Το «Finis Graeciae», πλέον, δεν αποτελεί πρόβλεψη μόνον των πεσιμιστών της ιστορίας. Συνιστά μια κοινή παραδοχή για τη μοιραία εξέλιξη στην οποία μας οδηγεί η ραγδαία απίσχναση του ελληνισμού. Οι αριθμοί, που δεν ψεύδονται, καταδεικνύουν τη θλιβερή πραγματικότητα.
Η δημογραφική συρρίκνωση είναι άνευ προηγουμένου. Οι θάνατοι σχεδόν διπλάσιοι των γεννήσεων -το 2023, 71 χιλιάδες γεννήσεις έναντι 127 χιλιάδων θανάτων. Θυμίζουμε ότι τη δεκαετία του 1930 οι γεννήσεις ήταν σταθερά γύρω στις 180.000. Η πυρηνική οικογένεια καταρρέει, είτε λόγω οικονομικής στενότητας που λειτουργεί αποτρεπτικά στην απόκτηση παιδιών, είτε λόγω κυρίαρχων ναρκισσιστικών προτύπων, που γιγαντώθηκαν κατά την μεταπολιτευτική περίοδο και σήμερα επιβάλλονται ως κυρίαρχη ιδεολογία.
Ταυτόχρονα, η φυγή των νέων στο εξωτερικό προς άγραν εργασίας συνεχίζεται αδιάκοπα. Οι διαφορές στις αποδοχές είναι τέτοιες που το όνειρο κάθε τελειόφοιτου των ελληνικών ΑΕΙ είναι πώς να πετάξει μακριά για να βρει τη τύχη του. Μοιραία, η ελληνική κοινωνία γηράσκει καταθλιπτικά γρήγορα. Ο μέσος ηλικιακός όρος έχει εκτιναχθεί. Η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της ανέρχεται στα 46,1 έτη.
Τι μπορεί, όμως, να περιμένει κάποιος από έναν γηρασμένο πληθυσμό; Νέες ιδέες, υψηλή παραγωγικότητα, αμφισβήτηση του κατεστημένου, πατριωτική έξαρση; Μα αυτά συμβαίνουν σε κοινωνίες που σφύζουν από ζωή, από νιάτα, από εσωτερική ένταση. Αρκούν τα παραδείγματα συσχέτισης της δημογραφικής ευρωστίας με την Γαλλική, τη Ρωσική αλλά και την Ελληνική Επανάσταση.
Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, στην Ελλάδα του εγγύς μέλλοντός μας δεν θα συμβεί τίποτε το θεαματικό, τέτοιο τουλάχιστον που θα αντιστρέψει τον ρου μιας φθοροποιού κατάπτωσης. Μόνον καιροσκοπική προσαρμογή για τη διατήρηση των κεκτημένων, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων, που παραπέμπουν στον ρωμαϊκό θεσμό της πελατείας, και διεκδικήσεις μιας καλής σύνταξης.
Ήδη οι συνταξιούχοι είναι περί τα 2,5 εκατομμύρια. Γι’ αυτό το ασφαλιστικό συνοδεύει σχεδόν αντανακλαστικά τις αναφορές στη δημογραφική κατάρρευση. Από πού θα βγαίνουν οι συντάξεις! Όχι η ίδια η ουσία του έθνους που πεθαίνει. Όχι το περιεχόμενο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής μιας χώρας που μετατρέπεται σε απέραντο γηροκομείο. Πολύ περισσότερο, κουβέντα για το νόημα ύπαρξης του Ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο.
Εξάλλου, η ελληνικότητα διαχρονικά ήταν φορέας υψηλής πνευματικότητας. Σήμερα, όμως, που το πνεύμα καταδικάζεται στην εξορία της λησμονιάς, καθίσταται περιττή και η ελληνική συνιστώσα. Είναι βολικότερο, επομένως, να μιλούμε για το ελληνικό κράτος με όρους εμπορικής εταιρείας. Ως εκ τούτου, γιατί η πρόταση για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος να μην είναι η πρόσληψη νέου, φθηνού πρωτίστως για τις ισχυρές εγχώριες και αλλοδαπές επιχειρήσεις, εργατικού δυναμικού από τις αθρόες μεταναστευτικές ροές ασιατικής και αφρικάνικής προέλευσης;
Το πολιτισμικό στοιχείο, οι θρησκευτικές, εθνικές, ακόμη και γλωσσικές ταυτότητες, ωθούνται βιαίως στον ιδιωτικό χώρο, με νομική θεσμοθέτηση θεμελιωμένη στην ιδεολογική βάση που παρέχει ο ολοκληρωτικός δικαιωματισμός, για να δοθεί άπλετος ο δημόσιος, στην οικονομική διάσταση των σχέσεων. Αν και η ματαιότητα της δυστοπίας αποκαλύπτεται σταδιακώς μαζί με την επικινδυνότητά της, καθώς εκδηλώνεται με χαοτικά φαινόμενα.
Η παρακμιακή κατάπτωση, όμως, δεν περιορίζεται σε μια γραμμική διαδικασία. Η διαιώνιση των ζωτικών προβλημάτων επενεργεί διαλυτικά σε ολόκληρο τον «οργανισμό», επιταχύνοντας το τέλος του ή, όταν πρόκειται για συλλογικές οντότητες, την μετάλλαξή τους. Δεν συνεπάγεται, επομένως, ότι το 2070 η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι Ελλάδα, και απλώς θα κατοικείται από 7,5 εκατομμύρια κατοίκους, όπως προβλέπει η εκ νέου αναθεωρημένη προς τα κάτω, πρόβλεψη της Eurostat.
Τίποτε, για παράδειγμα, δεν εγγυάται ότι οι κάτοικοι της χώρας θα εξακολουθούν να είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες στη συνείδηση, ή ακόμη ότι η επικράτειά της θα παραμείνει αλώβητη. Η ιστορία, δυστυχώς για τον Φουκουγιάμα, που εγκαίρως ομολόγησε την αυταπάτη του για να διασώσει το κύρος του, αλλά πολύ περισσότερο για εμάς, δεν τελείωσε με το φωτογραφικό θριαμβευτικό ενσταντανέ της Δύσης, εκεί κάπου στις αρχές του 1990.
Γιατί, πέρα από την μεταναστευτική πλημμυρίδα τού, σε δημογραφικό οργασμό, παγκοσμίου νότου, παραμονεύουν οι υπαρκτές απειλές γειτόνων, που διεκδικούν, χωρίς να το κρύβουν, αύξηση του ζωτικού τους χώρου εις βάρος της Ελλάδας. Όπως είχε περιγράψει ο Καζαντζάκης, η οσμή της σήψης ενός έθνους ελκύει τα ισχυρά αρπακτικά.
Και για τον Ελληνισμό -σε Ελλάδα και Κύπρο- η Τουρκία, με όποια ηγεσία, ισλαμική ή κεμαλική, ήταν, είναι και θα είναι το μεγάλο αρπακτικό που τον απειλεί με κατασπάραξη, όχι μόνον εδαφική αλλά και ανθρωπολογική.
Υπάρχει, άραγε, κάποια χαραμάδα ελπίδας σε αυτό τον ιστορικό ζόφο, μια σανίδα σωτηρίας μέσα στον κατακλυσμό, πέρα από, τουλάχιστον για τους πλέον ενσυνείδητους, μιας ηρωικής ενατένισης του τέλους; Αν και το να πεθάνεις υπερηφάνως και αξιοπρεπώς σε εποχή παρακμής δεν είναι διόλου εύκολο. Όποιος, βεβαίως, το επέτυχε μετέτρεψε την μοιραία παροντική ήττα σε διαχρονική πνευματική νίκη, όπως μας δίδαξε ο Παλαιολόγος αλλά και τόσοι άλλοι που έμειναν αθάνατη σπορά στην λαϊκή μνήμη.
Ποιο θα μπορούσε, λοιπόν, να ήταν το προνομιακό πεδίο που θα έκανε τη διαφορά, θα ανέτρεπε την νομοτέλεια της πτώσης, θα έδινε κάποια «φτερά», έστω και αν δεν είναι τα «πρωτινά, τα μεγάλα».
Μήπως, η οικονομία, που μπορεί όντως να κινητοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ισχύος; Δυστυχώς, τα δεδομένα συνεχίζουν να είναι άκρως απογοητευτικά για την καχεκτική παραγωγική δυναμική της χώρας. Η όποια ανάπτυξη καταγράφεται, και υπερπροβάλλεται σαν μαγική εικόνα, οφείλεται α) στις εισροές χρήματος από την Ε.Ε., για την εφαρμογή προγραμμάτων «πράσινης μετάβασης» και συναφών στόχων των κέντρων λήψης αποφάσεων, β) τον σωτήριο μεν αλλά ευμετάβλητο, και άκρως διαβρωτικό ηθικών αξιών, κοινωνικών δεσμών και φυσικού περιβάλλοντος, τουρισμό και γ) το ξεπούλημα της ελληνικής ακίνητης περιουσίας σε αλλοδαπά κερδοσκοπικά, funds – συχνά, όπως είχε πει ο Κώστας Σημίτης (“Οικονομική Επιθεώρηση”, Μάρτιος 2023), με δάνεια των ελληνικών τραπεζών! Προφανώς, αυτού του είδους η ανάπτυξη έχει κοντά ποδάρια και, κυρίως, δεν οδηγεί σε ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση, που χρειάζεται η χώρα για να μπορέσει να επιβιώσει, να κρατήσει τα παιδιά της και να αναζωογονήσει την ημιθανή, σε μεγάλο μέρος της, περιφέρεια. Τα πράγματα καθίστανται χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που επηρεάζει καταλυτικά την, έτσι και αλλιώς, εξαρτημένη από πλείστα κέντρα πολιτική ζωή.
Αποκαρδιωτική, όμως, είναι και η εικόνα του κράτους και των θεσμών του. Οι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, κυρίως μέσω των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν είναι ικανές να πυροδοτήσουν μια «επανάσταση» από τα πάνω. Ακόμη και να υπήρχε αυτή η πρόθεση, αδυνατούν να ανταποκριθούν οι κρατικές δομές, ενώ η «κρατική ιδεολογία» δεν εκπληρώνει την αποστολή της, καθώς, κατά την αναγκαία μεταπολιτευτική μετάβαση στον εκδημοκρατισμό και την προσαρμογή της στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ε.Ε., έχασε τον αρχικό εθνοκεντρικό της χαρακτήρα.
Τέλος, η ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη, μια μείξη παλαιών και κυρίως νέων τζακιών των τελευταίων δεκαετιών, με έντονη την παρασιτική, οικονομική και ιδεολογική, λειτουργία, επίσης δεν δείχνει σοβαρή διάθεση να ηγηθεί μιας συλλογικής προσπάθειας εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το βαλτωμένο ιστορικό τοπίο, ως ύστατη επιλογή προκρίνει την, ει δυνατόν, ολοκληρωτική παραχώρηση της χώρας σε διεθνή κέντρα επιρροής, τα οποία σε αντάλλαγμα θα εγγυώνται την επιβίωσή της. Το δικαιολογητικό ιδεολογικό μοτίβο της απάρνησης των εθνικών ευθυνών από την ηγετική ελίτ εστιάζεται στην ανάγκη ταύτισης με τον δυτικό κόσμο. Εξ ου και η επιμονή στην καταξίωση πρωταγωνιστών της σύγχρονης ιστορίας μας που εμφορούνταν στην εποχή τους από ανάλογες αντιλήψεις, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έναντι των δημοφιλών στην εθνική συλλογική μνήμη αγωνιστών της ανεξάρτητης τάσης. Το αφήγημα, ωστόσο, χωλαίνει στην εφαρμογή του. Αφενός, η δύση δεν δείχνει, έως σήμερα τουλάχιστον, καμία πρόθεση να αναδείξει την Ελλάδα σε συνοριακό της προπύργιο. Αντιθέτως, εξακολουθούν να είναι έντονες οι δυτικές πιέσεις, ίσως και με την αναμονή για την μετα-Ερντογάν εποχή, για σοβαρές παραχωρήσεις προς την νεοοθωμανική Τουρκία, ώστε η τελευταία να έχει κίνητρο να μην απομακρυνθεί περισσότερο από το δυτικό στρατόπεδο. Αν και δεν λείπουν οι ημεδαποί πρόθυμοι που εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση, στο όνομα υποτίθεται του ρεαλισμού αλλά ενίοτε και του κέρδους τους. Αφετέρου, η ίδια η δύση έχει βυθιστεί σε μια σύνθετη κρίση, που εκτός από οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, εκδηλώνει και ταυτοτικά. Η επέλαση εναντίον των εθνικών συνειδήσεων, των ιστορικών παραδόσεων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων που βυσσοδομεί στον ευρωπαϊκό χώρο επιτείνει μοιραία τη διαλυτική πορεία που υφίσταται η Ελλάδα. Αναμφίβολα, μια σοβαρή πανευρωπαϊκή αντίδραση στα υπονομευτικά ιδεολογήματα θα ήταν προς όφελος και της ελληνικής υπόθεσης. Αλλά αυτό προϋποθέτει και ένα βαθμό χειραφέτησης από τον αμερικανικό παράγοντα, προοπτική, ωστόσο, δυσδιάκριτη στο ορατό μέλλον.
Ασφαλώς σε όλες τι πιο πάνω διαπιστώσεις η πραγματικότητα δεν είναι μονόχρωμη. Υφίστανται σε όλα τα επίπεδα στοιχεία δυναμικά, αξιόπιστα και ελπιδοφόρα, αλλά παραμένουν μειοψηφικά, δεν είναι αυτά που δίνουν τον τόνο, που καθορίζουν την γενική πορεία.
Έτσι, λοιπόν, στην άκρη του γκρεμού, αναζητούμε ένα θαύμα για τη σωτηρία. Θαύμα όχι εξ ουρανού, αλλά γήινο, με την μορφή ενός δημιουργικού «ανορθολογικού» κύματος εντός της κοινωνίας, που, αψηφώντας τη «ρεαλιστική» λογική της φθοράς, μπορεί να ανατρέψει τη φορά των πραγμάτων. Ανορθολογισμός που θα απορρίπτει τον υλιστικό ατομικισμό, την τυραννία της εικόνας και της ομοιομορφίας και θα επιζητά τη συγκρότηση ήθους. Κύμα που θα κατέληγε στο βάθος του χρόνου σε ζύμη μιας πιθανής αναγέννησης. Άραγε, γίνονται ακόμη θαύματα στην εποχή μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου