέφοντας τη ματιά προς το εσωτερικό της ελεύθερης Δημοκρατίας, εφορούσε δυναμικά η παγκοσμιοποίηση, που η μικρή Κύπρος θα υφίστατο τελικά με μεγαλύτερη ένταση, λόγω της γεωγραφικής θέσης της αλλά και των οικονομικών της λειτουργιών, υπονομεύοντας την ιστορικο-θρησκευτική της ταυτότητα. Και οι δύο αυτές απειλές, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, καθώς η παγκοσμιοποίηση προέρχεται, υποτίθεται, από το μέλλον, ενώ ο τουρκισμός είναι σκοτεινός μεσαίωνας, αλληλοσυμπληρώνονται αρνητικά.

Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι πονήματα όπως του σεβαστού συγγραφέα θα ηχήσουν ως καμπάνες συναγερμού και αφύπνισης για τις ευαίσθητες ψυχές, που ακόμη πάλλονται από αγνό πατριωτισμό. Και η Αρμενία θα συνεχίσει να αποτελεί ένα κάστρο πίστης και ελπίδας για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη.

  ..............................

Ο κ. Μπαμπκέν Βαρντανιάν (ψευδώνυμο: Βαρντάν Γκριτσέντς) γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1930 στην Θεσσαλονίκη από γονείς που επιβίωσαν της Αρμενικής Γενοκτονίας. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί σε χωριό κοντά στο Μους (σημερινή Τουρκία) και η μητέρα του στα περίχωρα της Σεβάστειας. Ο πατέρας του γλύτωσε από τύχη από μαζική σφαγή στην πλατεία του χωριού και αφού περιπλανήθηκε, όντας ακόμα έφηβος μέσω Συρίας και Κωνσταντινούπολης στην προσπάθειά του να φτάσει στην Μασσαλία, έμεινε στην Θεσσαλονίκη. Στα χρόνια της κατοχής συνεργάστηκε με Έλληνες και Εβραίους. Το 1946, πηγαίνει στην σοβιετική Αρμενία. Βλέποντας την κατάσταση με το σταλινικό καθεστώς προσπαθεί να οργανώσει μια ομάδα για το μέλλον της Αρμενίας. Συλλαμβάνεται και εξορίζεται κοντά στον ποταμό Βόλγα, όπου εργάζεται για την επισκευή ποταμόπλοιων. Με τον θάνατο του Στάλιν επιστρέφει στο Γερεβάν. Διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις σε ανοικτά πανεπιστήμια, ενώ εργάζεται για τη διάσωση ιστορικών τεκμηρίων. Το 1978 μεταναστεύει στην Αμερική, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση του αρμενικού τμήματος της Φωνής της Αμερικής. Μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, επιστρέφει στην Αρμενία και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πολλούς τομείς της χώρας.



Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Σωτήρης Δημόπουλος “Ασύνθετος Ελληνισμός – Η ρηξικέλευθη σκέψη του Δήμη Πουλάκου”

Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σωτήρη Δημόπουλου “Ασύνθετος Ελληνισμός. Η ρηξικέλευθη σκέψη του Δήμη Πουλάκου”, από τις “εκδόσεις Περισπωμένη” (290 σελίδες). Από το βιβλίο, που πραγματεύεται κυρίως ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από τον Εθνικό Διχασμό μέχρι και τη Μεταπολίτευση, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα.

Ο Δημήτρης (Δήμης) Πουλάκος υπήρξε μια ξεχωριστή όσο και ιδιάζουσα προσωπικότητα του μεταπολεμικού και μεταπολιτευτικού Ελληνισμού. Αν και νεότατος, είχε έντονη παρουσία στα χρόνια της κατοχής, τόσο ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής, ιδιαίτερα αυτούς της λεγόμενης γενιάς του ’30, όσο και στις αντιστασιακές δραστηριότητες των νέων του αστικού χώρου. Εν συνεχεία, υπήρξε σύμβουλος δύο πρωθυπουργών, αρχικώς του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και, αργότερα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ενδιαμέσως, βρέθηκε με υποτροφία στις ΗΠΑ, στο Russian Institute του Πανεπιστημίου Columbia, με καθηγητή, μεταξύ άλλων, τον Κερένσκι, ενώ συμφοιτητής του ήταν ο Μπρεζίνσκι. Η διατριβή του ήταν “The Balkan Communist Federation and the Macedonian Question” (1954). Ανέλαβε να συντονίσει σημαντικά –κάποια από αυτά πρωτοποριακά– κυβερνητικά έργα, ενώ συμμετείχε στην “επιτροπή σοφών”, που σύστησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για την αναχαίτιση της ΕΔΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Τις επόμενες δεκαετίες υπηρέτησε ως διπλωμάτης, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, για να ασχοληθεί στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2006, με μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα στην Αίγινα, την οποία είχε δημιουργήσει με τον λογοτέχνη Στέλιο Ξεφλούδα και στην οποία συχνά διέμεναν πολλοί εκπρόσωποι του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Το ίδιο περίπου διάστημα, και συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδιδε το περιοδικό “Eurobalkans and East European Quarterly”, το οποίο είχε τύχει ευρείας αναγνώρισης, σε μια μάλιστα ταραγμένη περίοδο για τα Βαλκάνια.

Τις επόμενες δεκαετίες υπηρέτησε ως διπλωμάτης, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, για να ασχοληθεί στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2006, με μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα στην Αίγινα, την οποία είχε δημιουργήσει με τον λογοτέχνη Στέλιο Ξεφλούδα και στην οποία συχνά διέμεναν πολλοί εκπρόσωποι του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Το ίδιο περίπου διάστημα, και συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδιδε το περιοδικό “Eurobalkans and East European Quarterly”, το οποίο είχε τύχει ευρείας αναγνώρισης, σε μια μάλιστα ταραγμένη περίοδο για τα Βαλκάνια.

Ρηξικέλευθες ιδέες για τον Ελληνισμό

Η απόφαση, ωστόσο, για τη συγγραφή του παρόντος πονήματος με αναφορά σε αυτόν τον ιδιόμορφο διανοούμενο δεν εδράζεται στην πρόθεση προβολής της βιογραφίας του, όσο στην ανάγκη συγκέντρωσης, κατηγοριοποίησης και διερεύνησης των ρηξικέλευθων, τολμηρών και σύνθετων ιδεών που διατύπωσε. Ιδέες οι οποίες μπορούν να γονιμοποιήσουν τον εν εξελίξει επί μακρόν διάλογο που άπτεται της εθνικής μας αυτογνωσίας, ακόμη κι αν η επαφή μαζί τους προκαλεί συχνά αντανακλαστικά αισθήματα άπωσης, καθώς παρεκκλίνουν των αποδεκτών αφηγημάτων και αναδεικνύουν οδυνηρά οικεία κακά.

Κίνητρο, αναμφίβολα, της παρούσας εργασίας δεν ήταν άλλο από την διερεύνηση των νεοελληνικών παθών, του επαναλαμβανόμενου εσωτερικού διχασμού, της αδυναμίας συγκρότησης μιας συμπαγούς εθνικής ιδεολογίας. Η εκ των έσω διαρκής και εμμονική αμφισβήτηση της εθνικής ταυτότητας και συνέχειας, από πλείστες ιδεολογικές αφετηρίες –διεθνιστικές, κοσμοπολίτικες, νεοφιλελεύθερες, βυζαντινο-οικουμενικές ή ακόμη και της επιθυμίας για ελληνοτουρκική όσμωση– ως αναλογική συνέχεια παλαιότερων συλλογικών στάσεων και συμπεριφορών, που εκτείνονται χρονικά πολύ πριν από την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκυριακές συνθήκες. Οι προσεγγίσεις που εφαρμόζουν το θεωρητικό τους μοντέλο σε ένα ασφυκτικό χρονοχωρικό πλαίσιο, αγνοώντας την μακρά ιστορική διαδικασία, ή σε παροδικές κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, που παραβλέπουν την καταγωγική προέλευση των κοινωνικών υποκειμένων, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τον απαιτητικό μελετητή.[…]

Ιδιαίτερα για τον Ελληνισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στη διαχρονία του επί υψηλότατων πνευματικών ρευμάτων, που τα τροφοδότησαν συνθετικά αλλά και αντιθετικά οι εσωτερικές του συνιστώσες, το σύγχρονο παγκόσμιο τοπίο είναι εξαιρετικά αφιλόξενο. Ισχνός σε δημογραφικές, οικονομικές, ιδεολογικές εφεδρείες, φαίνεται να διαχειρίζεται περισσότερο τον τρόπο του τέλους του. Η εξ ανατολών νεοοθωμανική ισλαμιστική απειλή, σε ένα γεωγραφικό χώρο-σύνορο και διάβαση των μεταναστευτικών ροών εξ Ανατολών, επιταχύνει την εσωτερική φθορά.

Η ιστορία, ωστόσο, ποτέ δεν κινείται γραμμικά. Εντός της συνυπάρχουν, επηρεάζουν και ανταγωνίζονται ποικίλες εμφανείς και αφανείς δυνάμεις. Ο ύστερος λόγος δεν έχει ακόμη ειπωθεί, όσο ο “ελληνικός Παν” είναι ακόμη ζωντανός. Για να μείνει, όμως, ζωντανός πρέπει να πολεμήσει με ό,τι όπλα διαθέτει, και, κυρίως, με το πιο αιχμηρό, το πλέον ανθεκτικό και εν τέλει πιο καθοριστικό για την έκβαση της μάχης, την συνείδησή του. Κι αυτή ισχυροποιείται μονάχα δια μέσω της γενναίας ματιάς αυτογνωσίας στο παρελθόν, η οποία ξαστερώνει την παρούσα σύγχυση από τις ομιχλώδεις επιβιώσεις ξεπερασμένων και ατελών αντιλήψεων και επαναδομεί την κλονισμένη ταυτότητα.Πεποίθησή μου είναι ότι οι θεωρητικές προτάσεις του Πουλάκου ανοίγουν συναρπαστικά μονοπάτια στη σκέψη, που χαράζονται ωστόσο επί του στέρεου εδάφους μιας σπάνιας διεπιστημονικής γνώσης που γονιμοποιείται από ένα σπινθηροβόλο πνεύμα. Ο Πουλάκος διέθετε μια σπάνια οξύνοια, όπως και διεισδυτική παρατηρητικότητα, που σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ευρυμάθειά του τον οδηγούσε σε πρωτοποριακές συλλήψεις.

