Οι ελληνικές ελίτ, σε κατάσταση
πρωτοφανούς σύγχυσης που προκάλεσε το κραχ του μεταπολιτευτικού
οικοδομήματος, πιάστηκαν εξ απήνης από την εκρηκτική είσοδο της Χρυσής
Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κάθε συντονισμένη αντίδραση των ΜΜΕ,
στις προεκλογικές περιόδους, κάθε κύμα υπερπροβολής των εξτρεμιστικών
συμπεριφορών των μελών της οργάνωσης, πετύχαινε το αντίθετο από το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε πως σημαντικό τμήμα της κοινωνίας
ήταν έτοιμο από καιρό να αποδεχθεί και να επικροτήσει τις συγκεκριμένες
θέσεις και πράξεις∙ ίσως ακόμη περισσότερο, να τις υιοθετήσει…
Αναμφίβολα, η εκρηκτική αύξηση της λαθρομετανάστευσης και της
εγκληματικότητας, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την απαξίωση
του πολιτικού συστήματος, αποτέλεσαν το κατάλληλο περιβάλλον για την
ισχυροποίηση της άκρας δεξιάς. Οι γενεσιουργές της, όμως, αιτίες
ανιχνεύονται πολύ πιο πριν και αρκετοί απ’ όσους σήμερα φρίττουν και
αναρωτιούνται για το φαινόμενο είναι οι ίδιοι οι ηθικοί αυτουργοί της
εμφάνισής του.
Τη δεκαετία του 1990, κατά τη δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, κυρίαρχο
ιδεολογικό ρεύμα στη χώρα κατέστη ο «εκσυγχρονισμός». Στόχος των
ηγεμονικών στρωμάτων έγινε η τάχιστη και χωρίς αναστολές διαδικασία
προσαρμογής μας στην παγκοσμιοποίηση. Η θεωρία του «παγκόσμιου χωριού»,
που υπονοούσε ουσιαστικά την κατάργηση των εθνών-κρατών, αναδεικνύεται
σε ανεπίσημο κρατικό δόγμα. Πουθενά αλλού το ιδεολόγημα αυτό δεν
εφαρμόστηκε με τέτοια ένταση όπως στην Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος είχε
επιλέξει να «αυτοκτονήσει» χάριν της παγκοσμιοποιητικής νομοτέλειας!