Μελέτη Μελετόπουλου, «Ο Άρχοντας με τα
πολλά πρόσωπα –Χρονικό μιας Οικογένειας 1685-1920»
Το
ιστορικό μυθιστόρημα, ιδίως των μακρών ιστορικών περιόδων, δεν περνά και τις
καλύτερες ημέρες του στον τόπο μας. Έχουν διαβεί δεκαετίες από τότε που
γράφτηκαν μνημειώδη έργα όπως «οι Μαυρόλυκοι», «το Ρεμπελιό των Ποπολάρων» ή
ακόμη το, ανατρεπτικό, «Σέργιος και Βάκχος». Ο λόγος για την απουσία τους δεν
έγκειται μόνον στην απαίτηση για βαθιά ιστορική γνώση, ταυτόχρονα, οπωσδήποτε,
με τη συγγραφική δεξιότητα. Η πραγματική αιτία ανιχνεύεται στην ατονία της
ίδιας της ιστορικής συνείδησης του ελληνισμού, στον κατακερματισμό της συλλογικής
συνείδησης. Ο σύγχρονος Έλληνας δυσκολεύεται να δει τον εαυτόν του ως
αποτέλεσμα και έκφραση μιας μακράς πορείας εθνικών περιπετειών σε διάρκεια
αιώνων. Αναζητά την ταυτότητά του πρωτίστως με όρους συγχρονικούς της ζωής του,
ή, το πολύ, στο βάθος κάποιων δεκαετιών. Ως εκ τούτου, η κυρίαρχη αντίληψη της
καθεστωτικής διανόησης για την εμφάνιση του έθνους μέσω του κράτους τον 19ο
αιώνα, αναπτύσσεται επί του ρηχού εδάφους της λειψής ιστορικότητας των Ελλήνων.
Το βιβλίο, επομένως, του Μελέτη Μελετόπουλου «Ο Άρχοντας με τα πολλά πρόσωπα
–χρονικό μια οικογένειας 1685-1920» (εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, 2017 σελ.479) αποτελεί μια,
ευχάριστη, έκπληξη. Πρόκειται για ένα έργο που αν και είναι ιστορική μαρτυρία,
ωστόσο ξεδιπλώνεται αναμφίβολα με όρους λογοτεχνικούς – ακόμη κι αν ίσως δεν το
επιδιώκει, φανερά, ο συγγραφέας του.
Ο
Μελετόπουλος είναι αρκετά γνωστός για το πλούσιο συγγραφικό του έργο, κυρίως
ιστορικο-κοινωνιολογικής ανάλυσης -όπως είναι τα βιβλία του «Κοινοτισμός», «Μαρξισμός
και Τροτσκισμός στην Ελλάδα», «Η δικτατορία των συνταγματαρχών»- αλλά και την
πυκνή αρθρογραφία του, κυρίως, μέσα από την «Νέα Κοινωνιολογία» και την «Νέα
Πολιτική». Όπως αποδεικνύεται, όμως, εκ του εξαιρετικού αποτελέσματος του
«Άρχοντα», η συσσωρευμένη και κατασταλαγμένη ιστορική και κοινωνιολογική γνώση του
αποτέλεσε πολύτιμο εργαλείο στην απόπειρά του να δημιουργήσει ένα μικρό «έπος»
του νεώτερου ελληνισμού, και ειδικότερα της λεγόμενης «παλαιάς Ελλάδας». Όπως
κάθε έπος, κι αυτό διακρίνεται για τον ρομαντισμό του, με την προβολή των
στοιχείων του ηρωισμού, της υπεράσπισης υψηλών αξιών αλλά και της υποταγής στα
ταπεινά πάθη και στο αδιόρατο στους θνητούς υπερβατικό πεπρωμένο.