Η επιλογή του Βλαδίμηρου υπέρ της Ορθοδοξίας προστάτευσε τη Ρωσία από τη διάλυση


 

Τι θα γινόταν αν ο Βλαδίμηρος δεν είχε επιλέξει την Ορθοδοξία, αλλά κάποια άλλη θρησκεία ως κρατική στη Ρωσία στα τέλη του 10ου αιώνα;

 

Ilya Ukhov

πολιτικός επιστήμονας

 

Πάνω από χίλια χρόνια έχουν περάσει από τη Βάπτιση των Ρως από τον Άγιο Πρίγκιπα Βλαδίμηρο, Ισαπόστολο, αλλά το μεγαλείο και η μοναδικότητα αυτού του γεγονότος αναδεικνύονται από την ιστορία όλο και πιο καθαρά. Έχει ήδη γίνει κοινός τόπος να ισχυρίζεται κανείς ότι η Ρωσία διαμορφώθηκε ως μοναδικό κράτος-πολιτισμός ακριβώς υπό την επίδραση του Βαπτίσματος, και ιδιαίτερα μέσω της υιοθέτησής του με τη μορφή της Ορθόδοξης πίστης. Αν εμβαθύνουμε στην αξιακή μας εικόνα για τον κόσμο, θα βρούμε παντού την καθοριστική συμβολή του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, ο οποίος εξακολουθεί να διαμορφώνει τη ζωή και τις κρατικές μας προτεραιότητες.

Τι θα γινόταν αν ο Βλαδίμηρος είχε επιλέξει όχι την Ορθοδοξία, αλλά κάποια άλλη θρησκεία ως κρατική θρησκεία των Ρως στα τέλη του 10ου αιώνα; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες για εμάς σήμερα; Θα μπορούσε ο ρωσικός λαός να σχηματιστεί ως ενιαία εθνοτική ομάδα υπό συνθήκες μιας διαφορετικής θρησκευτικής και ιστορικής επιλογής;

Σίγουρα αξίζει να ξεκινήσουμε με τον πλησιέστερο ανταγωνιστή της Ορθοδοξίας εκείνη την εποχή – αν και τυπικά ούτε καν ανταγωνιστή, αφού το Μεγάλο Σχίσμα ακόμη δεν είχε συμβεί. Μιλάμε για τον Καθολικισμό, ή πιο συγκεκριμένα, για τη Ρωμαιολατινική εκδοχή του Χριστιανισμού. Το 988, η Εκκλησία παρέμενε ενωμένη, αν και οι αντιθέσεις αυξάνονταν. Στην πραγματικότητα, το ίδιο το σχίσμα του 1054, αν και θεολογικό στη μορφή του, εξακολουθούσε να έχει πολιτικά κίνητρα στον πυρήνα του. Οι πάπες και ο Καθολικισμός διεκδίκησαν την παγκόσμια εξουσία και τον έλεγχο τόσο των πνευματικών όσο και των κοσμικών υποθέσεων. Το τι είχε ως αποτέλεσμα αυτό για τη Δυτική Ευρώπη τους επόμενους αιώνες, μέχρι και τη Μεταρρύθμιση, είναι γνωστό.

Η ένταξη των Ρως στην τότε καθολική τροχιά θα είχε οδηγήσει στην προσέλκυσή τους σε διάφορους συνδυασμούς ισχύος και πολιτικής εξουσίας του ρωμαϊκού παπισμού. Τελικά, αυτό θα είχε οδηγήσει στη διάλυση των Ανατολικών Σλάβων και στην απώλεια της εθνικής τους ταυτότητας. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για παραδείγματα - μετά την εισβολή της Ορδής και τη Μάχη του ποταμού Κάλκα, ο Πρίγκιπας της Γαλικίας-Βολινίας Δανιήλ δέχτηκε τον τίτλο του "Βασιλιά των Ρως" από τον Πάπα. Σταδιακά, ήδη από τα παιδιά και τα εγγόνια του, υπήρξε μια προσέγγιση μεταξύ της ηγεσίας του δυτικού ρωσικού πριγκιπάτου και της πολωνολιθουανικής αριστοκρατίας. Μέχρι που τελικά αυτές οι εκτάσεις συμπεριλήφθηκαν στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και στη συνέχεια στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Κάποτε οι αυτόχθονες ρωσικές εκτάσεις, που κυβερνιούνταν από τη δυναστεία των Ρουρικιδών, μέσω της αποδοχής της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας των Ρωμαίων Παπών και του καθολικισμού, έγιναν, στην πραγματικότητα, ο πυρήνας της μελλοντικής "αντιρωσίας" στο πρόσωπο της σύγχρονης Ουκρανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τα μοντέλα διάδοσης του Καθολικισμού και της Ορθοδοξίας ήταν διαφορετικά. Το βυζαντινό μοντέλο, που κληρονόμησε η Ρωσία, υποδήλωνε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο θρησκευτικής ανοχής. Η Ορθοδοξία δεν γνώριζε τις Σταυροφορίες - αντίθετα, το 1204, οι Δυτικοευρωπαίοι Σταυροφόροι ήταν αυτοί που κατάφεραν ένα θανάσιμο πλήγμα στο Βυζάντιο καταλαμβάνοντας την Κωνσταντινούπολη. Αντί να πολεμήσει τους Σελτζούκους και τους Μαμελούκους, ο καθολικός στρατός λεηλάτησε την πόλη. Το Βυζάντιο διέδωσε την Ορθοδοξία κυρίως μέσω ιεραποστολικού έργου, δυναστικών γάμων, δημιουργίας εθνικών εκκλησιών και μετάφρασης της λειτουργικής λογοτεχνίας στις εθνικές γλώσσες. Οι ρωσικές ηγεμονίες, το κράτος της Μόσχας και στη συνέχεια η Ρωσική Αυτοκρατορία κληρονόμησαν αυτήν την προσέγγιση, η οποία επέτρεψε σε ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών και εθνικοτήτων να συνυπάρχουν αρμονικά σε ένα ενιαίο ορθόδοξο κράτος. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα, για το οποίο πρέπει να ευχαριστήσουμε την Ορθοδοξία.

Υπάρχει μια δημοφιλής πεποίθηση για μια συγκεκριμένη διαμάχη, κατά την οποία πρεσβευτές από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας του Βόλγα, παρουσίασαν τα πλεονεκτήματα της πίστης τους στον Μεγάλο Δούκα Βλαδίμηρο. Σύμφωνα με το Χρονικό «Ιστορία των Περασμένων Χρόνων», ο Βλαδίμηρος απέρριψε το Ισλάμ, λόγω της απαγόρευσης της πόσης κρασιού. Δεν είναι σαφές πόσο αληθινή είναι αυτή η ιστορία του Χρονικού, αλλά ας δούμε τις γεωπολιτικές πραγματικότητες εκείνων των ετών - από τη Δύση, οι Ρως συνόρευαν με πολωνικά και ουγγρικά εδάφη. Μέχρι τότε, οι Πολωνοί είχαν ήδη δεχτεί τον Χριστιανισμό λατινικού τυπικού και οι Ούγγροι ήταν έτοιμοι να δεχτούν το βάπτισμα από τους Ρωμαίους λεγάτους. Οι χώρες της Βαλτικής κατοικούνταν από παγανιστικές φυλές, στον νότο ήταν το Βυζάντιο και η Μεγάλη Στέπα, όπου περιπλανιόντουσαν οι Κουμάνοι και οι Πετσενέγκοι, οι οποίοι από πολλές απόψεις βρίσκονταν στο παγανιστικό στάδιο. Σε αυτή την περίπτωση, η υιοθέτηση του Ισλάμ από τον Βλαδίμηρου θα σήμαινε άμεση σύγκρουση με σχεδόν όλους τους γείτονές του κατά μήκος της περιμέτρου. Το ρωσικό κράτος θα είχε χάσει τους πολιτιστικούς δεσμούς του με την Ευρώπη, έχοντας συμπεριληφθεί στον αραβο-ισλαμικό κόσμο της παγκόσμιας ιστορίας.

Πιεζόμενη από τη Βουλγαρία του Βόλγα από την ανατολή και τις νομαδικές τουρκικές φυλές από το νότο, η Ρωσία θα είχε κατά πάσα πιθανότητα «αφομοιωθεί» από αυτούς. Η υιοθέτηση του Ισλάμ θα είχε συμπεριλάβει τη Ρωσία στο σύστημα του παγκόσμιου χαλιφάτου και δεν θα είχε επιτρέψει να πραγματοποιηθεί ο εκσυγχρονισμός του Μεγάλου Πέτρου. Ο κόσμος του Ισλάμ ήταν πιο συντηρητικός όπως φαίνεται, για παράδειγμα, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν μπόρεσε να μεταπηδήσει στη νεωτερικότητα ούτε στα τέλη του 19ου αιώνα, βρίσκοντας τον εαυτό της στη θέση του «ασθενούς της Ευρώπης», έχοντας διαλυθεί και χάσει την ιδιότητά της ως μία από τις υπερδυνάμεις του κόσμου.

Και τέλος, ο Ιουδαϊσμός - η υιοθέτησή του, σύμφωνα με την «Ιστορία των Περασμένων Χρόνων», εξετάστηκε επίσης από τον Βλαντιμίρ στον θρυλικό θεολογικό διαγωνισμό. Η μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό θα περιέπλεκε τη θέση των Ρως στο παγκόσμιο πλαίσιο του 988 κατά τάξεις μεγέθους. Εδώ θα ήταν απαραίτητο να συγκρουστεί με όλους: Καθολικούς, Ορθόδοξους και Μουσουλμάνους. Αλλά το κύριο πρόβλημα έγκειται στην ίδια την ουσία του Ιουδαϊσμού - είναι η εθνική πίστη των Εβραίων και η μεταστροφή σε αυτήν, είτε εθελοντική είτε αναγκαστική, είναι τόσο σπάνια και δεν ενθαρρύνεται. Στην ιστορία τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στην ίδια τη Χαζαρία, της οποίας οι πρεσβευτές προσέφεραν στον Πρίγκιπα Βλαδίμηρο να εκτελέσει, ας πούμε, ένα «συλλογικό giyur [μεταστροφή στον ιουδαϊσμό]», μόνο η ηγεσία γύρω από τον Χαγάνο και οι κορυφαίοι αριστοκράτες είχαν εξιουδαϊστεί. Η συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων παράμεναν παγανιστές, Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι. Για να υιοθετήσει μια τόσο μεγάλη μάζα του πληθυσμού τον Ιουδαϊσμό, θα απαιτούνταν γιγάντιες Ταλμουδικές εξηγήσεις. Όπως, για παράδειγμα, μυθεύματα για «χαμένες φυλές του Ισραήλ» στα δάση του Νόβγκοροντ και στα ορμητικά νερά του Δνείπερου.

