Πριν
από τις εκλογές του Ιανουαρίου γράφαμε[1] ότι η Μεταπολίτευση
ξεκίνησε με μια εθνική καταστροφή, αυτή της Κύπρου, και ότι είναι πολύ πιθανόν
να κλείσει με μια άλλη καταστροφή. Και αυτό θα μπορούσε να συμβεί διότι το σύνολο των παθογόνων ιδεοληψιών,
με τη ψήφο του ελληνικού λαού ως κύκνειο άσμα μια ολόκληρης εποχής, κατέλαβε τη
θέση της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής. Δυστυχώς, οι δυσοίωνες αυτές εκτιμήσεις
παραμένουν εν ισχύ, καθώς ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί το εύρος των αρνητικών συνεπειών
της διαχείρισης του προηγούμενου διαστήματος. Και μιλώντας για καταστροφή δεν
αναφερόμαστε απλά σε νέα, σκληρά οικονομικά μέτρα –η χώρα στη διαδρομή του
ελεύθερου βίου της πέρασε ουκ ολίγες φάσεις οικονομικής χρεωκοπίας- αλλά σε μη
αναστρέψιμα τετελεσμένα που αφορούν την κυριαρχία της, την εδαφική της ακεραιότητα,
την κοινωνική και εθνική συνοχή της.
Ως
πρωταρχικό αίτιο αυτής της παρακμιακής διολίσθησης είχαμε εντοπίσει τη σταθερή
επί δεκαετίες υπονόμευση της εθνοκρατικής δομής που οδήγησε στην ολοκληρωτική
αλλοίωση του λειτουργικού ρόλου του κράτους ως «οργάνου» προάσπισης των εθνικών
συμφερόντων. Και σε αυτό συνετέλεσε καταλυτικά ο τρόπος επίλυσης της κοινωνικο-πολιτικής
σύγκρουσης που διήρκεσε από τη δεκαετία του 1940 μέχρι το 1981. Ο κρατικός
τομέας κατέστη σχεδόν αποκλειστικά το πεδίο ταχείας κοινωνικής ανόδου για τους «μη
προνομιούχους» λόγω πολιτικής ταυτότητας -αυθεντικής ή μη. Η τροχιά αυτή
συνεχίστηκε ανεξέλεγκτα και ανεξάρτητα από τις πολιτικές αλλαγές, που μάλλον την
επιτάχυναν. Συνέπεια της ακόρεστης εξυπηρέτησης των «πολιτών-πελατών» υπήρξε η
ασύστολη διόγκωση του κρατικού τομέα εκεί που όχι μόνον δεν υπήρχε λόγος να επεμβαίνει
αλλά αντιστρόφως αναχαίτιζε την υγιή παραγωγική δραστηριότητα.
Ταυτοχρόνως,
όμως, η ανάγκη πολιτικής νομιμοποίησης των ελίτ, που αναδύθηκαν στο νέο τοπίο, και
οι οποίες στερούνταν αίσθησης ιστορικής συνέχειας αλλά και ηθικών ερεισμάτων,
επέβαλε τη ανάγνωση του ιστορικού παρελθόντος μέσα από μια ψευδο-αντικρατική
οπτική, που κατέληξε μοιραία στην ίδια την απαξίωση του νεο-ελληνικού έθνους-κράτους.
Η εμμονική επιστροφή στις παρεκτροπές, στις εμφύλιες συγκρούσεις, στις ήττες και στα
ελαττώματα του έθνους και του κράτους του, υπήρξε κυρίαρχο χαρακτηριστικό αρχικά
της αριστερής αφήγησης –οι διανοούμενοι της αριστεράς μετατράπηκαν σχεδόν
συλλήβδην σε οργανικούς διανοούμενους της νέας κατάστασης-, στη συνέχεια της φιλελεύθερης
αλλά, εν μέρει, και της νεο-βυζαντινής. Επαναλαμβάνουμε και εδώ ότι συνιστά
σίγουρα παγκόσμια πρωτοτυπία, οι κρατικοί λειτουργοί μιας χώρας να διέπονται από
αντικρατική ιδεολογία…
Η
εσωτερική αυτή διαδικασία, η οποία εξελίχθηκε και έφθασε στον πάτο του εθνομηδενισμού,
ενισχύθηκε από το μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον, το όραμα της ενωμένης
Ευρώπης και του «παγκόσμιου χωριού». Ακόμη και το αίτημα του εκσυγχρονισμού
ήταν εν πολλοίς κίβδηλο, καθώς επεδίωκε μάλλον την απίσχναση των κρατικών δομών
με σκοπό τη μεγιστοποίηση του παρασιτικού κέρδους. Τόσο οι ελίτ όσο και τα μεσαία
στρώματα για δύο δεκαετίες έτρεφαν τη ψευδαίσθηση ότι η προσαρμογή στις
ιδεολογικές επιταγές της παγκοσμιοποίησης, η σταδιακή διάχυση του ελληνισμού
στο ευρωπαϊκό «υπερ-ένθος», με αυτονόητη αυτοακύρωση των εγγενών χαρακτηριστικών
του, θα πραγματοποιείτο σε μια πορεία αδιάλειπτης κοινωνικής και οικονομικής
ανόδου.
Κατάληξη
της επέλασης της «ουτοπίας» συνιστά το γεγονός ότι σήμερα το κράτος αδυνατεί να ανταπεξέλθει στα ζωτικά του
καθήκοντα. Και ανάμεσα σε αυτά ιεραρχούμε ως πρωτεύοντα την αποτροπή της υποβάθμισης
της Ελλάδας σε αποσυνάγωγη της Ευρώπης και της διεθνούς κοινότητας, την αδήριτη
ανάγκη για την παραγωγική ανασυγκρότηση και συγκράτηση της μετανάστευσης των
νέων, την αναχαίτιση της νεο-οθωμανικής επιθετικότητας και την πληθυσμιακή/εθνική
αλλοίωση από τις μεταναστευτικές ισλαμικές ροές.
Η
πραγματικότητα που βιώνουμε είναι όντως πολύ πικρή, για όποιον αντέχει να την αντικρίσει
και να την παραδεχθεί. Η Ελλάδα έχει βρεθεί πλέον σε ένα οριακό σημείο, ένα
σκαλί πριν τη μετατροπή της σε αποτυχημένο κράτος-παρία. «Πετύχαμε» –γιατί
συλλογική είναι η ευθύνη ανεξάρτητα από το ποσοστό του επιμερισμού της- να
συνιστά η πατρίδα μας μια κρατική οντότητα αναξιόπιστη, προβληματική, ανίκανη
να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και τα σύνορά της. Καταφέραμε το όνομα Ελλάδα
να καταστεί αντικείμενο χλεύης, υποτίμησης ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων,
οίκτου. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι όποιες υφιστάμενες προϋποθέσεις κοινωνικής
επιβίωσης οφείλονται όχι στη δική μας βούληση, στο εκτόπισμά μας, στις δικές
μας δυνάμεις αλλά σε έξωθεν επιθυμίες και σε αλλότρια γεωστρατηγικά συμφέροντα,
που ακόμη –για πόσο όμως;- μας θέλουν εν ζωή και όχι παραδομένους στο χάος.
Οικονομικά
εξαρτημένοι από τους δανειστές μας, και υπό καθεστώς άμεσης επιτροπείας, έχουμε
εμπεδώσει την εικόνα του διεθνούς ζήτουλα, του άσωτου και κακομαθημένου μέλους
μιας οικογένειας που δεν ανήκει σε αυτήν αλλά υιοθετήθηκε για να μην μείνει
στους πέντε δρόμους. Αν, ωστόσο, προκύψει νέα υποτροπή κανείς δεν θα κλάψει από
την οριστική αποπομπή του απροσάρμοστου.
Τα
σύνορά μας έγιναν "αόρατα" και με τα χέρια κατεβασμένα παρακολουθούμε την
εκτέλεση του σχεδίου της Τουρκίας να κάνει το Αιγαίο θάλασσα χωρίς κυριαρχία
και την Ελλάδα ισλαμο-χριστιανικό βιλαέτι. Εντούτοις, η συζήτηση που διεξάγεται
στο εσωτερικό είναι για το ύψος των κονδυλίων που θα μας δοθούν για να φτιάξουμε
πολλά στρατόπεδα προσφύγων και μεταναστών.
Στην
Κύπρο έχει μπει μπροστά ο γνωστός μηχανισμός για να δοθεί επιτέλους «λύση»,
μέχρι το τέλος του έτους, τρισχειρότερη από αυτή του αλήστου μνήμης «Ανάν». Και
η Αθήνα απουσιάζει παντελώς από το πλάνο.
Εμείς, ''αγέρωχοι'', έχουμε στήσει τα οχυρά μας στα μετόπισθεν, αμυνόμενοι λυσσαλέα υπέρ
των εκατομμυρίων συντάξεων -πρόωρων, ώριμων, επικουρικών κ.ο.κ. Μια χώρα που δίνει
την αίσθηση απέραντου γηροκομείου, νοσοκομείου, ασύλου...
Με
αυτά τα χαρακτηριστικά, ποιος πιστεύει ειλικρινά ότι όλα θα πορεύονται έστω ως
έχουν, ποιος εγγυάται ότι έστω θα σερνόμαστε και θα φυτοζωούμε; Η παγκόσμια
ιστορία διδάσκει ότι οι μόνιμα ασθενείς οντότητες αργά ή γρήγορα πεθαίνουν. Όπως
είχε πει ο Καζαντζάκης τα αδύναμα έθνη βγάζουν την οσμή της σήψης. Αυτή είναι που προσκαλεί
τους «λύκους».
Τελευταία
ελπίδα σωτηρίας μας είναι η βαθιά αναδιοργάνωση του κράτους, με αποκλειστικό γνώμονα
την αντιμετώπιση των εθνικών –γεωπολιτικών, οικονομικών, δημογραφικών-
προκλήσεων. Οι αλλαγές δεν μπορεί παρά να είναι οδυνηρές. Εδώ που φθάσαμε, όμως,
δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις, και πρέπει μόνοι μας να τις λάβουμε. Η περαιτέρω εμμονή
στην αντι-κρατική, υπερ-εθνική ή αεθνική «ουτοπία» φέρνει απλώς εγγύτερα το
τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου