Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ έσωσε την ΕΣΣΔ από ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον πόλεμο

Ο Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ υπογράφει το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης
Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, πριν από 85 χρόνια (23.8 1939) αποτέλεσε ένα κομβικό γεγονός για την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για το οποίο, όμως, υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Επιπλέον, το Σύμφωνο αυτό έχει αντανάκλαση έως σήμερα, καθώς καθόρισε τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, ενώ εντάσσεται στην παρούσα ιδεολογική αντιπαράθεση που συνοδεύει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έχει, ως εκ τούτου, ενδιαφέρον η διατύπωση της επιστημονικής προσέγγισης για το ζήτημα που προβάλλεται στην ίδια την Ρωσική Ομοσπονδία, κυρίως ως προς την εκτίμηση του Συμφώνου εντός των ιστορικών συνθηκών της εποχής που συνήφθη. 

Χωρίς το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, η Μόσχα και το Λένινγκραντ μπορεί να μην είχαν σωθεί

«Θα αποκαλούσα το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο το υψηλότερο επίτευγμα της εξωτερικής μας πολιτικής σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Μας έδωσε ένα στρατιωτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα και επίσης μας επέτρεψε να αποφύγουμε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον πόλεμο», δήλωσε ο ιστορικός Μιχαήλ Μιάγκοφ στην εφημερίδα VZGLYAD, σχολιάζοντας τις συνθήκες υπογραφής του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ πριν από 85 χρόνια. Γιατί αυτό το έγγραφο εξακολουθεί να στοιχειώνει τις δυτικές χώρες και άλλους εχθρούς της Ρωσίας;
Ακριβώς πριν από 85 χρόνια, στο Κρεμλίνο, οι επικεφαλής των τμημάτων εξωτερικών υποθέσεων της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ και Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ, συνήψαν ένα Σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης με πρωτοβουλία του Βερολίνου. Παράλληλα, υπογράφηκε μυστικό πρόσθετο πρωτόκολλο για την οριοθέτηση των σφαιρών συμφερόντων και των δύο χωρών.
Η ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης περιελάμβανε τα κράτη της Βαλτικής, την Ανατολική Πολωνία (συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Λευκορωσίας και της Δυτικής Ουκρανίας) και τη Βεσσαραβία. Αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και κατέλαβε τις δυτικές περιοχές της. Στις 17 Σεπτεμβρίου, σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσίας που ήταν τμήμα της Πολωνίας.
Σύμφωνα με πολλούς Ρώσους και ξένους ειδικούς, σήμερα το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ερμηνεύεται κυρίως στο πλαίσιο των αφηγήσεων της δυτικής προπαγάνδας. Ο Μιάγκοφ, επιστημονικός διευθυντής της Ρωσικής Στρατιωτικής Ιστορικής Εταιρείας (RVIO), αναφέρθηκε στην εφημερίδα VZGLYAD για τους μύθους γύρω από αυτό το έγγραφο και τις πραγματικές ιστορικές προϋποθέσεις για τη σύναψη μυστικών συμφωνιών μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας.

Μιχαήλ Γιούρεβιτς, το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ εξακολουθεί να καλύπτεται από μια μάζα μύθων. Ορισμένοι ειδικοί το αποκαλούν ως την πιο αμφιλεγόμενη συμφωνία στη ρωσική ιστορία. Πόσο ακριβείς είναι αυτές οι εκτιμήσεις;

Σήμερα, στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και την Πολωνία υποστηρίζουν ότι τα μυστικά πρωτόκολλα της σοβιετικο-γερμανικής συνθήκης σήμαναν στην πραγματικότητα την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεχνούν όμως εντελώς ότι τότε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ήταν ήδη προτεκτοράτο της Γερμανίας ή είχαν συμμαχικές σχέσεις μαζί της. Η ΕΣΣΔ ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή δύναμη που υπέγραψε συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία. Πριν από αυτό, το 1934, υπήρξε το Σύμφωνο Πιλσούντσκι-Χίτλερ (σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας), καθώς και οι συμφωνίες που υπέγραψαν η Αγγλία, η Γαλλία, οι χώρες της Βαλτικής και άλλες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, η Δύση δεν αναδεικνύει τη Συμφωνία του Μονάχου - συμφωνία μεταξύ Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και του Βασιλείου της Ιταλίας, που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1938. Επέβαλε στην Τσεχοσλοβακία να παραδώσει στη Γερμανία τη Σουδητία. Δύο δημοκρατίες συνομώτησαν με τη Γερμανία και την Ιταλία. Ήταν η Συμφωνία του Μονάχου που άνοιξε τον τελικό δρόμο προς τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φαινομενικά αξιοσέβαστοι ηγέτες όπως ο Chamberlain και ο Daladier θεωρούσαν τον Χίτλερ έναν πολιτικό με τον οποίο μπορούσαν να συναλλάσσονται. Όταν συναντήθηκαν στο Μόναχο, ανέφεραν για το πόσο καιρό περίμεναν να συναντήσουν τον Χίτλερ και το πόσο εξαιρετικό πρόσωπο ήταν.