Η Ορθοδοξία στη Ρωσία έγινε παράγοντας «εθνικής οικοδόμησης» και εγγυητής της μη διάλυσης των Ρώσων μεταξύ ξένων πολιτισμικών και ξενόγλωσσων λαών. Η Ορθοδοξία συνένωσε τις ανατολικές σλαβικές φυλές σε ένα ενιαίο ρωσικό έθνος, δημιούργησε ένα κοινό πολιτιστικό πεδίο, γραφή και γλώσσα, ένωσε με τις αξίες της δικαιοσύνης, της αμοιβαίας βοήθειας, της αλληλεγγύης, έδωσε εξαιρετικά παραδείγματα ασκητών και αγίων.

Αυτή η πολιτισμική επιλογή μας έκανε ακριβώς αυτό που είμαστε σήμερα.

 

 

Πηγή: https://vz.ru/opinions/2025/7/28/1348536.html

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ο “προφήτης” Ντοστογιέφσκι και η ευρωπαϊκή συνείδηση

Το έργο του Ντοστογιέφσκι δεν ήταν πάντοτε καθολικής αποδοχής. Υπήρξαν κι αυτοί που το κατέκριναν. Για έλλειψη καλλιτεχνικού ταλέντου, για εκδήλωση αρρωστημένου ψυχισμού, για ακραίο συντηρητισμό. Ανάμεσα στους συμπατριώτες επικριτές του, ο Γκόρκι, ο Ναμπόκωφ, που τον απαξιώνει στα “μαθήματα ρωσικής λογοτεχνίας”, και ο Μπούνιν, που θεωρεί την απουσία αναφοράς του φυσικού περιβάλλοντος ως συγγραφική αδυναμία.

Η φύση στην πλειονότητα των Ρώσων συγγραφέων -μεταξύ αυτών διακρίνονται οι Τουργκένιεφ, Τολστόι και ο Μπούνιν- αποτυπώνεται με εξαίσιες, ποιητικές περιγραφές. Ο άνθρωπος στα έργα τους είναι απόλυτα ενταγμένος στο τοπίο. Ίσως, δείγμα της ισχυρής επιβίωσης του προχριστιανικού παγανισμού στον ρωσικό ψυχισμό. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, τη “Στέπα” του Τσέχωφ, που διαδραματίζεται στις περιοχές που μαίνεται τώρα ο πόλεμος, έχεις την αίσθηση ότι οσφραίνεσαι το χορτάρι, ζεσταίνεσαι από τις ακτίνες του σκυθικού ήλιου.

Κι όμως, στα έργα του Ντοστογιέφσκι η φύση είναι απούσα. Η δράση περιορίζεται στο αστικό περιβάλλον, πρωτίστως, στην πόλη του, την Αγία Πετρούπολη. Αλλά ακόμη και η δράση είναι μια έννοια σχετική. Γιατί απουσιάζουν τα μεγάλα γεγονότα. Συμβαίνουν μόνον δραματικές πράξεις, που συχνότερα τις πληροφορούμαστε από την αφήγηση τρίτων ή του συγγραφέα. Σε αντίθεση με τον δημιουργό του επικού “Πόλεμος και Ειρήνη”, εμπνευσμένου από την ομηρική Ιλιάδα.

Στον Ντοστογιέφσκι αυτό που κυριαρχεί είναι ο λόγος, ο διάλογος, ο μονόλογος. Οι χαρακτήρες του μιλούν διαρκώς. Μεταξύ τους, με τον εαυτόν τους, απευθείας στον αναγνώστη, μέσω αναμνήσεων, αυτοαναλύσεων, ενδοσκοπήσεων αλλά και παραληρημάτων. Μιλούν για τον Θεό και τον διάβολο, τον έρωτα και τον θάνατο, το πεπρωμένο και την ελευθερία, την επανάσταση και τη Ρωσία. Αυτή είναι η μέθοδός του για να περιπλανηθεί στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου. Να εξερευνήσει τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του υποσυνειδήτου.

Να μεταφέρει στο φως τις σκληρές, αδυσώπητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης. Τον εσωτερικό αγώνα του καλού και του κακού, που βυσσοδομεί στην καρδιά του ανθρώπου. Επιχειρεί μια ριψοκίνδυνη καταβύθιση εκεί που λίγοι είχαν τολμήσει έως τότε. Και το κάνει εν πλήρει συνειδήσει. Γιατί εξ αρχής, από την νεότητά του, υιοθετεί το αξίωμα ότι “ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο”. Πιστεύει ακράδαντα ότι η ζωή που μας χαρίζεται είναι άνευ αξίας αν δεν επιχειρήσουμε να επιλύσουμε αυτό το μυστήριο.

Δεν ικανοποιείται, επομένως, με εκ προοιμίου θεωρητικές κατασκευές. Τέτοιες, που ήταν της μόδας στην εποχή του, υπό την επιρροή κυρίως του θετικισμού. Ασφυκτιούσε με το 1+1 = 2, που δεν λάμβανε υπόψη του την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αυτή που είναι ικανή να ανατρέψει ακόμη και όσα θεωρούνται ως απόλυτη βεβαιότητα, έστω και με τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής. Αυτή, που μόνη μπορεί να θρυμματίσει το “κρυστάλλινο παλάτι” της απατηλής υλικής αμεριμνησίας.

Αποδεχόταν, επίσης, ότι μόνη οδός επίτευξης του καλού ήταν αυτή της οδύνης, ως προϋπόθεση της υπέρβασης του εσωτερικού σχίσματος -ρασκόλ στα ρωσικά, εξ ου και ο Ρασκόλνικοφ στο “Έγκλημα και Τιμωρία”- και σίγουρα όχι βάσει μιας εν υπνώσει χλιαρής συνείδησης, που ακολουθεί υπάκουα εξωτερικούς κοινωνικούς ή θρησκευτικούς κανόνες.

Στο κέντρο του συνειδησιακού λαβυρίνθου

Οι ήρωές του βρίσκονται σχεδόν μονίμως σε έξαρση, σε πυρετικό οργασμό, ακόμη και σε παραλήρημα. Ενώ τα έργα του βρίθουν από δολοφόνους, αυτόχειρες, σωματικά και ψυχικά ασθενείς. Κάποιοι απέδωσαν αυτή τη ροπή του Ντοστογιέφσκι στον άρρωστο ψυχισμό του, τον επιβαρυμένο από τα πολλά δραματικά γεγονότα της ζωής του: την πρώιμη απώλεια της μητρός του και τη δολοφονία του πατρός του από τους δουλοπάροικούς του, λόγω της απρεπούς συμπεριφοράς του προς τις ανήλικες κόρες τους· την παρ’ ολίγον εκτέλεσή του για τη συμμετοχή στη σοσιαλιστική ομάδα του Πετρασέφσκι· τα τέσσερα σκληρά χρόνια στο σιβηριανό κάτεργο, με μόνη συντροφιά το Ευαγγέλιο κάτω από το μαξιλάρι του, ιερό δώρο των γενναίων γυναικών των Δεκεμβριστών· τις διαρκείς, ανυπέρβλητες οικονομικές στενοχώριες· το πάθος της χαρτοπαιξίας· την επιληψία, από την οποία υπέφερε από παιδί.

Αναμφίβολα όλ’ αυτά συνδιαμόρφωσαν τον άνθρωπο και τον συγγραφέα, συνέβαλαν στον τρόπο της θέασης του κόσμου και πυροδότησαν τα μεγάλα ερωτηματικά που έθιξε στο έργο του. Αλλά δεν μειώνουν σε τίποτα το μεγαλείο των συλλήψεών του. Ακόμη και με τον τρόπο του Τόμας Μαν, που τον κατέταξε, μαζί με τον Νίτσε, στις “άρρωστες μεγαλοφυίες”, σε αντιδιαστολή με τις “υγιείς”, όπως ο Τολστόι ή ο Γκαίτε.

Οι 'προφητικές' ικανότητες

Γιατί, τελικώς, η ακραία ψυχική κατάσταση των ηρώων του είναι αυτή που μας επιτρέπει εναργέστερα να διακρίνουμε τον πυρήνα της φύσης των ιδεών που ενσαρκώνουν. Αφενός, ξεδίπλωσε τον δικό του μίτο της Αριάδνης που από τον περίβολο της εξωτερικής ζωής τον οδήγησε στο κέντρο του συνειδησιακού λαβυρίνθου, και εκεί πλέον να βρεθεί αντιμέτωπος με τον Μινώταυρο των στοιχειακών δυνάμεων του κόσμου μας. Αφετέρου, εσκεμμένα τάνυζε, ως εκδηλωμένη προβολή, την ιδέα στο απώτατο όριό της.

Εξ αυτής της μεθόδου, άλλωστε, προέκυψαν οι αναμφίβολες προφητικές ιδιότητές του, όπως, για παράδειγμα, τις βλέπουμε να εκδηλώνονται στην κορύφωση της δημιουργίας του, στους αδερφούς Καραμάζωφ –ο διεφθαρμένος πατέρας-Ρωσία θα δολοφονηθεί, από τον νόθο γιό (οι παρίες της ρωσικής κοινωνίας), όργανο των ιδεολογικών κελευσμάτων του Ιβάν (άθεη ιντελιγκέντσια), προαναγγέλλοντας την επερχόμενη επανάσταση, σε ένα περιβάλλον που χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται. Παρεμπιπτόντως, σχεδίαζε να συνεχίσει το μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή πλέον τον τρίτο γιό, τον Αλιόσα, ενσάρκωση της μεσσιανικής του ελπίδας για την πνευματική αναγέννηση της Ρωσίας, και τη δημιουργία μιας χριστιανικής κοινωνίας αγάπης, αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε.

Για την προφητική του ικανότητα, ωστόσο, δεν θα έφθανε μόνον το αναμφίβολο διαισθητικό του χάρισμα, καθώς, όπως έγραψε ο πρίγκιπας Μίρσκι, στην “Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας”, ο Ντοστογιέφσκι αισθανόταν τις ιδέες όπως οι άλλοι το κρύο ή τη ζέστη. Συνέβαλε επίσης η πνευματική του διαύγεια και το ψυχικό του σθένος, που τον μετέφερε στον μελλοντικό ιστορικό χρόνο. Και το πέτυχε με κοπιαστική, επίπονη προσπάθεια, με πυρετώδη συγγραφική διαδικασία που ομοιάζει σε αυτήν της ζωής των χαρακτήρων του.

Αν και η έμπνευση των έργων του πηγάζει από πραγματικά γεγονότα -τα οποία ο Ντοστογιέφσκι τα παρακολουθεί με μεγάλη συνέπεια- εντέλει οι ήρωές του εμφανίζονται εξαϋλωμένοι. Σε πλήρη αντίθεση με τον άλλον μεγάλο του χρυσού αιώνα της ρωσικής λογοτεχνίας, Τολστόι, που οι ήρωές του είναι από σάρκα και αίμα. Στον Ντοστογιέφσκι, είναι ιδέες με ανθρώπινη μορφή. Κι όμως, οι άνθρωποι-ιδέες έχουν υπόσταση διαχρονική, αρχετυπική.

Γιατί, όπως έγραψε ο Μπαχτίν στο εξαιρετικό του δοκίμιο “Προβλήματα στην ποιητική του Ντοστογιέφσκι”, αυτό που ξεχώριζε στον συγγραφέα ήταν ότι στους ήρωές του δεν αντανακλούσε τη δική του συνείδηση, αλλά αυτοί δρούσαν με τη δική τους αυθύπαρκτη συνείδηση. Και η φαντασία του Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνει και δημιουργεί πολλούς ανθρωπότυπους που θα μείνουν στην αιωνιότητα, όπως ο τραγικά διχασμένος Ρασκόλνικοφ, ο πρίγκιπας Μίσκιν-Χριστός, που αποτυγχάνει να νικήσει τα πάθη των ανθρώπων, αλλά μας αφήνει παρακαταθήκη την πίστη ότι η, εσωτερική, ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, ο αυτόχειρ, στο όνομα της κατάργησης της θεού και της θεοποίησης του ανθρώπου, Κιρίλωφ.

Η απαρχή του Υπαρξισμού

Στην πραγματικότητα, ο Ντοστογιέφσκι ήταν αυτός που διάνοιξε τον δρόμο στον υπαρξισμό, με την έκδοση του “Υπογείου”. Στις σελίδες του, ξεδιπλώνεται μια καθολική κριτική στον θετικισμό αλλά και στον υλιστικό σοσιαλισμό, που είχαν κληρονομήσει τις αρχές του διαφωτισμού και τις οδηγούσαν στον οπτιμιστικό χιλιασμό ενός αιώνια ευτυχισμένου βασιλείου, με τοτέμ την Επιστήμη. Ο Ντοστογιέφσκι αντιλαμβάνεται, όπως όλοι οι ρομαντικοί αντίπαλοι του ρασιοναλισμού, τον υφέρποντα αντιουμανιστικό ολοκληρωτισμό που διαχεόταν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Γι’ αυτό, και ο ήρωάς του, από τη συνειδησιακή άβυσσο του υπογείου, λοιδωρεί την επικίνδυνη αφέλεια των υλιστικών θεωριών, υπονοώντας τη σκλαβιά που προοιωνίζεται. Και επάνω στα συντρίμμια των κυρίαρχων τότε ιδεών υψώνει το πυρφόρο λάβαρο της ανθρώπινης βουλήσεως.

Η κριτική του, η οποία θα αναπτυχθεί περαιτέρω στην περίφημη “πεντάτευχο” που θα ακολουθήσει –”Έγκλημα και Τιμωρία”, “Ηλίθιος”, “Δαιμονισμένοι”, “Έφηβος”, “Αδερφοί Καραμάζωφ”-, θα είναι ίσως δριμύτερη απ’ αυτήν των ρομαντικών δυτικών -Γερμανοί ρομαντικοί, Ουγκώ, Ντίκενς- που ήταν άλλωστε και μια από τις πηγές της έμπνευσής του. Πλέον, παρά τη συνεχιζόμενη παντοκρατορία του προοδευτισμού, με τις διάφορες εκφάνσεις του -στη τότε Ρωσία με τους μηδενιστές και τα παρακλάδια των επιγόνων τους-, τα θεμέλια του ρασιοναλιστικού οικοδομήματος είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Άλλωστε, ακόμη και ο ίδιος ο Νίτσε, φαινομενικά αντίπαλο δέος του Ντοστογιέφσκι, ως “δολοφόνος” του θεού, αλλά κατ’ ουσίαν συνοδοιπόρος σε πολλά μονοπάτια της αναζήτησης της συνείδησης του σύγχρονου Ευρωπαίου, θα αναγνωρίσει την προσφορά του μεγάλου Ρώσου.

Η Ορθοδοξία ως πηγή έμπνευσης

Η άλλη πηγή της ντοστογιεφσκικής έμπνευσης ήταν αυτή της Ορθοδοξίας. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί, εξάλλου τη ρωσική σκέψη του 19ου αιώνα, από τον δυτικό ρομαντισμό, στην κριτική της προς τα νεωτερικά ρεύματα που προκάλεσε η γαλλική επανάσταση. Ιδίως, η σλαβόφιλη τάση, που αντιμετώπισε επί δεκαετίες τους Ρώσους δυτικιστές σε έναν ανταγωνισμό προσανατολισμού και ταυτότητας της νέας Ρωσίας, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Ο Ντοστογιέφσκι, εκ της νεότητάς του, μέχρι και την περίοδο των κάτεργων, οραματιζόταν έναν χριστιανικό σοσιαλισμό.

Γι’ αυτό κέντρο ήδη της πρώιμης εργογραφίας του αναδεικνύεται ” Ο μικρός άνθρωπος”. Εν συνεχεία, ερχόμενος σε επαφή με τους απόκληρους κατάδικους, αλλά στην ουσία με τον ρωσικό λαό, που βίωνε μια πραγματικότητα ασύμπτωτη με αυτήν της ιντελιγκέντσιας -διαφωτιστική αυτή η διαπίστωση στο “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”-  πίστεψε ότι είδε την πραγματική Ορθοδοξία, και αναζήτησε έναν άλλο δικό του, εσωτερικό, δρόμο. Πυρήνας της σκέψης του έγινε η ανάγκη της αγάπης, της αλήθειας και της πανενότητας.

Πρόβαλε τη δική του πρόταση, που στο επίπεδο της ιδεολογίας πήρε την μορφή του Pochvennichestvo -της γενέθλιας γης ή ορθότερα της εδαφικότητας. Η Ορθοδοξία του ήταν οπωσδήποτε η ρωσική Ορθοδοξία, υπό την έννοια των πολιτισμικών ιδιοτήτων που τη συγκρότησαν. Ωστόσο, δεν ήταν ο τρόπος της επίσημης Εκκλησίας, που είχε περιέλθει σε παρακμή ήδη από την εποχή του Μ. Πέτρου, αλλά αυτός που έθρεψε ο μοναχισμός, όπως στην Μονή της Όπτινα. Εκεί που ζήτησε να βρει παρηγοριά για τον θάνατο του αγαπημένου του γιού Αλιόσα -εξ ου και ο ομώνυμος ήρωας, από εκεί και ο Στάρετς Ζωσιμάς. Κι αυτός ο μοναχισμός ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένος με την παράδοση του Αγίου Όρους και του Ησυχασμού.

''Βάπτισμα με τη φωτιά”

Ο Ντοστογιέφσκι επηρέασε καταλυτικά τα λογοτεχνικά, θεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα στη Ρωσία, στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Απ’ αυτόν εμπνεύστηκαν διανοούμενοι όπως ο Μπερντιάεφ, αλλά και ολόκληρη η γενιά της “θρησκευτικο-φιλοσοφικής αναγέννησης”, στους οποίους συγκαταλέγονται οι Λόσσκι, Μπουλγκάκωφ, Σεστώφ, Φλορένσκι. Επίσης, μεγάλοι Ευρωπαίοι συγγραφείς, όπως ο Προυστ – τα θεμέλια του εσωτερικού μονολόγου τα βρίσκουμε στον Ντοστογιέφσκι, ο Καμύ -χωρίς το ντοστογιεφσκικό έργο δεν θα εμφανιζόταν ο “Επαναστημένος Άνθρωπος”, ο Σαρτρ, ο Ζυστ, ο Τόμας Μαν, ο Έσσε. Αλλά και στην Ελλάδα, λογοτέχνες όπως ο Τερζάκης, ο Αθανασιάδης, ο Καραγάτσης και γενικά όλη η λεγόμενη γενιά του ’30.

Είναι αυτονόητο, ως εκ τούτου, ότι ο Ντοστογιέφσκι, όπως άλλωστε και εν γένει η ρωσική λογοτεχνία και η ρωσική σκέψη, είναι αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής συνείδησης. Όχι σαν επουσιώδες παράρτημα, αλλά ως οργανικό συστατικό της. Κάθε απόπειρα να εξοβελιστούν οδηγεί μοιραία στον ευνουχισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού στο σύνολό του.

Η κληρονομιά, ωστόσο, του Ντοστογιέφσκι δεν εξαλείφεται με διοικητικά μέτρα, γιατί ήδη είναι κτήμα του Ευρωπαίου ανθρώπου. Παρά τις συγκυριακές ιστορικές περιπέτειες, η συνείδηση εν τέλει δεν οπισθοδρομεί, αλλά συνεχίζει τον μαρτυρικό της δρόμο προς στην νέα εποχή που ανατέλλει. Κι όπως καταλήγει στο περίφημο δοκίμιό του ο “μυστικός” Μερεζκόφσκι, για το βάπτισμα δεν φθάνει πιά το νερό, αλλά χρειάζεται η φωτιά. Και αυτός που το προαισθάνθηκε και το διακήρυξε ήταν ο “πρώτος Ευρωπαίος της εποχής μας -ο Ντοστογιέφσκι”.




Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Η επέλαση της Τουρκίας και τα υπαρξιακά διλήμματα του Ελληνισμού

Όταν στην Συρία εκδιώχθηκε ο Άσαντ και κατέλαβαν οι φιλότουρκοι τζιχαντιστές την εξουσία, χαρακτηρίσαμε το γεγονός ως τεράστια τουρκική επιτυχία. Ως ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στην διαμόρφωση μιας νεοοθωμανικής επικράτειας, που είναι ο μύχιος πόθος και το φλογερό όραμα του σουλτάνου της Άγκυρας. Ωστόσο, αρκετοί στην Ελλάδα είδαν στις εξελίξεις αυτές την είσοδο της Τουρκίας σε έναν θανατηφόρο βαλτότοπο, που την έφερνε σε μια διαρκή σύγκρουση με τον αραβικό κόσμο, τους Κούρδους και, πρωτίστως, το Ισραήλ. Κάποιοι μάλιστα προέβλεπαν μια ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο περιφερειακών υπερδυνάμεων της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό που συνέβη, όμως, παρά τις σοβαρές τριβές, που έφθασαν στον βομβαρδισμό από την ισραηλινή αεροπορία βάσεων που η Τουρκία σκόπευε να χρησιμοποιήσει προς όφελός της στο συριακό έδαφος, αλλά και σε αερομαχίες ισραηλινών και τουρκικών αεροσκαφών, είναι μια παρασκηνιακή διαδικασία διαμερισμού της επιρροής στην νέα Συρία. Η κάθε πλευρά επιδιώκει τα μέγιστα κέρδη επί του συριακού «πτώματος», που κατά τα φαινόμενα θα αποτελείται από 3,5 συνιστώντα μέρη – το φιλοτουρκικό τζιχαντιστικό, με τις μεγαλύτερες πόλεις, το ισραηλινό και των συνεργατών τους Δρούζων, στον νότο, των Κούρδων και κάποιων φιλοδυτικών Αράβων στην ανατολή, και μια ντε φάκτο μερική αυτονομία των Αλαουιτών στα δυτικά. Η τελευταία, ως παραχώρηση στην ανάγκη διεθνούς αναγνώρισης του νέου καθεστώτος, που ενδύθηκε κοστούμι, έστω και αν το στενεύει. Σε κάθε περίπτωση, η συνάντηση Τραμπ - Αλ Σαράα, πρώην Τζολάνι, επισφραγίζει αυτήν την νέα πραγματικότητα. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για έναν τουρκικό θρίαμβο.

Και δυστυχώς, δεν είναι ο μοναδικός, εσχάτως. Γιατί αν θέλουμε να δούμε, χωρίς ευσεβοποθισμούς, την αλήθεια κατάματα, η τακτική Ερντογάν αποδίδει άφθονους καρπούς. Το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην περίπτωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Επί πάνω από 3 χρόνια παίζει το δικό του παιχνίδι, αδιαφορώντας για τις δυτικές πιέσεις και νουθεσίες. Συνεργάζεται στενά με την ουκρανική αμυντική βιομηχανία, στηρίζει ανοιχτά την ταταρική διεκδίκηση της Κριμαίας, αναφωνεί στο Κίεβο Слава Україні, και την ίδια ώρα ζητάει να εισέλθει στους BRICS, κρατάει τους S400, ολοκληρώνει τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, μιλάει απευθείας με τον Πούτιν. Και σήμερα εμφανίζεται ως ο μέγας διαμεσολαβητής, που τον εμπιστεύονται όλοι, δυτικοί και ανατολικοί, εκθειάζοντας τις φιλειρηνικές του πρωτοβουλίες. 

Ειδικά οι χώρες της Ευρώπης, οι οποίες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας, για τις οποίες είναι έτοιμες να πάνε μέχρι και να κατεδαφίσουν το κοινωνικό κράτος για να χρηματοδοτήσουν έναν τριακονταετή ή εκατονταετή πόλεμο στην Ουκρανία, πώς συμπεριφέρονται σε αυτόν το «πρότυπο» δημοκρατικής συνείδησης, που έχει βάλει πίσω από τα σίδερα της φυλακής τον βασικό του πολιτικό αντίπαλο -αλλά και τον αρχηγό του τρίτου κόμματος για να μην το ξεχνάμε; Κάτι ψέλλισαν για τα μάτια του κόσμου, και χωρίς αιδώ τον θερμοπαρακαλούν να λάβει μέρος στην μοιρασιά των 800 δισεκατομμυρίων του ReArm Europe, που θα κάνει υποτίθεται την Ευρώπη αστακό. Η δε «αγία τριάς» φον ντερ Λάιεν, Κάλλας και Κόστα, σχεδόν τον ικέτευσε να πάρει μέρος στο 35% των 150 δις, που θα προέλθουν από τα δάνεια του μέσου SAFE, και να προσπαθήσουν όλοι μαζί και για τα υπόλοιπα 75%. Όσο για τα δισεκατομμύρια των εθνικών προϋπολογισμών, ήδη η Ισπανία και η Ιταλία έχουν ανοίξει τον δρόμο, ενώ η τελευταία πούλησε και την Piaggio Aerospace στην τουρκική Baykar. Όλα αυτά είναι βεβαίως γνωστά, καθώς τα πληροφορούμαστε άναυδοι, κυριολεκτικώς, ακόμη και εκεί που πρέπει να πούμε και καμιά κουβέντα, ενώ μετά κάνουμε ότι τρέχουμε. Όπως, για παράδειγμα, πέραν της Ιταλίας, και με την Γερμανία ενός καγκελάριου, που αδημονεί να συνεργαστεί με την Άγκυρα και να αυξήσει μαζί της τις αμυντικές μπίζνες, προσδοκώντας να εισέλθει και αυτός στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής. Κάτι που, δυστυχώς, επιδιώκει και το Παρίσι, μέσω της τουρκικής πύλης. Τέτοια πολιτική συνέπεια, στην εποχή της αποθέωσης της πολιτικής υποκρισίας.

Αλλά, και στο εσωτερικό της Τουρκίας μας ήρθαν τα χαμπέρια από το PKK, το οποιο μετά από δεκαετίες καταθέτει τα όπλα. Μια κίνηση που έγινε προφανώς μετά από την σώφρονα παραίνεση τρίτων, στο πλαίσιο μιας συνολικής παρασκηνιακής διευθέτησης του μεσανατολικού χάρτη. 

Πώς να μην αισθάνεται ισχυρός λοιπόν ο Ερντογάν, όταν μάλιστα μπορεί πλέον να συζητά επί ώρα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος προφανώς εκτιμά τον «εκτός κανόνων» τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τις κερδοφόρες μπίζνες του Τούρκου προέδρου; 

Παρεμπιπτόντως, και για να «δέσει το γλυκό», ήρθαν οι εκλογές στην Αλβανία, καίριο συστατικό της νεοοθωμανικής ολοκλήρωσης -άλλωστε το αλβανικό στοιχείο ήταν πρωταγωνιστικό και στην μακρά οθωμανική περίοδο- όπου ο εκλεκτός της Άγκυρας και φανατικός ανθέλληνας Ράμα νίκησε για μια ακόμη φορά πανηγυρικά. 

Όσο και αν είναι στενόχωρη, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Εν πολλοίς προβλεπόμενη, αν και η ιστορία πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις, που έως τώρα δεν μας έκαναν την χάρη να εκδηλωθούν. Τα διλήμματα για τον ελληνισμό είναι πλέον κρίσιμα και άμεσα. Δεν προσπερνιούνται με πρόσκαιρες τακτικές. Ούτε βεβαίως με αυτήν την αμφίσημη και εν τέλει αλληλοακυρούμενη πολιτική απέναντι στην γείτονα. Αφενός, δηλαδή, να προβάλλουμε πομπωδώς εξοπλιστικά προγράμματα, και αφετέρου να είμαστε αγκιστρωμένοι στην «Διακήρυξη των Αθηνών», που πρόσφερε στην Τουρκία την έξωθεν καλή μαρτυρία απαλλάσσοντας τους δυτικούς συμμάχους μας και το τελευταίο πρόσχημα για να συνεργαστούν μαζί της. Ούτε βεβαίως με την επονείδιστη παραίτηση ακόμη και από αυτονόητα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δικαιώματα, όπως είναι η πόντιση αυτού του έρμου ηλεκτρικού καλωδίου. 

Πρέπει να αποφασίσει επιτέλους το πολιτικό σύστημα αλλά και η ελληνική κοινωνία, υπάρχει ή όχι κίνδυνος εξ ανατολών. Και αν υπάρχει θέλει να τον αντιμετωπίσει ή θα δεχθεί το μοιραίο, έστω και με μιθριδατικές δόσεις. Με τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο και στην Θράκη, με την «ειρηνική» εισβολή των τουρκικών επιχειρηματικών συμφερόντων, ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου πανηγυρίζουμε οι «συφοριασμένοι» για την τουρκική τουριστική πλημμυρίδα. 

Ούτε επιτρέπεται πιά να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι απέναντι σε αυτόν τον θανάσιμο νεοοθωμανικό εναγκαλισμό, θα έχουμε την ανακουφιστική προστασία της ευρωπαϊκής οικογένειας -με την ιδέα που έχουμε δημιουργήσει στο φαντασιακό μας, μάλλον με τις προσλαμβάνουσες μιας παρελθούσης Ευρώπης. 

Και τέλος πάντων, δεν μπορεί να εξακολουθεί αυτός ο καταστροφικός, μυωπικός ετεροκαθορισμός της εξωτερικής μας πολιτικής. Να εμφανίζεται δηλαδή ότι δήθεν η Ελλάδα πρωτοστατεί με τη Πολωνία στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, όταν οι Πολωνοί ενδιαφέρονται μόνον για τον ρωσικό κίνδυνο, και θέλουν διακαώς την Τουρκία εντός των ευρωπαϊκών διεργασιών. Ποιος κοροϊδεύει ποιόν; Αυτοχριστήκαμε ακρίτες της Ευρώπης, για να το πιστέψουμε οι ίδιοι, ενώ ούτε εμείς δεν κάνουμε κάτι για να επιτελέσουμε αυτόν τον ρόλο.  

