Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Σωτήρης Δημόπουλος “Ασύνθετος Ελληνισμός – Η ρηξικέλευθη σκέψη του Δήμη Πουλάκου”

Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σωτήρη Δημόπουλου “Ασύνθετος Ελληνισμός. Η ρηξικέλευθη σκέψη του Δήμη Πουλάκου”, από τις “εκδόσεις Περισπωμένη” (290 σελίδες). Από το βιβλίο, που πραγματεύεται κυρίως ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από τον Εθνικό Διχασμό μέχρι και τη Μεταπολίτευση, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα.

Ο Δημήτρης (Δήμης) Πουλάκος υπήρξε μια ξεχωριστή όσο και ιδιάζουσα προσωπικότητα του μεταπολεμικού και μεταπολιτευτικού Ελληνισμού. Αν και νεότατος, είχε έντονη παρουσία στα χρόνια της κατοχής, τόσο ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής, ιδιαίτερα αυτούς της λεγόμενης γενιάς του ’30, όσο και στις αντιστασιακές δραστηριότητες των νέων του αστικού χώρου. Εν συνεχεία, υπήρξε σύμβουλος δύο πρωθυπουργών, αρχικώς του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και, αργότερα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ενδιαμέσως, βρέθηκε με υποτροφία στις ΗΠΑ, στο Russian Institute του Πανεπιστημίου Columbia, με καθηγητή, μεταξύ άλλων, τον Κερένσκι, ενώ συμφοιτητής του ήταν ο Μπρεζίνσκι. Η διατριβή του ήταν “The Balkan Communist Federation and the Macedonian Question” (1954). Ανέλαβε να συντονίσει σημαντικά –κάποια από αυτά πρωτοποριακά– κυβερνητικά έργα, ενώ συμμετείχε στην “επιτροπή σοφών”, που σύστησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για την αναχαίτιση της ΕΔΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Τις επόμενες δεκαετίες υπηρέτησε ως διπλωμάτης, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, για να ασχοληθεί στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2006, με μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα στην Αίγινα, την οποία είχε δημιουργήσει με τον λογοτέχνη Στέλιο Ξεφλούδα και στην οποία συχνά διέμεναν πολλοί εκπρόσωποι του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Το ίδιο περίπου διάστημα, και συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδιδε το περιοδικό “Eurobalkans and East European Quarterly”, το οποίο είχε τύχει ευρείας αναγνώρισης, σε μια μάλιστα ταραγμένη περίοδο για τα Βαλκάνια.

Τις επόμενες δεκαετίες υπηρέτησε ως διπλωμάτης, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, για να ασχοληθεί στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2006, με μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα στην Αίγινα, την οποία είχε δημιουργήσει με τον λογοτέχνη Στέλιο Ξεφλούδα και στην οποία συχνά διέμεναν πολλοί εκπρόσωποι του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Το ίδιο περίπου διάστημα, και συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδιδε το περιοδικό “Eurobalkans and East European Quarterly”, το οποίο είχε τύχει ευρείας αναγνώρισης, σε μια μάλιστα ταραγμένη περίοδο για τα Βαλκάνια.

Ρηξικέλευθες ιδέες για τον Ελληνισμό

Η απόφαση, ωστόσο, για τη συγγραφή του παρόντος πονήματος με αναφορά σε αυτόν τον ιδιόμορφο διανοούμενο δεν εδράζεται στην πρόθεση προβολής της βιογραφίας του, όσο στην ανάγκη συγκέντρωσης, κατηγοριοποίησης και διερεύνησης των ρηξικέλευθων, τολμηρών και σύνθετων ιδεών που διατύπωσε. Ιδέες οι οποίες μπορούν να γονιμοποιήσουν τον εν εξελίξει επί μακρόν διάλογο που άπτεται της εθνικής μας αυτογνωσίας, ακόμη κι αν η επαφή μαζί τους προκαλεί συχνά αντανακλαστικά αισθήματα άπωσης, καθώς παρεκκλίνουν των αποδεκτών αφηγημάτων και αναδεικνύουν οδυνηρά οικεία κακά.