Ποιους στόχους επεδίωξε η ΕΣΣΔ υπογράφοντας αυτό το σύμφωνο;

Το σοβιετογερμανικό σύμφωνο και το μυστικό πρωτόκολλο στόχευαν μόνο στην ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνθήκες που ο Χίτλερ είχε ήδη εξαπολύσει την επιθετικότητά του και η Αγγλία και η Γαλλία προσπαθούσαν να κατευθύνουν αυτήν την επιθετικότητα προς τα ανατολικά, δηλαδή κατά της ΕΣΣΔ. Οι δυτικοί σύμμαχοι έκαναν τα πάντα για να εξασφαλίσουν ότι ο Χίτλερ θα επιτεθεί στη Σοβιετική Ρωσία.

Και αν μιλάμε για τους στόχους του Χίτλερ αυτή τη στιγμή...

Οι κύριοι στόχοι σκιαγραφήθηκαν από τον Χίτλερ στο βιβλίο του "Ο Αγών μου" (στη Ρωσία αυτό το βιβλίο αναγνωρίζεται ως εξτρεμιστικό και είναι απαγορευμένο), όπου είπε ότι η Γερμανία σταματούσε την αιώνια πορεία της κατά της Δύσης και έστρεφε το σπαθί της προς την Ανατολή - ακριβώς εκεί, στη Ρωσία και στα γειτονικά της κράτη, υπάρχει ζωτικός χώρος για το γερμανικό άριο έθνος. Η βάση της όλης επιθετικής του πολιτικής ήταν η επιθυμία να καταλάβει τη Σοβιετική Ρωσία.
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες, ο Χίτλερ είχε επίσης τα δικά του συμφέροντα. Πρόκειται φυσικά για τον ρεβανσισμό κατά της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά ο κύριος στόχος ήταν ακόμα η Σοβιετική Ένωση. Όταν ο Χίτλερ άρχισε να ξεδιπλώνει την επιθετικότητά του το 1938, εκείνη την εποχή χρειαζόταν η ΕΣΣΔ να μην αντιταχθεί στην εξωτερική του πολιτική. 
Το κατάλαβε ο Στάλιν; Φυσικά και το κατάλαβε. Οι ληστρικές πολιτικές της Αγγλίας και της Γαλλίας στράφηκαν επίσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί κυρίως στην ασφάλεια της χώρας και πήγε να συνάψει συμφωνία. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Στάλιν άφησε την πόρτα ανοιχτή στο Παρίσι και στο Λονδίνο μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά στη Δύση προτιμούν να σιωπούν γι' αυτό. Είδαμε με ποιες προσπάθειες η σοβιετική διπλωματία, ακόμη και μετά το Μόναχο, προσπάθησε να εξασφαλίσει συμφωνίες με την Αγγλία και τη Γαλλία. Ας θυμηθούμε τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις την άνοιξη-καλοκαίρι του 1939 και τις στρατιωτικές διαπραγματεύσεις τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Όλες τους είχαν στόχο τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού αγγλο-γαλλο-σοβιετικού συνασπισμού. Ο Στάλιν, φυσικά, αντιλαμβανόταν ότι η Γερμανία ήταν ο κύριος επιτιθέμενος στην Ευρώπη.
Όμως, όλη αυτή η πολιτική συλλογικής ασφάλειας που ακολουθούσε η Σοβιετική Ένωση άρχισε να καταρρέει μετά το Μόναχο. Αυτό έγινε τελικά σαφές αφού οι Βρετανοί και οι Γάλλοι έστειλαν τον ναύαρχο Reginald Drax και τον στρατηγό Aime Dumenk να διαπραγματευτούν στη Μόσχα για τη σύναψη μιας στρατιωτικής συμφωνίας. Αυτοί δεν είχαν ούτε πολιτικό ούτε στρατιωτικό βάρος. Στόχος τους ήταν να παρατείνουν το χρόνο - και αυτό είναι κάτι που σημείωσαν οι ίδιοι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι.
Ως εκ τούτου, όταν ελήφθησαν τα μηνύματα από τη Γερμανία για τη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης, ο Στάλιν και η σοβιετική ηγεσία αποφάσισαν να πετύχουν μια σχετική ασφάλεια από τον Χίτλερ σε συνθήκες όπου οι αγγλο-γαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις είχαν αποτύχει και η Πολωνία, η οποία προσεγγίστηκε, σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να προωθηθούν τα σοβιετικά στρατεύματα μέσω του εδάφους της για να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επιθετικότητα. Μέχρι εκείνη την εποχή - αυτό είναι γνωστό στους σύγχρονους ιστορικούς - οι σοβιετικές υπηρεσίες ήταν ήδη σε θέση να μεταφέρουν στη Μόσχα την πληροφορία ότι ο Χίτλερ ετοίμαζε έναν πόλεμο κατά της Πολωνίας το φθινόπωρο του 1939.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στις αρχές του φθινοπώρου του 1939 έγιναν σκληρές μάχες μεταξύ των σοβιετικο-μογγολικών στρατευμάτων και των Ιαπώνων επιτιθέμενων στον ποταμό Khalkhin Gol. Το ζήτημα ήταν ότι αν δεν είχε συναφθεί συμφωνία με τη Γερμανία, η οποία ήταν σύμμαχος της Ιαπωνίας, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση πολέμου σε δύο μέτωπα.
Εμείς, οι ιστορικοί του RVIO, συγράφουμε επιστημονικές εργασίες και διοργανώνουμε συνέδρια που αναδεικνούουν το θέμα ότι, ταυτόχρονα με τη σύναψη του σοβιετικο-γερμανικού συμφώνου μη επίθεσης, οι Ιάπωνες χτυπήθηκαν άσχημα από τα σοβιετικά στρατεύματα που ήταν υπό τη διοίκηση του Γκεόργκι Ζούκοφ. Ως αποτέλεσμα της ήττας των μονάδων του ιαπωνικού στρατού Kwantung, οι οποίες εισέβαλαν στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας, προκλήθηκε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση στην Ιαπωνία, και η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Στην ιαπωνική στρατιωτική ηγεσία άρχισε να κυριαρχεί η ιδέα της συνέχισης της επιθετικής πολιτικής όχι προς τα βόρεια, δηλαδή κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά προς τα νότια, κατά της Αγγλίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το σύμφωνο μας έδωσε ενάμιση χρόνο για να προετοιμαστούμε για πόλεμο;