Εκκινώντας
από τον 17ο αιώνα, ο Μελετόπουλος παρακολουθεί την διαδρομή μιας
οικογενείας –που είναι και η δική του, κι αυτό έχει τη σημασία του- έως και το
1920. Μια διαδρομή που διαπλέκεται άμεσα και καταλυτικά με την περιπέτεια του έθνους
για την υπαρξιακή του διάσωση και την απελευθέρωσή του από τον βάρβαρο τουρκικό
ζυγό, με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και, τέλος, με τη συγκρότηση ενός σύγχρονου
κράτους. Η οικογένεια Κούτση, καταγόμενη από την Βόρειο Ήπειρο, θα είναι στην
πρώτη γραμμή ενός αδιάκοπου αγώνα που οι απαρχές του βρίσκονται ήδη στα τέλη
της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ως μαχητές, εναντίον των Οθωμανών, θα βρεθούν με
το σπαθί στο χέρι, στο Μοριά και στο Αιγαίο, με το στρατό του Μοροζίνη, στα
Ορλωφικά και στη μεγαλύτερη επανάσταση του 19ου αιώνα, όπως ορθά
χαρακτηρίζει ο συγγραφέας την παλιγγενεσία του 1821. Τα ιστορικά γεγονότα
παρουσιάζονται με πληρότητα, η οποία ωστόσο δεν αποβαίνει σε βάρος της δράσης
των πρωταγωνιστών του βιβλίου. Αντιθέτως, φωτίζονται επαρκέστερα οι αιτίες των
πράξεών τους, εντάσσεται το ατομικό στο συλλογικό, αναδεικνύονται οι βαθύτερες
αντιθέσεις που πυροδοτούν τις συγκρούσεις. Η συγκροτημένη κοινωνιολογική σκέψη
του Μελετόπουλου, ο οποίος έχει εντρυφήσει στον τρόπο οργάνωσης των ελληνικών
κοινοτήτων στους αιώνες της τουρκοκρατίας, εξυπηρετεί άριστα τη διεισδυτική
περιγραφή της εποχής.
Στις
σελίδες του βιβλίου δίνονται αβίαστα οι απαντήσεις σ’ όλες τις αυθαίρετες
ερμηνείες της εθνικής μας ιστορίας, η οποία αφού έχει πάψει να είναι «εθνική»
καταντά να είναι και «μη ιστορία». Πρωτίστως, καταρρίπτεται το ανυπόστατο
ιδεολόγημα της ασυνέχειας του ελληνικού έθνους. Αντιθέτως, επαναβεβαιώνεται ότι
ακόμη και στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς ήταν κοινός τόπος κάθε σκλαβωμένου Έλληνα
στον Μοριά, στο Αιγαίο, στην Ήπειρο, στη Σμύρνη, στην Κύπρο, ότι ανήκε σε ένα
έθνος… Γενιές έρχονταν και έφευγαν από τον κόσμο αυτόν, συσπειρωμένες γύρω από
την Ορθοδοξία και την Κοινότητα, με το ιερό όνειρο της αποκατάστασης του
δικαίου, με την προσδοκία της απελευθέρωσης της Πόλης. Επαναστάσεις μεγάλες και
μικρές αδιαλείπτως εκδηλώνονταν στον ελλαδικό χώρο, και δεν ανέμεναν τον
διαφωτισμό για να πυροδοτηθούν. Εύλογα αναζητούσαν οι Ρωμιοί στηρίγματα για την
επίτευξη του σκοπού τους, απέναντι σε μια τεράστια αυτοκρατορία, κάθε φορά και σε
άλλον «σύμμαχο», τόσο καθ’ όλην τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας όσο και έχοντας ήδη
δημιουργήσει ένα ελεύθερο κράτος. Κι αυτήν την προσπάθεια την περιγράφει εύστοχα
ο Μελετόπουλος, με τη δική του οπτική προσέγγιση, που θα την χαρακτηρίζαμε
«δυτικόστροφη πατριωτική», με έντονες αντι-ρωσσικές αιχμές, χωρίς ωστόσο να
αποσιωπώνται οι γεωπολιτικές επιδιώξεις των δυτικών δυνάμεων και οι
μηχανορραφίες τους έναντι του ελληνισμού.
