Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ο “προφήτης” Ντοστογιέφσκι και η ευρωπαϊκή συνείδηση

Το έργο του Ντοστογιέφσκι δεν ήταν πάντοτε καθολικής αποδοχής. Υπήρξαν κι αυτοί που το κατέκριναν. Για έλλειψη καλλιτεχνικού ταλέντου, για εκδήλωση αρρωστημένου ψυχισμού, για ακραίο συντηρητισμό. Ανάμεσα στους συμπατριώτες επικριτές του, ο Γκόρκι, ο Ναμπόκωφ, που τον απαξιώνει στα “μαθήματα ρωσικής λογοτεχνίας”, και ο Μπούνιν, που θεωρεί την απουσία αναφοράς του φυσικού περιβάλλοντος ως συγγραφική αδυναμία.

Η φύση στην πλειονότητα των Ρώσων συγγραφέων -μεταξύ αυτών διακρίνονται οι Τουργκένιεφ, Τολστόι και ο Μπούνιν- αποτυπώνεται με εξαίσιες, ποιητικές περιγραφές. Ο άνθρωπος στα έργα τους είναι απόλυτα ενταγμένος στο τοπίο. Ίσως, δείγμα της ισχυρής επιβίωσης του προχριστιανικού παγανισμού στον ρωσικό ψυχισμό. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, τη “Στέπα” του Τσέχωφ, που διαδραματίζεται στις περιοχές που μαίνεται τώρα ο πόλεμος, έχεις την αίσθηση ότι οσφραίνεσαι το χορτάρι, ζεσταίνεσαι από τις ακτίνες του σκυθικού ήλιου.

Κι όμως, στα έργα του Ντοστογιέφσκι η φύση είναι απούσα. Η δράση περιορίζεται στο αστικό περιβάλλον, πρωτίστως, στην πόλη του, την Αγία Πετρούπολη. Αλλά ακόμη και η δράση είναι μια έννοια σχετική. Γιατί απουσιάζουν τα μεγάλα γεγονότα. Συμβαίνουν μόνον δραματικές πράξεις, που συχνότερα τις πληροφορούμαστε από την αφήγηση τρίτων ή του συγγραφέα. Σε αντίθεση με τον δημιουργό του επικού “Πόλεμος και Ειρήνη”, εμπνευσμένου από την ομηρική Ιλιάδα.

Στον Ντοστογιέφσκι αυτό που κυριαρχεί είναι ο λόγος, ο διάλογος, ο μονόλογος. Οι χαρακτήρες του μιλούν διαρκώς. Μεταξύ τους, με τον εαυτόν τους, απευθείας στον αναγνώστη, μέσω αναμνήσεων, αυτοαναλύσεων, ενδοσκοπήσεων αλλά και παραληρημάτων. Μιλούν για τον Θεό και τον διάβολο, τον έρωτα και τον θάνατο, το πεπρωμένο και την ελευθερία, την επανάσταση και τη Ρωσία. Αυτή είναι η μέθοδός του για να περιπλανηθεί στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου. Να εξερευνήσει τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του υποσυνειδήτου.

Να μεταφέρει στο φως τις σκληρές, αδυσώπητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης. Τον εσωτερικό αγώνα του καλού και του κακού, που βυσσοδομεί στην καρδιά του ανθρώπου. Επιχειρεί μια ριψοκίνδυνη καταβύθιση εκεί που λίγοι είχαν τολμήσει έως τότε. Και το κάνει εν πλήρει συνειδήσει. Γιατί εξ αρχής, από την νεότητά του, υιοθετεί το αξίωμα ότι “ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο”. Πιστεύει ακράδαντα ότι η ζωή που μας χαρίζεται είναι άνευ αξίας αν δεν επιχειρήσουμε να επιλύσουμε αυτό το μυστήριο.