Κίνητρο, αναμφίβολα, της παρούσας εργασίας δεν ήταν άλλο από την διερεύνηση των νεοελληνικών παθών, του επαναλαμβανόμενου εσωτερικού διχασμού, της αδυναμίας συγκρότησης μιας συμπαγούς εθνικής ιδεολογίας. Η εκ των έσω διαρκής και εμμονική αμφισβήτηση της εθνικής ταυτότητας και συνέχειας, από πλείστες ιδεολογικές αφετηρίες –διεθνιστικές, κοσμοπολίτικες, νεοφιλελεύθερες, βυζαντινο-οικουμενικές ή ακόμη και της επιθυμίας για ελληνοτουρκική όσμωση– ως αναλογική συνέχεια παλαιότερων συλλογικών στάσεων και συμπεριφορών, που εκτείνονται χρονικά πολύ πριν από την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκυριακές συνθήκες. Οι προσεγγίσεις που εφαρμόζουν το θεωρητικό τους μοντέλο σε ένα ασφυκτικό χρονοχωρικό πλαίσιο, αγνοώντας την μακρά ιστορική διαδικασία, ή σε παροδικές κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, που παραβλέπουν την καταγωγική προέλευση των κοινωνικών υποκειμένων, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τον απαιτητικό μελετητή.[…]

Ιδιαίτερα για τον Ελληνισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στη διαχρονία του επί υψηλότατων πνευματικών ρευμάτων, που τα τροφοδότησαν συνθετικά αλλά και αντιθετικά οι εσωτερικές του συνιστώσες, το σύγχρονο παγκόσμιο τοπίο είναι εξαιρετικά αφιλόξενο. Ισχνός σε δημογραφικές, οικονομικές, ιδεολογικές εφεδρείες, φαίνεται να διαχειρίζεται περισσότερο τον τρόπο του τέλους του. Η εξ ανατολών νεοοθωμανική ισλαμιστική απειλή, σε ένα γεωγραφικό χώρο-σύνορο και διάβαση των μεταναστευτικών ροών εξ Ανατολών, επιταχύνει την εσωτερική φθορά.

Η ιστορία, ωστόσο, ποτέ δεν κινείται γραμμικά. Εντός της συνυπάρχουν, επηρεάζουν και ανταγωνίζονται ποικίλες εμφανείς και αφανείς δυνάμεις. Ο ύστερος λόγος δεν έχει ακόμη ειπωθεί, όσο ο “ελληνικός Παν” είναι ακόμη ζωντανός. Για να μείνει, όμως, ζωντανός πρέπει να πολεμήσει με ό,τι όπλα διαθέτει, και, κυρίως, με το πιο αιχμηρό, το πλέον ανθεκτικό και εν τέλει πιο καθοριστικό για την έκβαση της μάχης, την συνείδησή του. Κι αυτή ισχυροποιείται μονάχα δια μέσω της γενναίας ματιάς αυτογνωσίας στο παρελθόν, η οποία ξαστερώνει την παρούσα σύγχυση από τις ομιχλώδεις επιβιώσεις ξεπερασμένων και ατελών αντιλήψεων και επαναδομεί την κλονισμένη ταυτότητα.Πεποίθησή μου είναι ότι οι θεωρητικές προτάσεις του Πουλάκου ανοίγουν συναρπαστικά μονοπάτια στη σκέψη, που χαράζονται ωστόσο επί του στέρεου εδάφους μιας σπάνιας διεπιστημονικής γνώσης που γονιμοποιείται από ένα σπινθηροβόλο πνεύμα. Ο Πουλάκος διέθετε μια σπάνια οξύνοια, όπως και διεισδυτική παρατηρητικότητα, που σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ευρυμάθειά του τον οδηγούσε σε πρωτοποριακές συλλήψεις.