Τα
ιστορικά γεγονότα περιγράφονται με συναρπαστικό τρόπο που κερδίζει τον
αναγνώστη. Με ζωηρά χρώματα αποδίδονται οι μεγάλες και μικρές μάχες και
ναυμαχίες. Ανάμεσά τους συγκλονιστικές είναι οι σελίδες για τη μεγαλειώδη μάχη
των Δερβενακίων και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, χάρη στην μεγαλοφυΐα
του αρχηγού της επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Γενικά, όλο το βιβλίο
διαπνέεται από την αξία του ηρωισμού κι από το πνεύμα ενός, λησμονημένου πια,
ρομαντισμού. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη σκηνή που ο Γιώργος Κούτσης, μετά την
ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τον βεζίρη Κιουμουρτζή, περνά από το Πόρτο
Χέλι στις Σπέτσες κολυμπώντας μαζί με το άλογό του. «Άνθρωπος και άλογο ήταν σαν ένα σώμα, ενωμένοι σωματικά ψυχικά, σ’ ένα
αξεδιάλυτο σκούρο χάλκινο σύμπλεγμα. Νερά έτρεχαν σαν καταρράκτης από το σώμα
του αλόγου και του ιππέα. Οι ψαράδες νόμισαν πως είδαν ξωτικό».(σελ. 81)
Παράλληλα,
όλη η πλοκή του έργου εδράζεται σταθερά επάνω σε συγκροτημένο πλέγμα κοινωνικών
σχέσεων τόσο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όσο και στο ελεύθερο κράτος. Ο
συγγραφέας έχει καταφανώς μια κατασταλαγμένη αλλά και ρηξικέλευθη ματιά,
ξεφεύγοντας από την πεπατημένη των αποδεκτών αντιλήψεων. Η αποτύπωση ιδιαίτερα
των κοινωνικών δομών και σχέσεων, πρωτίστως στον Μοριά και στα νησιά του
Αργοσαρωνικού, είναι λεπτομερής. Η ανάλυση γίνεται σε ιστορικό βάθος με όρους
όχι μόνον ταξικότητας, αλλά και εθνολογικής διαστρωμάτωσης, με ρίζες ακόμη και
στην πρωτοϊστορία, όπως στο παρακάτω απόσπασμα: «στα χωριά της Λακωνίας υπήρχε ακόμα ζωντανή η προελληνική μαγική τέχνη
των Πελασγών, που επέζησε για χιλιετίες κάτω από την κυριαρχία των Μυκηναίων,
των Δωριέων, των Ρωμαίων, των Βυζαντινών, των Φράγκων και των Τούρκων. Οι
πληθυσμοί της υπαίθρου, που φαινομενικά ήταν απλοί αγρότες χωρίς πολιτισμό και
χωρίς παρελθόν, στην πραγματικότητα έκρυβαν μια πλούσια εσωτερική και μυστική
ζωή, στην οποία δεν είχαν πρόσβαση οι εκάστοτε περιστασιακοί κυρίαρχοι»
(σελ. 376)
Αυτό
ωστόσο, που αναδεικνύεται με την μεγαλύτερη ενάργεια, από κοινωνιολογικής
απόψεως, σ’ αυτήν την «περιπέτεια» των δυόμιση αιώνων είναι το στρώμα των
αρχόντων, ο ρόλος του στην εθνική υπόθεση και στην εν γένει κοινωνική
λειτουργία. Το αρχοντολόι στο βιβλίο του Μελετόπουλου εμφανίζεται ως βασικός
παράγων του εθνικού αγώνα, παρά τις εξαιρέσεις, που ήταν μόνον εξαιρέσεις, και
παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις, που είναι παρούσες σε κάθε επανάσταση. Μια
ακόμη απάντηση στην ανιστόρητη και μονομερής αντίληψη που βλέπει την επανάσταση
του ’21 μέσα από ένα παραμορφωτικό «ταξικό» καθρέπτη, για να δικαιώσει
ιδεολογικές εμμονές και πολιτικές προκαταλήψεις του σήμερα. Η ιστορική πραγματικότητα
είναι πολύ πιο σύνθετη από απλουστευτικά σχήματα, που προσαρμόζονται στις κατά
καιρούς προσλαμβάνουσες. Πρώτιστο καθήκον για τον ερευνητή είναι να βυθιστεί
στην εποχή που αναλύει, να λάβει υπ’ όψη του τις συγκεκριμένες συνθήκες και τις
αιτίες της εκδήλωσης συμπεριφορών και γεγονότων. Ο Μελετόπουλος περιγράφει το
αρχοντολόι με ρεαλιστικά χρώματα, ως ανθρώπους με αληθινή σάρκα, με πάθη και
ελαττώματα. Το επεισόδιο, για παράδειγμα, της δολοφονίας της Μπουμπουλίνας από
τον πρώην εραστή της, πρόγονο του συγγραφέα, με πρόσχημα την απαγωγή της κόρης
του από τον γιό της ηρωικής καπετάνισσας, έχει κυρίαρχη θέση στην πλοκή της
υπόθεσης. Ταυτοχρόνως, όμως, το αρχοντολόι έχει έναν κώδικα αξιών, ενταγμένων
στην κοινωνική του αποστολή, που ασκείται κατά τρόπο ενσυνείδητο. Να πως περιγράφει
την μεταβίβαση των αξιών από γενιά σε γενιά: «μετά την πρώτη Ανάσταση ξεκινούσε την περιοδεία του από την απάνω πύλη
του Κάστρου, από την Ακρόπολη των Βιλλεαουρδίνων. Καθώς κατέβαινε τα
μυστριώτικα καντούνια, οι φτωχοί άνθρωποι έβγαιναν στα κατώφλια των σπιτιών
τους. Ξεδοντιασμένες γριές, πεινασμένα παιδιά, ξερακιανοί ξωμάχοι,
δυστυχισμένες χήρες με τα ορφανά τους, γιατί υπήρχε πολλή δυστυχία τότε. Ο
Αλέξης γέμιζε τη χούφτα του με φλουριά και τα μοίραζε στα προτεταμένα χέρια των
φτωχών ανθρώπων. Παρότρυνε τον γυιό του να κάνει το ίδιο, για να μάθει ότι
Άρχοντας Σημαίνει Δίνω». (σελ. 311). Και παρακάτω συμπυκνώνει τη λειτουργία
που εκτελούσαν οι «άρχοντες» σε αντιδιαστολή με τους πολιτικούς: «αυτή είναι η δουλειά των αρχόντων άλλωστε:
ενώ οι πολιτικοί πρέπει να διοικούν το κράτος, τον στρατό, την αστυνομία, να
μαζεύουν φόρους και να κάνουν πολέμους, οι άρχοντες κάτι πολύ σημαντικότερο:
κυβερνούν την κοινωνία […] να τηρούν τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις
του έθνους και την ορθόδοξη πίστη» (σελ. 428-429).