Δεν ικανοποιείται, επομένως, με εκ προοιμίου θεωρητικές κατασκευές. Τέτοιες, που ήταν της μόδας στην εποχή του, υπό την επιρροή κυρίως του θετικισμού. Ασφυκτιούσε με το 1+1 = 2, που δεν λάμβανε υπόψη του την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αυτή που είναι ικανή να ανατρέψει ακόμη και όσα θεωρούνται ως απόλυτη βεβαιότητα, έστω και με τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής. Αυτή, που μόνη μπορεί να θρυμματίσει το “κρυστάλλινο παλάτι” της απατηλής υλικής αμεριμνησίας.

Αποδεχόταν, επίσης, ότι μόνη οδός επίτευξης του καλού ήταν αυτή της οδύνης, ως προϋπόθεση της υπέρβασης του εσωτερικού σχίσματος -ρασκόλ στα ρωσικά, εξ ου και ο Ρασκόλνικοφ στο “Έγκλημα και Τιμωρία”- και σίγουρα όχι βάσει μιας εν υπνώσει χλιαρής συνείδησης, που ακολουθεί υπάκουα εξωτερικούς κοινωνικούς ή θρησκευτικούς κανόνες.

Στο κέντρο του συνειδησιακού λαβυρίνθου

Οι ήρωές του βρίσκονται σχεδόν μονίμως σε έξαρση, σε πυρετικό οργασμό, ακόμη και σε παραλήρημα. Ενώ τα έργα του βρίθουν από δολοφόνους, αυτόχειρες, σωματικά και ψυχικά ασθενείς. Κάποιοι απέδωσαν αυτή τη ροπή του Ντοστογιέφσκι στον άρρωστο ψυχισμό του, τον επιβαρυμένο από τα πολλά δραματικά γεγονότα της ζωής του: την πρώιμη απώλεια της μητρός του και τη δολοφονία του πατρός του από τους δουλοπάροικούς του, λόγω της απρεπούς συμπεριφοράς του προς τις ανήλικες κόρες τους· την παρ’ ολίγον εκτέλεσή του για τη συμμετοχή στη σοσιαλιστική ομάδα του Πετρασέφσκι· τα τέσσερα σκληρά χρόνια στο σιβηριανό κάτεργο, με μόνη συντροφιά το Ευαγγέλιο κάτω από το μαξιλάρι του, ιερό δώρο των γενναίων γυναικών των Δεκεμβριστών· τις διαρκείς, ανυπέρβλητες οικονομικές στενοχώριες· το πάθος της χαρτοπαιξίας· την επιληψία, από την οποία υπέφερε από παιδί.

Αναμφίβολα όλ’ αυτά συνδιαμόρφωσαν τον άνθρωπο και τον συγγραφέα, συνέβαλαν στον τρόπο της θέασης του κόσμου και πυροδότησαν τα μεγάλα ερωτηματικά που έθιξε στο έργο του. Αλλά δεν μειώνουν σε τίποτα το μεγαλείο των συλλήψεών του. Ακόμη και με τον τρόπο του Τόμας Μαν, που τον κατέταξε, μαζί με τον Νίτσε, στις “άρρωστες μεγαλοφυίες”, σε αντιδιαστολή με τις “υγιείς”, όπως ο Τολστόι ή ο Γκαίτε.

Οι 'προφητικές' ικανότητες

Γιατί, τελικώς, η ακραία ψυχική κατάσταση των ηρώων του είναι αυτή που μας επιτρέπει εναργέστερα να διακρίνουμε τον πυρήνα της φύσης των ιδεών που ενσαρκώνουν. Αφενός, ξεδίπλωσε τον δικό του μίτο της Αριάδνης που από τον περίβολο της εξωτερικής ζωής τον οδήγησε στο κέντρο του συνειδησιακού λαβυρίνθου, και εκεί πλέον να βρεθεί αντιμέτωπος με τον Μινώταυρο των στοιχειακών δυνάμεων του κόσμου μας. Αφετέρου, εσκεμμένα τάνυζε, ως εκδηλωμένη προβολή, την ιδέα στο απώτατο όριό της.