Η επιλογή του Βλαδίμηρου υπέρ της Ορθοδοξίας προστάτευσε τη Ρωσία από τη διάλυση


 

Τι θα γινόταν αν ο Βλαδίμηρος δεν είχε επιλέξει την Ορθοδοξία, αλλά κάποια άλλη θρησκεία ως κρατική στη Ρωσία στα τέλη του 10ου αιώνα;

 

Ilya Ukhov

πολιτικός επιστήμονας

 

Πάνω από χίλια χρόνια έχουν περάσει από τη Βάπτιση των Ρως από τον Άγιο Πρίγκιπα Βλαδίμηρο, Ισαπόστολο, αλλά το μεγαλείο και η μοναδικότητα αυτού του γεγονότος αναδεικνύονται από την ιστορία όλο και πιο καθαρά. Έχει ήδη γίνει κοινός τόπος να ισχυρίζεται κανείς ότι η Ρωσία διαμορφώθηκε ως μοναδικό κράτος-πολιτισμός ακριβώς υπό την επίδραση του Βαπτίσματος, και ιδιαίτερα μέσω της υιοθέτησής του με τη μορφή της Ορθόδοξης πίστης. Αν εμβαθύνουμε στην αξιακή μας εικόνα για τον κόσμο, θα βρούμε παντού την καθοριστική συμβολή του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, ο οποίος εξακολουθεί να διαμορφώνει τη ζωή και τις κρατικές μας προτεραιότητες.

Τι θα γινόταν αν ο Βλαδίμηρος είχε επιλέξει όχι την Ορθοδοξία, αλλά κάποια άλλη θρησκεία ως κρατική θρησκεία των Ρως στα τέλη του 10ου αιώνα; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες για εμάς σήμερα; Θα μπορούσε ο ρωσικός λαός να σχηματιστεί ως ενιαία εθνοτική ομάδα υπό συνθήκες μιας διαφορετικής θρησκευτικής και ιστορικής επιλογής;

Σίγουρα αξίζει να ξεκινήσουμε με τον πλησιέστερο ανταγωνιστή της Ορθοδοξίας εκείνη την εποχή – αν και τυπικά ούτε καν ανταγωνιστή, αφού το Μεγάλο Σχίσμα ακόμη δεν είχε συμβεί. Μιλάμε για τον Καθολικισμό, ή πιο συγκεκριμένα, για τη Ρωμαιολατινική εκδοχή του Χριστιανισμού. Το 988, η Εκκλησία παρέμενε ενωμένη, αν και οι αντιθέσεις αυξάνονταν. Στην πραγματικότητα, το ίδιο το σχίσμα του 1054, αν και θεολογικό στη μορφή του, εξακολουθούσε να έχει πολιτικά κίνητρα στον πυρήνα του. Οι πάπες και ο Καθολικισμός διεκδίκησαν την παγκόσμια εξουσία και τον έλεγχο τόσο των πνευματικών όσο και των κοσμικών υποθέσεων. Το τι είχε ως αποτέλεσμα αυτό για τη Δυτική Ευρώπη τους επόμενους αιώνες, μέχρι και τη Μεταρρύθμιση, είναι γνωστό.

