Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Οι «Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας»

Εξώφυλλο βιβλίου Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας Τόμος Α - Εκδόσεις Αλτιντζή

Αν τυχόν κάποιος επιδιώξει να κατανοήσει τη ρωσική ιστορία, από τις απαρχές της έως και σήμερα, παραμερίζοντας τη θρησκευτική διάσταση, θα αποτύχει οικτρά. Όλες οι ιστορικές περιπέτειες αλλά, κυρίως, οι εσωτερικές διαδρομές της ρωσικής ψυχής είναι στενά συνυφασμένες με τις ορθόδοξες παραδόσεις, τις παρεκκλίσεις, τις επιθέσεις που δέχθηκαν, τη σχέση εντέλει του κράτους με την Εκκλησία και τη ρωσική ορθοδοξία. Με τον πληρέστερο και συνάμα βαθύτερο τρόπο μας παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια ο πραγματικά σημαντικός π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (1893-1979) στο μνημειώδες βιβλίο του «Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας», ο α΄ τόμος του οποίου εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις πριν λίγα χρόνια (2019) από τις Θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις «Αθανασίου Αλτιντζή». Πρόκειται για μια άρτια έκδοση, σε εξαίρετη μετάφραση της Ευτυχίας Β. Γιούλτση, πλούσιο σχολιασμό και στο πολυτονικό. Το βιβλίο, παρά τον όγκο του -613 σελίδες-, διαβάζεται χωρίς δυσκολία, όχι μόνον λόγω της ωραίας γλώσσας του, αλλά και του ειρμού του,  που συνδέει με συνεχή ροή σχεδόν 1000 έτη ιστορίας.

Ο Φλορόφσκυ, που ήταν ουκρανικής καταγωγής και εκπρόσωπος της σπουδαίας πλειάδας των διανοούμενων που βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Δύση, μετά την επικράτηση της επανάστασης του 1917, ως κεντρικό άξονα της ανάλυσής του αναδεικνύει τη σχέση της ρωσικής Ορθοδοξίας με την ελληνική πατερική παράδοση. Η σχέση αυτή δοκιμάζεται διαχρονικά από ποικίλους παράγοντες, όπως το παγανιστικό ψυχολογικό υπόστρωμα του ρωσικού λαού, τον ρωσικό «εθνικισμό» ως δύναμη συγκρότησης και ενίσχυσης του ρωσικού κρατισμού και τις δυτικές, κυρίως καθολικές, αλλά και προτεσταντικές, επιρροές που αλλοιώνουν τη βυζαντινή παράδοση. Απέναντί τους διακρίνει διορθωτικές και ανορθωτικές κινήσεις, όπως των Γερόντων της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα ή της μοναστικής αναγέννησης στα τέλη του 18ου αιώνα, που προκάλεσε και την πνευματική έκρηξη του επόμενου αιώνα, στη ρωσική Θεολογία, Λογοτεχνία και Φιλοσοφία. 

 

Ρωσία-Βυζάντιο και ο δυισμός της ρωσικής φύσης

Ο Φλορόφσκυ, αναφερόμενος στην μύηση των Ρώσων στην Ορθοδοξία, επιχειρεί να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα γιατί ο παλαιός ρωσικός κόσμος παρέμεινε «αδιαμόρφωτος και σιωπηρός», παρά την απαράμιλλη εικονογραφία, που έφθασε στο απόγειό της με τον Ρουμπλιώφ, και χαρακτηρίστηκε ως «Θεολογία με χρώματα». Μάλιστα, από μερίδα διανοούμενων, η περίοδος αυτή απαξιώθηκε πλήρως ως οπισθοδρομική, λόγω της επιρροής του «άθλιου» Βυζαντίου, κατά τον Π. Τσαντάαγιεφ, «γενάρχη» των Ρώσων δυτικιστών του 19ου αιώνα. Ο Φλορόφσκυ απορρίπτει την παραπάνω προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι «στη διάρκεια του 10ου αι. το Βυζάντιο ήταν η μόνη χώρα, μέσα σε ολόκληρο τον ‘‘ευρωπαϊκό’’ κόσμο, με γνήσιο πνευματικό πολιτισμό και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μια ζωντανή πηγή πολιτισμού, που η δημιουργική του ένταση επέζησε ακόμη και σε περίοδο πολιτικής παρακμής και κατάρρευσης» (σ.18). Όσον αφορά την παλαιά Ρωσία ξεκαθαρίζει ότι η κρίση της ήταν όχι έλλειψης πολιτισμού αλλά, αντιθέτως, κρίση πολιτισμού. Εν πολλοίς, όμως, οφείλετο στον τρόπο που αφομοίωνε τις βυζαντινές επιρροές, αλλά και στη συνέχεια στην απότομη διακοπή των σχέσεων με την βυζαντινή παράδοση, λόγω των ιστορικών συγκυριών. «Ο πυρήνας και η ουσία της πνευματικής κρίσης ήταν η απόρριψη των ‘‘Ελλήνων’’ από την πλευρά της Ρωσίας». (σελ. 19). Επιπλέον, επιμένει ότι σε καμία φάση της ιστορίας η Ρωσία δεν απομονώθηκε και δεν αποσπάστηκε από τον περίγυρό της, δηλαδή και από την Ευρώπη, όπως, εντελώς λανθασμένα, έχει επικρατήσει να υποστηρίζεται. 

Ο συγγραφέας περιγράφει έξοχα -αναμφίβολα η ωραιότερη περιγραφή που έχω υπ’ όψιν μου- τον δυισμό της Ρωσίας, κάνοντας λόγο για τη διαμόρφωση δύο πολιτισμών, της «ημέρας» και της «νύχτας». Αφενός ο «διανοητικός» χριστιανισμός των ανώτερων στρωμάτων. Αφετέρου, ένας συγκρητισμός παγανιστικών αντιλήψεων, αρχαίων μύθων και χριστιανικής φαντασίας και ονείρου, που κατέκλυσε τα λαϊκά στρώματα, και ως ρεύμα κυλούσε υπόγεια στη δική του ζωή, για να εκδηλώνεται, κατά καιρούς, στην επιφάνεια με ένταση και ταραχή. 

Αντιθέτως, δεν βλέπει κανένα ρήγμα στην πολιτισμική συνέχεια του ρωσικού πολιτισμού μετά την επιβολή του ταταρικού ζυγού τον 13ο αιώνα, και την μεταφορά του κέντρου της ρωσικής ζωής από το Κίεβο στα βορειοανατολικά. Όπως λέει, αυτή η νέα κατάσταση «δεν αποτελεί μια ξεχωριστή περίοδο στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού», απλώς «η πραγματική πολιτιστική κίνηση κινείται και μετατοπίζεται στον βορρά». (σ.34) Απορρίπτει, επίσης, τη θεωρία ότι η νέα άνθηση οφειλόταν στη «μεταφορά του διαφωτισμού» από το πολιτισμένο Κίεβο προς την ημιβάρβαρη περιοχή, που ήταν και η Μόσχα, καθώς οι σπόροι που άνθισαν στα νέα ρωσικά κέντρα είχαν πέσει πολύ νωρίτερα. Εξάλλου, ακόμη και στα χρόνια του ταταρικού ζυγού ο ρωσικός κόσμος δεν έπαψε να δέχεται θετικές επιρροές από την «Αναγέννηση των Παλαιολόγων» και τον Ησυχασμό, μέσω πλήθους μεταφράσεων, από τον Μ. Βασίλειο έως τον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη. Αυτή η εισροή είχε ως αποτέλεσμα μια πνευματική αφύπνιση, που αποτυπώνεται στην ερημητική και μοναστική αναγέννηση, με κύριο εκπρόσωπο τον Άγιο Σέργιο του Ραντόνεζ, και στη ρωσική εικονογραφία, που εγκαινιάζει ο Θεοφάνης ο Έλληνας. 

Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, εκδηλώνεται και μια διαμάχη Μόσχας-Βυζαντίου, που ο Φλορόφσκυ την αποδίδει στην εθνικοπολιτική αφύπνιση της συνείδησης στο Μοσχοβίτικο κράτος. Έτσι, θεωρεί απλώς ως αφορμή για το σχίσμα την, επονείδιστη για τους Ρώσους, συμμετοχή στην σύνοδο Φλωρεντίας-Φερράρας του Έλληνα υποψηφίου για την θέση του Μητροπολίτη Μόσχας, και εν συνεχεία καρδιναλίου, Ισιδώρου.  

 

Η Τρίτη Ρώμη 

Με την άλωση της Πόλεως, ξεκινά στην Μοσκοβία μια διαδικασία απομάκρυνσης από τη βυζαντινή κληρονομιά. Κάτι που αποτυπώνεται στη ρήση του μοναχού Φιλόθεου, για τη «Τρίτη Ρώμη». Για τον Φλορόφσκυ η διατύπωση αυτής της θεωρίας αφενός έδινε, στο πλαίσιο ενός ασυγκράτητου μεσσιανισμού και αποκαλυπτικότητας, στη Ρωσία την ευθύνη για όλον τον ορθόδοξο κόσμο, με ό,τι συνεπαγόταν αυτός ο προορισμός, δηλαδή ταπείνωση και φόβο Θεού. Αφετέρου, όμως, άνοιξε την οδό της αποκοπής από το Βυζάντιο, καθώς η Τρίτη Ρώμη αντικαθιστά και δε συνεχίζει τη Δεύτερη. Αναδύεται δυσπιστία για τους Έλληνες που ζουν υπόδουλοι στο βασίλειο των άθεων Τούρκων. Αυτή η ρήξη με την ελληνική παράδοση οδηγούσε στο ότι «η ιστορική οικουμενική παράδοση ήταν δυνατό να επισκιαστεί και να αντικατασταθεί από μια τοπική και εθνική, που θα περιόριζε την οικουμενική μέσα σε αυθαίρετα όρια της ιδιαίτερης και εθνικής μνήμης της Ρωσίας». (σ.45) Οι διεργασίες αυτές συνοδεύτηκαν με στροφή προς τη Δύση. Κρίνει, μάλλον αυστηρά, ακόμη και τον γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας με τον Ιβάν Γ΄, ως «την αρχή του ρωσικού δυτικισμού», και όχι μια βυζαντινή αποκατάσταση. Δυτική «όχι μόνο πολιτικά, αλλά και πολιτιστικά» ήταν και η στάση του Ιβάν Δ΄, του λεγόμενου Τρομερού, καθώς, όπως είχε πει, «η πίστη μας είναι χριστιανική όχι ελληνική» είχε πει στον Ιησουίτη Possevino.

Σε ένα περιβάλλον έντονων εθνικών, κοινωνικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων ήταν επόμενο να εμφανιστούν θρησκευτικές και ενδοεκκλησιαστικές έριδες. Μια από τις πρώτες σοβαρές αναταραχές ήταν αυτή των λεγόμενων ιουδαϊζόντων, καθώς ο αρχικός φορέας των καινοφανών αντιλήψεων θεωρήθηκε ο Εβραίος Zakhar, από το Κίεβο. Απέναντι στην «ιουδαϊκή αίρεση», που ήταν μάλλον μια απόπειρα πιο ελεύθερης σκέψης και όχι αίρεση, η Εκκλησία στράφηκε για βοήθεια στην λατινική Δύση. Ιδιαιτέρως, στο Νόβγκοροντ, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Λατίνοι, έγινε σοβαρή μεταφραστική εργασία, με βάση τις δυτικές πηγές. Έτσι οι βίοι Αγίων και τα μορφωτικά βιβλία θα βρεθούν να είναι εμποτισμένα με λατινικό πνεύμα. 

Εν συνεχεία, στη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του Ιωσήφ της Μονής Βολοκαλάμσκ με τους Γέροντες της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα, όπως ήταν ο Άγιος Νείλος Σόρσκι, ο Φλορόφσκυ βλέπει το διακύβευμα ως κάτι βαθύτερο από την μοναστική περιουσία, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, δύο διαφορετικά ιδεώδη: «Οι πρώτοι ζητούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο με τη βοήθεια της κοινωνικής εργασίας× οι δεύτεροι επιχειρούσαν να υπερνικήσουν τον κόσμο μεταμορφωνοντάς τον και μορφώνοντας μέσα του έναν νέο άνθρωπο, με τη δημιουργία μιας νέας ανθρώπινης προσωπικότητας».(σ.69-70) Φθάνει μάλιστα στο σημείο να διαπιστώσει μια σύγκρουση «μεταξύ λατινικού και ελληνικού πνεύματος».(σελ. 59)

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στον Μάξιμο τον Γραικό και τη σκληρή μεταχείριση που έτυχε από την εξουσία. Κατάληξη που ήταν μοιραία ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις, που ενώ η μια έβλεπε στην Τρίτη Ρώμη ένα δυναμικό βασίλειο, η άλλη, αυτή του Μάξιμου, αντίκριζε μόνον μια πόλη, «περιπλανώμενη στην άγρια ερημιά». Όταν εκδηλώνεται το σχίσμα του 17ου αιώνα, την εποχή του τσάρου Φιόντορ, η θεωρία της Τρίτης Ρώμης, όπως γράφει, από αποκαλυπτικό προμήνυμα είχε μεταβληθεί πλέον ολοκληρωτικά σε κρατική ιδεολογία, και το Βυζάντιο ήδη είχε απορριφθεί. 

Την εποχή αυτή λαμβάνει χώρα και το σχίσμα στη ρωσική Εκκλησία, που προκλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα. Ο Νίκων, τον οποίο διέκρινε μια ελληνολατρεία, χωρίς να γνωρίζει τη βυζαντινή παράδοση, και επηρεασμένος από τον πατριάρχη Αντιοχείας, Μακάριο, προσπάθησε να αλλάξει το τυπικό της εκκλησίας και διάφορα άλλα στοιχεία, όπως τον σταυρό με τα δύο δάκτυλα, που χαρακτηρίστηκε ως «αρμενική αίρεση». Ενάντια στον Νίκωνα, αλλά και στον τσάρο, σε ένα κλίμα άκρως αποκαλυπτικό, μεσσιανικό, γεμάτο με ουτοπικά οράματα, εμφανίστηκαν αυτοί που θα ονομαστούν παλαιόπιστοι. Η έκρηξη αυτής της «υπόγειας» Ρωσίας επιχείρησε να δημιουργήσει κοινωνικά σχήματα απ’ όπου εξέλιπε η ιερωσύνη αλλά και η ιδιοκτησία. Το σχίσμα επιχείρησε να εξέλθει της ιστορίας και εγκαταστάθηκε εκτός των ορίων της, ενώ σύντομα τον αποκαλυπτικό φόβο τον μετέτρεψε σε έναν νέο τύπου ανθρωπισμό, με αυτοπεποίθηση στα έργα του ανθρώπου και όχι στην Θεία Χάρη. Στις κοινότητες αυτές βρήκαν θέση ακόμη και ο Πλάτων ή ο Δημοσθένης, αλλά και η λατρεία του εκούσιου θανάτου…

 

 

Η μάχη της «δυτικής Ρωσίας»

Ο Φλορόφσκυ κάνει εκτενή αναφορά στη «δυτική Ρωσία», όπως χαρακτηρίζει τη δυτική Ουκρανία και Λευκορωσία. Εδώ επικεντρώνονται οι προσπάθειες για την Ένωση των Ορθοδόξων με την Ρώμη, ένα ζήτημα που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει περισσότερο κοινωνιολογικό και πολιτιστικό και λιγότερο θεολογικό.(σ.96) Σημειώνει μάλιστα ότι απέναντι στις δυτικές πιέσεις το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προτιμούσε μια και αδιαίρετη μητρόπολη και γι’ αυτό διατηρήθηκε αυστηρά και ο τίτλος «πασών των Ρωσσιών» για τον Μητροπολίτη Μόσχας. Αντιθέτως οι τάσεις για εκκλησιαστική αυτονομία «στη δυτική Ρωσία συχνά συνόδευε μια ευνοϊκή απόκλιση προς τη Ρωμαϊκή Δύση» (σ.93), όπως έγινε με τον πρώτο Μητροπολίτη Λιθουανίας Γρηγόριο που συμμετείχε στην Σύνοδο της Κωνσταντίας (1417-1418). 

Στα τέλη του 16ου αιώνα οι Ορθόδοξοι της δυτικής Ρωσίας βρέθηκαν μεταξύ δύο ισχυρών στρατοπέδων που επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Αφενός οι ρωμαιοκαθολικοί, αφετέρου οι προτεστάντες που ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στην περιοχή. «Κάτω από τέτοιες περιστάσεις θρησκευτική ελευθερία για τους Ορθοδόξους σήμαινε ακόμη ‘’εθνική ταυτότητα’’».(σ.99) Η ορθόδοξη ιεραρχία δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι’ αυτήν την μάχη με τους υψηλά καταρτισμένους καθολικούς και προτεστάντες. Έτσι, η ιεραρχία προσχώρησε στη Ουνία ενώ «το βάρος της προάσπισης της Ορθοδοξίας» έπεσε στους ώμους του λαού και του κατώτερου κλήρου.(σ.100)

Σε αυτό το πιεστικό περιβάλλον αναδεικνύονται λόγιοι που αναζητούν την ορθόδοξη απάντηση, όπως ο πρίγκηπας Ανδρέας Κούρμπσκι (1528-1583), ο οποίος θεωρούσε τον Μάξιμο τον Γραικό ως δάσκαλό του. Από την εξορία του στην πολωνολιθουανική τότε Βολινία μετέφρασε στην σλαβονική Έλληνες πατέρες, όπως τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ενώ παράλληλα μελετούσε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αναμφίβολα «αγωνίστηκε για μια αναζωπύρωση και συνέχεια της βυζαντινής κληρονομιάς στον σλαβονικό κόσμο».(σ.114)

Σπουδαίο είναι και το έργο που παράχθηκε στην Ακαδημία του Οστρόγκ, επίσης στη δυτική Ουκρανία, που ανέλαβε τον αγώνα κατά της Ουνίας με μελέτες, όπως το βιβλίο του Σμοτρίτσκι «Τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών».(1584). Το ίδρυμα αποτέλεσε απάντηση στο κολλέγιο του Αγ. Αθανασίου που ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1576 από τους Ιησουίτες για να δημιουργήσουν ουνίτικη διανόηση. Το όραμα όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια της Ακαδημίας του Οστρόγκ, στην οποία δίδαξε και ο Κύριλλος Λούκαρης, ήταν αυτό «ενός συγκλονιστικού σλαβονο-ελληνικού πνευματικού πολιτισμού».(σ.117) Εκεί εκδόθηκε και η πρώτη πλήρης Βίβλος στη σλαβονική γλώσσα. 

Στην επόμενη γενιά, όμως, οι αριστοκράτες προσχωρούν στην Ουνία και τον ρωμαιοκαθολικισμό, αφήνοντας στους αστούς και κυρίως στους Κοζάκους, όπως ήταν η «Αδελφότητα των Ιπποτών του Συντάγματος Ζαπαρόζιε» την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, αλλά και άλλες αδελφότητες που ιδρύονται στα εδάφη που κατοικούν Ορθόδοξοι και κατέχονται από την Πολωνο-Λιθουανική κοινοπολιτεία. Στο Λβοφ, μάλιστα, η σχολή της αδελφότητας ιδρύθηκε από τον Αρσένιο, επίσκοπο Ελασσόνας. Σε όλη τη σημερινή Ουκρανία σημειώθηκε άνθιση των ελληνικών -αρχαίων και χριστιανικών- γραμμάτων. Η κίνηση αυτή είχε ως βασικό κίνητρο την αντιμετώπιση της Ουνίας, διότι Ουνία θα σήμαινε θρησκευτικο-πολιτιστικός εκδυτικισμός. «Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί και υπερνικηθεί μόνον με σταθερή πίστη στην ελληνική παράδοση».(σ.163)

Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυτικόφιλους και τους ανατολικούς σλαβονο-ελληνόφιλους θα ενταθεί κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Επικεφαλής της πρώτης τάσης βρέθηκε ο Μολδαβός Πέτρος Μογίλα, και μαζί του μια πλειάδα πολωνοσπουδαγμένων λογίων. Η αντιπαράθεση αποτυπώθηκε στην αντικατάσταση του παραδοσιακού Μητροπολίτη Κιέβου Ησαΐα Κοπίνσκι από τον Μογίλα, όπου έλαβε χώρα μια «σύγκρουση βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων για το βασικό πρόβλημα του εκκλησιαστικού προσανατολισμού με προεκτάσεις και στην πολιτική και την πολιτιστική διάσταση».(σ.176) Καθόλου συμπτωματικά ο Μογίλας στράφηκε στο Πολωνικό κράτος και ο Κοπίνσκι στο ορθόδοξο κράτος της Μοσκοβίας. Για τον Φλορόνσκυ οι μεταρρυθμίσεις του Μογίλα, ως Ορθόδοξος ιεράρχης, ήταν πιο επικίνδυνες από την Ουνία, την οποία οι ανατολικοί Σλάβοι την είχαν νίκησαν σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτή την περίπτωση ο κρυπτολατινισμός διείδυσε σιωπηρά και χωρίς αντίσταση. Ο εκλατινισμός αυτός, που φορέας της θα γίνει η δυτικορωσική ελίτ, σε αντίθεση με τον απλό λαό, θα μεταφερθεί και στην Μοσκοβία τον 17ο και 18ο αιώνα. 

 

Η δυτική στροφή της αυτοκρατορίας

Ο Φλορόφσκυ αναφέρεται στη διαπάλη, εντός της Μεγάλης Ρωσία, μεταξύ της δυτικόστροφης τάσης, με κυριότερους εκπροσώπους τους «Κιεβούς πρεσβύτερους» και της ελληνικής, στην οποία διακρίθηκαν κάποιοι Έλληνες. Ανάμεσα στους πρώτους, σημαντική υπήρξε η μορφή του Λευκορώσου Συμεών του Πολότσκ, παιδαγωγού των παιδιών του τσάρου. Από τους Έλληνες ξεχώρισαν οι αδελφοί Λυκούδη, που απέστειλε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, με σκοπό να ιδρύσουν Ακαδημία η οποία θα αντιμετώπιζε τη «λατινική» ομάδα. Η επίδρασή τους ήταν τόσο ισχυρή που «η πρώτη γενιά αυτών που πολύ σωστά χαρακτηρίστηκαν ‘‘λόγιοι’’ στη Ρωσία οφείλει την παιδεία τους στους αδελφούς Λυκούδη». (σ.267) Παρά, όμως, τον αγώνα της Μόσχας ενάντια στον εμφανιζόμενο φιλολατινισμό που προερχόταν από το Κίεβο, οι Κιεβοί πρόσφυγες αποδείχθηκαν ανώτεροι και τελικά, στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. «το Κίεβο βγήκε νικητής».(279)

Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος υποβίβασε την Εκκλησία, υπό την επιρροή του μεταρρυθμιστικού πυρετού, «τότε που είχε θολώσει και χαθεί η μυστική αίσθηση της Εκκλησίας×τότε που αντιμετώπιζαν την Εκκλησία σαν τίποτε περισσότερο από ένα επίγειο καθίδρυμα για την οργάνωση της λαϊκής θρησκευτικής ζωής».(σ.287) Η μεταρρύθμιση αποτέλεσε μια διάρρηξη στα πνευματικά βάθη της Ρωσίας, ενώ «η απορρόφηση των πάντων από το κράτος μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του συνιστά τον τύπο του ‘‘αστυνομικού κράτους’’». (σ.285) Στα χρόνια του Πέτρου η Ορθοδοξία έδινε πιά την εντύπωση ενός μετριοπαθούς, τελετουργικού προτεσταντισμού. 

Με την Εκκλησία υποταγμένη, οι δυτικές επιρροές ενισχύονται, μέσω πάντα των προερχόμενων από την Ουκρανία, λατινοσπουδαγμένων. «Γενικά οι σχολές εκείνης της εποχής στη Μεγάλη Ρωσία δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν μόνο από ιεράρχες από την Ουκρανία. Ήταν μια εποχή που μόνο οι Ουκρανοί μπορούσαν να γίνουν επίσκοποι και αρχιμανδρίτες. Αυτοί ίδρυσαν λατινικές σχολές παντού με πρότυπα τις σχολές εκείνες που σπούδασαν οι ίδιοι. Συνήθως οι ιεράρχες αυτοί έφεραν δασκάλους (μερικές φορές ακόμη και πολωνικής καταγωγής) από το Κίεβο ή τους προσκαλούσαν για διδασκαλία».(σ.320) Μέχρι και την περίοδο διακυβέρνησης από την Μ. Αικατερίνη, αυτή η τάξη των Ουκρανών λογίων και ιεραρχών είχε τον πρώτο λόγο στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ρωσίας. Η ελληνική παράδοση επανεμφανίζεται πιο δυναμικά μόλις το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, ίσως και ως έκφραση του λεγόμενου «Ελληνικού Σχεδίου» της Αγ. Πετρούπολης. 

 

Η μοναστική αναγέννηση

Ο 18ο αιώνας θα τελειώσει, ωστόσο, τελείως διαφορετικά από ότι άρχιζε. Από την μεταρρύθμιση προτεσταντικού προσανατολισμού καταλήγουμε, ως εκ θαύματος, στην αναγέννηση του μοναχισμού και σε μια έξαρση της εσωτερικής πνευματικής ζωής (σ. 380) Μια νέα ζωή ξεκινά στα ερημωμένα μοναστικά κέντρα. Εμφανίζονται σπουδαίες μορφές του μοναχισμού, όπως ο Τύχων Ζαντόνσκι, το βιβλίο του οποίου «Περί του αληθινού Χριστιανισμού» θεμελιώνεται όχι πλέον στη σχολαστική πολυμάθεια αλλά στην εμπειρία. Έχουμε πλέον μια ζώσα Θεολογία που αντιπαρατίθεται στο πνεύμα της εποχής του Διαφωτισμού. Το ίδιο κάνει και ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, που εγκατέλειψε την Ακαδημία του Κιέβου για να περιπλανηθεί στις σκήτες της Μολδαβίας και στο Άγιο Όρος. Ο Παΐσιος επιχειρεί να συνεχίσει το έργο του Γέροντα Αγίου Νείλου Σόρσκι, επιστρέφοντας το ρωσικό πνεύμα στους βυζαντινούς πατέρες, μέσω της επίπονης μεταφραστικής προσπάθειας που κατέβαλλε, δημιουργώντας ολόκληρο φιλολογικό κέντρο. Μάλιστα, «η δημοσίευση της σλαβονο-ρωσικής έκδοσης της Φιλοκαλίας αποτέλεσε ύψιστο γεγονός όχι μόνο στην ιστορία του ρωσικού μοναχισμού, αλλά γενικά στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού».(σ.389)

Η θρησκευτική αναγέννηση θα δώσει νέα πνοή στον μοναχισμό, αλλά θα αναβαθμίσει και την Θεολογία, που, σύμφωνα με τον Φλορόφσκι έφθασε στο ίδιο επίπεδο με τη Δύση. Αυτό αποτυπώθηκε στις εκκλησιαστικές σχολές που αναδιοργανώθηκαν με βάση τις αρχές της «θεολογίας της καρδιάς», όπου σκοπός της διδασκαλίας ήταν η παιδεία του εσωτερικού ανθρώπου. 

Γι’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Φλορόφσκυ αναφέρεται και στην εμφάνιση του λεγόμενου «μυστικού τύπου», ο οποίος επηρεάζεται από δυτικά μυστικιστικά ρεύματα, και ενσαρκώνεται σε διάφορες μυστικές εταιρείες. Μια τάση που δεν άφησε ανεπηρέαστον ούτε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος φαίνεται ότι κατηχήθηκε και από την Λετονή βαρώνη von Krüdenerστον ευσεβιστικό μυστικισμό. Ενδιαφέρουσα η πληροφορία του βιβλίου ότι η βαρώνη εξορίστηκε το 1821 από την Αγία Πετρούπολη, καθώς υποστήριξε την ελληνική επανάσταση.(σ. 405)

Ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά του Φλορόφσκυ στη διαμάχη για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια, που καταργήθηκε το 1851 για να διδαχθούν οι φυσικές επιστήμες, μεταξύ του υπουργού Παιδείας, πρίγκηπα Σιρίνσκι-Σιχμάτοφ, και του υφυπουργού του, Νόροφ. Ο δεύτερος υποστήριξε την άποψη ότι τα ελληνικά «κατευθύνουν τον νου των νέων προς το υπέρτατο και το Θείο».(σ.612) Τελικά τα ελληνικά επανέρχονται στα Γυμνάσια το 1871. 