Εξ αυτής της μεθόδου, άλλωστε, προέκυψαν οι αναμφίβολες προφητικές ιδιότητές του, όπως, για παράδειγμα, τις βλέπουμε να εκδηλώνονται στην κορύφωση της δημιουργίας του, στους αδερφούς Καραμάζωφ –ο διεφθαρμένος πατέρας-Ρωσία θα δολοφονηθεί, από τον νόθο γιό (οι παρίες της ρωσικής κοινωνίας), όργανο των ιδεολογικών κελευσμάτων του Ιβάν (άθεη ιντελιγκέντσια), προαναγγέλλοντας την επερχόμενη επανάσταση, σε ένα περιβάλλον που χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται. Παρεμπιπτόντως, σχεδίαζε να συνεχίσει το μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή πλέον τον τρίτο γιό, τον Αλιόσα, ενσάρκωση της μεσσιανικής του ελπίδας για την πνευματική αναγέννηση της Ρωσίας, και τη δημιουργία μιας χριστιανικής κοινωνίας αγάπης, αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε.

Για την προφητική του ικανότητα, ωστόσο, δεν θα έφθανε μόνον το αναμφίβολο διαισθητικό του χάρισμα, καθώς, όπως έγραψε ο πρίγκιπας Μίρσκι, στην “Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας”, ο Ντοστογιέφσκι αισθανόταν τις ιδέες όπως οι άλλοι το κρύο ή τη ζέστη. Συνέβαλε επίσης η πνευματική του διαύγεια και το ψυχικό του σθένος, που τον μετέφερε στον μελλοντικό ιστορικό χρόνο. Και το πέτυχε με κοπιαστική, επίπονη προσπάθεια, με πυρετώδη συγγραφική διαδικασία που ομοιάζει σε αυτήν της ζωής των χαρακτήρων του.

Αν και η έμπνευση των έργων του πηγάζει από πραγματικά γεγονότα -τα οποία ο Ντοστογιέφσκι τα παρακολουθεί με μεγάλη συνέπεια- εντέλει οι ήρωές του εμφανίζονται εξαϋλωμένοι. Σε πλήρη αντίθεση με τον άλλον μεγάλο του χρυσού αιώνα της ρωσικής λογοτεχνίας, Τολστόι, που οι ήρωές του είναι από σάρκα και αίμα. Στον Ντοστογιέφσκι, είναι ιδέες με ανθρώπινη μορφή. Κι όμως, οι άνθρωποι-ιδέες έχουν υπόσταση διαχρονική, αρχετυπική.

Γιατί, όπως έγραψε ο Μπαχτίν στο εξαιρετικό του δοκίμιο “Προβλήματα στην ποιητική του Ντοστογιέφσκι”, αυτό που ξεχώριζε στον συγγραφέα ήταν ότι στους ήρωές του δεν αντανακλούσε τη δική του συνείδηση, αλλά αυτοί δρούσαν με τη δική τους αυθύπαρκτη συνείδηση. Και η φαντασία του Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνει και δημιουργεί πολλούς ανθρωπότυπους που θα μείνουν στην αιωνιότητα, όπως ο τραγικά διχασμένος Ρασκόλνικοφ, ο πρίγκιπας Μίσκιν-Χριστός, που αποτυγχάνει να νικήσει τα πάθη των ανθρώπων, αλλά μας αφήνει παρακαταθήκη την πίστη ότι η, εσωτερική, ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, ο αυτόχειρ, στο όνομα της κατάργησης της θεού και της θεοποίησης του ανθρώπου, Κιρίλωφ.