Ασφαλώς, όλ’ αυτά είναι επώδυνα να γίνουν αποδεκτά, τόσο πολιτικά όσο και ψυχολογικά. Και δεν αλλάζουν εύκολα, γιατί εμπίπτουν στη «βουλησιαρχία», αλλά αντικειμενικών συνθηκών, έστω και αυτές δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της βούλησης. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, η Ελλάδα είναι μια χώρα χρεωκοπημένη, χωρίς αποκατεστημένο ακόμη το κύρος της από την ντροπιαστική περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας× χωρίς σοβαρή παραγωγική βάση, πλην της ναυτιλίας, που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες× με δημογραφικούς δείκτες που καταρρέουν× με μια πολιτική, επιχειρηματική και «πνευματική» ελίτ βαθιά εξαρτημένη ιδεολογικά και υλικά από ξένα κέντρα× με μια πολιτική ζωή που περιστρέφεται αυτοτροφοδοτούμενη στα ευτελή και ασήμαντα. Παρ’ όλα αυτά, όλο αυτό το πλέγμα εμφανίζεται με την βεβαιότητα του ορθολογισμού, γιατί κατά βάθος είναι απρόθυμο αλλά και αδύναμο να επιτελέσει την απαιτούμενη «ανορθολογική» ανατροπή, ώστε να αποτρέψει το «ορθολογικό» μας τέλος. 

Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πίσω από τα χαμόγελα αυτοπεποίθησης, το πολιτικό μας κατεστημένο, στο σύνολό του και όχι μόνον η κυβέρνηση, τα έχει τελείως χαμένα. Όλες οι βεβαιότητες στις οποίες είχε στηριχθεί καταρρέουν με πάταγο. Η φετιχοποίηση του διεθνούς δικαίου ή η ολοκληρωτική συστράτευση με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», είναι νομίσματα με ελάχιστη ανταλλακτική αξία σε μια εποχή επικράτησης του πλέον κυνικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις και στην παγκόσμια ανακατανομή ισχύος. Άλλωστε ακόμη και ο Τραμπ, σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι παρά μια εκδήλωσή της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κόσμου, που μοιραία επιταχύνει την εκτροπή από το προηγούμενο status quo, προς το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. 

 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Οι «Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας»

Εξώφυλλο βιβλίου Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας Τόμος Α - Εκδόσεις Αλτιντζή

Αν τυχόν κάποιος επιδιώξει να κατανοήσει τη ρωσική ιστορία, από τις απαρχές της έως και σήμερα, παραμερίζοντας τη θρησκευτική διάσταση, θα αποτύχει οικτρά. Όλες οι ιστορικές περιπέτειες αλλά, κυρίως, οι εσωτερικές διαδρομές της ρωσικής ψυχής είναι στενά συνυφασμένες με τις ορθόδοξες παραδόσεις, τις παρεκκλίσεις, τις επιθέσεις που δέχθηκαν, τη σχέση εντέλει του κράτους με την Εκκλησία και τη ρωσική ορθοδοξία. Με τον πληρέστερο και συνάμα βαθύτερο τρόπο μας παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια ο πραγματικά σημαντικός π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (1893-1979) στο μνημειώδες βιβλίο του «Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας», ο α΄ τόμος του οποίου εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις πριν λίγα χρόνια (2019) από τις Θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις «Αθανασίου Αλτιντζή». Πρόκειται για μια άρτια έκδοση, σε εξαίρετη μετάφραση της Ευτυχίας Β. Γιούλτση, πλούσιο σχολιασμό και στο πολυτονικό. Το βιβλίο, παρά τον όγκο του -613 σελίδες-, διαβάζεται χωρίς δυσκολία, όχι μόνον λόγω της ωραίας γλώσσας του, αλλά και του ειρμού του,  που συνδέει με συνεχή ροή σχεδόν 1000 έτη ιστορίας.

Ο Φλορόφσκυ, που ήταν ουκρανικής καταγωγής και εκπρόσωπος της σπουδαίας πλειάδας των διανοούμενων που βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Δύση, μετά την επικράτηση της επανάστασης του 1917, ως κεντρικό άξονα της ανάλυσής του αναδεικνύει τη σχέση της ρωσικής Ορθοδοξίας με την ελληνική πατερική παράδοση. Η σχέση αυτή δοκιμάζεται διαχρονικά από ποικίλους παράγοντες, όπως το παγανιστικό ψυχολογικό υπόστρωμα του ρωσικού λαού, τον ρωσικό «εθνικισμό» ως δύναμη συγκρότησης και ενίσχυσης του ρωσικού κρατισμού και τις δυτικές, κυρίως καθολικές, αλλά και προτεσταντικές, επιρροές που αλλοιώνουν τη βυζαντινή παράδοση. Απέναντί τους διακρίνει διορθωτικές και ανορθωτικές κινήσεις, όπως των Γερόντων της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα ή της μοναστικής αναγέννησης στα τέλη του 18ου αιώνα, που προκάλεσε και την πνευματική έκρηξη του επόμενου αιώνα, στη ρωσική Θεολογία, Λογοτεχνία και Φιλοσοφία. 

 

Ρωσία-Βυζάντιο και ο δυισμός της ρωσικής φύσης

Ο Φλορόφσκυ, αναφερόμενος στην μύηση των Ρώσων στην Ορθοδοξία, επιχειρεί να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα γιατί ο παλαιός ρωσικός κόσμος παρέμεινε «αδιαμόρφωτος και σιωπηρός», παρά την απαράμιλλη εικονογραφία, που έφθασε στο απόγειό της με τον Ρουμπλιώφ, και χαρακτηρίστηκε ως «Θεολογία με χρώματα». Μάλιστα, από μερίδα διανοούμενων, η περίοδος αυτή απαξιώθηκε πλήρως ως οπισθοδρομική, λόγω της επιρροής του «άθλιου» Βυζαντίου, κατά τον Π. Τσαντάαγιεφ, «γενάρχη» των Ρώσων δυτικιστών του 19ου αιώνα. Ο Φλορόφσκυ απορρίπτει την παραπάνω προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι «στη διάρκεια του 10ου αι. το Βυζάντιο ήταν η μόνη χώρα, μέσα σε ολόκληρο τον ‘‘ευρωπαϊκό’’ κόσμο, με γνήσιο πνευματικό πολιτισμό και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μια ζωντανή πηγή πολιτισμού, που η δημιουργική του ένταση επέζησε ακόμη και σε περίοδο πολιτικής παρακμής και κατάρρευσης» (σ.18). Όσον αφορά την παλαιά Ρωσία ξεκαθαρίζει ότι η κρίση της ήταν όχι έλλειψης πολιτισμού αλλά, αντιθέτως, κρίση πολιτισμού. Εν πολλοίς, όμως, οφείλετο στον τρόπο που αφομοίωνε τις βυζαντινές επιρροές, αλλά και στη συνέχεια στην απότομη διακοπή των σχέσεων με την βυζαντινή παράδοση, λόγω των ιστορικών συγκυριών. «Ο πυρήνας και η ουσία της πνευματικής κρίσης ήταν η απόρριψη των ‘‘Ελλήνων’’ από την πλευρά της Ρωσίας». (σελ. 19). Επιπλέον, επιμένει ότι σε καμία φάση της ιστορίας η Ρωσία δεν απομονώθηκε και δεν αποσπάστηκε από τον περίγυρό της, δηλαδή και από την Ευρώπη, όπως, εντελώς λανθασμένα, έχει επικρατήσει να υποστηρίζεται. 

Ο συγγραφέας περιγράφει έξοχα -αναμφίβολα η ωραιότερη περιγραφή που έχω υπ’ όψιν μου- τον δυισμό της Ρωσίας, κάνοντας λόγο για τη διαμόρφωση δύο πολιτισμών, της «ημέρας» και της «νύχτας». Αφενός ο «διανοητικός» χριστιανισμός των ανώτερων στρωμάτων. Αφετέρου, ένας συγκρητισμός παγανιστικών αντιλήψεων, αρχαίων μύθων και χριστιανικής φαντασίας και ονείρου, που κατέκλυσε τα λαϊκά στρώματα, και ως ρεύμα κυλούσε υπόγεια στη δική του ζωή, για να εκδηλώνεται, κατά καιρούς, στην επιφάνεια με ένταση και ταραχή. 

Αντιθέτως, δεν βλέπει κανένα ρήγμα στην πολιτισμική συνέχεια του ρωσικού πολιτισμού μετά την επιβολή του ταταρικού ζυγού τον 13ο αιώνα, και την μεταφορά του κέντρου της ρωσικής ζωής από το Κίεβο στα βορειοανατολικά. Όπως λέει, αυτή η νέα κατάσταση «δεν αποτελεί μια ξεχωριστή περίοδο στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού», απλώς «η πραγματική πολιτιστική κίνηση κινείται και μετατοπίζεται στον βορρά». (σ.34) Απορρίπτει, επίσης, τη θεωρία ότι η νέα άνθηση οφειλόταν στη «μεταφορά του διαφωτισμού» από το πολιτισμένο Κίεβο προς την ημιβάρβαρη περιοχή, που ήταν και η Μόσχα, καθώς οι σπόροι που άνθισαν στα νέα ρωσικά κέντρα είχαν πέσει πολύ νωρίτερα. Εξάλλου, ακόμη και στα χρόνια του ταταρικού ζυγού ο ρωσικός κόσμος δεν έπαψε να δέχεται θετικές επιρροές από την «Αναγέννηση των Παλαιολόγων» και τον Ησυχασμό, μέσω πλήθους μεταφράσεων, από τον Μ. Βασίλειο έως τον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη. Αυτή η εισροή είχε ως αποτέλεσμα μια πνευματική αφύπνιση, που αποτυπώνεται στην ερημητική και μοναστική αναγέννηση, με κύριο εκπρόσωπο τον Άγιο Σέργιο του Ραντόνεζ, και στη ρωσική εικονογραφία, που εγκαινιάζει ο Θεοφάνης ο Έλληνας. 

Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, εκδηλώνεται και μια διαμάχη Μόσχας-Βυζαντίου, που ο Φλορόφσκυ την αποδίδει στην εθνικοπολιτική αφύπνιση της συνείδησης στο Μοσχοβίτικο κράτος. Έτσι, θεωρεί απλώς ως αφορμή για το σχίσμα την, επονείδιστη για τους Ρώσους, συμμετοχή στην σύνοδο Φλωρεντίας-Φερράρας του Έλληνα υποψηφίου για την θέση του Μητροπολίτη Μόσχας, και εν συνεχεία καρδιναλίου, Ισιδώρου.  