Είναι περιττό να συστήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο σε όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την πνευματική ιστορία των ανατολικών Σλάβων, καθώς θεωρείται κλασσικό στη σχετική βιβλιογραφία. Ελπίζουμε μόνον ότι θα ακολουθήσει και ο δεύτερος τόμος, όπως υπόσχεται και η μεταφράστρια στο προλογικό της σημείωμα. 

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Συρία : Πώς συνδέεται η σημερινή κατάσταση και το εθνο-θρησκευτικό μωσαϊκό της με την ιστορία της περιοχής 3000 χρόνων

Σύνταξη : Πολυδεύκης Παπαδόπουλος

Η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία ήταν το σημαντικότερο διεθνές γεγονός με το οποίο κλείνει το 2024. Έτσι, η τελευταία εκπομπή του χρόνου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου (Α’Πρόγραμμα, Σάββατα και Κυριακές 12.00-13.00) αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην προσέγγιση του Συριακού ζητήματος από την οπτική του πως συνδέεται η σημερινή κατάσταση στη χώρα και το εθνο-θρησκευτικό μωσαϊκό της με την ιστορία της περιοχής.

Εξετάζονται οι κυριότεροι σταθμοί ιστορικών και γεωπολιτικών εξελίξεων που την αφορούν, ακόμη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, με τη συμμετοχή του Σωτήρη Δημόπουλου, Διδάκτορα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Πτυχιούχου του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Ο κ. Δημόπουλος, ο οποίος ασχολείται με τα σχετικά θέματα, έχει δημοσιεύσει τα βιβλία «Διάλογος με την Ιστορία» και «Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο» με τον Σταύρο Λυγερό (Εκδ. Πατάκης) και έχει μεταφράσει το βιβλίο του Νικολάι Μπερντιάεφ «Το νόημα της Ιστορίας».

Υπάρχει η ρήση που λέει «Χωρίς ειρήνη στη Συρία δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στη Μ.Ανατολή». Προσπαθώντας να κατανοήσουμε το νόημα της, η συζήτηση ξεκινά με το ποια είναι η γεωγραφική/γεωπολιτική και κοινωνική σημασία της Συρίας διαμέσου των αιώνων, αρχίζοντας από την εποχή των μετα-Αλεξανδρινών, ελληνιστικών βασιλείων των Σελευκιδών, της κατάληψης της περιοχής από τους Ρωμαίους και την εμφάνιση των πρώτων χριστιανών που επιβιώνουν έως σήμερα, αν και με αμφιβολίες για το μέλλον τους.

Στη συνέχεια αναφέρεται το πότε έρχεται το Ισλάμ στην περιοχή και πως κυριαρχεί, με τις πρώτες εισβολές των Αράβων περί τα μέσα 7ου αιώνα, με τη Δαμασκό να γίνεται μάλιστα και πρωτεύουσα του χαλιφάτου το 750 επί δυναστείας των Αβασιδών. Εξετάζεται η απαρχή των συγκρούσεων στο εσωτερικό των μουσουλμάνων μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, η διαμόρφωση των Αλαουιτών –στους οποίους ανήκε και η οικογένεια Ασαντ- καθώς και οι ιδιαίτερες περιπτώσεις των Κούρδων και Δρούζων που ζουν στα ΒΑ και ΝΔ της σημερινής Συρίας.

Η ιστορική αναδρομή με το κ. Δημόπουλο συνεχίζεται με το πότε και πως αρχίζουν οι επεμβάσεις στην περιοχή και στους ντόπιους πληθυσμούς από τις σταυροφορίες των Ευρωπαίων τον 11ο και 12ο αιώνα και την τελική επικράτηση των Οθωμανών. Αυτό ξεκινά να συμβαίνει στα τέλη του 12ο αιώνα με τους Σελτζούκους, μετά τους Μαμελούκους, -αφού μεσολάβησε ένα διάστημα κυριαρχίας των Μογγόλων και αργότερα του τουρκομογγόλου Ταμερλάνου- για να γίνει η ευρύτερη περιοχή της Συρίας οριστικά Οθωμανική στις αρχές 16ου αιώνα.

Κάνοντας ένα ιστορικό άλμα όλης της υπόλοιπης οθωμανικής περιόδου, στην εκπομπή παρουσιάζεται το πως ξεκινά ο Αραβικός εθνικισμός στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, κυρίως εναντίον των Οθωμανών. Αναλύεται το ποιος είναι ο ρόλος στη γένεση αυτού του εθνικισμού των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, υπό την επιρροή των Γάλλων Ιησουιτών, καθώς και των σχολείων και ιδρυμάτων που ιδρύουν ξένες δυνάμεις στη σημερινή Συρία και τον Λίβανο. Εξετάζεται το πως αντιδρά σε όλες αυτές τις εξελίξεις η Οθωμανική αυτοκρατορία στην τελευταία φάση της και επίσης οι Νεότουρκοι και το τι γίνεται με τις πρώτες συγκρούσεις χριστιανών/μουσουλμάνων.

Ακολουθούν οι ανακατατάξεις που φέρνει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην περιοχή. Οι υποσχέσεις που δίνονται προς τους Άραβες πρωτίστως από τους Βρετανούς και κατόπιν από τους Γάλλους, η Συμφωνία Σάικς-Πικό 1916 για την διαμοίραση του Λεβάντε και της υπόλοιπης Μεσοποτομίας, η Διακήρυξη Μπάλφουρ το 1917 για την δέσμευση της Βρετανίας να υποστηρίξει την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και η τελική διευθέτηση της Μ. Ανατολής μέσα από το καθεστώς των Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών που δημιουργείται μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές, σε συσχέτιση με τις Συνθήκες των Βερσαλλιών, των Σεβρών, της Λοζάνης και των αποτελεσμάτων της Διάσκεψης του Σαν Ρέμο, δίνουν την αρμοδιότητα στη Γαλλία και τη Βρετανία να διοικήσουν τα πρώην οθωμανικά εδάφη στην περιοχή. Οι εν λόγω εντολές την περιοχή της Μ. Ανατολής εφαρμόζονται από τις αρχές του ’20 έως τα τέλη του ’40.

Με τον κ. Δημόπουλο εξετάζεται ιδιαιτέρως η ταραχώδης περίοδος της Γαλλικής Εντολής στη Συρία, καθώς και η παραχώρηση της στρατηγικής σημασίας επαρχίας και πόλης της Αλεξανδρέττας στους Τούρκους το 1939, παρά τις αντιδράσεις των Σύρων και μετά από ένα δημοψήφισμα το οποίο αμφισβητούν έως και σήμερα.

Συνεχίζοντας τη διαδρομή έως την έναρξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, η συνθηκολόγηση της Γαλλίας στους Γερμανούς το 1940 αφήνει τη Συρία για ένα χρόνο στα χέρια της Κυβέρνησης του Βισύ, Όμως αυτή θα περάσει γρήγορα στον έλεγχο των Ελεύθερων Γάλλων του Ντε Γκολ, με τη βοήθεια των Βρετανών. Στη συζήτηση περιγράφεται η κατάσταση της περιοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο σχεδόν εξαναγκασμός των Γάλλων να δώσουν ανεξαρτησία στη Συρία και τον Λίβανο το 1946.

Ακολουθεί η αναφορά στη γένεση ενός νέου Παναραβισμού που μετεξελίσσεται σε Μπααθισμό και στις συγκρούσεις που ξεκινούν για την εξουσία μεταξύ των διαφόρων φατριών. Και αυτά καθώς η Συρία συμμετέχει στον αποτυχημένο πόλεμο των αραβικών χωρών με το Ισραήλ το 1948 με αιτία τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης.

Από κει και πέρα οι ανταγωνισμοί στην περιοχή για επιρροή μπλέκουν επίσης με τον Ψυχρό Πόλεμο που έχει ξεκινήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Στη συζήτηση με το κ. Δημόπουλο παρουσιάζονται η εφήμερη Ένωση της Συρίας με την Αίγυπτο και η διάλυση της (1958-1961), τα πραξικοπήματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60, η εσωτερική σύγκρουση των Μπααθιστών στη Συρία και ο πόλεμος των 6 ημερών το 1967 στον οποίο ηττάται για 2η φορά από το Ισραήλ, η επικράτηση το 1970 του Χάβεζ Άσαντ και η σκληρή διακυβέρνηση του, η έναρξη του εμφυλίου του Λιβάνου και η επέμβαση της Συρίας, η σύγκρουση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη δεκαετία του ’70 και η αποκορύφωση με τις σφαγές στις οποίες προβαίνει το συριακό καθεστώς στην πόλη Χαμά το 1982. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις οι νεκροί από αυτή την επέμβαση έφθασαν τους 40.000. Έτσι δεν είναι τυχαίο που η Χαμά ήταν δεύτερη πόλη μετά το Χαλέπι που έπεσε εύκολα στα χέρια των τζιχαντιστών ανταρτών στην πρόσφατη επέλασή τους προς τη Δαμασκό.

Η αναδρομή καταλήγει με τον αγώνα για τη διαδοχή του πατέρα Ασαντ και εν τέλει την ανάληψη της θέσης του Προέδρου από το γιό του Μπασάρ Άσαντ το 2000, καθώς και τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στην αρχή της διακυβέρνησής του για ένα πιο δημοκρατικό και εκσυγχρονισμένο καθεστώς. Αυτές για μια σειρά από εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους διαψεύσθηκαν, καταλήγοντας σε μια παρακμή, που με την σειρά της έφερε και στην Συρία την λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» το 2011 και τελικά την έναρξη ενός εμφυλίου πολέμου που ακόμη και Συνεχίζοντας τη διαδρομή έως την έναρξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, η συνθηκολόγηση της Γαλλίας στους Γερμανούς το 1940 αφήνει τη Συρία για ένα χρόνο στα χέρια της Κυβέρνησης του Βισύ, Όμως αυτή θα περάσει γρήγορα στον έλεγχο των Ελεύθερων Γάλλων του Ντε Γκολ, με τη βοήθεια των Βρετανών. Στη συζήτηση περιγράφεται η κατάσταση της περιοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο σχεδόν εξαναγκασμός των Γάλλων να δώσουν ανεξαρτησία στη Συρία και τον Λίβανο το 1946.

Ακολουθεί η αναφορά στη γένεση ενός νέου Παναραβισμού που μετεξελίσσεται σε Μπααθισμό και στις συγκρούσεις που ξεκινούν για την εξουσία μεταξύ των διαφόρων φατριών. Και αυτά καθώς η Συρία συμμετέχει στον αποτυχημένο πόλεμο των αραβικών χωρών με το Ισραήλ το 1948 με αιτία τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης.

Από κει και πέρα οι ανταγωνισμοί στην περιοχή για επιρροή μπλέκουν επίσης με τον Ψυχρό Πόλεμο που έχει ξεκινήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Στη συζήτηση με το κ. Δημόπουλο παρουσιάζονται η εφήμερη Ένωση της Συρίας με την Αίγυπτο και η διάλυση της (1958-1961), τα πραξικοπήματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60, η εσωτερική σύγκρουση των Μπααθιστών στη Συρία και ο πόλεμος των 6 ημερών το 1967 στον οποίο ηττάται για 2η φορά από το Ισραήλ, η επικράτηση το 1970 του Χάβεζ Άσαντ και η σκληρή διακυβέρνηση του, η έναρξη του εμφυλίου του Λιβάνου και η επέμβαση της Συρίας, η σύγκρουση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη δεκαετία του ’70 και η αποκορύφωση με τις σφαγές στις οποίες προβαίνει το συριακό καθεστώς στην πόλη Χαμά το 1982. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις οι νεκροί από αυτή την επέμβαση έφθασαν τους 40.000. Έτσι δεν είναι τυχαίο που η Χαμά ήταν δεύτερη πόλη μετά το Χαλέπι που έπεσε εύκολα στα χέρια των τζιχαντιστών ανταρτών στην πρόσφατη επέλασή τους προς τη Δαμασκό.

Η αναδρομή καταλήγει με τον αγώνα για τη διαδοχή του πατέρα Ασαντ και εν τέλει την ανάληψη της θέσης του Προέδρου από το γιό του Μπασάρ Άσαντ το 2000, καθώς και τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στην αρχή της διακυβέρνησής του για ένα πιο δημοκρατικό και εκσυγχρονισμένο καθεστώς. Αυτές για μια σειρά από εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους διαψεύσθηκαν, καταλήγοντας σε μια παρακμή, που με την σειρά της έφερε και στην Συρία την λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» το 2011 και τελικά την έναρξη ενός εμφυλίου πολέμου που ακόμη και σήμερα δεν είναι σίγουρο πως τελείωσε…

20241224-polydefkis-dimopoulos.mp3


https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/syria-pos-syndeetai-i-simerini-katastasi-kai-to-ethno-thriskeytiko-mosaiko-tis-me-tin-istoria-tis-perioxis-3000-xronon/






Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Τα τουρκικά διλήμματα στη Συρία

Μπορεί να φαίνεται ότι μετά την κατάρρευση του Άσαντ, η Συρία έπεσε κάτω από την πλήρη επιρροή της Τουρκίας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας αριθμός παικτών των οποίων η Τουρκία θα πρέπει αναπόφευκτα να λάβει υπόψη της κατά την εφαρμογή των συριακών της σχεδίων. Ποιοι είναι αυτοί οι παίκτες και ποια συμφέροντα εξακολουθεί να έχει η Ρωσία στη Συρία;

Η Τουρκία αισθάνεται ως ο μεγάλος νικητής στη Συρία. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ ανατράπηκε, η επιρροή του Ιράν ελαχιστοποιήθηκε και η ένοπλη αντιπολίτευση που ελέγχεται από την Άγκυρα κατέλαβε τη Δαμασκό. «Η μεγαλύτερη νίκη είναι η νίκη χωρίς αγώνα. Ενώ αυτές οι επιχειρήσεις γίνονταν στη Συρία, κανένας μεχμετζίκ (όπως αποκαλούν χαϊδευτικά τους στρατιώτες τους στην Τουρκία) δεν είχε καν αιμορραγία από τη μύτη», γράφει η Hurriyet.

Ωστόσο, τώρα προκύπτει το ερώτημα τι θα κάνει με αυτή τη νίκη; Η Τουρκία έχει ήδη διαμορφώσει το σχέδιό της για τη μεταπολεμική δομή της χώρας. Αν συγκεντρώσουμε μια σειρά από ομιλίες του Ερντογάν και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, καταλήγουμε σε πολλά συμπεράσματα.

 

Ενιαίο κράτος ή Ομοσπονδία; 

Πρώτον, η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας. «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να διαιρεθεί ξανά η Συρία. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμφωνήσουμε ότι το έδαφος της χώρας θα γίνει ξανά πεδίο σύγκρουσης», είπε ο Ερντογάν.

Και η λογική του είναι ξεκάθαρη. Ο διαμοιρασμός της Συρίας σημαίνει κάποιου είδους κρατικό καθεστώς για όλα τα μέρη της. Συμπεριλαμβανομένου του Συριακού Κουρδιστάν, το οποίο, σύμφωνα με τους Τούρκους, χρησιμοποιείται από τους Τούρκους Κούρδους (μέρος του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν-ΡΚΚ, που αναγνωρίζεται ως τρομοκρατικό στην Άγκυρα) ως βάση για επιχειρήσεις στο τουρκικό έδαφος. Λοιπόν, στο μέλλον - εάν το Συριακό Κουρδιστάν αποκτήσει ανεξαρτησία – μπορεί να γίνει ο πυρήνας για τη δημιουργία ενός μεγάλου κουρδικού κράτους.

Επομένως, δεν πρέπει να υπάρχει Συριακό Κουρδιστάν. «Είναι απαραίτητο να εξαλείψουμε το PKK στη Συρία και να μετατρέψουμε τον τρομοκρατικό διάδρομο στα σύνορά μας σε διάδρομο ασφαλείας», γράφει η Hurriyet.

Την ίδια στιγμή, η ιδέα μιας ενωμένης Συρίας υπονομεύεται από την ίδια την Τουρκία – ακριβώς ως μέρος του αγώνα κατά των Κούρδων. Οι περισσότεροι Τούρκοι πολιτικοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα πρέπει να παραμείνουν στη Συρία για να αποτρέψουν τους Κούρδους να καταλάβουν νέα συριακά εδάφη. Και χωρίς οι Τούρκοι να αποχωρήσουν από την επαρχία Ιντλίμπ, μια ενωμένη Συρία είναι αδύνατη.

Επιπλέον, ακόμα κι αν είναι ενιαίο, πιθανότατα θα είναι ομοσπονδιακό. Αλαουίτες, Δρούζοι, Χριστιανοί και οι ίδιοι Κούρδοι θα απαιτήσουν όλοι τουλάχιστον το δικαίωμα στην πολιτιστική αυτονομία. Και η Τουρκία αρχικά -ακόμα και επί Άσαντ- αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε ομοσπονδιακή ρύθμιση.

Η ομοσπονδία μπορεί να αποφευχθεί μόνο με την αποκατάσταση της αυταρχικής κυριαρχίας - με σοβαρή καταστολή των μειονοτήτων. Με απλά λόγια, μιλάμε για αντικατάσταση του καθεστώτος Άσαντ με το καθεστώς των φιλότουρκων ισλαμιστών. Αλλά η εφαρμογή αυτού του σχεδίου θα παρεμποδίσει την εφαρμογή του δεύτερου σημείου της συριακής ανοικοδόμησης που ανέπτυξε η Τουρκία - τη δημιουργία εκεί ενός σταθερού, αναπτυσσόμενου κράτους που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αυτό το σημείο δεν είναι αναγκαίο για χάρη της ίδιας της δημοκρατίας. Η Άγκυρα ενδιαφέρεται να διασφαλίσει ότι τα τρία εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε τουρκικό έδαφος (των οποίων η συντήρηση κοστίζει δισεκατομμύρια δολάρια) θα επιστρέψουν στα σπίτια τους.

«Η εκκαθάριση της Συρίας από τρομοκρατικά στοιχεία εντός της εδαφικής και δημογραφικής της ακεραιότητας και η διασφάλιση της ασφαλούς, εθελοντικής και αξιοπρεπούς επιστροφής των Σύριων προσφύγων στη χώρα τους ήταν μεταξύ των κορυφαίων προτεραιοτήτων της Τουρκίας στη Συρία», γράφει ο καθηγητής Talha Kese της Τουρκικής Εθνικής Ακαδημίας Πληροφοριών.

Επιπλέον, ορισμένοι Τούρκοι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη Συρία των 238 χιλιάδων προσφύγων που κατάφεραν να αποκτήσουν τουρκικά διαβατήρια. Αν υπάρξει αστάθεια στο έδαφος της Συρίας, αν αρχίσουν εκεί σφαγές στο πλαίσιο της συνέχισης του εμφυλίου, τότε όχι μόνο δεν θα επιστρέψει κανείς, αλλά ο ίδιος αριθμός θα προστεθεί στα σημερινά τρία εκατομμύρια.

 

Τουρκία- Ευρώπη

Πώς ταιριάζουν τα σχέδια της Τουρκίας με τα συμφέροντα άλλων μεγάλων δυνάμεων που είναι παρούσες στην περιοχή; Ναι, ο επικεφαλής του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών λέει ότι όλα ήταν συμφωνημένα, όλοι το στήριξαν το σχέδιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν είναι όλα τόσο απλά.

Το ευκολότερος πεδίο είναι, ίσως, με την Ευρώπη. Η Άγκυρα έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες. «Η συνεργασία με τις χώρες της ΕΕ είναι απαραίτητη στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, στην ανοικοδόμηση της Συρίας και στη μεταρρύθμιση των υπαρχόντων θεσμών», είπε ο Ερντογάν. Με απλά λόγια, θέλει να πάρει χρήματα από τους Ευρωπαίους για να εξασφαλίσει την επιστροφή των προσφύγων στη Συρία. Ο Ερντογάν θα συζητήσει αυτό το θέμα με την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν - και, πιθανότατα, η Ευρώπη θα δώσει κάποια χρήματα. Πράγματι, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, της πολιτικής αναταραχής και της σύγκρουσης με τη Ρωσία, το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται οι Βρυξέλλες είναι η Άγκυρα να ανακατευθύνει τις ροές μεταναστών στον Παλαιό Κόσμο.

 

Τουρκία-ΗΠΑ-Ισραήλ

Είναι πιο δύσκολο με τους Αμερικανούς. Αν τα κουρδικά στρατεύματα είναι τρομοκράτες για τον Ερντογάν, τότε για τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν προπύργιο στη Συρία. Ένα εργαλείο με το οποίο μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση τόσο στη Συρία όσο και στο γειτονικό Ιράκ. Και επιπλέον, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ειδικών, με τη βοήθεια των Κούρδων η Συρία μπορεί να διαλυθεί περαιτέρω.

«Το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν σταθερότητα στη Συρία για το προβλέψιμο διάστημα. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ελεγχόμενο χάος για να λύσουν το πρόβλημα του Λιβάνου και της Παλαιστίνης υπέρ του Ισραήλ», γράφει ο απόστρατος Τούρκος ναύαρχος Türker Ertürk. Αλλά η Τουρκία δεν χρειάζεται χάος που δεν ελέγχεται από αυτήν. «Είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας να εξαλείψει ξένες δυνάμεις που προσπαθούν να ασκήσουν καταστροφική επιρροή στη Συρία», γράφει ο καθηγητής Talha Kese της Τουρκικής Εθνικής Ακαδημίας Πληροφοριών. Το μόνο ερώτημα είναι πώς να διώξει τους Αμερικανούς;

 

Τουρκία-Αραβικές χώρες

Δεν μπορεί να διώξει ούτε τους Άραβες. Πρέπει να διαπραγματευτεί μαζί τους. «Οι αραβικές χώρες, ως επί το πλείστον, ήταν επιφυλακτικές για τα γεγονότα στη Συρία. Ναι, πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην απόπειρα ανατροπής του προέδρου Μπασάρ Άσαντ την προηγούμενη φορά, μαζί με τους Αμερικανούς και τους Τούρκους. Αλλά μετά την αποτυχία αυτών των σχεδίων, ορισμένα αραβικά κράτη εξομάλυναν τις σχέσεις με τη Συρία. Και τώρα οι Άραβες ανησυχούν από τη δραστηριότητα της Τουρκίας. Ανεξάρτητα από το πόσο εκτείνονται τα σχέδια της Άγκυρας, αυτό τους κάνει ήδη να ανησυχούν», εξηγεί η διεθνής πολιτικός επιστήμονας και εμπειρογνώμονας του RIAC Elena Suponina στην εφημερίδα VZGLYAD.

Ακόμη και πριν από την ήττα του Άσαντ, οι Άραβες ανησυχούσαν πολύ για τη δραστηριότητα της Τουρκίας τόσο στη Συρία (στην Ιντλίμπ) όσο και στον Περσικό Κόλπο (αμυντικές συμφωνίες με το ίδιο Κατάρ). Όλοι γνωρίζουν ιστορία και θυμούνται πώς υπέφερε η περιοχή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - και πιστεύουν ότι ο Ερντογάν θέλει να αποκαταστήσει αυτήν την κυριαρχία.

Επιπλέον, στους Άραβες δεν αρέσει η ιδεολογία των νέων ηγετών της Συρίας. «Οι ομάδες που ήρθαν στην εξουσία στη Συρία δεν ήταν ακριβώς αυτές που ταίριαζαν στα περισσότερα αραβικά κράτη. Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και μια σειρά από άλλες χώρες του Κόλπου, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός αντιμετωπίζεται πλέον με κάποια επιφυλακτικότητα. Ως εκ τούτου, οι Άραβες έχουν λάβει στάση αναμονής και παρακολουθούν τις εξελίξεις», συνεχίζει η Έλενα Σουπονίνα.

 

Τουρκία-Ρωσία

Όσο για τη Ρωσία, είναι πολύ πιθανό ο Ερντογάν να έρθει σε συμφωνία μαζί της. Η Μόσχα ενδιαφέρεται για τρία πράγματα.

Πρώτον, τη διατήρηση και την ασφάλεια των βάσεων στη Λαττάκεια και στην Ταρτούς, χωρίς τις οποίες θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εργαστεί κανείς στην Αφρική. Οι μαχητές που ελέγχονται από την Τουρκία μπορούν να την παρέχουν - οι βάσεις δεν τους εμποδίζουν με κανέναν τρόπο και ίσως γίνουν και πηγή κερδών (πράγμα εξαιρετικά σημαντικό στη φτωχή Συρία).

Δεύτερον, την εξάλειψη εκείνων των τρομοκρατών που ήρθαν από τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία και θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους - φυσικά, για να πραγματοποιήσουν τρομοκρατικές δραστηριότητες. Εδώ, επίσης, μπορεί κανείς να βρει κατανόηση από τις νέες αρχές στη Δαμασκό - δεν χρειάζονται πραγματικά αυτούς τους μισθοφόρους, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες χρηματοδοτικές δυνατότητες στη Συρία. Οι τρομοκράτες κατανοούν ότι για να κυβερνήσουν με επιτυχία το κράτος πρέπει να εγκαταλείψουν τις ιδέες του παγκόσμιου τζιχάντ - διαφορετικά θα καταστραφούν όλοι από τους πιθανούς στόχους αυτής της τζιχάντ.

Τέλος, τρίτον, είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των χριστιανών. Και εδώ, φυσικά, είναι πιο περίπλοκο - πολλοί ισλαμιστές βλέπουν τους χριστιανούς ως νόμιμο στόχο. Και αν υπήρχαν 1.200 χριστιανοί στην Ιντλίμπ πριν από την άφιξή τους, τώρα, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, έχει απομείνει μόνο μια εκπρόσωπος- μια 76χρονη γυναίκα. Είναι πιθανό ότι αντικείμενο συμφωνιών θα είναι ο εκτοπισμός αυτών των χριστιανών σε χριστιανικές χώρες. Συμπεριλαμβανομένης της ίδιας Ρωσίας. Άλλωστε, η Ρωσία είναι πλέον ο υπερασπιστής των συντηρητικών αξιών. Συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών.

 

 

Κείμενο: Gevorg Mirzayan, Αναπληρωτής Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο

 

Πηγή: https://vz.ru/world/2024/12/13/1303120.html

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Το φάντασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάνω από τη Συρία

Αντρέι Πολόνσκι, συγγραφέας, ιστορικός

 

Συνήθως μιλάμε για τη γεωπολιτική κατάσταση σε σχέση με τη συλλογική Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία) και την Ανατολή - τον αραβικό κόσμο, την Ινδία και την Κίνα. Αλλά η σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υψώνεται σε όλο της το μέγεθος ενώπιόν μας – για παράδειγμα, στη Συρία.

 

Η νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου ήταν δύσκολη. Οι Σύροι αντάρτες, τους οποίους έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τρομοκράτες και μαχητές (αλλά οι όροι δεν είναι πρόβλημα· σύντομα οι διπλωμάτες όλων των εμπλεκομένων μερών θα πρέπει να διαπραγματευτούν μαζί τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο), εισέβαλαν στη Δαμασκό. Μια νέα, εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση έχει δημιουργηθεί για εμάς, ειδικά με φόντο τον πόλεμο της Ουκρανίας, τόσο στρατιωτικά και πολιτικά όσο και ψυχολογικά. Αλλά η πραγματικότητα πρέπει πάντα να γίνεται αποδεκτή ως έχει.

Ο Ιρανός δημοσιογράφος Khayal Muazzin έγραψε στα κοινωνικά δίκτυα: «Οι άνθρωποι της Συρίας που πρόδωσαν τη χώρα τους και τον Μπασάρ αλ Άσαντ, να μην ξεχάσουν αυτά τα λόγια. Θα μετανιώσετε πικρά για την προδοσία σας... Αυτό που κάνουν οι Ταλιμπάν στον λαό τους στο Αφγανιστάν θα φαίνεται μικρότερο κακό σε σύγκριση με αυτό που θα κάνουν σε εσάς οι Ουαχαμπίτες τρομοκράτες».

«Ο Άσαντ έπεσε και ο Ερντογάν κέρδισε», έγραψε η κόρη του Ερντογάν σε ένα tweet στη μέση της νύχτας.

Θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα, αλλά μόνο ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Η Τουρκία του Ατατούρκ, που μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε διέξοδο στη δημιουργία τουρκικού εθνικού κράτους και μάλιστα μετέφερε -και ως συμβολική κίνηση- την πρωτεύουσα από την Κωνσταντινούπολη βαθιά στη Μικρά Ασία, στην Άγκυρα, γίνεται παρελθόν.

Επιστρέφει η Οθωμανική Αυτοκρατορία; Ακόμα παραμένει ένα ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, οι Τούρκοι μιλούν ήδη σοβαρά για την προσάρτηση του Χαλεπίου. Οι φιλοτουρκικές δυνάμεις, και είναι πολλές εκεί, σύμφωνα με διάσπαρτες πληροφορίες που φτάνουν σε εμάς, έχουν δραστηριοποιηθεί πολύ στην πόλη. Οι Τούρκοι κάνουν τα πάντα για να διασφαλίσουν ότι το πραξικόπημα στο Χαλέπι θα γίνει χωρίς ακρότητες.

Πρέπει να μην λησμονούμε την ιστορία εδώ. Η σύγχρονη Συρία είναι μια τυπική μετα-αποικιακή οντότητα. Στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, ήταν μια από τις διασημότερες περιοχές της Μέσης Ανατολής, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ξεχωριστό ενιαίο κράτος στα εδάφη της. Υπήρχε η Μεγάλη Αρμενία, η ελληνιστική δύναμη των Σελευκιδών, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Χαλιφάτο, οι Σταυροφόροι, οι Μαμελούκοι και, τέλος, από το 1517, η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γεωγραφική περιοχή της σημερινής Συρίας αποτελούσε μέρος τριών οθωμανικών βιλαετιών - της Βηρυτού, του Χαλεπίου και της Δαμασκού.

Το 1922, η Γαλλία έλαβε Εντολή της Κοινωνίας των Εθνών για αυτά τα αρχαία εδάφη. Το 1926, η περιοχή χωρίστηκε σε Συρία και Λίβανο. Το 1941, ο Ντε Γκωλ έδωσε στους Σύρους ανεξαρτησία, την οποία καθυστέρησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Το 1945, η ανεξαρτησία της Συρίας έγινε γεγονός. Από το 1963, το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Αναγέννησης βρίσκεται στην εξουσία, ενώ από το 1970 θα είναι με επικεφαλής τον Χαφέζ αλ Άσαντ, τον πατέρα του σημερινού Μπασάρ και σύμμαχο της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ πέθανε το 2000. Από το 2011 ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος στη χώρα. Τη συνέχεια την γνωρίζουμε.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι σύμφωνα με τους Τούρκους, αυτά τα εδάφη είναι όπως για τους Ρώσους ο μετασοβιετικός χώρος, οι δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέστη, όπως αναφέρεται σήμερα, μια στρατηγική ήττα. Η ιδεολογία του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, χτίστηκε πρωτίστως πάνω στην επιθυμία να διατηρηθεί αυτό που μπορούσε να διατηρηθεί. Ένα εθνικό σπίτι για τους Τούρκους.

Έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε και φαίνεται ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Αλλά η ιστορική μνήμη είναι δύσκολο να καταστεί αντικείμενο επεξεργασίας και αλλαγής. Ο κόσμος προφανώς έχει αρχίσει να κινείται και έχει χάσει το σημείο ισορροπίας του. Θα είναι δυνατή η επαναφορά του μόνο σε κάποιο άλλο επίπεδο, που δεν είναι ακόμη προφανές σε εμάς. Και θα αφορά όλους μας.

Ο Ερντογάν ήρθε στην εξουσία επάνω στο κύμα του νεοοθωμανισμού και της αντίθεσης στον κοσμικό εθνικισμό των κεμαλικών, που κυβέρνησαν τη χώρα σχεδόν για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Αν καταφέρει να κρατήσει τη νίκη στη Συρία, θα είναι το οριστικό τέλος της εποχής του Ατατούρκ και η αρχή μιας νέας εποχής στην τουρκική εθνική ταυτότητα.

Το Χαλέπι ή Αλέππο θεωρείται σε αυτό το πλαίσιο ως μια εξαιρετική προσθήκη στην τουρκική επαρχία Χατάι με πρωτεύουσα την Αντάκια. Ή Αντιόχεια. Η τουρκική Antakya μέχρι το συριακό Χαλέπι η απόσταση είναι μικρή, το μήκος του αυτοκινητόδρομου 101 χιλιόμετρα, το πολύ μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο.

Ταυτόχρονα, η επαρχία Χατάι είναι η μόνη τουρκική επαρχία με κυρίαρχο αραβικό πληθυσμό και έχει ιδιαίτερη ιστορία. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επαρχία Χατάι ήταν μέρος της Γαλλικής Συρίας. Το 1936, οι Τούρκοι υπέβαλαν καταγγελία στην Κοινωνία των Εθνών απαιτώντας την προσάρτηση της επαρχίας στην Τουρκία. Οι Γάλλοι έδωσαν αυτονομία στην Χατάι και διεξήγαγαν εκλογές για τοπική συνέλευση. Η συνέλευση ψήφισε αμέσως υπέρ της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Χατάι (το όνομα προτάθηκε από τον ίδιο τον Ατατούρκ). Λίγους μήνες αργότερα διοργανώθηκε δημοψήφισμα και το 1939, την παραμονή του ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Χατάι έγινε βιλαέτι της Τουρκίας.

Η τρέχουσα δραστηριότητα των Τούρκων στο Χαλέπι είναι ένα είδος συνέχειας της ιστορίας της Χατάι. Ο Ερντογάν προχωρά. Απέκτησε το Καραμπάχ για τους πληρεξούσιους του στο Αζερμπαϊτζάν. Και οι «Bozkurts» ή «Γκρίζοι Λύκοι» - ακραίοι υποστηρικτές της ιδεολογίας του παντουρκισμού, οι οποίοι στα τέλη του 20ου αιώνα βρίσκονταν υπό την αυστηρότερη απαγόρευση στην Τουρκία και αναγνωρίστηκαν ως τρομοκρατική οργάνωση σε πολλές χώρες της μετασοβιετικής εποχής. διάστημα - εδώ και καιρό ποθούν την Κριμαία.

Συνήθως μιλάμε για τη γεωπολιτική κατάσταση σε σχέση με τη συλλογική Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία) και την Ανατολή - τον αραβικό κόσμο, την Ινδία και την Κίνα. Αλλά η σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υψώνεται σε όλο της το μέγεθος ενώπιόν μας. Δεν πρέπει να παραλείπεται αυτό το αμετάκλητο γεγονός κατά την ανάλυση της κατάστασης.

Μεταξύ Δύσης και Ανατολής υπάρχει ένας ακόμη ανεξάρτητος παίκτης. Και το αν πρέπει κανείς να χαίρεται πάντα για αυτήν την ανεξαρτησία του παίχτη αυτού παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα.

Κάποτε, ο Ρώσος φιλόσοφος και μυστικιστής Daniil Andreev βρήκε ένα πολύ εύστοχο όνομα για αυτό το φαινόμενο που μπορεί να ονομαστεί ο «δαίμονας του κρατισμού» - witsraor. Ο Τούρκος witzraor -για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Andreev- ήταν άρρωστος και αδύναμος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανάρρωσε. Αν τριπλασιαστεί η όρεξή του, θα αντιμετωπίσουμε μια πολύ σοβαρή πρόκληση.

 

Πηγή: https://vz.ru/opinions/2024/12/9/1302301.html

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Ο συριακός θρίαμβος τζιχαντιστών-Τουρκίας και ο ελληνισμός

Τελικώς, ο παλαιός στόχος της Δύσης και του Ισραήλ για την ανατροπή των κοσμικών μπααθικών καθεστώτων στον αραβικό κόσμο ολοκληρώθηκε. Μετά το Ιράκ και τη Λιβύη, έπεσε και η Συρία του Άσαντ – η Αίγυπτος εξακολουθεί να διατηρεί υπό όρους, μετά από ένα μικρό διάλλειμα, μια κοσμική στρατιωτική ηγεσία.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Συρία είναι απλώς αυτό που δεν ολοκληρώθηκε –απρόσμενα για τους σχεδιαστές του– πριν μερικά χρόνια λόγω της αποφασιστικής παρέμβασης της Μόσχας. Αν δεν ήταν η ρωσική αεροπορία, οι τζιχαντιστές θα είχαν καταλάβει την εξουσία από το 2015.

Δεν πρέπει να κάνει εντύπωση ότι για την επίτευξη του κύριου σκοπού ο κυνικός ρεαλισμός δεν έχει αναστολές να κάνει χρήση ενός άλλου, επίσης, εχθρικού στοιχείου. Η αξιοποίηση άλλωστε των φανατικών ισλαμιστών συνιστά μια μακρά παράδοση των μεγάλων δυνάμεων. Πρώτοι διδάξαντες οι Βρετανοί στο Great Game, όταν ξεσήκωναν τις μουσουλμανικές φυλές κατά της ρωσικής αυτοκρατορίας. Ακολούθησαν οι Γερμανοί με τους μουσουλμάνους του άξονα Βαλκάνια-Κριμαία-Καύκασος. Αλλά και οι Αμερικανοί, σε περιπτώσεις όπως στο Αφγανιστάν με τους περίφημους μουτζαχεντίν, εναντίον των Σοβιετικών. Την ίδια μέθοδο εφάρμοσαν μαζί με το Ισραήλ, για να υπονομεύσουν τα κράτη, στα οποία ο αραβικός εθνικισμός αποτελούσε μια αξιόπιστη δύναμη, ενώ ακολουθούσε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο αραβικός εθνικισμός γεννήθηκε κατά τον 19ο αιώνα κυρίως ανάμεσα στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, υπό την επιρροή των Γάλλων Ιησουιτών, των αμερικανικών κολλεγίων, αλλά και των πολλών σχολείων που ίδρυε η Ρωσία. Το βιβλίο που άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση στην αραβική εθνική αναγέννηση ήταν το “Le réveil de la nation” (1906) του χριστιανού Μαρωνίτη Naguib Azoury (1870-1916), ενώ η μεγάλη μορφή του μπααθισμού υπήρξε ο φιλόσοφος Michel Aflaq (1910-1989), ελληνορθόδοξος από την Δαμασκό.

Ο αραβικός εθνικισμός, όμως, απέτυχε τελικά να δημιουργήσει μια ανά κράτος εθνική συνείδηση τέτοια που να υπερβαίνει τη θρησκευτική και φυλετική. Για παράδειγμα, στο Ιράκ το σιιτικό στοιχείο, καταπιεσμένο από την σουνιτική μειοψηφία που κατείχε την εξουσία, εκμεταλλεύτηκε την πτώση του Σαντάμ μετά τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου. Το ίδιο έκαναν και οι Κούρδοι στον Βορρά. Στη Συρία η αλαουιτική-σιιτική μειονότητα, που κατείχε μέσω της οικογένειας Άσαντ την εξουσία, δεν μπόρεσε να ελέγξει την σουνιτική πλειοψηφία, όπως, και εδώ, τους Κούρδους, που, ασφυκτιώντας σε “ξένα” κράτη, παίζουν διαχρονικό έναν υπονομευτικό ρόλο, προσδοκώντας την πολυπόθητη εθνική τους ανεξαρτησία.

Η παρούσα εκκωφαντική πτώση του καθεστώτος Άσαντ, αναπάντεχη ως προς την ταχύτητα των γεγονότων, υπήρξε αποτέλεσμα:

Των διαχρονικών αδυναμιών του.

Του περισπασμού της προστάτιδος Ρωσίας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, που είχε στρατιωτικές και οικονομικές παρενέργειες.

Στα συντριπτικά ισραηλινά χτυπήματα στην ραχοκοκαλιά του σιιτικού άξονα Ιράν-Χεζμπολάχ.

Στο μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων των σουνιτών σε βάθος χρόνου.

Τραγωδία για τον Ελληνισμό 

Οι εξελίξεις στην Συρία, οι οποίες ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί, συνιστούν χωρίς αμφιβολία μια τραγωδία με ιστορικές διαστάσεις και είναι στο σύνολό τους άκρως αρνητικές για τον Ελληνισμό. Κάτι που μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητό από αρκετούς, που επιμένουν να διαβάζουν τα όσα συμβαίνουν στην ευρύτερη γειτονιά μας με δανεικά γυαλιά από τα δυτικά πρακτορεία και με έλλειψη ιστορικής παιδείας. Ο αλαουίτικος και χριστιανικός πληθυσμός, που μαζί αριθμούν αρκετά εκατομμύρια βρίσκεται σε τεράστιο κίνδυνο. Σύμφωνα τουλάχιστον με τα επίσημα στοιχεία σε έναν συνολικό πληθυσμό 23.865.423 κατοίκων, οι Αλαουίτες με τους υπόλοιπους σιίτες  αποτελούν το 13%, ενώ οι Χριστιανοί (κυρίως απόγονοι της βυζαντινής περιόδου Ελληνορθόδοξοι του Πατριαρχείου Αντιοχείας – Ρωμιοί, Ουνίτες Μελχίτες, Νεστοριανοί Ασσύριοι και Μονοφυσίτες Συρο-ιακωβίτες) το 10%.

Μιλούμε για σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου, δηλαδή για περίπου 5.000.000 Σύριους. Παρά την έως τώρα μετριοπαθή εικόνα που θέλουν να περάσουν δασκαλεμένοι από τη Δύση και την Άγκυρα οι τζιχαντιστές της HTS (Χάγιατ Ταχρίρ αλ Σαμ), που είναι θυγατρική και απόγονος της Αλ Κάιντα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων απειλείται. Μια ιδανική λύση, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα ήταν να υπάρξει μια αυτόνομη ζώνη στην ευρύτερη περιοχή της Λαττάκειας, όπου ζει και το μεγαλύτερο τμήμα των Αλαουιτών.

Η περιοχή αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το ύστατο καταφύγιο και για όσους πιθανόν θα κινδύνευαν από τις διώξεις των τζιχαντιστών. Πρώτον διότι η Λαττάκεια έχει στρατηγική σημασία, καθώς αποτελεί τη διέξοδο προς την θάλασσα. Δεύτερον, διότι εκεί είναι εγκατεστημένες οι ρωσικές βάσεις (η ναυτική στην Ταρτούς και η αεροπορική στην Χμέϊμιν). Δυστυχώς, όμως, και η Λαττάκεια έχει πέσει στα χέρια των τζιχαντιστών, επίσης χωρίς καμία αντίσταση.

Ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της τζιχαντικής προέλασης, άλλωστε, ήταν και η εξάλειψη της ρωσικής παρουσίας, που θα σημάνει την ολοκληρωτική απομάκρυνση της Μόσχας από την Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο. Είναι πολύ πιθανό, επομένως –εκτός κάποιας εκπλήξεως που θα οφείλεται σε παρασκηνιακή συμφωνία που δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή– να δούμε στις προκυμαίες της Συρίας νέους τραγικούς “συνωστισμούς”, όπως στη Σμύρνη του 1922. Κι αν συμβεί το απευκταίο, ας έχουμε υπόψη μας ότι αυτοί οι άνθρωποι, ιδίως οι αραβόφωνοι χριστιανοί, την γειτονική Κύπρο και την Ελλάδα θα έχουν στο μυαλό τους ως τόπο σωτηρίας.

Η Συρία υπό την σαρία

Η Συρία –ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο τμήμα της– θα μεταβληθεί σε ισλαμιστικό κράτος. Λίγα μίλια από την Κύπρο, σε μια γιγαντιαία έκταση, οι τζιχαντιστές θα επιβάλουν την εξουσία και την ιδεολογία τους. Aυτό σημαίνει σαρία, σημαίνει εκπαίδευση με βάση την τζιχάντ, σημαίνει διασυνδέσεις με τα παγκόσμια ισλαμιστικά δίκτυα. Ακόμη, βεβαίως, δεν γνωρίζουμε το ακριβές έδαφος που θα έχουν υπό την κατοχή τους. Στο Νότο οι Ισραηλινοί ήδη δημιουργούν “ζώνη ασφαλείας” εντός της Συρίας, πέρα από τα υψίπεδα Γκολάν, ενώ συνεργάζονται και με τους Δρούζους, που ίσως αποτελέσουν μια εμπροσθοφυλακή βαθιά μέσα στη Συρία, που θα κυκλώσει τους σιίτες του νοτίου Λιβάνου. Επίσης, υπάρχει και το μέγα θέμα με τους Κούρδους στα βορειοανατολικά. Η ορμή της τζιχαντικής επέλασης φαίνεται ότι έχει κέρδη και έναντι των κουρδικών δυνάμεων του YPG.

Η Τουρκία θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από το momentum ώστε να διευρύνει την βόρεια ζώνη ελέγχου, εκτοπίζοντας τους Κούρδους προς τα ανατολικά. Εκεί πια θα μπορούν να συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο των συνοριοφυλάκων έναντι των σιιτών του Ιράκ και των δυνάμεων security για τις πετρελαιοπηγές της ανατολικής Συρίας. Εκτός, βέβαια, αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να τα βάλουν στα σοβαρά με την Τουρκία, ενισχύοντας τους Κούρδους για να κερδίσουν χώρο βορείως, και μαζί κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Ένα σενάριο που φαντάζει αυτή τη στιγμή ελάχιστα πιθανό.

Ο μεγάλος και αδιαμφισβήτητος θριαμβευτής είναι η Τουρκία. Η νίκη των φιλικών της τζιχαντιστών και η διαφαινόμενη δημιουργία ενός κράτους-δορυφόρου, επιβεβαιώνει τις επιλογές Ερντογάν. Η Τουρκία αναδεικνύεται και πάλι σε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποκτά ένα στρατηγικό βάθος που ίσως να μην είχε ποτέ και η ίδια οραματιστεί. Εκατομμύρια υπήκοοι της νέας ισλαμιστικής Συρίας θα είναι ιδεολογικό, στρατιωτικό και οικονομικό υποχείριο της Άγκυρας. Ο λόγος των Τούρκων θα βαραίνει πλέον αποφασιστικά στις εξελίξεις της Μέσης Ανατολής. Το κύρος της αναβαθμίζεται ραγδαία. Όσο για τον Ελληνισμό ξαφνικά βρίσκεται να ασφυκτιά υπό έναν θανάσιμο τουρκικό γεωστρατηγικό εναγκαλισμό: Αλβανία, Συρία και Λιβύη είναι κράτη που ελέγχονται άμεσα από την Τουρκία.

Οι κερδισμένοι στην Συρία

Σε άμεση συνέχεια του προηγούμενου, είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε ότι οι φιλότουρκοι τζιχαντιστές, όπως και ο πάτρωνάς τους, δεν θα ριψοκινδύνευαν την επιχείρησή τους αν δεν είχαν, τουλάχιστον την ανοχή, αν όχι και τις ευλογίες, των ΗΠΑ και εμμέσως του Ισραήλ. Κι όπως φάνηκε αυτό συνέβη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο χάρτης της Μέσης Ανατολής επανασχεδιάζεται. Ό,τι γνωρίζαμε είναι καλό να το ξεχάσουμε. Παρεμπιπτόντως, είναι βέβαιο ότι σύντομα θα έχουμε νέα και από το Ιράν. Η παταγώδης αποτυχία της προβολής ισχύος της Τεχεράνης στην Μέση Ανατολή, υπονόμευσε το κύρος του καθεστώτος. Η εσωτερική αντίδραση επομένως είναι πιθανόν να ξεσπάσει σύντομα.

Αλλά γυρνώντας στα καθ’ ημάς, θα έπρεπε να μας είχαν ζώσει τα φίδια οι υποψίες ότι υφίσταται υπόγειος δίαυλος της Άγκυρας με τους συμμάχους μας, την ώρα που οι δικές μας αναλύσεις κινούνταν με βάση τα δεδομένα για τεταμένες έως εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Άλλωστε, αυτά συμβαίνουν κατά κανόνα στον σκληρό κόσμο των διεθνών σχέσεων, που δεν σχετίζεται με ηθικές αρχές, ή και με αρχές γενικότερα. Το πρόβλημα είναι, λοιπόν, ότι αν για τη Συρία υπήρξε προσυνεννόηση για την προέλαση, πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει τα ελληνοτουρκικά ή το Κυπριακό.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι – Ποιοι και πως συγκρούονται στη Συρία

Καθώς, όλα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι είναι πιθανόν να δούμε τον Ερντογάν, μετά τον συριακό θρίαμβο, να εμφανίζει ευελιξία για να ολοκληρωθούν οι γενικές διευθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο; Ως εκ τούτου, καλές οι αναλύσεις για το τέλος του «αιμοσταγούς δικτάτορα», καθώς και η δημόσια ικανοποίηση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας(!) εκ μέρους των «ανταρτών» –έτσι ξεπλένονται πλέον οι τζιχαντιστές– γιατί είναι αλλιώς να σε σφάζει αντάρτης, κι αλλιώς τζιχαντιστής! Ας κοιτάξουμε όμως λίγο και τι μας ξημερώνει.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ έσωσε την ΕΣΣΔ από ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον πόλεμο

Ο Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ υπογράφει το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης
Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, πριν από 85 χρόνια (23.8 1939) αποτέλεσε ένα κομβικό γεγονός για την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για το οποίο, όμως, υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Επιπλέον, το Σύμφωνο αυτό έχει αντανάκλαση έως σήμερα, καθώς καθόρισε τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, ενώ εντάσσεται στην παρούσα ιδεολογική αντιπαράθεση που συνοδεύει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έχει, ως εκ τούτου, ενδιαφέρον η διατύπωση της επιστημονικής προσέγγισης για το ζήτημα που προβάλλεται στην ίδια την Ρωσική Ομοσπονδία, κυρίως ως προς την εκτίμηση του Συμφώνου εντός των ιστορικών συνθηκών της εποχής που συνήφθη. 

Χωρίς το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, η Μόσχα και το Λένινγκραντ μπορεί να μην είχαν σωθεί

«Θα αποκαλούσα το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο το υψηλότερο επίτευγμα της εξωτερικής μας πολιτικής σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Μας έδωσε ένα στρατιωτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα και επίσης μας επέτρεψε να αποφύγουμε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον πόλεμο», δήλωσε ο ιστορικός Μιχαήλ Μιάγκοφ στην εφημερίδα VZGLYAD, σχολιάζοντας τις συνθήκες υπογραφής του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ πριν από 85 χρόνια. Γιατί αυτό το έγγραφο εξακολουθεί να στοιχειώνει τις δυτικές χώρες και άλλους εχθρούς της Ρωσίας;
Ακριβώς πριν από 85 χρόνια, στο Κρεμλίνο, οι επικεφαλής των τμημάτων εξωτερικών υποθέσεων της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ και Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ, συνήψαν ένα Σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης με πρωτοβουλία του Βερολίνου. Παράλληλα, υπογράφηκε μυστικό πρόσθετο πρωτόκολλο για την οριοθέτηση των σφαιρών συμφερόντων και των δύο χωρών.
Η ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης περιελάμβανε τα κράτη της Βαλτικής, την Ανατολική Πολωνία (συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Λευκορωσίας και της Δυτικής Ουκρανίας) και τη Βεσσαραβία. Αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και κατέλαβε τις δυτικές περιοχές της. Στις 17 Σεπτεμβρίου, σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσίας που ήταν τμήμα της Πολωνίας.
Σύμφωνα με πολλούς Ρώσους και ξένους ειδικούς, σήμερα το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ερμηνεύεται κυρίως στο πλαίσιο των αφηγήσεων της δυτικής προπαγάνδας. Ο Μιάγκοφ, επιστημονικός διευθυντής της Ρωσικής Στρατιωτικής Ιστορικής Εταιρείας (RVIO), αναφέρθηκε στην εφημερίδα VZGLYAD για τους μύθους γύρω από αυτό το έγγραφο και τις πραγματικές ιστορικές προϋποθέσεις για τη σύναψη μυστικών συμφωνιών μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας.

Μιχαήλ Γιούρεβιτς, το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ εξακολουθεί να καλύπτεται από μια μάζα μύθων. Ορισμένοι ειδικοί το αποκαλούν ως την πιο αμφιλεγόμενη συμφωνία στη ρωσική ιστορία. Πόσο ακριβείς είναι αυτές οι εκτιμήσεις;

Σήμερα, στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και την Πολωνία υποστηρίζουν ότι τα μυστικά πρωτόκολλα της σοβιετικο-γερμανικής συνθήκης σήμαναν στην πραγματικότητα την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεχνούν όμως εντελώς ότι τότε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ήταν ήδη προτεκτοράτο της Γερμανίας ή είχαν συμμαχικές σχέσεις μαζί της. Η ΕΣΣΔ ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή δύναμη που υπέγραψε συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία. Πριν από αυτό, το 1934, υπήρξε το Σύμφωνο Πιλσούντσκι-Χίτλερ (σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας), καθώς και οι συμφωνίες που υπέγραψαν η Αγγλία, η Γαλλία, οι χώρες της Βαλτικής και άλλες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, η Δύση δεν αναδεικνύει τη Συμφωνία του Μονάχου - συμφωνία μεταξύ Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και του Βασιλείου της Ιταλίας, που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1938. Επέβαλε στην Τσεχοσλοβακία να παραδώσει στη Γερμανία τη Σουδητία. Δύο δημοκρατίες συνομώτησαν με τη Γερμανία και την Ιταλία. Ήταν η Συμφωνία του Μονάχου που άνοιξε τον τελικό δρόμο προς τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φαινομενικά αξιοσέβαστοι ηγέτες όπως ο Chamberlain και ο Daladier θεωρούσαν τον Χίτλερ έναν πολιτικό με τον οποίο μπορούσαν να συναλλάσσονται. Όταν συναντήθηκαν στο Μόναχο, ανέφεραν για το πόσο καιρό περίμεναν να συναντήσουν τον Χίτλερ και το πόσο εξαιρετικό πρόσωπο ήταν.

Ποιους στόχους επεδίωξε η ΕΣΣΔ υπογράφοντας αυτό το σύμφωνο;

Το σοβιετογερμανικό σύμφωνο και το μυστικό πρωτόκολλο στόχευαν μόνο στην ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνθήκες που ο Χίτλερ είχε ήδη εξαπολύσει την επιθετικότητά του και η Αγγλία και η Γαλλία προσπαθούσαν να κατευθύνουν αυτήν την επιθετικότητα προς τα ανατολικά, δηλαδή κατά της ΕΣΣΔ. Οι δυτικοί σύμμαχοι έκαναν τα πάντα για να εξασφαλίσουν ότι ο Χίτλερ θα επιτεθεί στη Σοβιετική Ρωσία.

Και αν μιλάμε για τους στόχους του Χίτλερ αυτή τη στιγμή...