Ναι. Αρχειακά έγγραφα δείχνουν ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ της σύναψης του Συμφώνου και της έναρξης του πολέμου, μπορέσαμε να ενισχύσουμε σημαντικά τις ένοπλες δυνάμεις μας. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η δύναμη του Κόκκινου Στρατού ήταν 1,9 εκατομμύρια άνθρωποι. Μέχρι το 1941 υπήρχαν περισσότεροι από 5 εκατομμύρια. Έφτασαν νέα όπλα: τα περίφημα άρματα μάχης T-34 και KV (Kliment Voroshilov), επιθετικά αεροσκάφη Il-2, μαχητικά Yak και πολύς άλλος εξοπλισμός. Δηλαδή, η οικονομία είχε παράσχει το απαραίτητο περιθώριο ασφάλειας για το κράτος μας.
Αποφύγαμε έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, σπρώξαμε τα σύνορά μας προς τα δυτικά και έτσι παρείχαμε, όπως θα λέγαμε σήμερα, μια μεγάλη ζώνη ασφαλείας για την προστασία των συνόρων μας. Τα παλιά σύνορα από το 1939 απείχαν περίπου 120 χλμ από το Λένινγκραντ, μόλις 40 χλμ από το Μινσκ, 250 χλμ από το Κίεβο, 50 χλμ από την Οδησσό. Είναι άγνωστο αν η Μόσχα και το Λένινγκραντ θα είχαν καταφέρει να σωθούν αν δεν είχαν μετατεθεί προς τα δυτικά τα σύνορα.
Και το πιο σημαντικό, η Σοβιετική Ένωση απέδειξε στις δυτικές δυνάμεις ότι δεν ήταν ένα "παιδί για ξυλοφόρτωμα". Τότε, όπως και σήμερα, μας αντιμετώπιζαν ως μια δύναμη που μπορούσε να εξαπατηθεί και να υποταχθεί. Δεν επιτρέψαμε όμως να συμβεί αυτό, προστατεύοντας τα εθνικά μας συμφέροντα. Θα αποκαλούσα αυτή τη συμφωνία το υψηλότερο επίτευγμα της εξωτερικής μας πολιτικής και της ανώτατης ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Αυτό μας έδωσε όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και διπλωματικό πλεονέκτημα. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω πώς αξιολόγησαν οι Βρετανοί το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στα τέλη του 1940. Ο στρατιωτικός ακόλουθος στη Μόσχα, συνταγματάρχης Greer, κατά την επίσκεψή του σε μια από τις στρατιωτικές μονάδες στην περιοχή της Μόσχας, είπε ότι εξαιτίας αυτού του συμφώνου, ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία. Στη συνέχεια, ως απάντηση, του υπενθύμισαν εύλογα τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας και της Γαλλίας.
Ο προσβεβλημένος Γκριρ, όπως προκύπτει από αρχειακά έγγραφα, απάντησε ότι «η παλιά πολιτική, η πολιτική του Τσάμπερλεν, μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση» και πρόσθεσε ότι «προσωπικά αυτούς τους πολιτικούς θα τους έστηνα στον τοίχο και θα τους πυροβολούσα». Αυτή η καθυστερημένη αναγνώριση εκ μέρους των Βρετανών δείχνει έμμεσα την ορθότητα της πολιτικής μας τον Αύγουστο του 1939.

Μερικοί ιστορικοί λένε ότι το καλοκαίρι του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν γρήγορα τα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας, της Δυτικής Λευκορωσίας και των χωρών της Βαλτικής.

Πρώτον, όχι γρήγορα. Το Ταλίν αμύνθηκε μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1941. Σφοδρές μάχες σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές των κρατών της Βαλτικής και στην περιοχή του Λβοφ. Αρκεί να θυμηθούμε την αντεπίθεση του Ζούκοφ τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1941 στη Δυτική Ουκρανία στις περιοχές Ντούμπνο, Λούτσκ και Ρίβνε. Πολλές άλλες πόλεις αμύνθηκαν. Και αυτό μείωσε τη μαχητική ισχύ της Γερμανίας. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους έχασαν έως και το ένα τρίτο των μηχανικών πόρων τους ενώ προχωρούσαν από τα νέα μας στα παλιά σύνορα.
Το καλοκαίρι του 1941, αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να μεταφέρουμε σημαντικά αποθέματα σε ορισμένες κατευθύνσεις και ήδη στις 10 Ιουλίου ξεκίνησε η μάχη του Σμολένσκ, η οποία σταμάτησε τα εχθρικά στρατεύματα που κινούνταν προς τη Μόσχα. Είναι πολύ πιθανό ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είχαν φτάσει στη Μόσχα πολύ νωρίτερα από το 1941.

Πώς συνδέονται το σύμφωνο και η μετέπειτα απελευθερωτική εκστρατεία του Κόκκινου Στρατού κατά της Πολωνίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1939; Έγινε η Πολωνία θύμα της πολιτικής που ακολουθούσε προηγουμένως, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μονάχου;

Εδώ πρέπει και πάλι να βασιστούμε σε έγγραφα και επιστημονικές γνώσεις. Όταν συνάψαμε τη συμφωνία, ούτε ο Στάλιν, ούτε ο Χίτλερ, ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Βρετανοί, ούτε οι Πολωνοί ήξεραν πραγματικά πόσο καιρό θα αντιστεκόταν η Πολωνία, πώς θα συμπεριφέρονταν τα γαλλο-αγγλικά στρατεύματα στα σύνορα με τη Γερμανία, πόσο καιρό θα διαρκούσε αυτός ο πόλεμος. Από αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση δεν έθεσε ποτέ και δεν επρόκειτο να θέσει το ερώτημα ότι εάν ο Χίτλερ επιτεθεί στην Πολωνία, τότε σίγουρα θα βγούμε και θα «καταλάβουμε» ορισμένα εδάφη. Επαναλαμβάνω: δεν ξέραμε πόσο θα άντεχε η Πολωνία, ειδικά αν η Αγγλία και η Γαλλία θα προσέτρεχαν προς την άμυνά της.
Η γραμμή που χαράξαμε μαζί με τη Γερμανία σε όλη την επικράτεια της Πολωνίας δημιούργησε για εμάς συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι που ζούσαν σε αυτά τα εδάφη δεν θα έπεφταν στα νύχια των φασιστών. Όμως η Πολωνία κατέρρευσε γρήγορα. Στις 17 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση εγκατέλειψε τη χώρα καταφεύγοντας στη Ρουμανία και ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι οι Γερμανοί, και παρά το σύμφωνο, μπορούσαν να προχωρήσουν περαιτέρω. Και μόνο μετά από αυτό, δόθηκαν οι αντίστοιχες οδηγίες και εντολές: ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε εδάφη που μπορούσαν να πέσουν υπό ναζιστική κατοχή.

Πολλές μετασοβιετικές χώρες βασίζουν την κρατική τους πολιτική στην καταδίκη του συμφώνου και των «μυστικών πρωτοκόλλων». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη σύγχρονη Ουκρανία. Αλλά τα σημερινά δυτικά σύνορα της Ουκρανίας είναι το αποτέλεσμα του συμφώνου.

Έτσι ακριβώς. Τα σύνορα της Ουκρανίας από το 1991 είναι δώρα από τον Λένιν, τον Στάλιν και μετά τον Χρουστσόφ. Η Δυτική Ουκρανία είναι το έδαφος που αποκτήθηκε χάρη στον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση, αλλά στην πραγματικότητα χάρη στη Ρωσία ως κύρια δημοκρατία. Στη Δυτική Ουκρανία, όταν ήταν ακόμη υπό την κυριαρχία της Αυστρίας και της Πολωνίας, δρούσε ένα πολύ σκληρό εθνικιστικό κίνημα. Πριν από τον πόλεμο, ο Μπαντέρα πολέμησε εναντίον των Πολωνών και μετά εναντίον μας στα μετόπισθεν. Από εκεί προέρχεται σε μεγάλο βαθμό η προέλευση του κινήματος Μπαντέρα, των συνεργών του Χίτλερ που εξόντωναν άμαχους πολίτες, σοβιετικούς στρατιώτες και αντάρτες. Έπρεπε να τους πολεμήσουμε πολύ σκληρά. Σήμερα στην Ουκρανία θυμούνται τα εδάφη τους, αλλά για κάποιο λόγο δεν γράφουν ποτέ στα σχολικά τους βιβλία ότι τα σύνορα που είχε η Ουκρανία το 1991 ήταν κυρίως χειρονομίες καλής θέλησης εκ μέρους της Ρωσίας. Κατά τη γνώμη μου, για τη Σοβιετική Ουκρανία τέτοια δώρα ήταν υπερβολικά, αλλά για τους εθνικιστές έγιναν πρόσφορο έδαφος για την προώθηση των νεοναζιστικών ιδεών τους.

Δεδομένων όλων αυτών των πολιτικών και ιστορικών προεκτάσεων, τι σημασία έχει το σύμφωνο για εμάς σήμερα;

Τεράστια. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως επίτευγμα και νίκη της σοβιετικής διπλωματίας εκείνης της περιόδου. Διαφορετικά, ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερες απώλειες και κακουχίες για εμάς. Η σημερινή παγκόσμια κατάσταση θυμίζει από πολλές απόψεις εκείνη που αναπτύχθηκε κατά την προπολεμική πολιτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '30 και στις αρχές της δεκαετίας του '40 του περασμένου αιώνα.
Βλέπουμε ότι οι δυτικές χώρες, που τότε υποστήριζαν τον Χίτλερ, σήμερα υποστηρίζουν τους νεοναζί στην Ουκρανία, θέλοντας να τους βάλουν εναντίον μας. Η Ουκρανία τροφοδοτείται με όπλα και χρήματα με τον ίδιο τρόπο όπως η Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε μεγάλο βαθμό χάρη στις δυτικές δυνάμεις, τις εταιρείες και τα οικονομικά συμφέροντα.
Ο παράγοντας της ύπαρξης βαθιών γεωπολιτικών αντιθέσεων και η ψυχική επιθυμία της Δύσης να μας εξαφανίσει δεν έχει εξαλειφθεί. Άλλωστε, πίσω από τον Χίτλερ, μάλιστα, στεκόταν ολόκληρη η Ευρώπη, κατακτημένη από αυτόν ή συνεργαζόμενη μαζί του. Ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από τη ναζιστική σβάστικα. Και σήμερα, η ενωμένη Ευρώπη μας κοιτάζει επιθετικά, θέλοντας να μας εξαφανίσει. Όπως τότε, οι μόνοι μας σύμμαχοι είναι ο στρατός και το ναυτικό μας, καθώς και η Λευκορωσία.
Ως εκ τούτου, η αυτάρκεια, η οικονομία και η ανησυχία για την ασφάλειά μας θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή. Είναι απαραίτητο να εξαχθούν σοβαρά συμπεράσματα και να βασιστούμε στην εμπειρία των εγγράφων που είναι αποθηκευμένα στα αρχεία μας και σε αυτά του εξωτερικού.

Πηγή: https://vz.ru/politics/2024/8/23/1283186.html






Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Αναζητώντας το θαύμα πριν τον γκρεμό


Το «Finis Graeciae», πλέον, δεν αποτελεί πρόβλεψη μόνον των πεσιμιστών της ιστορίας. Συνιστά μια κοινή παραδοχή για τη μοιραία εξέλιξη στην οποία μας οδηγεί η ραγδαία απίσχναση του ελληνισμού. Οι αριθμοί, που δεν ψεύδονται, καταδεικνύουν τη θλιβερή πραγματικότητα.

Η δημογραφική συρρίκνωση είναι άνευ προηγουμένου. Οι θάνατοι σχεδόν διπλάσιοι των γεννήσεων -το 2023, 71 χιλιάδες γεννήσεις έναντι 127 χιλιάδων θανάτων. Θυμίζουμε ότι τη δεκαετία του 1930 οι γεννήσεις ήταν σταθερά γύρω στις 180.000. Η πυρηνική οικογένεια καταρρέει, είτε λόγω οικονομικής στενότητας που λειτουργεί αποτρεπτικά στην απόκτηση παιδιών, είτε λόγω κυρίαρχων ναρκισσιστικών προτύπων, που γιγαντώθηκαν κατά την μεταπολιτευτική περίοδο και σήμερα επιβάλλονται ως κυρίαρχη ιδεολογία.

Ταυτόχρονα, η φυγή των νέων στο εξωτερικό προς άγραν εργασίας συνεχίζεται αδιάκοπα. Οι διαφορές στις αποδοχές είναι τέτοιες που το όνειρο κάθε τελειόφοιτου των ελληνικών ΑΕΙ είναι πώς να πετάξει μακριά για να βρει τη τύχη του. Μοιραία, η ελληνική κοινωνία γηράσκει καταθλιπτικά γρήγορα. Ο μέσος ηλικιακός όρος έχει εκτιναχθεί. Η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της ανέρχεται στα 46,1 έτη.

Τι μπορεί, όμως, να περιμένει κάποιος από έναν γηρασμένο πληθυσμό; Νέες ιδέες, υψηλή παραγωγικότητα, αμφισβήτηση του κατεστημένου, πατριωτική έξαρση; Μα αυτά συμβαίνουν σε κοινωνίες που σφύζουν από ζωή, από νιάτα, από εσωτερική ένταση. Αρκούν τα παραδείγματα συσχέτισης της δημογραφικής ευρωστίας με την Γαλλική, τη Ρωσική αλλά και την Ελληνική Επανάσταση.

Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, στην Ελλάδα του εγγύς μέλλοντός μας δεν θα συμβεί τίποτε το θεαματικό, τέτοιο τουλάχιστον που θα αντιστρέψει τον ρου μιας φθοροποιού κατάπτωσης. Μόνον καιροσκοπική προσαρμογή για τη διατήρηση των κεκτημένων, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων, που παραπέμπουν στον ρωμαϊκό θεσμό της πελατείας, και διεκδικήσεις μιας καλής σύνταξης.


Ήδη οι συνταξιούχοι είναι περί τα 2,5 εκατομμύρια. Γι’ αυτό το ασφαλιστικό συνοδεύει σχεδόν αντανακλαστικά τις αναφορές στη δημογραφική κατάρρευση. Από πού θα βγαίνουν οι συντάξεις! Όχι η ίδια η ουσία του έθνους που πεθαίνει. Όχι το περιεχόμενο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής μιας χώρας που μετατρέπεται σε απέραντο γηροκομείο. Πολύ περισσότερο, κουβέντα για το νόημα ύπαρξης του Ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο.

Εξάλλου, η ελληνικότητα διαχρονικά ήταν φορέας υψηλής πνευματικότητας. Σήμερα, όμως, που το πνεύμα καταδικάζεται στην εξορία της λησμονιάς, καθίσταται περιττή και η ελληνική συνιστώσα. Είναι βολικότερο, επομένως, να μιλούμε για το ελληνικό κράτος με όρους εμπορικής εταιρείας. Ως εκ τούτου, γιατί η πρόταση για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος να μην είναι η πρόσληψη νέου, φθηνού πρωτίστως για τις ισχυρές εγχώριες και αλλοδαπές επιχειρήσεις, εργατικού δυναμικού από τις αθρόες μεταναστευτικές ροές ασιατικής και αφρικάνικής προέλευσης;

 

Το πολιτισμικό στοιχείο, οι θρησκευτικές, εθνικές, ακόμη και γλωσσικές ταυτότητες, ωθούνται βιαίως στον ιδιωτικό χώρο, με νομική θεσμοθέτηση θεμελιωμένη στην ιδεολογική βάση που παρέχει ο ολοκληρωτικός δικαιωματισμός, για να δοθεί άπλετος ο δημόσιος, στην οικονομική διάσταση των σχέσεων. Αν και η ματαιότητα της δυστοπίας αποκαλύπτεται σταδιακώς μαζί με την επικινδυνότητά της, καθώς εκδηλώνεται με χαοτικά φαινόμενα.

 

Η παρακμιακή κατάπτωση, όμως, δεν περιορίζεται σε μια γραμμική διαδικασία. Η διαιώνιση των ζωτικών προβλημάτων επενεργεί διαλυτικά σε ολόκληρο τον «οργανισμό», επιταχύνοντας το τέλος του ή, όταν πρόκειται για συλλογικές οντότητες, την μετάλλαξή τους. Δεν συνεπάγεται, επομένως, ότι το 2070 η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι Ελλάδα, και απλώς θα κατοικείται από 7,5 εκατομμύρια κατοίκους, όπως προβλέπει η εκ νέου αναθεωρημένη προς τα κάτω, πρόβλεψη της Eurostat.


Τίποτε, για παράδειγμα, δεν εγγυάται ότι οι κάτοικοι της χώρας θα εξακολουθούν να είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες στη συνείδηση, ή ακόμη ότι η επικράτειά της θα παραμείνει αλώβητη. Η ιστορία, δυστυχώς για τον Φουκουγιάμα, που εγκαίρως ομολόγησε την αυταπάτη του για να διασώσει το κύρος του, αλλά πολύ περισσότερο για εμάς, δεν τελείωσε με το φωτογραφικό θριαμβευτικό ενσταντανέ της Δύσης, εκεί κάπου στις αρχές του 1990.

Γιατί, πέρα από την μεταναστευτική πλημμυρίδα τού, σε δημογραφικό οργασμό, παγκοσμίου νότου, παραμονεύουν οι υπαρκτές απειλές γειτόνων, που διεκδικούν, χωρίς να το κρύβουν, αύξηση του ζωτικού τους χώρου εις βάρος της Ελλάδας. Όπως είχε περιγράψει ο Καζαντζάκης, η οσμή της σήψης ενός έθνους ελκύει τα ισχυρά αρπακτικά.

Και για τον Ελληνισμό -σε Ελλάδα και Κύπρο- η Τουρκία, με όποια ηγεσία, ισλαμική ή κεμαλική, ήταν, είναι και θα είναι το μεγάλο αρπακτικό που τον απειλεί με κατασπάραξη, όχι μόνον εδαφική αλλά και ανθρωπολογική.

Υπάρχει, άραγε, κάποια χαραμάδα ελπίδας σε αυτό τον ιστορικό ζόφο, μια σανίδα σωτηρίας μέσα στον κατακλυσμό, πέρα από, τουλάχιστον για τους πλέον ενσυνείδητους, μιας ηρωικής ενατένισης του τέλους; Αν και το να πεθάνεις υπερηφάνως και αξιοπρεπώς σε εποχή παρακμής δεν είναι διόλου εύκολο. Όποιος, βεβαίως, το επέτυχε μετέτρεψε την μοιραία παροντική ήττα σε διαχρονική πνευματική νίκη, όπως μας δίδαξε ο Παλαιολόγος αλλά και τόσοι άλλοι που έμειναν αθάνατη σπορά στην λαϊκή μνήμη. 

Ποιο θα μπορούσε, λοιπόν, να ήταν το προνομιακό πεδίο που θα έκανε τη διαφορά, θα ανέτρεπε την νομοτέλεια της πτώσης, θα έδινε κάποια «φτερά», έστω και αν δεν είναι τα «πρωτινά, τα μεγάλα». 

Μήπως, η οικονομία, που μπορεί όντως να κινητοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ισχύος; Δυστυχώς, τα δεδομένα συνεχίζουν να είναι άκρως απογοητευτικά για την καχεκτική παραγωγική δυναμική της χώρας. Η όποια ανάπτυξη καταγράφεται, και υπερπροβάλλεται σαν μαγική εικόνα, οφείλεται α) στις εισροές χρήματος από την Ε.Ε., για την εφαρμογή προγραμμάτων «πράσινης μετάβασης» και συναφών στόχων των κέντρων λήψης αποφάσεων, β) τον σωτήριο μεν αλλά ευμετάβλητο, και άκρως  διαβρωτικό ηθικών αξιών, κοινωνικών δεσμών και φυσικού περιβάλλοντος, τουρισμό και γ) το ξεπούλημα της ελληνικής ακίνητης περιουσίας σε αλλοδαπά κερδοσκοπικά, funds  – συχνά, όπως είχε πει ο Κώστας Σημίτης (“Οικονομική Επιθεώρηση”, Μάρτιος 2023), με δάνεια των ελληνικών τραπεζών! Προφανώς, αυτού του είδους η ανάπτυξη έχει κοντά ποδάρια και, κυρίως, δεν οδηγεί σε ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση, που χρειάζεται η χώρα για να μπορέσει να επιβιώσει, να κρατήσει τα παιδιά της και να αναζωογονήσει την ημιθανή, σε μεγάλο μέρος της, περιφέρεια. Τα πράγματα καθίστανται χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που επηρεάζει καταλυτικά την, έτσι και αλλιώς, εξαρτημένη από πλείστα κέντρα πολιτική ζωή.

Αποκαρδιωτική, όμως, είναι και η εικόνα του κράτους και των θεσμών του. Οι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, κυρίως μέσω των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν είναι ικανές να πυροδοτήσουν μια «επανάσταση» από τα πάνω. Ακόμη και να υπήρχε αυτή η πρόθεση, αδυνατούν να ανταποκριθούν οι κρατικές δομές, ενώ η «κρατική ιδεολογία» δεν εκπληρώνει την αποστολή της, καθώς, κατά την αναγκαία μεταπολιτευτική μετάβαση στον εκδημοκρατισμό και την προσαρμογή της στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ε.Ε., έχασε τον αρχικό εθνοκεντρικό της χαρακτήρα.

Τέλος, η ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη, μια μείξη παλαιών και κυρίως νέων τζακιών των τελευταίων δεκαετιών, με έντονη την παρασιτική, οικονομική και ιδεολογική, λειτουργία, επίσης δεν δείχνει σοβαρή διάθεση να ηγηθεί μιας συλλογικής προσπάθειας εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το βαλτωμένο ιστορικό τοπίο, ως ύστατη επιλογή προκρίνει την, ει δυνατόν, ολοκληρωτική παραχώρηση της χώρας σε διεθνή κέντρα επιρροής, τα οποία σε αντάλλαγμα θα εγγυώνται την επιβίωσή της. Το δικαιολογητικό ιδεολογικό μοτίβο της απάρνησης των εθνικών ευθυνών από την ηγετική ελίτ εστιάζεται στην ανάγκη ταύτισης με τον δυτικό κόσμο. Εξ ου και η επιμονή στην καταξίωση πρωταγωνιστών της σύγχρονης ιστορίας μας που εμφορούνταν στην εποχή τους από ανάλογες αντιλήψεις, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έναντι των δημοφιλών στην εθνική συλλογική μνήμη αγωνιστών της ανεξάρτητης τάσης. Το αφήγημα, ωστόσο, χωλαίνει στην εφαρμογή του. Αφενός, η δύση δεν δείχνει, έως σήμερα τουλάχιστον, καμία πρόθεση να αναδείξει την Ελλάδα σε συνοριακό της προπύργιο. Αντιθέτως, εξακολουθούν να είναι έντονες οι δυτικές πιέσεις, ίσως και με την αναμονή για την μετα-Ερντογάν εποχή, για σοβαρές παραχωρήσεις προς την νεοοθωμανική Τουρκία, ώστε η τελευταία να έχει κίνητρο να μην απομακρυνθεί περισσότερο από το δυτικό στρατόπεδο. Αν και δεν λείπουν οι ημεδαποί πρόθυμοι που εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση, στο όνομα υποτίθεται του ρεαλισμού αλλά ενίοτε και του κέρδους τους. Αφετέρου, η ίδια η δύση έχει βυθιστεί σε μια σύνθετη κρίση, που εκτός από οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, εκδηλώνει και ταυτοτικά. Η επέλαση εναντίον των εθνικών συνειδήσεων, των ιστορικών παραδόσεων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων που βυσσοδομεί στον ευρωπαϊκό χώρο επιτείνει μοιραία τη διαλυτική πορεία που υφίσταται η Ελλάδα. Αναμφίβολα, μια σοβαρή πανευρωπαϊκή αντίδραση στα υπονομευτικά ιδεολογήματα θα ήταν προς όφελος και της ελληνικής υπόθεσης. Αλλά αυτό προϋποθέτει και ένα βαθμό χειραφέτησης από τον αμερικανικό παράγοντα, προοπτική, ωστόσο, δυσδιάκριτη στο ορατό μέλλον. 

Ασφαλώς σε όλες τι πιο πάνω διαπιστώσεις η πραγματικότητα δεν είναι μονόχρωμη. Υφίστανται σε όλα τα επίπεδα στοιχεία δυναμικά, αξιόπιστα και ελπιδοφόρα, αλλά παραμένουν μειοψηφικά, δεν είναι αυτά που δίνουν τον τόνο, που καθορίζουν την γενική πορεία. 

Έτσι, λοιπόν, στην άκρη του γκρεμού, αναζητούμε ένα θαύμα για τη σωτηρία. Θαύμα όχι εξ ουρανού, αλλά γήινο, με την μορφή ενός δημιουργικού «ανορθολογικού» κύματος εντός της κοινωνίας, που, αψηφώντας τη «ρεαλιστική» λογική της φθοράς, μπορεί να ανατρέψει τη φορά των πραγμάτων. Ανορθολογισμός που θα απορρίπτει τον υλιστικό ατομικισμό, την τυραννία της εικόνας και της ομοιομορφίας και θα επιζητά τη συγκρότηση ήθους. Κύμα που θα κατέληγε στο βάθος του χρόνου σε ζύμη μιας πιθανής αναγέννησης. Άραγε, γίνονται ακόμη θαύματα στην εποχή μας;