 

Η Τρίτη Ρώμη 

Με την άλωση της Πόλεως, ξεκινά στην Μοσκοβία μια διαδικασία απομάκρυνσης από τη βυζαντινή κληρονομιά. Κάτι που αποτυπώνεται στη ρήση του μοναχού Φιλόθεου, για τη «Τρίτη Ρώμη». Για τον Φλορόφσκυ η διατύπωση αυτής της θεωρίας αφενός έδινε, στο πλαίσιο ενός ασυγκράτητου μεσσιανισμού και αποκαλυπτικότητας, στη Ρωσία την ευθύνη για όλον τον ορθόδοξο κόσμο, με ό,τι συνεπαγόταν αυτός ο προορισμός, δηλαδή ταπείνωση και φόβο Θεού. Αφετέρου, όμως, άνοιξε την οδό της αποκοπής από το Βυζάντιο, καθώς η Τρίτη Ρώμη αντικαθιστά και δε συνεχίζει τη Δεύτερη. Αναδύεται δυσπιστία για τους Έλληνες που ζουν υπόδουλοι στο βασίλειο των άθεων Τούρκων. Αυτή η ρήξη με την ελληνική παράδοση οδηγούσε στο ότι «η ιστορική οικουμενική παράδοση ήταν δυνατό να επισκιαστεί και να αντικατασταθεί από μια τοπική και εθνική, που θα περιόριζε την οικουμενική μέσα σε αυθαίρετα όρια της ιδιαίτερης και εθνικής μνήμης της Ρωσίας». (σ.45) Οι διεργασίες αυτές συνοδεύτηκαν με στροφή προς τη Δύση. Κρίνει, μάλλον αυστηρά, ακόμη και τον γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας με τον Ιβάν Γ΄, ως «την αρχή του ρωσικού δυτικισμού», και όχι μια βυζαντινή αποκατάσταση. Δυτική «όχι μόνο πολιτικά, αλλά και πολιτιστικά» ήταν και η στάση του Ιβάν Δ΄, του λεγόμενου Τρομερού, καθώς, όπως είχε πει, «η πίστη μας είναι χριστιανική όχι ελληνική» είχε πει στον Ιησουίτη Possevino.

Σε ένα περιβάλλον έντονων εθνικών, κοινωνικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων ήταν επόμενο να εμφανιστούν θρησκευτικές και ενδοεκκλησιαστικές έριδες. Μια από τις πρώτες σοβαρές αναταραχές ήταν αυτή των λεγόμενων ιουδαϊζόντων, καθώς ο αρχικός φορέας των καινοφανών αντιλήψεων θεωρήθηκε ο Εβραίος Zakhar, από το Κίεβο. Απέναντι στην «ιουδαϊκή αίρεση», που ήταν μάλλον μια απόπειρα πιο ελεύθερης σκέψης και όχι αίρεση, η Εκκλησία στράφηκε για βοήθεια στην λατινική Δύση. Ιδιαιτέρως, στο Νόβγκοροντ, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Λατίνοι, έγινε σοβαρή μεταφραστική εργασία, με βάση τις δυτικές πηγές. Έτσι οι βίοι Αγίων και τα μορφωτικά βιβλία θα βρεθούν να είναι εμποτισμένα με λατινικό πνεύμα. 

Εν συνεχεία, στη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του Ιωσήφ της Μονής Βολοκαλάμσκ με τους Γέροντες της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα, όπως ήταν ο Άγιος Νείλος Σόρσκι, ο Φλορόφσκυ βλέπει το διακύβευμα ως κάτι βαθύτερο από την μοναστική περιουσία, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, δύο διαφορετικά ιδεώδη: «Οι πρώτοι ζητούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο με τη βοήθεια της κοινωνικής εργασίας× οι δεύτεροι επιχειρούσαν να υπερνικήσουν τον κόσμο μεταμορφωνοντάς τον και μορφώνοντας μέσα του έναν νέο άνθρωπο, με τη δημιουργία μιας νέας ανθρώπινης προσωπικότητας».(σ.69-70) Φθάνει μάλιστα στο σημείο να διαπιστώσει μια σύγκρουση «μεταξύ λατινικού και ελληνικού πνεύματος».(σελ. 59)

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στον Μάξιμο τον Γραικό και τη σκληρή μεταχείριση που έτυχε από την εξουσία. Κατάληξη που ήταν μοιραία ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις, που ενώ η μια έβλεπε στην Τρίτη Ρώμη ένα δυναμικό βασίλειο, η άλλη, αυτή του Μάξιμου, αντίκριζε μόνον μια πόλη, «περιπλανώμενη στην άγρια ερημιά». Όταν εκδηλώνεται το σχίσμα του 17ου αιώνα, την εποχή του τσάρου Φιόντορ, η θεωρία της Τρίτης Ρώμης, όπως γράφει, από αποκαλυπτικό προμήνυμα είχε μεταβληθεί πλέον ολοκληρωτικά σε κρατική ιδεολογία, και το Βυζάντιο ήδη είχε απορριφθεί. 

Την εποχή αυτή λαμβάνει χώρα και το σχίσμα στη ρωσική Εκκλησία, που προκλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα. Ο Νίκων, τον οποίο διέκρινε μια ελληνολατρεία, χωρίς να γνωρίζει τη βυζαντινή παράδοση, και επηρεασμένος από τον πατριάρχη Αντιοχείας, Μακάριο, προσπάθησε να αλλάξει το τυπικό της εκκλησίας και διάφορα άλλα στοιχεία, όπως τον σταυρό με τα δύο δάκτυλα, που χαρακτηρίστηκε ως «αρμενική αίρεση». Ενάντια στον Νίκωνα, αλλά και στον τσάρο, σε ένα κλίμα άκρως αποκαλυπτικό, μεσσιανικό, γεμάτο με ουτοπικά οράματα, εμφανίστηκαν αυτοί που θα ονομαστούν παλαιόπιστοι. Η έκρηξη αυτής της «υπόγειας» Ρωσίας επιχείρησε να δημιουργήσει κοινωνικά σχήματα απ’ όπου εξέλιπε η ιερωσύνη αλλά και η ιδιοκτησία. Το σχίσμα επιχείρησε να εξέλθει της ιστορίας και εγκαταστάθηκε εκτός των ορίων της, ενώ σύντομα τον αποκαλυπτικό φόβο τον μετέτρεψε σε έναν νέο τύπου ανθρωπισμό, με αυτοπεποίθηση στα έργα του ανθρώπου και όχι στην Θεία Χάρη. Στις κοινότητες αυτές βρήκαν θέση ακόμη και ο Πλάτων ή ο Δημοσθένης, αλλά και η λατρεία του εκούσιου θανάτου…

 

 

Η μάχη της «δυτικής Ρωσίας»

Ο Φλορόφσκυ κάνει εκτενή αναφορά στη «δυτική Ρωσία», όπως χαρακτηρίζει τη δυτική Ουκρανία και Λευκορωσία. Εδώ επικεντρώνονται οι προσπάθειες για την Ένωση των Ορθοδόξων με την Ρώμη, ένα ζήτημα που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει περισσότερο κοινωνιολογικό και πολιτιστικό και λιγότερο θεολογικό.(σ.96) Σημειώνει μάλιστα ότι απέναντι στις δυτικές πιέσεις το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προτιμούσε μια και αδιαίρετη μητρόπολη και γι’ αυτό διατηρήθηκε αυστηρά και ο τίτλος «πασών των Ρωσσιών» για τον Μητροπολίτη Μόσχας. Αντιθέτως οι τάσεις για εκκλησιαστική αυτονομία «στη δυτική Ρωσία συχνά συνόδευε μια ευνοϊκή απόκλιση προς τη Ρωμαϊκή Δύση» (σ.93), όπως έγινε με τον πρώτο Μητροπολίτη Λιθουανίας Γρηγόριο που συμμετείχε στην Σύνοδο της Κωνσταντίας (1417-1418). 

Στα τέλη του 16ου αιώνα οι Ορθόδοξοι της δυτικής Ρωσίας βρέθηκαν μεταξύ δύο ισχυρών στρατοπέδων που επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Αφενός οι ρωμαιοκαθολικοί, αφετέρου οι προτεστάντες που ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στην περιοχή. «Κάτω από τέτοιες περιστάσεις θρησκευτική ελευθερία για τους Ορθοδόξους σήμαινε ακόμη ‘’εθνική ταυτότητα’’».(σ.99) Η ορθόδοξη ιεραρχία δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι’ αυτήν την μάχη με τους υψηλά καταρτισμένους καθολικούς και προτεστάντες. Έτσι, η ιεραρχία προσχώρησε στη Ουνία ενώ «το βάρος της προάσπισης της Ορθοδοξίας» έπεσε στους ώμους του λαού και του κατώτερου κλήρου.(σ.100)

Σε αυτό το πιεστικό περιβάλλον αναδεικνύονται λόγιοι που αναζητούν την ορθόδοξη απάντηση, όπως ο πρίγκηπας Ανδρέας Κούρμπσκι (1528-1583), ο οποίος θεωρούσε τον Μάξιμο τον Γραικό ως δάσκαλό του. Από την εξορία του στην πολωνολιθουανική τότε Βολινία μετέφρασε στην σλαβονική Έλληνες πατέρες, όπως τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ενώ παράλληλα μελετούσε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αναμφίβολα «αγωνίστηκε για μια αναζωπύρωση και συνέχεια της βυζαντινής κληρονομιάς στον σλαβονικό κόσμο».(σ.114)

Σπουδαίο είναι και το έργο που παράχθηκε στην Ακαδημία του Οστρόγκ, επίσης στη δυτική Ουκρανία, που ανέλαβε τον αγώνα κατά της Ουνίας με μελέτες, όπως το βιβλίο του Σμοτρίτσκι «Τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών».(1584). Το ίδρυμα αποτέλεσε απάντηση στο κολλέγιο του Αγ. Αθανασίου που ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1576 από τους Ιησουίτες για να δημιουργήσουν ουνίτικη διανόηση. Το όραμα όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια της Ακαδημίας του Οστρόγκ, στην οποία δίδαξε και ο Κύριλλος Λούκαρης, ήταν αυτό «ενός συγκλονιστικού σλαβονο-ελληνικού πνευματικού πολιτισμού».(σ.117) Εκεί εκδόθηκε και η πρώτη πλήρης Βίβλος στη σλαβονική γλώσσα. 

Στην επόμενη γενιά, όμως, οι αριστοκράτες προσχωρούν στην Ουνία και τον ρωμαιοκαθολικισμό, αφήνοντας στους αστούς και κυρίως στους Κοζάκους, όπως ήταν η «Αδελφότητα των Ιπποτών του Συντάγματος Ζαπαρόζιε» την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, αλλά και άλλες αδελφότητες που ιδρύονται στα εδάφη που κατοικούν Ορθόδοξοι και κατέχονται από την Πολωνο-Λιθουανική κοινοπολιτεία. Στο Λβοφ, μάλιστα, η σχολή της αδελφότητας ιδρύθηκε από τον Αρσένιο, επίσκοπο Ελασσόνας. Σε όλη τη σημερινή Ουκρανία σημειώθηκε άνθιση των ελληνικών -αρχαίων και χριστιανικών- γραμμάτων. Η κίνηση αυτή είχε ως βασικό κίνητρο την αντιμετώπιση της Ουνίας, διότι Ουνία θα σήμαινε θρησκευτικο-πολιτιστικός εκδυτικισμός. «Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί και υπερνικηθεί μόνον με σταθερή πίστη στην ελληνική παράδοση».(σ.163)

Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυτικόφιλους και τους ανατολικούς σλαβονο-ελληνόφιλους θα ενταθεί κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Επικεφαλής της πρώτης τάσης βρέθηκε ο Μολδαβός Πέτρος Μογίλα, και μαζί του μια πλειάδα πολωνοσπουδαγμένων λογίων. Η αντιπαράθεση αποτυπώθηκε στην αντικατάσταση του παραδοσιακού Μητροπολίτη Κιέβου Ησαΐα Κοπίνσκι από τον Μογίλα, όπου έλαβε χώρα μια «σύγκρουση βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων για το βασικό πρόβλημα του εκκλησιαστικού προσανατολισμού με προεκτάσεις και στην πολιτική και την πολιτιστική διάσταση».(σ.176) Καθόλου συμπτωματικά ο Μογίλας στράφηκε στο Πολωνικό κράτος και ο Κοπίνσκι στο ορθόδοξο κράτος της Μοσκοβίας. Για τον Φλορόνσκυ οι μεταρρυθμίσεις του Μογίλα, ως Ορθόδοξος ιεράρχης, ήταν πιο επικίνδυνες από την Ουνία, την οποία οι ανατολικοί Σλάβοι την είχαν νίκησαν σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτή την περίπτωση ο κρυπτολατινισμός διείδυσε σιωπηρά και χωρίς αντίσταση. Ο εκλατινισμός αυτός, που φορέας της θα γίνει η δυτικορωσική ελίτ, σε αντίθεση με τον απλό λαό, θα μεταφερθεί και στην Μοσκοβία τον 17ο και 18ο αιώνα. 

 

Η δυτική στροφή της αυτοκρατορίας

Ο Φλορόφσκυ αναφέρεται στη διαπάλη, εντός της Μεγάλης Ρωσία, μεταξύ της δυτικόστροφης τάσης, με κυριότερους εκπροσώπους τους «Κιεβούς πρεσβύτερους» και της ελληνικής, στην οποία διακρίθηκαν κάποιοι Έλληνες. Ανάμεσα στους πρώτους, σημαντική υπήρξε η μορφή του Λευκορώσου Συμεών του Πολότσκ, παιδαγωγού των παιδιών του τσάρου. Από τους Έλληνες ξεχώρισαν οι αδελφοί Λυκούδη, που απέστειλε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, με σκοπό να ιδρύσουν Ακαδημία η οποία θα αντιμετώπιζε τη «λατινική» ομάδα. Η επίδρασή τους ήταν τόσο ισχυρή που «η πρώτη γενιά αυτών που πολύ σωστά χαρακτηρίστηκαν ‘‘λόγιοι’’ στη Ρωσία οφείλει την παιδεία τους στους αδελφούς Λυκούδη». (σ.267) Παρά, όμως, τον αγώνα της Μόσχας ενάντια στον εμφανιζόμενο φιλολατινισμό που προερχόταν από το Κίεβο, οι Κιεβοί πρόσφυγες αποδείχθηκαν ανώτεροι και τελικά, στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. «το Κίεβο βγήκε νικητής».(279)

Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος υποβίβασε την Εκκλησία, υπό την επιρροή του μεταρρυθμιστικού πυρετού, «τότε που είχε θολώσει και χαθεί η μυστική αίσθηση της Εκκλησίας×τότε που αντιμετώπιζαν την Εκκλησία σαν τίποτε περισσότερο από ένα επίγειο καθίδρυμα για την οργάνωση της λαϊκής θρησκευτικής ζωής».(σ.287) Η μεταρρύθμιση αποτέλεσε μια διάρρηξη στα πνευματικά βάθη της Ρωσίας, ενώ «η απορρόφηση των πάντων από το κράτος μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του συνιστά τον τύπο του ‘‘αστυνομικού κράτους’’». (σ.285) Στα χρόνια του Πέτρου η Ορθοδοξία έδινε πιά την εντύπωση ενός μετριοπαθούς, τελετουργικού προτεσταντισμού. 

Με την Εκκλησία υποταγμένη, οι δυτικές επιρροές ενισχύονται, μέσω πάντα των προερχόμενων από την Ουκρανία, λατινοσπουδαγμένων. «Γενικά οι σχολές εκείνης της εποχής στη Μεγάλη Ρωσία δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν μόνο από ιεράρχες από την Ουκρανία. Ήταν μια εποχή που μόνο οι Ουκρανοί μπορούσαν να γίνουν επίσκοποι και αρχιμανδρίτες. Αυτοί ίδρυσαν λατινικές σχολές παντού με πρότυπα τις σχολές εκείνες που σπούδασαν οι ίδιοι. Συνήθως οι ιεράρχες αυτοί έφεραν δασκάλους (μερικές φορές ακόμη και πολωνικής καταγωγής) από το Κίεβο ή τους προσκαλούσαν για διδασκαλία».(σ.320) Μέχρι και την περίοδο διακυβέρνησης από την Μ. Αικατερίνη, αυτή η τάξη των Ουκρανών λογίων και ιεραρχών είχε τον πρώτο λόγο στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ρωσίας. Η ελληνική παράδοση επανεμφανίζεται πιο δυναμικά μόλις το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, ίσως και ως έκφραση του λεγόμενου «Ελληνικού Σχεδίου» της Αγ. Πετρούπολης. 

 

Η μοναστική αναγέννηση

Ο 18ο αιώνας θα τελειώσει, ωστόσο, τελείως διαφορετικά από ότι άρχιζε. Από την μεταρρύθμιση προτεσταντικού προσανατολισμού καταλήγουμε, ως εκ θαύματος, στην αναγέννηση του μοναχισμού και σε μια έξαρση της εσωτερικής πνευματικής ζωής (σ. 380) Μια νέα ζωή ξεκινά στα ερημωμένα μοναστικά κέντρα. Εμφανίζονται σπουδαίες μορφές του μοναχισμού, όπως ο Τύχων Ζαντόνσκι, το βιβλίο του οποίου «Περί του αληθινού Χριστιανισμού» θεμελιώνεται όχι πλέον στη σχολαστική πολυμάθεια αλλά στην εμπειρία. Έχουμε πλέον μια ζώσα Θεολογία που αντιπαρατίθεται στο πνεύμα της εποχής του Διαφωτισμού. Το ίδιο κάνει και ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, που εγκατέλειψε την Ακαδημία του Κιέβου για να περιπλανηθεί στις σκήτες της Μολδαβίας και στο Άγιο Όρος. Ο Παΐσιος επιχειρεί να συνεχίσει το έργο του Γέροντα Αγίου Νείλου Σόρσκι, επιστρέφοντας το ρωσικό πνεύμα στους βυζαντινούς πατέρες, μέσω της επίπονης μεταφραστικής προσπάθειας που κατέβαλλε, δημιουργώντας ολόκληρο φιλολογικό κέντρο. Μάλιστα, «η δημοσίευση της σλαβονο-ρωσικής έκδοσης της Φιλοκαλίας αποτέλεσε ύψιστο γεγονός όχι μόνο στην ιστορία του ρωσικού μοναχισμού, αλλά γενικά στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού».(σ.389)

Η θρησκευτική αναγέννηση θα δώσει νέα πνοή στον μοναχισμό, αλλά θα αναβαθμίσει και την Θεολογία, που, σύμφωνα με τον Φλορόφσκι έφθασε στο ίδιο επίπεδο με τη Δύση. Αυτό αποτυπώθηκε στις εκκλησιαστικές σχολές που αναδιοργανώθηκαν με βάση τις αρχές της «θεολογίας της καρδιάς», όπου σκοπός της διδασκαλίας ήταν η παιδεία του εσωτερικού ανθρώπου. 

Γι’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Φλορόφσκυ αναφέρεται και στην εμφάνιση του λεγόμενου «μυστικού τύπου», ο οποίος επηρεάζεται από δυτικά μυστικιστικά ρεύματα, και ενσαρκώνεται σε διάφορες μυστικές εταιρείες. Μια τάση που δεν άφησε ανεπηρέαστον ούτε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος φαίνεται ότι κατηχήθηκε και από την Λετονή βαρώνη von Krüdenerστον ευσεβιστικό μυστικισμό. Ενδιαφέρουσα η πληροφορία του βιβλίου ότι η βαρώνη εξορίστηκε το 1821 από την Αγία Πετρούπολη, καθώς υποστήριξε την ελληνική επανάσταση.(σ. 405)

Ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά του Φλορόφσκυ στη διαμάχη για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια, που καταργήθηκε το 1851 για να διδαχθούν οι φυσικές επιστήμες, μεταξύ του υπουργού Παιδείας, πρίγκηπα Σιρίνσκι-Σιχμάτοφ, και του υφυπουργού του, Νόροφ. Ο δεύτερος υποστήριξε την άποψη ότι τα ελληνικά «κατευθύνουν τον νου των νέων προς το υπέρτατο και το Θείο».(σ.612) Τελικά τα ελληνικά επανέρχονται στα Γυμνάσια το 1871. 

Είναι περιττό να συστήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο σε όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την πνευματική ιστορία των ανατολικών Σλάβων, καθώς θεωρείται κλασσικό στη σχετική βιβλιογραφία. Ελπίζουμε μόνον ότι θα ακολουθήσει και ο δεύτερος τόμος, όπως υπόσχεται και η μεταφράστρια στο προλογικό της σημείωμα.