Αν τυχόν κάποιος επιδιώξει να κατανοήσει τη ρωσική ιστορία, από τις απαρχές της έως και σήμερα, παραμερίζοντας τη θρησκευτική διάσταση, θα αποτύχει οικτρά. Όλες οι ιστορικές περιπέτειες αλλά, κυρίως, οι εσωτερικές διαδρομές της ρωσικής ψυχής είναι στενά συνυφασμένες με τις ορθόδοξες παραδόσεις, τις παρεκκλίσεις, τις επιθέσεις που δέχθηκαν, τη σχέση εντέλει του κράτους με την Εκκλησία και τη ρωσική ορθοδοξία. Με τον πληρέστερο και συνάμα βαθύτερο τρόπο μας παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια ο πραγματικά σημαντικός π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (1893-1979) στο μνημειώδες βιβλίο του «Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας», ο α΄ τόμος του οποίου εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις πριν λίγα χρόνια (2019) από τις Θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις «Αθανασίου Αλτιντζή». Πρόκειται για μια άρτια έκδοση, σε εξαίρετη μετάφραση της Ευτυχίας Β. Γιούλτση, πλούσιο σχολιασμό και στο πολυτονικό. Το βιβλίο, παρά τον όγκο του -613 σελίδες-, διαβάζεται χωρίς δυσκολία, όχι μόνον λόγω της ωραίας γλώσσας του, αλλά και του ειρμού του, που συνδέει με συνεχή ροή σχεδόν 1000 έτη ιστορίας.
Ο Φλορόφσκυ, που ήταν ουκρανικής καταγωγής και εκπρόσωπος της σπουδαίας πλειάδας των διανοούμενων που βρέθηκαν ως πρόσφυγες στη Δύση, μετά την επικράτηση της επανάστασης του 1917, ως κεντρικό άξονα της ανάλυσής του αναδεικνύει τη σχέση της ρωσικής Ορθοδοξίας με την ελληνική πατερική παράδοση. Η σχέση αυτή δοκιμάζεται διαχρονικά από ποικίλους παράγοντες, όπως το παγανιστικό ψυχολογικό υπόστρωμα του ρωσικού λαού, τον ρωσικό «εθνικισμό» ως δύναμη συγκρότησης και ενίσχυσης του ρωσικού κρατισμού και τις δυτικές, κυρίως καθολικές, αλλά και προτεσταντικές, επιρροές που αλλοιώνουν τη βυζαντινή παράδοση. Απέναντί τους διακρίνει διορθωτικές και ανορθωτικές κινήσεις, όπως των Γερόντων της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα ή της μοναστικής αναγέννησης στα τέλη του 18ου αιώνα, που προκάλεσε και την πνευματική έκρηξη του επόμενου αιώνα, στη ρωσική Θεολογία, Λογοτεχνία και Φιλοσοφία.
Ρωσία-Βυζάντιο και ο δυισμός της ρωσικής φύσης
Ο Φλορόφσκυ, αναφερόμενος στην μύηση των Ρώσων στην Ορθοδοξία, επιχειρεί να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα γιατί ο παλαιός ρωσικός κόσμος παρέμεινε «αδιαμόρφωτος και σιωπηρός», παρά την απαράμιλλη εικονογραφία, που έφθασε στο απόγειό της με τον Ρουμπλιώφ, και χαρακτηρίστηκε ως «Θεολογία με χρώματα». Μάλιστα, από μερίδα διανοούμενων, η περίοδος αυτή απαξιώθηκε πλήρως ως οπισθοδρομική, λόγω της επιρροής του «άθλιου» Βυζαντίου, κατά τον Π. Τσαντάαγιεφ, «γενάρχη» των Ρώσων δυτικιστών του 19ου αιώνα. Ο Φλορόφσκυ απορρίπτει την παραπάνω προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι «στη διάρκεια του 10ου αι. το Βυζάντιο ήταν η μόνη χώρα, μέσα σε ολόκληρο τον ‘‘ευρωπαϊκό’’ κόσμο, με γνήσιο πνευματικό πολιτισμό και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μια ζωντανή πηγή πολιτισμού, που η δημιουργική του ένταση επέζησε ακόμη και σε περίοδο πολιτικής παρακμής και κατάρρευσης» (σ.18). Όσον αφορά την παλαιά Ρωσία ξεκαθαρίζει ότι η κρίση της ήταν όχι έλλειψης πολιτισμού αλλά, αντιθέτως, κρίση πολιτισμού. Εν πολλοίς, όμως, οφείλετο στον τρόπο που αφομοίωνε τις βυζαντινές επιρροές, αλλά και στη συνέχεια στην απότομη διακοπή των σχέσεων με την βυζαντινή παράδοση, λόγω των ιστορικών συγκυριών. «Ο πυρήνας και η ουσία της πνευματικής κρίσης ήταν η απόρριψη των ‘‘Ελλήνων’’ από την πλευρά της Ρωσίας». (σελ. 19). Επιπλέον, επιμένει ότι σε καμία φάση της ιστορίας η Ρωσία δεν απομονώθηκε και δεν αποσπάστηκε από τον περίγυρό της, δηλαδή και από την Ευρώπη, όπως, εντελώς λανθασμένα, έχει επικρατήσει να υποστηρίζεται.
Ο συγγραφέας περιγράφει έξοχα -αναμφίβολα η ωραιότερη περιγραφή που έχω υπ’ όψιν μου- τον δυισμό της Ρωσίας, κάνοντας λόγο για τη διαμόρφωση δύο πολιτισμών, της «ημέρας» και της «νύχτας». Αφενός ο «διανοητικός» χριστιανισμός των ανώτερων στρωμάτων. Αφετέρου, ένας συγκρητισμός παγανιστικών αντιλήψεων, αρχαίων μύθων και χριστιανικής φαντασίας και ονείρου, που κατέκλυσε τα λαϊκά στρώματα, και ως ρεύμα κυλούσε υπόγεια στη δική του ζωή, για να εκδηλώνεται, κατά καιρούς, στην επιφάνεια με ένταση και ταραχή.
Αντιθέτως, δεν βλέπει κανένα ρήγμα στην πολιτισμική συνέχεια του ρωσικού πολιτισμού μετά την επιβολή του ταταρικού ζυγού τον 13ο αιώνα, και την μεταφορά του κέντρου της ρωσικής ζωής από το Κίεβο στα βορειοανατολικά. Όπως λέει, αυτή η νέα κατάσταση «δεν αποτελεί μια ξεχωριστή περίοδο στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού», απλώς «η πραγματική πολιτιστική κίνηση κινείται και μετατοπίζεται στον βορρά». (σ.34) Απορρίπτει, επίσης, τη θεωρία ότι η νέα άνθηση οφειλόταν στη «μεταφορά του διαφωτισμού» από το πολιτισμένο Κίεβο προς την ημιβάρβαρη περιοχή, που ήταν και η Μόσχα, καθώς οι σπόροι που άνθισαν στα νέα ρωσικά κέντρα είχαν πέσει πολύ νωρίτερα. Εξάλλου, ακόμη και στα χρόνια του ταταρικού ζυγού ο ρωσικός κόσμος δεν έπαψε να δέχεται θετικές επιρροές από την «Αναγέννηση των Παλαιολόγων» και τον Ησυχασμό, μέσω πλήθους μεταφράσεων, από τον Μ. Βασίλειο έως τον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη. Αυτή η εισροή είχε ως αποτέλεσμα μια πνευματική αφύπνιση, που αποτυπώνεται στην ερημητική και μοναστική αναγέννηση, με κύριο εκπρόσωπο τον Άγιο Σέργιο του Ραντόνεζ, και στη ρωσική εικονογραφία, που εγκαινιάζει ο Θεοφάνης ο Έλληνας.
Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, εκδηλώνεται και μια διαμάχη Μόσχας-Βυζαντίου, που ο Φλορόφσκυ την αποδίδει στην εθνικοπολιτική αφύπνιση της συνείδησης στο Μοσχοβίτικο κράτος. Έτσι, θεωρεί απλώς ως αφορμή για το σχίσμα την, επονείδιστη για τους Ρώσους, συμμετοχή στην σύνοδο Φλωρεντίας-Φερράρας του Έλληνα υποψηφίου για την θέση του Μητροπολίτη Μόσχας, και εν συνεχεία καρδιναλίου, Ισιδώρου.
Η Τρίτη Ρώμη
Με την άλωση της Πόλεως, ξεκινά στην Μοσκοβία μια διαδικασία απομάκρυνσης από τη βυζαντινή κληρονομιά. Κάτι που αποτυπώνεται στη ρήση του μοναχού Φιλόθεου, για τη «Τρίτη Ρώμη». Για τον Φλορόφσκυ η διατύπωση αυτής της θεωρίας αφενός έδινε, στο πλαίσιο ενός ασυγκράτητου μεσσιανισμού και αποκαλυπτικότητας, στη Ρωσία την ευθύνη για όλον τον ορθόδοξο κόσμο, με ό,τι συνεπαγόταν αυτός ο προορισμός, δηλαδή ταπείνωση και φόβο Θεού. Αφετέρου, όμως, άνοιξε την οδό της αποκοπής από το Βυζάντιο, καθώς η Τρίτη Ρώμη αντικαθιστά και δε συνεχίζει τη Δεύτερη. Αναδύεται δυσπιστία για τους Έλληνες που ζουν υπόδουλοι στο βασίλειο των άθεων Τούρκων. Αυτή η ρήξη με την ελληνική παράδοση οδηγούσε στο ότι «η ιστορική οικουμενική παράδοση ήταν δυνατό να επισκιαστεί και να αντικατασταθεί από μια τοπική και εθνική, που θα περιόριζε την οικουμενική μέσα σε αυθαίρετα όρια της ιδιαίτερης και εθνικής μνήμης της Ρωσίας». (σ.45) Οι διεργασίες αυτές συνοδεύτηκαν με στροφή προς τη Δύση. Κρίνει, μάλλον αυστηρά, ακόμη και τον γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας με τον Ιβάν Γ΄, ως «την αρχή του ρωσικού δυτικισμού», και όχι μια βυζαντινή αποκατάσταση. Δυτική «όχι μόνο πολιτικά, αλλά και πολιτιστικά» ήταν και η στάση του Ιβάν Δ΄, του λεγόμενου Τρομερού, καθώς, όπως είχε πει, «η πίστη μας είναι χριστιανική όχι ελληνική» είχε πει στον Ιησουίτη Possevino.
Σε ένα περιβάλλον έντονων εθνικών, κοινωνικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων ήταν επόμενο να εμφανιστούν θρησκευτικές και ενδοεκκλησιαστικές έριδες. Μια από τις πρώτες σοβαρές αναταραχές ήταν αυτή των λεγόμενων ιουδαϊζόντων, καθώς ο αρχικός φορέας των καινοφανών αντιλήψεων θεωρήθηκε ο Εβραίος Zakhar, από το Κίεβο. Απέναντι στην «ιουδαϊκή αίρεση», που ήταν μάλλον μια απόπειρα πιο ελεύθερης σκέψης και όχι αίρεση, η Εκκλησία στράφηκε για βοήθεια στην λατινική Δύση. Ιδιαιτέρως, στο Νόβγκοροντ, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Λατίνοι, έγινε σοβαρή μεταφραστική εργασία, με βάση τις δυτικές πηγές. Έτσι οι βίοι Αγίων και τα μορφωτικά βιβλία θα βρεθούν να είναι εμποτισμένα με λατινικό πνεύμα.
Εν συνεχεία, στη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του Ιωσήφ της Μονής Βολοκαλάμσκ με τους Γέροντες της Ερήμου πέρα από τον Βόλγα, όπως ήταν ο Άγιος Νείλος Σόρσκι, ο Φλορόφσκυ βλέπει το διακύβευμα ως κάτι βαθύτερο από την μοναστική περιουσία, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, δύο διαφορετικά ιδεώδη: «Οι πρώτοι ζητούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο με τη βοήθεια της κοινωνικής εργασίας× οι δεύτεροι επιχειρούσαν να υπερνικήσουν τον κόσμο μεταμορφωνοντάς τον και μορφώνοντας μέσα του έναν νέο άνθρωπο, με τη δημιουργία μιας νέας ανθρώπινης προσωπικότητας».(σ.69-70) Φθάνει μάλιστα στο σημείο να διαπιστώσει μια σύγκρουση «μεταξύ λατινικού και ελληνικού πνεύματος».(σελ. 59)
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στον Μάξιμο τον Γραικό και τη σκληρή μεταχείριση που έτυχε από την εξουσία. Κατάληξη που ήταν μοιραία ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις, που ενώ η μια έβλεπε στην Τρίτη Ρώμη ένα δυναμικό βασίλειο, η άλλη, αυτή του Μάξιμου, αντίκριζε μόνον μια πόλη, «περιπλανώμενη στην άγρια ερημιά». Όταν εκδηλώνεται το σχίσμα του 17ου αιώνα, την εποχή του τσάρου Φιόντορ, η θεωρία της Τρίτης Ρώμης, όπως γράφει, από αποκαλυπτικό προμήνυμα είχε μεταβληθεί πλέον ολοκληρωτικά σε κρατική ιδεολογία, και το Βυζάντιο ήδη είχε απορριφθεί.
Την εποχή αυτή λαμβάνει χώρα και το σχίσμα στη ρωσική Εκκλησία, που προκλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα. Ο Νίκων, τον οποίο διέκρινε μια ελληνολατρεία, χωρίς να γνωρίζει τη βυζαντινή παράδοση, και επηρεασμένος από τον πατριάρχη Αντιοχείας, Μακάριο, προσπάθησε να αλλάξει το τυπικό της εκκλησίας και διάφορα άλλα στοιχεία, όπως τον σταυρό με τα δύο δάκτυλα, που χαρακτηρίστηκε ως «αρμενική αίρεση». Ενάντια στον Νίκωνα, αλλά και στον τσάρο, σε ένα κλίμα άκρως αποκαλυπτικό, μεσσιανικό, γεμάτο με ουτοπικά οράματα, εμφανίστηκαν αυτοί που θα ονομαστούν παλαιόπιστοι. Η έκρηξη αυτής της «υπόγειας» Ρωσίας επιχείρησε να δημιουργήσει κοινωνικά σχήματα απ’ όπου εξέλιπε η ιερωσύνη αλλά και η ιδιοκτησία. Το σχίσμα επιχείρησε να εξέλθει της ιστορίας και εγκαταστάθηκε εκτός των ορίων της, ενώ σύντομα τον αποκαλυπτικό φόβο τον μετέτρεψε σε έναν νέο τύπου ανθρωπισμό, με αυτοπεποίθηση στα έργα του ανθρώπου και όχι στην Θεία Χάρη. Στις κοινότητες αυτές βρήκαν θέση ακόμη και ο Πλάτων ή ο Δημοσθένης, αλλά και η λατρεία του εκούσιου θανάτου…
Η μάχη της «δυτικής Ρωσίας»
Ο Φλορόφσκυ κάνει εκτενή αναφορά στη «δυτική Ρωσία», όπως χαρακτηρίζει τη δυτική Ουκρανία και Λευκορωσία. Εδώ επικεντρώνονται οι προσπάθειες για την Ένωση των Ορθοδόξων με την Ρώμη, ένα ζήτημα που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει περισσότερο κοινωνιολογικό και πολιτιστικό και λιγότερο θεολογικό.(σ.96) Σημειώνει μάλιστα ότι απέναντι στις δυτικές πιέσεις το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προτιμούσε μια και αδιαίρετη μητρόπολη και γι’ αυτό διατηρήθηκε αυστηρά και ο τίτλος «πασών των Ρωσσιών» για τον Μητροπολίτη Μόσχας. Αντιθέτως οι τάσεις για εκκλησιαστική αυτονομία «στη δυτική Ρωσία συχνά συνόδευε μια ευνοϊκή απόκλιση προς τη Ρωμαϊκή Δύση» (σ.93), όπως έγινε με τον πρώτο Μητροπολίτη Λιθουανίας Γρηγόριο που συμμετείχε στην Σύνοδο της Κωνσταντίας (1417-1418).
Στα τέλη του 16ου αιώνα οι Ορθόδοξοι της δυτικής Ρωσίας βρέθηκαν μεταξύ δύο ισχυρών στρατοπέδων που επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Αφενός οι ρωμαιοκαθολικοί, αφετέρου οι προτεστάντες που ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στην περιοχή. «Κάτω από τέτοιες περιστάσεις θρησκευτική ελευθερία για τους Ορθοδόξους σήμαινε ακόμη ‘’εθνική ταυτότητα’’».(σ.99) Η ορθόδοξη ιεραρχία δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι’ αυτήν την μάχη με τους υψηλά καταρτισμένους καθολικούς και προτεστάντες. Έτσι, η ιεραρχία προσχώρησε στη Ουνία ενώ «το βάρος της προάσπισης της Ορθοδοξίας» έπεσε στους ώμους του λαού και του κατώτερου κλήρου.(σ.100)
Σε αυτό το πιεστικό περιβάλλον αναδεικνύονται λόγιοι που αναζητούν την ορθόδοξη απάντηση, όπως ο πρίγκηπας Ανδρέας Κούρμπσκι (1528-1583), ο οποίος θεωρούσε τον Μάξιμο τον Γραικό ως δάσκαλό του. Από την εξορία του στην πολωνολιθουανική τότε Βολινία μετέφρασε στην σλαβονική Έλληνες πατέρες, όπως τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ενώ παράλληλα μελετούσε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αναμφίβολα «αγωνίστηκε για μια αναζωπύρωση και συνέχεια της βυζαντινής κληρονομιάς στον σλαβονικό κόσμο».(σ.114)
Σπουδαίο είναι και το έργο που παράχθηκε στην Ακαδημία του Οστρόγκ, επίσης στη δυτική Ουκρανία, που ανέλαβε τον αγώνα κατά της Ουνίας με μελέτες, όπως το βιβλίο του Σμοτρίτσκι «Τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών».(1584). Το ίδρυμα αποτέλεσε απάντηση στο κολλέγιο του Αγ. Αθανασίου που ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1576 από τους Ιησουίτες για να δημιουργήσουν ουνίτικη διανόηση. Το όραμα όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια της Ακαδημίας του Οστρόγκ, στην οποία δίδαξε και ο Κύριλλος Λούκαρης, ήταν αυτό «ενός συγκλονιστικού σλαβονο-ελληνικού πνευματικού πολιτισμού».(σ.117) Εκεί εκδόθηκε και η πρώτη πλήρης Βίβλος στη σλαβονική γλώσσα.
Στην επόμενη γενιά, όμως, οι αριστοκράτες προσχωρούν στην Ουνία και τον ρωμαιοκαθολικισμό, αφήνοντας στους αστούς και κυρίως στους Κοζάκους, όπως ήταν η «Αδελφότητα των Ιπποτών του Συντάγματος Ζαπαρόζιε» την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, αλλά και άλλες αδελφότητες που ιδρύονται στα εδάφη που κατοικούν Ορθόδοξοι και κατέχονται από την Πολωνο-Λιθουανική κοινοπολιτεία. Στο Λβοφ, μάλιστα, η σχολή της αδελφότητας ιδρύθηκε από τον Αρσένιο, επίσκοπο Ελασσόνας. Σε όλη τη σημερινή Ουκρανία σημειώθηκε άνθιση των ελληνικών -αρχαίων και χριστιανικών- γραμμάτων. Η κίνηση αυτή είχε ως βασικό κίνητρο την αντιμετώπιση της Ουνίας, διότι Ουνία θα σήμαινε θρησκευτικο-πολιτιστικός εκδυτικισμός. «Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί και υπερνικηθεί μόνον με σταθερή πίστη στην ελληνική παράδοση».(σ.163)
Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυτικόφιλους και τους ανατολικούς σλαβονο-ελληνόφιλους θα ενταθεί κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Επικεφαλής της πρώτης τάσης βρέθηκε ο Μολδαβός Πέτρος Μογίλα, και μαζί του μια πλειάδα πολωνοσπουδαγμένων λογίων. Η αντιπαράθεση αποτυπώθηκε στην αντικατάσταση του παραδοσιακού Μητροπολίτη Κιέβου Ησαΐα Κοπίνσκι από τον Μογίλα, όπου έλαβε χώρα μια «σύγκρουση βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων για το βασικό πρόβλημα του εκκλησιαστικού προσανατολισμού με προεκτάσεις και στην πολιτική και την πολιτιστική διάσταση».(σ.176) Καθόλου συμπτωματικά ο Μογίλας στράφηκε στο Πολωνικό κράτος και ο Κοπίνσκι στο ορθόδοξο κράτος της Μοσκοβίας. Για τον Φλορόνσκυ οι μεταρρυθμίσεις του Μογίλα, ως Ορθόδοξος ιεράρχης, ήταν πιο επικίνδυνες από την Ουνία, την οποία οι ανατολικοί Σλάβοι την είχαν νίκησαν σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτή την περίπτωση ο κρυπτολατινισμός διείδυσε σιωπηρά και χωρίς αντίσταση. Ο εκλατινισμός αυτός, που φορέας της θα γίνει η δυτικορωσική ελίτ, σε αντίθεση με τον απλό λαό, θα μεταφερθεί και στην Μοσκοβία τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η δυτική στροφή της αυτοκρατορίας
Ο Φλορόφσκυ αναφέρεται στη διαπάλη, εντός της Μεγάλης Ρωσία, μεταξύ της δυτικόστροφης τάσης, με κυριότερους εκπροσώπους τους «Κιεβούς πρεσβύτερους» και της ελληνικής, στην οποία διακρίθηκαν κάποιοι Έλληνες. Ανάμεσα στους πρώτους, σημαντική υπήρξε η μορφή του Λευκορώσου Συμεών του Πολότσκ, παιδαγωγού των παιδιών του τσάρου. Από τους Έλληνες ξεχώρισαν οι αδελφοί Λυκούδη, που απέστειλε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, με σκοπό να ιδρύσουν Ακαδημία η οποία θα αντιμετώπιζε τη «λατινική» ομάδα. Η επίδρασή τους ήταν τόσο ισχυρή που «η πρώτη γενιά αυτών που πολύ σωστά χαρακτηρίστηκαν ‘‘λόγιοι’’ στη Ρωσία οφείλει την παιδεία τους στους αδελφούς Λυκούδη». (σ.267) Παρά, όμως, τον αγώνα της Μόσχας ενάντια στον εμφανιζόμενο φιλολατινισμό που προερχόταν από το Κίεβο, οι Κιεβοί πρόσφυγες αποδείχθηκαν ανώτεροι και τελικά, στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. «το Κίεβο βγήκε νικητής».(279)
Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος υποβίβασε την Εκκλησία, υπό την επιρροή του μεταρρυθμιστικού πυρετού, «τότε που είχε θολώσει και χαθεί η μυστική αίσθηση της Εκκλησίας×τότε που αντιμετώπιζαν την Εκκλησία σαν τίποτε περισσότερο από ένα επίγειο καθίδρυμα για την οργάνωση της λαϊκής θρησκευτικής ζωής».(σ.287) Η μεταρρύθμιση αποτέλεσε μια διάρρηξη στα πνευματικά βάθη της Ρωσίας, ενώ «η απορρόφηση των πάντων από το κράτος μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του συνιστά τον τύπο του ‘‘αστυνομικού κράτους’’». (σ.285) Στα χρόνια του Πέτρου η Ορθοδοξία έδινε πιά την εντύπωση ενός μετριοπαθούς, τελετουργικού προτεσταντισμού.
Με την Εκκλησία υποταγμένη, οι δυτικές επιρροές ενισχύονται, μέσω πάντα των προερχόμενων από την Ουκρανία, λατινοσπουδαγμένων. «Γενικά οι σχολές εκείνης της εποχής στη Μεγάλη Ρωσία δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν μόνο από ιεράρχες από την Ουκρανία. Ήταν μια εποχή που μόνο οι Ουκρανοί μπορούσαν να γίνουν επίσκοποι και αρχιμανδρίτες. Αυτοί ίδρυσαν λατινικές σχολές παντού με πρότυπα τις σχολές εκείνες που σπούδασαν οι ίδιοι. Συνήθως οι ιεράρχες αυτοί έφεραν δασκάλους (μερικές φορές ακόμη και πολωνικής καταγωγής) από το Κίεβο ή τους προσκαλούσαν για διδασκαλία».(σ.320) Μέχρι και την περίοδο διακυβέρνησης από την Μ. Αικατερίνη, αυτή η τάξη των Ουκρανών λογίων και ιεραρχών είχε τον πρώτο λόγο στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ρωσίας. Η ελληνική παράδοση επανεμφανίζεται πιο δυναμικά μόλις το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, ίσως και ως έκφραση του λεγόμενου «Ελληνικού Σχεδίου» της Αγ. Πετρούπολης.