Η απαρχή του Υπαρξισμού

Στην πραγματικότητα, ο Ντοστογιέφσκι ήταν αυτός που διάνοιξε τον δρόμο στον υπαρξισμό, με την έκδοση του “Υπογείου”. Στις σελίδες του, ξεδιπλώνεται μια καθολική κριτική στον θετικισμό αλλά και στον υλιστικό σοσιαλισμό, που είχαν κληρονομήσει τις αρχές του διαφωτισμού και τις οδηγούσαν στον οπτιμιστικό χιλιασμό ενός αιώνια ευτυχισμένου βασιλείου, με τοτέμ την Επιστήμη. Ο Ντοστογιέφσκι αντιλαμβάνεται, όπως όλοι οι ρομαντικοί αντίπαλοι του ρασιοναλισμού, τον υφέρποντα αντιουμανιστικό ολοκληρωτισμό που διαχεόταν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Γι’ αυτό, και ο ήρωάς του, από τη συνειδησιακή άβυσσο του υπογείου, λοιδωρεί την επικίνδυνη αφέλεια των υλιστικών θεωριών, υπονοώντας τη σκλαβιά που προοιωνίζεται. Και επάνω στα συντρίμμια των κυρίαρχων τότε ιδεών υψώνει το πυρφόρο λάβαρο της ανθρώπινης βουλήσεως.

Η κριτική του, η οποία θα αναπτυχθεί περαιτέρω στην περίφημη “πεντάτευχο” που θα ακολουθήσει –”Έγκλημα και Τιμωρία”, “Ηλίθιος”, “Δαιμονισμένοι”, “Έφηβος”, “Αδερφοί Καραμάζωφ”-, θα είναι ίσως δριμύτερη απ’ αυτήν των ρομαντικών δυτικών -Γερμανοί ρομαντικοί, Ουγκώ, Ντίκενς- που ήταν άλλωστε και μια από τις πηγές της έμπνευσής του. Πλέον, παρά τη συνεχιζόμενη παντοκρατορία του προοδευτισμού, με τις διάφορες εκφάνσεις του -στη τότε Ρωσία με τους μηδενιστές και τα παρακλάδια των επιγόνων τους-, τα θεμέλια του ρασιοναλιστικού οικοδομήματος είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Άλλωστε, ακόμη και ο ίδιος ο Νίτσε, φαινομενικά αντίπαλο δέος του Ντοστογιέφσκι, ως “δολοφόνος” του θεού, αλλά κατ’ ουσίαν συνοδοιπόρος σε πολλά μονοπάτια της αναζήτησης της συνείδησης του σύγχρονου Ευρωπαίου, θα αναγνωρίσει την προσφορά του μεγάλου Ρώσου.

Η Ορθοδοξία ως πηγή έμπνευσης

Η άλλη πηγή της ντοστογιεφσκικής έμπνευσης ήταν αυτή της Ορθοδοξίας. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί, εξάλλου τη ρωσική σκέψη του 19ου αιώνα, από τον δυτικό ρομαντισμό, στην κριτική της προς τα νεωτερικά ρεύματα που προκάλεσε η γαλλική επανάσταση. Ιδίως, η σλαβόφιλη τάση, που αντιμετώπισε επί δεκαετίες τους Ρώσους δυτικιστές σε έναν ανταγωνισμό προσανατολισμού και ταυτότητας της νέας Ρωσίας, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Ο Ντοστογιέφσκι, εκ της νεότητάς του, μέχρι και την περίοδο των κάτεργων, οραματιζόταν έναν χριστιανικό σοσιαλισμό.

Γι’ αυτό κέντρο ήδη της πρώιμης εργογραφίας του αναδεικνύεται ” Ο μικρός άνθρωπος”. Εν συνεχεία, ερχόμενος σε επαφή με τους απόκληρους κατάδικους, αλλά στην ουσία με τον ρωσικό λαό, που βίωνε μια πραγματικότητα ασύμπτωτη με αυτήν της ιντελιγκέντσιας -διαφωτιστική αυτή η διαπίστωση στο “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”-  πίστεψε ότι είδε την πραγματική Ορθοδοξία, και αναζήτησε έναν άλλο δικό του, εσωτερικό, δρόμο. Πυρήνας της σκέψης του έγινε η ανάγκη της αγάπης, της αλήθειας και της πανενότητας.

Πρόβαλε τη δική του πρόταση, που στο επίπεδο της ιδεολογίας πήρε την μορφή του Pochvennichestvo -της γενέθλιας γης ή ορθότερα της εδαφικότητας. Η Ορθοδοξία του ήταν οπωσδήποτε η ρωσική Ορθοδοξία, υπό την έννοια των πολιτισμικών ιδιοτήτων που τη συγκρότησαν. Ωστόσο, δεν ήταν ο τρόπος της επίσημης Εκκλησίας, που είχε περιέλθει σε παρακμή ήδη από την εποχή του Μ. Πέτρου, αλλά αυτός που έθρεψε ο μοναχισμός, όπως στην Μονή της Όπτινα. Εκεί που ζήτησε να βρει παρηγοριά για τον θάνατο του αγαπημένου του γιού Αλιόσα -εξ ου και ο ομώνυμος ήρωας, από εκεί και ο Στάρετς Ζωσιμάς. Κι αυτός ο μοναχισμός ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένος με την παράδοση του Αγίου Όρους και του Ησυχασμού.

''Βάπτισμα με τη φωτιά”

Ο Ντοστογιέφσκι επηρέασε καταλυτικά τα λογοτεχνικά, θεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα στη Ρωσία, στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Απ’ αυτόν εμπνεύστηκαν διανοούμενοι όπως ο Μπερντιάεφ, αλλά και ολόκληρη η γενιά της “θρησκευτικο-φιλοσοφικής αναγέννησης”, στους οποίους συγκαταλέγονται οι Λόσσκι, Μπουλγκάκωφ, Σεστώφ, Φλορένσκι. Επίσης, μεγάλοι Ευρωπαίοι συγγραφείς, όπως ο Προυστ – τα θεμέλια του εσωτερικού μονολόγου τα βρίσκουμε στον Ντοστογιέφσκι, ο Καμύ -χωρίς το ντοστογιεφσκικό έργο δεν θα εμφανιζόταν ο “Επαναστημένος Άνθρωπος”, ο Σαρτρ, ο Ζυστ, ο Τόμας Μαν, ο Έσσε. Αλλά και στην Ελλάδα, λογοτέχνες όπως ο Τερζάκης, ο Αθανασιάδης, ο Καραγάτσης και γενικά όλη η λεγόμενη γενιά του ’30.

Είναι αυτονόητο, ως εκ τούτου, ότι ο Ντοστογιέφσκι, όπως άλλωστε και εν γένει η ρωσική λογοτεχνία και η ρωσική σκέψη, είναι αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής συνείδησης. Όχι σαν επουσιώδες παράρτημα, αλλά ως οργανικό συστατικό της. Κάθε απόπειρα να εξοβελιστούν οδηγεί μοιραία στον ευνουχισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού στο σύνολό του.

Η κληρονομιά, ωστόσο, του Ντοστογιέφσκι δεν εξαλείφεται με διοικητικά μέτρα, γιατί ήδη είναι κτήμα του Ευρωπαίου ανθρώπου. Παρά τις συγκυριακές ιστορικές περιπέτειες, η συνείδηση εν τέλει δεν οπισθοδρομεί, αλλά συνεχίζει τον μαρτυρικό της δρόμο προς στην νέα εποχή που ανατέλλει. Κι όπως καταλήγει στο περίφημο δοκίμιό του ο “μυστικός” Μερεζκόφσκι, για το βάπτισμα δεν φθάνει πιά το νερό, αλλά χρειάζεται η φωτιά. Και αυτός που το προαισθάνθηκε και το διακήρυξε ήταν ο “πρώτος Ευρωπαίος της εποχής μας -ο Ντοστογιέφσκι”.




Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Η επέλαση της Τουρκίας και τα υπαρξιακά διλήμματα του Ελληνισμού

Όταν στην Συρία εκδιώχθηκε ο Άσαντ και κατέλαβαν οι φιλότουρκοι τζιχαντιστές την εξουσία, χαρακτηρίσαμε το γεγονός ως τεράστια τουρκική επιτυχία. Ως ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στην διαμόρφωση μιας νεοοθωμανικής επικράτειας, που είναι ο μύχιος πόθος και το φλογερό όραμα του σουλτάνου της Άγκυρας. Ωστόσο, αρκετοί στην Ελλάδα είδαν στις εξελίξεις αυτές την είσοδο της Τουρκίας σε έναν θανατηφόρο βαλτότοπο, που την έφερνε σε μια διαρκή σύγκρουση με τον αραβικό κόσμο, τους Κούρδους και, πρωτίστως, το Ισραήλ. Κάποιοι μάλιστα προέβλεπαν μια ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο περιφερειακών υπερδυνάμεων της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό που συνέβη, όμως, παρά τις σοβαρές τριβές, που έφθασαν στον βομβαρδισμό από την ισραηλινή αεροπορία βάσεων που η Τουρκία σκόπευε να χρησιμοποιήσει προς όφελός της στο συριακό έδαφος, αλλά και σε αερομαχίες ισραηλινών και τουρκικών αεροσκαφών, είναι μια παρασκηνιακή διαδικασία διαμερισμού της επιρροής στην νέα Συρία. Η κάθε πλευρά επιδιώκει τα μέγιστα κέρδη επί του συριακού «πτώματος», που κατά τα φαινόμενα θα αποτελείται από 3,5 συνιστώντα μέρη – το φιλοτουρκικό τζιχαντιστικό, με τις μεγαλύτερες πόλεις, το ισραηλινό και των συνεργατών τους Δρούζων, στον νότο, των Κούρδων και κάποιων φιλοδυτικών Αράβων στην ανατολή, και μια ντε φάκτο μερική αυτονομία των Αλαουιτών στα δυτικά. Η τελευταία, ως παραχώρηση στην ανάγκη διεθνούς αναγνώρισης του νέου καθεστώτος, που ενδύθηκε κοστούμι, έστω και αν το στενεύει. Σε κάθε περίπτωση, η συνάντηση Τραμπ - Αλ Σαράα, πρώην Τζολάνι, επισφραγίζει αυτήν την νέα πραγματικότητα. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για έναν τουρκικό θρίαμβο.

Και δυστυχώς, δεν είναι ο μοναδικός, εσχάτως. Γιατί αν θέλουμε να δούμε, χωρίς ευσεβοποθισμούς, την αλήθεια κατάματα, η τακτική Ερντογάν αποδίδει άφθονους καρπούς. Το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην περίπτωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Επί πάνω από 3 χρόνια παίζει το δικό του παιχνίδι, αδιαφορώντας για τις δυτικές πιέσεις και νουθεσίες. Συνεργάζεται στενά με την ουκρανική αμυντική βιομηχανία, στηρίζει ανοιχτά την ταταρική διεκδίκηση της Κριμαίας, αναφωνεί στο Κίεβο Слава Україні, και την ίδια ώρα ζητάει να εισέλθει στους BRICS, κρατάει τους S400, ολοκληρώνει τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, μιλάει απευθείας με τον Πούτιν. Και σήμερα εμφανίζεται ως ο μέγας διαμεσολαβητής, που τον εμπιστεύονται όλοι, δυτικοί και ανατολικοί, εκθειάζοντας τις φιλειρηνικές του πρωτοβουλίες. 

Ειδικά οι χώρες της Ευρώπης, οι οποίες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας, για τις οποίες είναι έτοιμες να πάνε μέχρι και να κατεδαφίσουν το κοινωνικό κράτος για να χρηματοδοτήσουν έναν τριακονταετή ή εκατονταετή πόλεμο στην Ουκρανία, πώς συμπεριφέρονται σε αυτόν το «πρότυπο» δημοκρατικής συνείδησης, που έχει βάλει πίσω από τα σίδερα της φυλακής τον βασικό του πολιτικό αντίπαλο -αλλά και τον αρχηγό του τρίτου κόμματος για να μην το ξεχνάμε; Κάτι ψέλλισαν για τα μάτια του κόσμου, και χωρίς αιδώ τον θερμοπαρακαλούν να λάβει μέρος στην μοιρασιά των 800 δισεκατομμυρίων του ReArm Europe, που θα κάνει υποτίθεται την Ευρώπη αστακό. Η δε «αγία τριάς» φον ντερ Λάιεν, Κάλλας και Κόστα, σχεδόν τον ικέτευσε να πάρει μέρος στο 35% των 150 δις, που θα προέλθουν από τα δάνεια του μέσου SAFE, και να προσπαθήσουν όλοι μαζί και για τα υπόλοιπα 75%. Όσο για τα δισεκατομμύρια των εθνικών προϋπολογισμών, ήδη η Ισπανία και η Ιταλία έχουν ανοίξει τον δρόμο, ενώ η τελευταία πούλησε και την Piaggio Aerospace στην τουρκική Baykar. Όλα αυτά είναι βεβαίως γνωστά, καθώς τα πληροφορούμαστε άναυδοι, κυριολεκτικώς, ακόμη και εκεί που πρέπει να πούμε και καμιά κουβέντα, ενώ μετά κάνουμε ότι τρέχουμε. Όπως, για παράδειγμα, πέραν της Ιταλίας, και με την Γερμανία ενός καγκελάριου, που αδημονεί να συνεργαστεί με την Άγκυρα και να αυξήσει μαζί της τις αμυντικές μπίζνες, προσδοκώντας να εισέλθει και αυτός στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής. Κάτι που, δυστυχώς, επιδιώκει και το Παρίσι, μέσω της τουρκικής πύλης. Τέτοια πολιτική συνέπεια, στην εποχή της αποθέωσης της πολιτικής υποκρισίας.

Αλλά, και στο εσωτερικό της Τουρκίας μας ήρθαν τα χαμπέρια από το PKK, το οποιο μετά από δεκαετίες καταθέτει τα όπλα. Μια κίνηση που έγινε προφανώς μετά από την σώφρονα παραίνεση τρίτων, στο πλαίσιο μιας συνολικής παρασκηνιακής διευθέτησης του μεσανατολικού χάρτη. 

Πώς να μην αισθάνεται ισχυρός λοιπόν ο Ερντογάν, όταν μάλιστα μπορεί πλέον να συζητά επί ώρα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος προφανώς εκτιμά τον «εκτός κανόνων» τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τις κερδοφόρες μπίζνες του Τούρκου προέδρου; 

Παρεμπιπτόντως, και για να «δέσει το γλυκό», ήρθαν οι εκλογές στην Αλβανία, καίριο συστατικό της νεοοθωμανικής ολοκλήρωσης -άλλωστε το αλβανικό στοιχείο ήταν πρωταγωνιστικό και στην μακρά οθωμανική περίοδο- όπου ο εκλεκτός της Άγκυρας και φανατικός ανθέλληνας Ράμα νίκησε για μια ακόμη φορά πανηγυρικά. 

Όσο και αν είναι στενόχωρη, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Εν πολλοίς προβλεπόμενη, αν και η ιστορία πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις, που έως τώρα δεν μας έκαναν την χάρη να εκδηλωθούν. Τα διλήμματα για τον ελληνισμό είναι πλέον κρίσιμα και άμεσα. Δεν προσπερνιούνται με πρόσκαιρες τακτικές. Ούτε βεβαίως με αυτήν την αμφίσημη και εν τέλει αλληλοακυρούμενη πολιτική απέναντι στην γείτονα. Αφενός, δηλαδή, να προβάλλουμε πομπωδώς εξοπλιστικά προγράμματα, και αφετέρου να είμαστε αγκιστρωμένοι στην «Διακήρυξη των Αθηνών», που πρόσφερε στην Τουρκία την έξωθεν καλή μαρτυρία απαλλάσσοντας τους δυτικούς συμμάχους μας και το τελευταίο πρόσχημα για να συνεργαστούν μαζί της. Ούτε βεβαίως με την επονείδιστη παραίτηση ακόμη και από αυτονόητα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δικαιώματα, όπως είναι η πόντιση αυτού του έρμου ηλεκτρικού καλωδίου. 

Πρέπει να αποφασίσει επιτέλους το πολιτικό σύστημα αλλά και η ελληνική κοινωνία, υπάρχει ή όχι κίνδυνος εξ ανατολών. Και αν υπάρχει θέλει να τον αντιμετωπίσει ή θα δεχθεί το μοιραίο, έστω και με μιθριδατικές δόσεις. Με τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο και στην Θράκη, με την «ειρηνική» εισβολή των τουρκικών επιχειρηματικών συμφερόντων, ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου πανηγυρίζουμε οι «συφοριασμένοι» για την τουρκική τουριστική πλημμυρίδα. 

Ούτε επιτρέπεται πιά να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι απέναντι σε αυτόν τον θανάσιμο νεοοθωμανικό εναγκαλισμό, θα έχουμε την ανακουφιστική προστασία της ευρωπαϊκής οικογένειας -με την ιδέα που έχουμε δημιουργήσει στο φαντασιακό μας, μάλλον με τις προσλαμβάνουσες μιας παρελθούσης Ευρώπης. 

Και τέλος πάντων, δεν μπορεί να εξακολουθεί αυτός ο καταστροφικός, μυωπικός ετεροκαθορισμός της εξωτερικής μας πολιτικής. Να εμφανίζεται δηλαδή ότι δήθεν η Ελλάδα πρωτοστατεί με τη Πολωνία στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, όταν οι Πολωνοί ενδιαφέρονται μόνον για τον ρωσικό κίνδυνο, και θέλουν διακαώς την Τουρκία εντός των ευρωπαϊκών διεργασιών. Ποιος κοροϊδεύει ποιόν; Αυτοχριστήκαμε ακρίτες της Ευρώπης, για να το πιστέψουμε οι ίδιοι, ενώ ούτε εμείς δεν κάνουμε κάτι για να επιτελέσουμε αυτόν τον ρόλο.  

Ασφαλώς, όλ’ αυτά είναι επώδυνα να γίνουν αποδεκτά, τόσο πολιτικά όσο και ψυχολογικά. Και δεν αλλάζουν εύκολα, γιατί εμπίπτουν στη «βουλησιαρχία», αλλά αντικειμενικών συνθηκών, έστω και αυτές δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της βούλησης. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, η Ελλάδα είναι μια χώρα χρεωκοπημένη, χωρίς αποκατεστημένο ακόμη το κύρος της από την ντροπιαστική περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας× χωρίς σοβαρή παραγωγική βάση, πλην της ναυτιλίας, που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες× με δημογραφικούς δείκτες που καταρρέουν× με μια πολιτική, επιχειρηματική και «πνευματική» ελίτ βαθιά εξαρτημένη ιδεολογικά και υλικά από ξένα κέντρα× με μια πολιτική ζωή που περιστρέφεται αυτοτροφοδοτούμενη στα ευτελή και ασήμαντα. Παρ’ όλα αυτά, όλο αυτό το πλέγμα εμφανίζεται με την βεβαιότητα του ορθολογισμού, γιατί κατά βάθος είναι απρόθυμο αλλά και αδύναμο να επιτελέσει την απαιτούμενη «ανορθολογική» ανατροπή, ώστε να αποτρέψει το «ορθολογικό» μας τέλος. 

Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πίσω από τα χαμόγελα αυτοπεποίθησης, το πολιτικό μας κατεστημένο, στο σύνολό του και όχι μόνον η κυβέρνηση, τα έχει τελείως χαμένα. Όλες οι βεβαιότητες στις οποίες είχε στηριχθεί καταρρέουν με πάταγο. Η φετιχοποίηση του διεθνούς δικαίου ή η ολοκληρωτική συστράτευση με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», είναι νομίσματα με ελάχιστη ανταλλακτική αξία σε μια εποχή επικράτησης του πλέον κυνικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις και στην παγκόσμια ανακατανομή ισχύος. Άλλωστε ακόμη και ο Τραμπ, σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι παρά μια εκδήλωσή της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κόσμου, που μοιραία επιταχύνει την εκτροπή από το προηγούμενο status quo, προς το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.