Οι κύριοι στόχοι σκιαγραφήθηκαν από τον Χίτλερ στο βιβλίο του "Ο Αγών μου" (στη Ρωσία αυτό το βιβλίο αναγνωρίζεται ως εξτρεμιστικό και είναι απαγορευμένο), όπου είπε ότι η Γερμανία σταματούσε την αιώνια πορεία της κατά της Δύσης και έστρεφε το σπαθί της προς την Ανατολή - ακριβώς εκεί, στη Ρωσία και στα γειτονικά της κράτη, υπάρχει ζωτικός χώρος για το γερμανικό άριο έθνος. Η βάση της όλης επιθετικής του πολιτικής ήταν η επιθυμία να καταλάβει τη Σοβιετική Ρωσία.
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες, ο Χίτλερ είχε επίσης τα δικά του συμφέροντα. Πρόκειται φυσικά για τον ρεβανσισμό κατά της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά ο κύριος στόχος ήταν ακόμα η Σοβιετική Ένωση. Όταν ο Χίτλερ άρχισε να ξεδιπλώνει την επιθετικότητά του το 1938, εκείνη την εποχή χρειαζόταν η ΕΣΣΔ να μην αντιταχθεί στην εξωτερική του πολιτική. 
Το κατάλαβε ο Στάλιν; Φυσικά και το κατάλαβε. Οι ληστρικές πολιτικές της Αγγλίας και της Γαλλίας στράφηκαν επίσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί κυρίως στην ασφάλεια της χώρας και πήγε να συνάψει συμφωνία. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Στάλιν άφησε την πόρτα ανοιχτή στο Παρίσι και στο Λονδίνο μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά στη Δύση προτιμούν να σιωπούν γι' αυτό. Είδαμε με ποιες προσπάθειες η σοβιετική διπλωματία, ακόμη και μετά το Μόναχο, προσπάθησε να εξασφαλίσει συμφωνίες με την Αγγλία και τη Γαλλία. Ας θυμηθούμε τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις την άνοιξη-καλοκαίρι του 1939 και τις στρατιωτικές διαπραγματεύσεις τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Όλες τους είχαν στόχο τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού αγγλο-γαλλο-σοβιετικού συνασπισμού. Ο Στάλιν, φυσικά, αντιλαμβανόταν ότι η Γερμανία ήταν ο κύριος επιτιθέμενος στην Ευρώπη.
Όμως, όλη αυτή η πολιτική συλλογικής ασφάλειας που ακολουθούσε η Σοβιετική Ένωση άρχισε να καταρρέει μετά το Μόναχο. Αυτό έγινε τελικά σαφές αφού οι Βρετανοί και οι Γάλλοι έστειλαν τον ναύαρχο Reginald Drax και τον στρατηγό Aime Dumenk να διαπραγματευτούν στη Μόσχα για τη σύναψη μιας στρατιωτικής συμφωνίας. Αυτοί δεν είχαν ούτε πολιτικό ούτε στρατιωτικό βάρος. Στόχος τους ήταν να παρατείνουν το χρόνο - και αυτό είναι κάτι που σημείωσαν οι ίδιοι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι.
Ως εκ τούτου, όταν ελήφθησαν τα μηνύματα από τη Γερμανία για τη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης, ο Στάλιν και η σοβιετική ηγεσία αποφάσισαν να πετύχουν μια σχετική ασφάλεια από τον Χίτλερ σε συνθήκες όπου οι αγγλο-γαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις είχαν αποτύχει και η Πολωνία, η οποία προσεγγίστηκε, σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να προωθηθούν τα σοβιετικά στρατεύματα μέσω του εδάφους της για να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επιθετικότητα. Μέχρι εκείνη την εποχή - αυτό είναι γνωστό στους σύγχρονους ιστορικούς - οι σοβιετικές υπηρεσίες ήταν ήδη σε θέση να μεταφέρουν στη Μόσχα την πληροφορία ότι ο Χίτλερ ετοίμαζε έναν πόλεμο κατά της Πολωνίας το φθινόπωρο του 1939.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στις αρχές του φθινοπώρου του 1939 έγιναν σκληρές μάχες μεταξύ των σοβιετικο-μογγολικών στρατευμάτων και των Ιαπώνων επιτιθέμενων στον ποταμό Khalkhin Gol. Το ζήτημα ήταν ότι αν δεν είχε συναφθεί συμφωνία με τη Γερμανία, η οποία ήταν σύμμαχος της Ιαπωνίας, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση πολέμου σε δύο μέτωπα.
Εμείς, οι ιστορικοί του RVIO, συγράφουμε επιστημονικές εργασίες και διοργανώνουμε συνέδρια που αναδεικνούουν το θέμα ότι, ταυτόχρονα με τη σύναψη του σοβιετικο-γερμανικού συμφώνου μη επίθεσης, οι Ιάπωνες χτυπήθηκαν άσχημα από τα σοβιετικά στρατεύματα που ήταν υπό τη διοίκηση του Γκεόργκι Ζούκοφ. Ως αποτέλεσμα της ήττας των μονάδων του ιαπωνικού στρατού Kwantung, οι οποίες εισέβαλαν στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας, προκλήθηκε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση στην Ιαπωνία, και η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Στην ιαπωνική στρατιωτική ηγεσία άρχισε να κυριαρχεί η ιδέα της συνέχισης της επιθετικής πολιτικής όχι προς τα βόρεια, δηλαδή κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά προς τα νότια, κατά της Αγγλίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το σύμφωνο μας έδωσε ενάμιση χρόνο για να προετοιμαστούμε για πόλεμο;

Ναι. Αρχειακά έγγραφα δείχνουν ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ της σύναψης του Συμφώνου και της έναρξης του πολέμου, μπορέσαμε να ενισχύσουμε σημαντικά τις ένοπλες δυνάμεις μας. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η δύναμη του Κόκκινου Στρατού ήταν 1,9 εκατομμύρια άνθρωποι. Μέχρι το 1941 υπήρχαν περισσότεροι από 5 εκατομμύρια. Έφτασαν νέα όπλα: τα περίφημα άρματα μάχης T-34 και KV (Kliment Voroshilov), επιθετικά αεροσκάφη Il-2, μαχητικά Yak και πολύς άλλος εξοπλισμός. Δηλαδή, η οικονομία είχε παράσχει το απαραίτητο περιθώριο ασφάλειας για το κράτος μας.
Αποφύγαμε έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, σπρώξαμε τα σύνορά μας προς τα δυτικά και έτσι παρείχαμε, όπως θα λέγαμε σήμερα, μια μεγάλη ζώνη ασφαλείας για την προστασία των συνόρων μας. Τα παλιά σύνορα από το 1939 απείχαν περίπου 120 χλμ από το Λένινγκραντ, μόλις 40 χλμ από το Μινσκ, 250 χλμ από το Κίεβο, 50 χλμ από την Οδησσό. Είναι άγνωστο αν η Μόσχα και το Λένινγκραντ θα είχαν καταφέρει να σωθούν αν δεν είχαν μετατεθεί προς τα δυτικά τα σύνορα.
Και το πιο σημαντικό, η Σοβιετική Ένωση απέδειξε στις δυτικές δυνάμεις ότι δεν ήταν ένα "παιδί για ξυλοφόρτωμα". Τότε, όπως και σήμερα, μας αντιμετώπιζαν ως μια δύναμη που μπορούσε να εξαπατηθεί και να υποταχθεί. Δεν επιτρέψαμε όμως να συμβεί αυτό, προστατεύοντας τα εθνικά μας συμφέροντα. Θα αποκαλούσα αυτή τη συμφωνία το υψηλότερο επίτευγμα της εξωτερικής μας πολιτικής και της ανώτατης ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Αυτό μας έδωσε όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και διπλωματικό πλεονέκτημα. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω πώς αξιολόγησαν οι Βρετανοί το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στα τέλη του 1940. Ο στρατιωτικός ακόλουθος στη Μόσχα, συνταγματάρχης Greer, κατά την επίσκεψή του σε μια από τις στρατιωτικές μονάδες στην περιοχή της Μόσχας, είπε ότι εξαιτίας αυτού του συμφώνου, ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία. Στη συνέχεια, ως απάντηση, του υπενθύμισαν εύλογα τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας και της Γαλλίας.
Ο προσβεβλημένος Γκριρ, όπως προκύπτει από αρχειακά έγγραφα, απάντησε ότι «η παλιά πολιτική, η πολιτική του Τσάμπερλεν, μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση» και πρόσθεσε ότι «προσωπικά αυτούς τους πολιτικούς θα τους έστηνα στον τοίχο και θα τους πυροβολούσα». Αυτή η καθυστερημένη αναγνώριση εκ μέρους των Βρετανών δείχνει έμμεσα την ορθότητα της πολιτικής μας τον Αύγουστο του 1939.

Μερικοί ιστορικοί λένε ότι το καλοκαίρι του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν γρήγορα τα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας, της Δυτικής Λευκορωσίας και των χωρών της Βαλτικής.

Πρώτον, όχι γρήγορα. Το Ταλίν αμύνθηκε μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1941. Σφοδρές μάχες σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές των κρατών της Βαλτικής και στην περιοχή του Λβοφ. Αρκεί να θυμηθούμε την αντεπίθεση του Ζούκοφ τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1941 στη Δυτική Ουκρανία στις περιοχές Ντούμπνο, Λούτσκ και Ρίβνε. Πολλές άλλες πόλεις αμύνθηκαν. Και αυτό μείωσε τη μαχητική ισχύ της Γερμανίας. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους έχασαν έως και το ένα τρίτο των μηχανικών πόρων τους ενώ προχωρούσαν από τα νέα μας στα παλιά σύνορα.
Το καλοκαίρι του 1941, αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να μεταφέρουμε σημαντικά αποθέματα σε ορισμένες κατευθύνσεις και ήδη στις 10 Ιουλίου ξεκίνησε η μάχη του Σμολένσκ, η οποία σταμάτησε τα εχθρικά στρατεύματα που κινούνταν προς τη Μόσχα. Είναι πολύ πιθανό ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είχαν φτάσει στη Μόσχα πολύ νωρίτερα από το 1941.

Πώς συνδέονται το σύμφωνο και η μετέπειτα απελευθερωτική εκστρατεία του Κόκκινου Στρατού κατά της Πολωνίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1939; Έγινε η Πολωνία θύμα της πολιτικής που ακολουθούσε προηγουμένως, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μονάχου;

Εδώ πρέπει και πάλι να βασιστούμε σε έγγραφα και επιστημονικές γνώσεις. Όταν συνάψαμε τη συμφωνία, ούτε ο Στάλιν, ούτε ο Χίτλερ, ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Βρετανοί, ούτε οι Πολωνοί ήξεραν πραγματικά πόσο καιρό θα αντιστεκόταν η Πολωνία, πώς θα συμπεριφέρονταν τα γαλλο-αγγλικά στρατεύματα στα σύνορα με τη Γερμανία, πόσο καιρό θα διαρκούσε αυτός ο πόλεμος. Από αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση δεν έθεσε ποτέ και δεν επρόκειτο να θέσει το ερώτημα ότι εάν ο Χίτλερ επιτεθεί στην Πολωνία, τότε σίγουρα θα βγούμε και θα «καταλάβουμε» ορισμένα εδάφη. Επαναλαμβάνω: δεν ξέραμε πόσο θα άντεχε η Πολωνία, ειδικά αν η Αγγλία και η Γαλλία θα προσέτρεχαν προς την άμυνά της.
Η γραμμή που χαράξαμε μαζί με τη Γερμανία σε όλη την επικράτεια της Πολωνίας δημιούργησε για εμάς συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι που ζούσαν σε αυτά τα εδάφη δεν θα έπεφταν στα νύχια των φασιστών. Όμως η Πολωνία κατέρρευσε γρήγορα. Στις 17 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση εγκατέλειψε τη χώρα καταφεύγοντας στη Ρουμανία και ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι οι Γερμανοί, και παρά το σύμφωνο, μπορούσαν να προχωρήσουν περαιτέρω. Και μόνο μετά από αυτό, δόθηκαν οι αντίστοιχες οδηγίες και εντολές: ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε εδάφη που μπορούσαν να πέσουν υπό ναζιστική κατοχή.

Πολλές μετασοβιετικές χώρες βασίζουν την κρατική τους πολιτική στην καταδίκη του συμφώνου και των «μυστικών πρωτοκόλλων». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη σύγχρονη Ουκρανία. Αλλά τα σημερινά δυτικά σύνορα της Ουκρανίας είναι το αποτέλεσμα του συμφώνου.

Έτσι ακριβώς. Τα σύνορα της Ουκρανίας από το 1991 είναι δώρα από τον Λένιν, τον Στάλιν και μετά τον Χρουστσόφ. Η Δυτική Ουκρανία είναι το έδαφος που αποκτήθηκε χάρη στον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση, αλλά στην πραγματικότητα χάρη στη Ρωσία ως κύρια δημοκρατία. Στη Δυτική Ουκρανία, όταν ήταν ακόμη υπό την κυριαρχία της Αυστρίας και της Πολωνίας, δρούσε ένα πολύ σκληρό εθνικιστικό κίνημα. Πριν από τον πόλεμο, ο Μπαντέρα πολέμησε εναντίον των Πολωνών και μετά εναντίον μας στα μετόπισθεν. Από εκεί προέρχεται σε μεγάλο βαθμό η προέλευση του κινήματος Μπαντέρα, των συνεργών του Χίτλερ που εξόντωναν άμαχους πολίτες, σοβιετικούς στρατιώτες και αντάρτες. Έπρεπε να τους πολεμήσουμε πολύ σκληρά. Σήμερα στην Ουκρανία θυμούνται τα εδάφη τους, αλλά για κάποιο λόγο δεν γράφουν ποτέ στα σχολικά τους βιβλία ότι τα σύνορα που είχε η Ουκρανία το 1991 ήταν κυρίως χειρονομίες καλής θέλησης εκ μέρους της Ρωσίας. Κατά τη γνώμη μου, για τη Σοβιετική Ουκρανία τέτοια δώρα ήταν υπερβολικά, αλλά για τους εθνικιστές έγιναν πρόσφορο έδαφος για την προώθηση των νεοναζιστικών ιδεών τους.

Δεδομένων όλων αυτών των πολιτικών και ιστορικών προεκτάσεων, τι σημασία έχει το σύμφωνο για εμάς σήμερα;

Τεράστια. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως επίτευγμα και νίκη της σοβιετικής διπλωματίας εκείνης της περιόδου. Διαφορετικά, ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερες απώλειες και κακουχίες για εμάς. Η σημερινή παγκόσμια κατάσταση θυμίζει από πολλές απόψεις εκείνη που αναπτύχθηκε κατά την προπολεμική πολιτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '30 και στις αρχές της δεκαετίας του '40 του περασμένου αιώνα.
Βλέπουμε ότι οι δυτικές χώρες, που τότε υποστήριζαν τον Χίτλερ, σήμερα υποστηρίζουν τους νεοναζί στην Ουκρανία, θέλοντας να τους βάλουν εναντίον μας. Η Ουκρανία τροφοδοτείται με όπλα και χρήματα με τον ίδιο τρόπο όπως η Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε μεγάλο βαθμό χάρη στις δυτικές δυνάμεις, τις εταιρείες και τα οικονομικά συμφέροντα.
Ο παράγοντας της ύπαρξης βαθιών γεωπολιτικών αντιθέσεων και η ψυχική επιθυμία της Δύσης να μας εξαφανίσει δεν έχει εξαλειφθεί. Άλλωστε, πίσω από τον Χίτλερ, μάλιστα, στεκόταν ολόκληρη η Ευρώπη, κατακτημένη από αυτόν ή συνεργαζόμενη μαζί του. Ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από τη ναζιστική σβάστικα. Και σήμερα, η ενωμένη Ευρώπη μας κοιτάζει επιθετικά, θέλοντας να μας εξαφανίσει. Όπως τότε, οι μόνοι μας σύμμαχοι είναι ο στρατός και το ναυτικό μας, καθώς και η Λευκορωσία.
Ως εκ τούτου, η αυτάρκεια, η οικονομία και η ανησυχία για την ασφάλειά μας θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή. Είναι απαραίτητο να εξαχθούν σοβαρά συμπεράσματα και να βασιστούμε στην εμπειρία των εγγράφων που είναι αποθηκευμένα στα αρχεία μας και σε αυτά του εξωτερικού.

Πηγή: https://vz.ru/politics/2024/8/23/1283186.html






Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Αναζητώντας το θαύμα πριν τον γκρεμό


Το «Finis Graeciae», πλέον, δεν αποτελεί πρόβλεψη μόνον των πεσιμιστών της ιστορίας. Συνιστά μια κοινή παραδοχή για τη μοιραία εξέλιξη στην οποία μας οδηγεί η ραγδαία απίσχναση του ελληνισμού. Οι αριθμοί, που δεν ψεύδονται, καταδεικνύουν τη θλιβερή πραγματικότητα.

Η δημογραφική συρρίκνωση είναι άνευ προηγουμένου. Οι θάνατοι σχεδόν διπλάσιοι των γεννήσεων -το 2023, 71 χιλιάδες γεννήσεις έναντι 127 χιλιάδων θανάτων. Θυμίζουμε ότι τη δεκαετία του 1930 οι γεννήσεις ήταν σταθερά γύρω στις 180.000. Η πυρηνική οικογένεια καταρρέει, είτε λόγω οικονομικής στενότητας που λειτουργεί αποτρεπτικά στην απόκτηση παιδιών, είτε λόγω κυρίαρχων ναρκισσιστικών προτύπων, που γιγαντώθηκαν κατά την μεταπολιτευτική περίοδο και σήμερα επιβάλλονται ως κυρίαρχη ιδεολογία.

Ταυτόχρονα, η φυγή των νέων στο εξωτερικό προς άγραν εργασίας συνεχίζεται αδιάκοπα. Οι διαφορές στις αποδοχές είναι τέτοιες που το όνειρο κάθε τελειόφοιτου των ελληνικών ΑΕΙ είναι πώς να πετάξει μακριά για να βρει τη τύχη του. Μοιραία, η ελληνική κοινωνία γηράσκει καταθλιπτικά γρήγορα. Ο μέσος ηλικιακός όρος έχει εκτιναχθεί. Η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της ανέρχεται στα 46,1 έτη.

Τι μπορεί, όμως, να περιμένει κάποιος από έναν γηρασμένο πληθυσμό; Νέες ιδέες, υψηλή παραγωγικότητα, αμφισβήτηση του κατεστημένου, πατριωτική έξαρση; Μα αυτά συμβαίνουν σε κοινωνίες που σφύζουν από ζωή, από νιάτα, από εσωτερική ένταση. Αρκούν τα παραδείγματα συσχέτισης της δημογραφικής ευρωστίας με την Γαλλική, τη Ρωσική αλλά και την Ελληνική Επανάσταση.

Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, στην Ελλάδα του εγγύς μέλλοντός μας δεν θα συμβεί τίποτε το θεαματικό, τέτοιο τουλάχιστον που θα αντιστρέψει τον ρου μιας φθοροποιού κατάπτωσης. Μόνον καιροσκοπική προσαρμογή για τη διατήρηση των κεκτημένων, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων, που παραπέμπουν στον ρωμαϊκό θεσμό της πελατείας, και διεκδικήσεις μιας καλής σύνταξης.


Ήδη οι συνταξιούχοι είναι περί τα 2,5 εκατομμύρια. Γι’ αυτό το ασφαλιστικό συνοδεύει σχεδόν αντανακλαστικά τις αναφορές στη δημογραφική κατάρρευση. Από πού θα βγαίνουν οι συντάξεις! Όχι η ίδια η ουσία του έθνους που πεθαίνει. Όχι το περιεχόμενο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής μιας χώρας που μετατρέπεται σε απέραντο γηροκομείο. Πολύ περισσότερο, κουβέντα για το νόημα ύπαρξης του Ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο.

Εξάλλου, η ελληνικότητα διαχρονικά ήταν φορέας υψηλής πνευματικότητας. Σήμερα, όμως, που το πνεύμα καταδικάζεται στην εξορία της λησμονιάς, καθίσταται περιττή και η ελληνική συνιστώσα. Είναι βολικότερο, επομένως, να μιλούμε για το ελληνικό κράτος με όρους εμπορικής εταιρείας. Ως εκ τούτου, γιατί η πρόταση για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος να μην είναι η πρόσληψη νέου, φθηνού πρωτίστως για τις ισχυρές εγχώριες και αλλοδαπές επιχειρήσεις, εργατικού δυναμικού από τις αθρόες μεταναστευτικές ροές ασιατικής και αφρικάνικής προέλευσης;

 

Το πολιτισμικό στοιχείο, οι θρησκευτικές, εθνικές, ακόμη και γλωσσικές ταυτότητες, ωθούνται βιαίως στον ιδιωτικό χώρο, με νομική θεσμοθέτηση θεμελιωμένη στην ιδεολογική βάση που παρέχει ο ολοκληρωτικός δικαιωματισμός, για να δοθεί άπλετος ο δημόσιος, στην οικονομική διάσταση των σχέσεων. Αν και η ματαιότητα της δυστοπίας αποκαλύπτεται σταδιακώς μαζί με την επικινδυνότητά της, καθώς εκδηλώνεται με χαοτικά φαινόμενα.

 

Η παρακμιακή κατάπτωση, όμως, δεν περιορίζεται σε μια γραμμική διαδικασία. Η διαιώνιση των ζωτικών προβλημάτων επενεργεί διαλυτικά σε ολόκληρο τον «οργανισμό», επιταχύνοντας το τέλος του ή, όταν πρόκειται για συλλογικές οντότητες, την μετάλλαξή τους. Δεν συνεπάγεται, επομένως, ότι το 2070 η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι Ελλάδα, και απλώς θα κατοικείται από 7,5 εκατομμύρια κατοίκους, όπως προβλέπει η εκ νέου αναθεωρημένη προς τα κάτω, πρόβλεψη της Eurostat.


Τίποτε, για παράδειγμα, δεν εγγυάται ότι οι κάτοικοι της χώρας θα εξακολουθούν να είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες στη συνείδηση, ή ακόμη ότι η επικράτειά της θα παραμείνει αλώβητη. Η ιστορία, δυστυχώς για τον Φουκουγιάμα, που εγκαίρως ομολόγησε την αυταπάτη του για να διασώσει το κύρος του, αλλά πολύ περισσότερο για εμάς, δεν τελείωσε με το φωτογραφικό θριαμβευτικό ενσταντανέ της Δύσης, εκεί κάπου στις αρχές του 1990.

Γιατί, πέρα από την μεταναστευτική πλημμυρίδα τού, σε δημογραφικό οργασμό, παγκοσμίου νότου, παραμονεύουν οι υπαρκτές απειλές γειτόνων, που διεκδικούν, χωρίς να το κρύβουν, αύξηση του ζωτικού τους χώρου εις βάρος της Ελλάδας. Όπως είχε περιγράψει ο Καζαντζάκης, η οσμή της σήψης ενός έθνους ελκύει τα ισχυρά αρπακτικά.

Και για τον Ελληνισμό -σε Ελλάδα και Κύπρο- η Τουρκία, με όποια ηγεσία, ισλαμική ή κεμαλική, ήταν, είναι και θα είναι το μεγάλο αρπακτικό που τον απειλεί με κατασπάραξη, όχι μόνον εδαφική αλλά και ανθρωπολογική.

Υπάρχει, άραγε, κάποια χαραμάδα ελπίδας σε αυτό τον ιστορικό ζόφο, μια σανίδα σωτηρίας μέσα στον κατακλυσμό, πέρα από, τουλάχιστον για τους πλέον ενσυνείδητους, μιας ηρωικής ενατένισης του τέλους; Αν και το να πεθάνεις υπερηφάνως και αξιοπρεπώς σε εποχή παρακμής δεν είναι διόλου εύκολο. Όποιος, βεβαίως, το επέτυχε μετέτρεψε την μοιραία παροντική ήττα σε διαχρονική πνευματική νίκη, όπως μας δίδαξε ο Παλαιολόγος αλλά και τόσοι άλλοι που έμειναν αθάνατη σπορά στην λαϊκή μνήμη. 

Ποιο θα μπορούσε, λοιπόν, να ήταν το προνομιακό πεδίο που θα έκανε τη διαφορά, θα ανέτρεπε την νομοτέλεια της πτώσης, θα έδινε κάποια «φτερά», έστω και αν δεν είναι τα «πρωτινά, τα μεγάλα». 

Μήπως, η οικονομία, που μπορεί όντως να κινητοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ισχύος; Δυστυχώς, τα δεδομένα συνεχίζουν να είναι άκρως απογοητευτικά για την καχεκτική παραγωγική δυναμική της χώρας. Η όποια ανάπτυξη καταγράφεται, και υπερπροβάλλεται σαν μαγική εικόνα, οφείλεται α) στις εισροές χρήματος από την Ε.Ε., για την εφαρμογή προγραμμάτων «πράσινης μετάβασης» και συναφών στόχων των κέντρων λήψης αποφάσεων, β) τον σωτήριο μεν αλλά ευμετάβλητο, και άκρως  διαβρωτικό ηθικών αξιών, κοινωνικών δεσμών και φυσικού περιβάλλοντος, τουρισμό και γ) το ξεπούλημα της ελληνικής ακίνητης περιουσίας σε αλλοδαπά κερδοσκοπικά, funds  – συχνά, όπως είχε πει ο Κώστας Σημίτης (“Οικονομική Επιθεώρηση”, Μάρτιος 2023), με δάνεια των ελληνικών τραπεζών! Προφανώς, αυτού του είδους η ανάπτυξη έχει κοντά ποδάρια και, κυρίως, δεν οδηγεί σε ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση, που χρειάζεται η χώρα για να μπορέσει να επιβιώσει, να κρατήσει τα παιδιά της και να αναζωογονήσει την ημιθανή, σε μεγάλο μέρος της, περιφέρεια. Τα πράγματα καθίστανται χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που επηρεάζει καταλυτικά την, έτσι και αλλιώς, εξαρτημένη από πλείστα κέντρα πολιτική ζωή.

Αποκαρδιωτική, όμως, είναι και η εικόνα του κράτους και των θεσμών του. Οι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, κυρίως μέσω των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν είναι ικανές να πυροδοτήσουν μια «επανάσταση» από τα πάνω. Ακόμη και να υπήρχε αυτή η πρόθεση, αδυνατούν να ανταποκριθούν οι κρατικές δομές, ενώ η «κρατική ιδεολογία» δεν εκπληρώνει την αποστολή της, καθώς, κατά την αναγκαία μεταπολιτευτική μετάβαση στον εκδημοκρατισμό και την προσαρμογή της στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ε.Ε., έχασε τον αρχικό εθνοκεντρικό της χαρακτήρα.

Τέλος, η ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη, μια μείξη παλαιών και κυρίως νέων τζακιών των τελευταίων δεκαετιών, με έντονη την παρασιτική, οικονομική και ιδεολογική, λειτουργία, επίσης δεν δείχνει σοβαρή διάθεση να ηγηθεί μιας συλλογικής προσπάθειας εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το βαλτωμένο ιστορικό τοπίο, ως ύστατη επιλογή προκρίνει την, ει δυνατόν, ολοκληρωτική παραχώρηση της χώρας σε διεθνή κέντρα επιρροής, τα οποία σε αντάλλαγμα θα εγγυώνται την επιβίωσή της. Το δικαιολογητικό ιδεολογικό μοτίβο της απάρνησης των εθνικών ευθυνών από την ηγετική ελίτ εστιάζεται στην ανάγκη ταύτισης με τον δυτικό κόσμο. Εξ ου και η επιμονή στην καταξίωση πρωταγωνιστών της σύγχρονης ιστορίας μας που εμφορούνταν στην εποχή τους από ανάλογες αντιλήψεις, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έναντι των δημοφιλών στην εθνική συλλογική μνήμη αγωνιστών της ανεξάρτητης τάσης. Το αφήγημα, ωστόσο, χωλαίνει στην εφαρμογή του. Αφενός, η δύση δεν δείχνει, έως σήμερα τουλάχιστον, καμία πρόθεση να αναδείξει την Ελλάδα σε συνοριακό της προπύργιο. Αντιθέτως, εξακολουθούν να είναι έντονες οι δυτικές πιέσεις, ίσως και με την αναμονή για την μετα-Ερντογάν εποχή, για σοβαρές παραχωρήσεις προς την νεοοθωμανική Τουρκία, ώστε η τελευταία να έχει κίνητρο να μην απομακρυνθεί περισσότερο από το δυτικό στρατόπεδο. Αν και δεν λείπουν οι ημεδαποί πρόθυμοι που εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση, στο όνομα υποτίθεται του ρεαλισμού αλλά ενίοτε και του κέρδους τους. Αφετέρου, η ίδια η δύση έχει βυθιστεί σε μια σύνθετη κρίση, που εκτός από οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, εκδηλώνει και ταυτοτικά. Η επέλαση εναντίον των εθνικών συνειδήσεων, των ιστορικών παραδόσεων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων που βυσσοδομεί στον ευρωπαϊκό χώρο επιτείνει μοιραία τη διαλυτική πορεία που υφίσταται η Ελλάδα. Αναμφίβολα, μια σοβαρή πανευρωπαϊκή αντίδραση στα υπονομευτικά ιδεολογήματα θα ήταν προς όφελος και της ελληνικής υπόθεσης. Αλλά αυτό προϋποθέτει και ένα βαθμό χειραφέτησης από τον αμερικανικό παράγοντα, προοπτική, ωστόσο, δυσδιάκριτη στο ορατό μέλλον. 

Ασφαλώς σε όλες τι πιο πάνω διαπιστώσεις η πραγματικότητα δεν είναι μονόχρωμη. Υφίστανται σε όλα τα επίπεδα στοιχεία δυναμικά, αξιόπιστα και ελπιδοφόρα, αλλά παραμένουν μειοψηφικά, δεν είναι αυτά που δίνουν τον τόνο, που καθορίζουν την γενική πορεία. 

Έτσι, λοιπόν, στην άκρη του γκρεμού, αναζητούμε ένα θαύμα για τη σωτηρία. Θαύμα όχι εξ ουρανού, αλλά γήινο, με την μορφή ενός δημιουργικού «ανορθολογικού» κύματος εντός της κοινωνίας, που, αψηφώντας τη «ρεαλιστική» λογική της φθοράς, μπορεί να ανατρέψει τη φορά των πραγμάτων. Ανορθολογισμός που θα απορρίπτει τον υλιστικό ατομικισμό, την τυραννία της εικόνας και της ομοιομορφίας και θα επιζητά τη συγκρότηση ήθους. Κύμα που θα κατέληγε στο βάθος του χρόνου σε ζύμη μιας πιθανής αναγέννησης. Άραγε, γίνονται ακόμη θαύματα στην εποχή μας;