Η μοναστική αναγέννηση
Ο 18ο αιώνας θα τελειώσει, ωστόσο, τελείως διαφορετικά από ότι άρχιζε. Από την μεταρρύθμιση προτεσταντικού προσανατολισμού καταλήγουμε, ως εκ θαύματος, στην αναγέννηση του μοναχισμού και σε μια έξαρση της εσωτερικής πνευματικής ζωής (σ. 380) Μια νέα ζωή ξεκινά στα ερημωμένα μοναστικά κέντρα. Εμφανίζονται σπουδαίες μορφές του μοναχισμού, όπως ο Τύχων Ζαντόνσκι, το βιβλίο του οποίου «Περί του αληθινού Χριστιανισμού» θεμελιώνεται όχι πλέον στη σχολαστική πολυμάθεια αλλά στην εμπειρία. Έχουμε πλέον μια ζώσα Θεολογία που αντιπαρατίθεται στο πνεύμα της εποχής του Διαφωτισμού. Το ίδιο κάνει και ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, που εγκατέλειψε την Ακαδημία του Κιέβου για να περιπλανηθεί στις σκήτες της Μολδαβίας και στο Άγιο Όρος. Ο Παΐσιος επιχειρεί να συνεχίσει το έργο του Γέροντα Αγίου Νείλου Σόρσκι, επιστρέφοντας το ρωσικό πνεύμα στους βυζαντινούς πατέρες, μέσω της επίπονης μεταφραστικής προσπάθειας που κατέβαλλε, δημιουργώντας ολόκληρο φιλολογικό κέντρο. Μάλιστα, «η δημοσίευση της σλαβονο-ρωσικής έκδοσης της Φιλοκαλίας αποτέλεσε ύψιστο γεγονός όχι μόνο στην ιστορία του ρωσικού μοναχισμού, αλλά γενικά στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού».(σ.389)
Η θρησκευτική αναγέννηση θα δώσει νέα πνοή στον μοναχισμό, αλλά θα αναβαθμίσει και την Θεολογία, που, σύμφωνα με τον Φλορόφσκι έφθασε στο ίδιο επίπεδο με τη Δύση. Αυτό αποτυπώθηκε στις εκκλησιαστικές σχολές που αναδιοργανώθηκαν με βάση τις αρχές της «θεολογίας της καρδιάς», όπου σκοπός της διδασκαλίας ήταν η παιδεία του εσωτερικού ανθρώπου.
Γι’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Φλορόφσκυ αναφέρεται και στην εμφάνιση του λεγόμενου «μυστικού τύπου», ο οποίος επηρεάζεται από δυτικά μυστικιστικά ρεύματα, και ενσαρκώνεται σε διάφορες μυστικές εταιρείες. Μια τάση που δεν άφησε ανεπηρέαστον ούτε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος φαίνεται ότι κατηχήθηκε και από την Λετονή βαρώνη von Krüdenerστον ευσεβιστικό μυστικισμό. Ενδιαφέρουσα η πληροφορία του βιβλίου ότι η βαρώνη εξορίστηκε το 1821 από την Αγία Πετρούπολη, καθώς υποστήριξε την ελληνική επανάσταση.(σ. 405)
Ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά του Φλορόφσκυ στη διαμάχη για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια, που καταργήθηκε το 1851 για να διδαχθούν οι φυσικές επιστήμες, μεταξύ του υπουργού Παιδείας, πρίγκηπα Σιρίνσκι-Σιχμάτοφ, και του υφυπουργού του, Νόροφ. Ο δεύτερος υποστήριξε την άποψη ότι τα ελληνικά «κατευθύνουν τον νου των νέων προς το υπέρτατο και το Θείο».(σ.612) Τελικά τα ελληνικά επανέρχονται στα Γυμνάσια το 1871.
Είναι περιττό να συστήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο σε όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την πνευματική ιστορία των ανατολικών Σλάβων, καθώς θεωρείται κλασσικό στη σχετική βιβλιογραφία. Ελπίζουμε μόνον ότι θα ακολουθήσει και ο δεύτερος τόμος, όπως υπόσχεται και η μεταφράστρια στο προλογικό της σημείωμα.