Η ένταξη των Ρως στην τότε καθολική τροχιά θα είχε οδηγήσει στην προσέλκυσή τους σε διάφορους συνδυασμούς ισχύος και πολιτικής εξουσίας του ρωμαϊκού παπισμού. Τελικά, αυτό θα είχε οδηγήσει στη διάλυση των Ανατολικών Σλάβων και στην απώλεια της εθνικής τους ταυτότητας. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για παραδείγματα - μετά την εισβολή της Ορδής και τη Μάχη του ποταμού Κάλκα, ο Πρίγκιπας της Γαλικίας-Βολινίας Δανιήλ δέχτηκε τον τίτλο του "Βασιλιά των Ρως" από τον Πάπα. Σταδιακά, ήδη από τα παιδιά και τα εγγόνια του, υπήρξε μια προσέγγιση μεταξύ της ηγεσίας του δυτικού ρωσικού πριγκιπάτου και της πολωνολιθουανικής αριστοκρατίας. Μέχρι που τελικά αυτές οι εκτάσεις συμπεριλήφθηκαν στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και στη συνέχεια στην Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία. Κάποτε οι αυτόχθονες ρωσικές εκτάσεις, που κυβερνιούνταν από τη δυναστεία των Ρουρικιδών, μέσω της αποδοχής της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας των Ρωμαίων Παπών και του καθολικισμού, έγιναν, στην πραγματικότητα, ο πυρήνας της μελλοντικής "αντιρωσίας" στο πρόσωπο της σύγχρονης Ουκρανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τα μοντέλα διάδοσης του Καθολικισμού και της Ορθοδοξίας ήταν διαφορετικά. Το βυζαντινό μοντέλο, που κληρονόμησε η Ρωσία, υποδήλωνε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο θρησκευτικής ανοχής. Η Ορθοδοξία δεν γνώριζε τις Σταυροφορίες - αντίθετα, το 1204, οι Δυτικοευρωπαίοι Σταυροφόροι ήταν αυτοί που κατάφεραν ένα θανάσιμο πλήγμα στο Βυζάντιο καταλαμβάνοντας την Κωνσταντινούπολη. Αντί να πολεμήσει τους Σελτζούκους και τους Μαμελούκους, ο καθολικός στρατός λεηλάτησε την πόλη. Το Βυζάντιο διέδωσε την Ορθοδοξία κυρίως μέσω ιεραποστολικού έργου, δυναστικών γάμων, δημιουργίας εθνικών εκκλησιών και μετάφρασης της λειτουργικής λογοτεχνίας στις εθνικές γλώσσες. Οι ρωσικές ηγεμονίες, το κράτος της Μόσχας και στη συνέχεια η Ρωσική Αυτοκρατορία κληρονόμησαν αυτήν την προσέγγιση, η οποία επέτρεψε σε ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών και εθνικοτήτων να συνυπάρχουν αρμονικά σε ένα ενιαίο ορθόδοξο κράτος. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα, για το οποίο πρέπει να ευχαριστήσουμε την Ορθοδοξία.

Υπάρχει μια δημοφιλής πεποίθηση για μια συγκεκριμένη διαμάχη, κατά την οποία πρεσβευτές από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας του Βόλγα, παρουσίασαν τα πλεονεκτήματα της πίστης τους στον Μεγάλο Δούκα Βλαδίμηρο. Σύμφωνα με το Χρονικό «Ιστορία των Περασμένων Χρόνων», ο Βλαδίμηρος απέρριψε το Ισλάμ, λόγω της απαγόρευσης της πόσης κρασιού. Δεν είναι σαφές πόσο αληθινή είναι αυτή η ιστορία του Χρονικού, αλλά ας δούμε τις γεωπολιτικές πραγματικότητες εκείνων των ετών - από τη Δύση, οι Ρως συνόρευαν με πολωνικά και ουγγρικά εδάφη. Μέχρι τότε, οι Πολωνοί είχαν ήδη δεχτεί τον Χριστιανισμό λατινικού τυπικού και οι Ούγγροι ήταν έτοιμοι να δεχτούν το βάπτισμα από τους Ρωμαίους λεγάτους. Οι χώρες της Βαλτικής κατοικούνταν από παγανιστικές φυλές, στον νότο ήταν το Βυζάντιο και η Μεγάλη Στέπα, όπου περιπλανιόντουσαν οι Κουμάνοι και οι Πετσενέγκοι, οι οποίοι από πολλές απόψεις βρίσκονταν στο παγανιστικό στάδιο. Σε αυτή την περίπτωση, η υιοθέτηση του Ισλάμ από τον Βλαδίμηρου θα σήμαινε άμεση σύγκρουση με σχεδόν όλους τους γείτονές του κατά μήκος της περιμέτρου. Το ρωσικό κράτος θα είχε χάσει τους πολιτιστικούς δεσμούς του με την Ευρώπη, έχοντας συμπεριληφθεί στον αραβο-ισλαμικό κόσμο της παγκόσμιας ιστορίας.

Πιεζόμενη από τη Βουλγαρία του Βόλγα από την ανατολή και τις νομαδικές τουρκικές φυλές από το νότο, η Ρωσία θα είχε κατά πάσα πιθανότητα «αφομοιωθεί» από αυτούς. Η υιοθέτηση του Ισλάμ θα είχε συμπεριλάβει τη Ρωσία στο σύστημα του παγκόσμιου χαλιφάτου και δεν θα είχε επιτρέψει να πραγματοποιηθεί ο εκσυγχρονισμός του Μεγάλου Πέτρου. Ο κόσμος του Ισλάμ ήταν πιο συντηρητικός όπως φαίνεται, για παράδειγμα, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν μπόρεσε να μεταπηδήσει στη νεωτερικότητα ούτε στα τέλη του 19ου αιώνα, βρίσκοντας τον εαυτό της στη θέση του «ασθενούς της Ευρώπης», έχοντας διαλυθεί και χάσει την ιδιότητά της ως μία από τις υπερδυνάμεις του κόσμου.

Και τέλος, ο Ιουδαϊσμός - η υιοθέτησή του, σύμφωνα με την «Ιστορία των Περασμένων Χρόνων», εξετάστηκε επίσης από τον Βλαντιμίρ στον θρυλικό θεολογικό διαγωνισμό. Η μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό θα περιέπλεκε τη θέση των Ρως στο παγκόσμιο πλαίσιο του 988 κατά τάξεις μεγέθους. Εδώ θα ήταν απαραίτητο να συγκρουστεί με όλους: Καθολικούς, Ορθόδοξους και Μουσουλμάνους. Αλλά το κύριο πρόβλημα έγκειται στην ίδια την ουσία του Ιουδαϊσμού - είναι η εθνική πίστη των Εβραίων και η μεταστροφή σε αυτήν, είτε εθελοντική είτε αναγκαστική, είναι τόσο σπάνια και δεν ενθαρρύνεται. Στην ιστορία τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στην ίδια τη Χαζαρία, της οποίας οι πρεσβευτές προσέφεραν στον Πρίγκιπα Βλαδίμηρο να εκτελέσει, ας πούμε, ένα «συλλογικό giyur [μεταστροφή στον ιουδαϊσμό]», μόνο η ηγεσία γύρω από τον Χαγάνο και οι κορυφαίοι αριστοκράτες είχαν εξιουδαϊστεί. Η συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων παράμεναν παγανιστές, Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι. Για να υιοθετήσει μια τόσο μεγάλη μάζα του πληθυσμού τον Ιουδαϊσμό, θα απαιτούνταν γιγάντιες Ταλμουδικές εξηγήσεις. Όπως, για παράδειγμα, μυθεύματα για «χαμένες φυλές του Ισραήλ» στα δάση του Νόβγκοροντ και στα ορμητικά νερά του Δνείπερου.

Η Ορθοδοξία στη Ρωσία έγινε παράγοντας «εθνικής οικοδόμησης» και εγγυητής της μη διάλυσης των Ρώσων μεταξύ ξένων πολιτισμικών και ξενόγλωσσων λαών. Η Ορθοδοξία συνένωσε τις ανατολικές σλαβικές φυλές σε ένα ενιαίο ρωσικό έθνος, δημιούργησε ένα κοινό πολιτιστικό πεδίο, γραφή και γλώσσα, ένωσε με τις αξίες της δικαιοσύνης, της αμοιβαίας βοήθειας, της αλληλεγγύης, έδωσε εξαιρετικά παραδείγματα ασκητών και αγίων.

Αυτή η πολιτισμική επιλογή μας έκανε ακριβώς αυτό που είμαστε σήμερα.

 

 

Πηγή: https://vz.ru/opinions/2025/7/28/1348536.html