Πολύ
ενδιαφέρουσα είναι και η παρουσίαση του τρόπου μετάβασης στη σύγχρονη Ελλάδα,
όπως αυτή αποτυπώνεται από τον ριζικό μετασχηματισμό της σπαρτιατικής
κοινωνίας, στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ο αιώνα, και
στην αντίθεση της «φουστανέλας» με τα «ευρωπαϊκά». Δύο κόσμοι διαφορετικοί. Ο
ένας, ο ρομαντικός, των αρχόντων και των αγροτών, του ηρωισμού και των προκαταλήψεων
έφευγε. Τον αντικαθιστούσε ένας νέος, αυτός των αστών, του ρεαλισμού, του
συμφέροντος, αλλά και της επιστήμης και της γνώσης, που σ’ αυτό το πρώτο στάδιο
θα διατηρεί ακόμη υψηλές ηθικές στοχεύσεις: «τα δημόσια σχολεία, όπου οι σχολαστικοί δάσκαλοι και καθαρευουσιάνοι
καθηγητές παραλαμβάνουν τα μαυριδερά πιθηκάκια και τα μεταμορφώνουν σε
εγγράμματους και πολιτισμένους ανθρώπους, εμφυσώντας τους τις αξίες των αρχαίων
προγόνων τους, τον πατριωτισμό, την ανδρεία, την πνευματική καλλιέργεια, τον
ασκητικό βίο» (σελ. 392)
Αξίζει
επίσης να παρατηρήσουμε ότι στο φόντο της εξιστόρησης, που βασίζεται στα
πραγματικά γεγονότα, εμφανίζεται συνεχώς μια έντονη μυστική γραμμή, ένα κρυφό πεπρωμένο.
Σε μια αντίθεση πραγματικότητας και φαντασίας, που δηλώνει την καίρια επιρροή
του ρομαντισμού στο συγγραφέα, το μεταφυσικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν, ως
αδιόρατη κλωστή που συνδέει ανθρώπους και πράξεις. Οι πρωταγωνιστές, όσο ελεύθερα
και αγέρωχα πνεύματα κι αν είναι, υπακούουν σε μυστικά κελεύσματα ή βρίσκονται
δέσμια μιας υπερβατικής σκοπιμότητας, την οποία αγνοούν, αλλά ωστόσο αποδέχονται.
Το στοιχείο αυτό είναι επαναλαμβανόμενο και ισχυρό, όχι απλά ως αίσθηση αλλά
ενσαρκωμένο, με υλική υπόσταση.
Αναμφίβολα, ο Μελετόπουλος με τον βιβλίο του κατορθώνει όχι μόνον να ανασυγκροτήσει και να αποκαταστήσει ιστορικά το
δικό του προγονικό παρελθόν, αλλά να ανασυνθέσει μια ολόκληρη εποχή, κομβικής σημασίας για τον ελληνισμό. Στη καταθλιπτική παρακμή, που έχουμε σήμερα καταλήξει, όπου έχουν τεθεί πλέον υπό αμφισβήτηση όχι μόνον οι πνευματικές αλλά και οι
υλικές-εδαφικές κατακτήσεις των Ελλήνων της ηρωικής περιόδου πριν και μετά το '21, η ανάγκη ν' ανακαλύψουμε
εκ νέου τους χαμένους κρίκους της συνέχειάς μας είναι στόχος επιβίωσης. Αυτόν το στόχο, νομίζουμε ότι, υπηρετεί άριστα και ο «Άρχοντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου