Στις 4 Ιουνίου έληξε
η προθεσμία για τη δημιουργία των καλούμενων «ζωνών αποκλιμάκωσης» στη δυτική
και κεντρική Συρία. Ο πολιτικός επιστήμων και συνεργάτης του RIA Novosti Γκέβοργκ
Μιρζαγιάν εξηγεί τα
τακτικά, λειτουργικά, στρατηγικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της Μόσχας και
των συμμάχων της από την δημιουργία των ζωνών κατάπαυσης του πυρός στη
διχασμένη από τον πόλεμο χώρα.
Τον προηγούμενο μήνα,
η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία, με την έγκριση της Δαμασκού, υπέγραψαν μια
συμφωνία για την δημιουργία μερικών ζωνών αποκλιμάκωσης ή ασφαλείας στη Συρία. Σύμφωνα
μ’ αυτήν οι ζώνες οι οποίες εκτείνονται σε μεγάλες εκτάσεις που βρίσκονται στην
βορειοδυτική επαρχία της Ιντλίμπ και
τμημάτων των επαρχιών της Λαττάκειας, της Χάμα και του Χαλεπίου, τα βόρεια και κεντρικά της επαρχία Χομς, την
Ανατολική Γκούτα κοντά στη Δαμασκό, και τις νότιες περιοχές της Νταράα και
Κουνέιτρα, πρόκειται να βρεθούν σε μια συμφωνημένη εκεχειρία που θα ισχύει
μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και της ένοπλης αντιπολίτευσης (εξαιρουμένων
του «Ισλαμικού Κράτους» και της «Αλ Νούσρα»).
Το μνημόνιο τέθηκε σε
ισχύ στις 6 Μαΐου. Τυπικά, οι ζώνες προορίζονται να παραμείνουν έως ότου η
συριακή σύγκρουση τελειώσει μέσω ειρηνευτικών συνομιλιών. Η ιδέα των ζωνών
ασφαλείας, όπου οι ρωσικές, ιρανικές και τουρκικές δυνάμεις πρόκειται να
επιβάλουν την εκεχειρία, ήταν αρκετά φιλόδοξη εξ αρχής. Ο ειδικός για την Μέση
Ανατολή δίνει έμφαση στο ότι από την αρχή ήταν ξεκάθαρο πως το σχέδιο θα ήταν
δύσκολο στην εφαρμογή του, κυρίως λόγω των εκκρεμών ζητημάτων εκεί που οι
εξωτερικοί παράγοντες θα τεθούν ως εγγυητές για την κατάπαυση του πυρός.
Για παράδειγμα ο
Μιζραγιάν έγραψε ότι στην Ιντλίμπ, η
Τουρκία μπορεί να αναλάβει αυτή την αποστολή. Γνώστες του ζητήματος, έχουν
προειδοποιήσει πως η Άγκυρα έχει ήδη δημιουργήσει δεσμούς σε περιοχές της επιρροής
της μέσω οικονομικών και ανθρωπιστικών διαύλων, και εάν σταλεί τουρκικός
στρατός για να παράσχει εγγυήσεις ασφάλειας «δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα απομακρυνθούν από εκεί ποτέ είτε με
στρατιωτικά ή με διπλωματικά μέσα».
Ωστόσο, για τον
Μιρζαγιάν αυτοί οι φόβοι είναι υπερβολικοί.
«Ο λόγος είναι απλός:
η Τουρκία δεν είναι σε θέση να διεξαγάγει
τον 21ο αιώνα μια επιχείρηση ανάλογη του ‘Αττίλα’ –την τουρκική
εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Η Άγκυρα είναι αντιμέτωπη με τη διεθνή απομόνωση,
οι σχέσεις της με την Ευρώπη χρειάζονται πολλές ‘επιδιορθώσεις’ (τις οποίες δεν
επιθυμούν ούτε ο Ερντογάν –που επιδιώκει να εξολοθρεύσει την ντόπια φιλοευρωπαϊκή
αντιπολίτευση, ούτε η Ε.Ε. – η οποία βλέπει τον πρόεδρο-σουλτάνο ως απειλή).
Όσον αφορά τους δεσμούς με τις ΗΠΑ, αποδείχθηκε αδύνατο να αφαιρεθεί η κουρδική
«σκλήθρα» από τις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον».
Με άλλα λόγια ο
Μιρζαγιάν υποστηρίζει ότι η μοναδική μεγάλη δύναμη με την οποία σήμερα η Άγκυρα
έχει μια καλή σχέση εργασίας είναι η Ρωσία, και ο Ερντογάν δεν βιάζεται να την
χαλάσει. «Επιπλέον, μια κατοχή τμημάτων της
Συρίας θα προκαλούσε μια σοβαρή σύγκρουση μεταξύ του Ερντογάν και ενός αριθμού
αραβικών εθνών (που οι τοπικές αρχές, μη επιθυμώντας να καταλήξουν ως κομμάτι
μια ‘τουρκικής ζώνης επιρροής’, ευχαρίστως θα υποδαυλίσουν τις μνήμες της οθωμανικής
περιόδου, της κυριαρχίας της Τουρκίας επί του αραβικού κόσμου και τα βάσανα που
υπέφεραν οι Άραβες υπό τον τουρκικό ζυγό. Επομένως, ο Ερντογάν δεν πρόκειται να κρατήσει υπό κατοχή την βόρεια Συρία, και
θα φύγει, όταν προσφερθεί αποδεκτή ‘αποζημίωση’ (για παράδειγμα το δικαίωμα να
πολεμήσει τους Κούρδους της Συρίας)». Το πραγματικό ερώτημα, λέει ο Μιρζαγιάν
είναι εάν η Δαμασκός είναι διατεθειμένη να πληρώσει την αντίτιμο, όποιο κι αν
είναι αυτό.
«Στη νότιο Συρία, βρίθουν
πληθώρα ανοιχτών ζητημάτων. Ποιος θα
ελέγχει την κατάσταση στο νότο κοντά στα υψίπεδα του Γκολάν; Είναι πολύ μακριά
από τις τουρκικές θέσεις. Εάν είναι οι Ιρανοί, το Ισραήλ κατηγορηματικά θα
αντιταχθεί σε αυτό το σενάριο και η φωνή της αντίθεσής του θα πάρει τη μορφή
αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίων των θέσεων που θα βρίσκονται τα ιρανικά
στρατεύματα.
Το Τελ-Αβίβ, αξίζει
να θυμηθούμε, είναι κατηγορηματικά αντίθετο σε κάθε ιρανική στρατιωτική
παρουσία σε οποιοδήποτε περιοχή της νότιας Συρίας. Οι Ισραηλινοί είναι πεπεισμένοι ότι έπειτα από το τέλος του πολέμου στη
Συρία, ο ιρανικός στρατός θα επιδιώξει την επιστροφή του ελέγχου των υψιπέδων
του Γκολάν στην Δαμασκό, μια πεποίθηση που την ενισχύουν και οι δηλώσεις
κάποιων Ιρανών στρατηγών».
Όσον αφορά τις ΗΠΑ ο
Μιρζαγιάν σημείωσε ότι «ενώ το Πεντάγωνο θα προσπαθήσει φυσικά να αυξήσει την
παρουσία του στη Συρία, η Μόσχα η Τεχεράνη, η Δαμασκός και ακόμη ο ίδιος ο
Τραμπ έχουν καταβάλει πολλές προσπάθειες για να εμποδίσουν μιας μεγάλης
κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή των Αμερικανών στη Συρία, έτσι ώστε να μην αυξηθεί
η αμερικανική ευθύνη για την κατάσταση στην χώρα. Για τον Τραμπ, το κουρδικό χαρτί είναι περισσότερο από αρκετό. Με αυτό μπορεί να επιλύσει τακτικά
προβλήματα (όπως το ότι καταλαμβάνοντας τη Ράκκα και να κερδίσει τις δάφνες ότι
είναι ο νικητής του «Ισλαμικού Κράτους») και στρατηγικά (δηλαδή, χρησιμοποιώντας
τους Κούρδους να επηρεάσει τη διαδικασία των αποφάσεων στην μεταπολεμική Συρία,
αλλά και μέσω πληρεξουσίων –Κούρδων- στην Τουρκία και στο Ιράκ).
»Όλα αυτά αφήνουν
μόνον τους Ρώσους διαθέσιμους. Αλλά η Ρωσία χρειάζεται αυτό το ρόλο, πραγματικά;
Στα σχεδόν δύο χρόνια της ανάμειξης της Ρωσίας στη Συρία, οι ειδήμονες επαναλαμβάνουν
πάλι και πάλι ότι το πιο μεγάλο ρίσκο είναι να εμπλακεί υπερβολικά στο συριακό
πόλεμο, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα νέο Αφγανιστάν. Στη διάρκεια αυτών
των δύο ετών η Μόσχα έχει μείνει σε κάποια απόσταση, περιορίζοντας την βοήθειά της
στον Άσαντ και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε αεροπορικά κτυπήματα,
βοήθεια, γιατρούς και στρατιωτική αστυνομία».
Με αυτό το πνεύμα, ο
Μιρζαγιάν σημείωσε ότι είναι πολύ πιθανόν οι διαπραγματευτές να μην επιλύσουν
όλα αυτά τα εκκρεμή ζητήματα εγκαίρως. «Αλλά μήπως είναι κακό αυτό το πράγμα;
Αντιθέτως, με τις ζώνες ασφαλείας, που δημιουργήθηκαν από τη Ρωσία, το ζήτημα
είναι η διαδικασία και όχι το αποτέλεσμα που έχει σημασία. Η Μόσχα χρειάζεται όχι τόσο αυτές καθαυτές τις ζώνες, όσο μια προσωρινή
κατάπαυση πυρός στην κεντρική Συρία με σκοπό να βοηθήσει στην απελευθέρωση της ανατολικής
Συρίας».
Να υπενθυμίσουμε ότι
ο Συριακός Στρατός (που πολεμά 6 χρόνια στη σειρά) είναι σε αξιοθρήνητη
κατάσταση, και δεν δύναται να διεξάγει έναν πόλεμο σε πολλά μέτωπα ταυτοχρόνως.
Σήμερα, η προτεραιότητα είναι, οπωσδήποτε, το Ισλαμικό Κράτος. Οι τρομοκράτες
έχουν αποδυναμωθεί πάρα πολύ και δεν είναι πλέον σε θέση να υπερασπιστούν τα
εδάφη που έχουν υπό τον έλεγχό τους τόσο αποτελεσματικά όσο προηγουμένως.
Επομένως η Δαμασκός χρειάζεται να απελευθερώσει όσο περισσότερο έδαφος από τις ανατολικές
επαρχίες της χώρας είναι δυνατό. Το βασικό εμπόδιο σ’ αυτήν την προσπάθεια δεν
είναι καν το ΙΚ, αλλά η επιθυμία κάποιων από την αντιπολίτευση στα κεντρικές
περιοχές της χώρας να εκμεταλλευθούν τη συγκέντρωση των συριακών στρατευμάτων
στο ανατολικό μέτωπο και προσπαθούν να κατακτήσουν νέα εδάφη σε περιοχές όπως η
Χομς, η Λατάκεια και η Ιντλίμπ.
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει
ο Μιρζαγιάν «εάν μια διαρκής κατάπαυση του πυρός μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ
του συριακού στρατού και της ένοπλης αντιπολίτευσης, αυτό θα επιτρέψει στο
συριακό στρατό και τις ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις να επικεντρώσουν τις προσπάθειές
τους στην καταπολέμηση του ΙΚ, ανακουφίζοντας το Ντειρ εζ Ζορ, και έπειτα θα
επιστρέψουν στο ζήτημα του τι θα γίνει με αυτές τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης
που έχουν οχυρωθεί στις ζώνες ασφαλείας».
Το πρώτο σημείο αυτού
του σχεδίου έχει ήδη εφαρμοστεί, καθώς, εκμεταλλευόμενος την ηρεμία στα
κεντρικά διαμερίσματα της χώρας, ο συριακός
στρατός προελαύνει κατά μήκος του Ευφράτη, προς την αλ Ταμπκα, και ετοιμάζεται
για μεγάλης κλίμακας επίθεση κοντά στην Πλαμύρα προς την κατεύθυνση της Ντειρ
εζ Ζορ, ενώ ταυτοχρόνως επεκτείνεται
νοτίως.
Τελικώς, ο Μιρζαγιάν
σημείωσε ότι «αργά ή γρήγορα η Δαμασκός και οι σύμμαχοί της θα ξαναγυρίσουν στο
ερώτημα τι θα κάνουν με την αποκαλούμενη μετριοπαθή αντιπολίτευση. Εδώ,
υπάρχουν, τουλάχιστον, δύο δυνατές επιλογές. Η πρώτη είναι η στρατιωτική λύση.
Θεωρητικά, αφού οι συριακές δυνάμεις ξεμπερδέψουν με το ΙΚ, και είναι ικανές να συγκεντρώσουν
όλα τα διαθέσιμα στρατεύματα στις κεντρικές περιοχές της χώρας, θα έχουν την
ευκαιρία να διασπάσουν τις κλιμακωτές άμυνες και να επανακτήσουν την Γκούτα,
την Ιντλίμπ και τις άλλες περιοχές, τελειώνοντας έτσι τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό
μπορεί να αναμένουν η Τεχεράνη και η Δαμασκός.
Αλλά αυτό το σχέδιο έχει
ένα αδύνατο σημείο: τα ξένα στρατεύματα.
Εάν επιτευχθεί μια συμφωνία σύμφωνα, με την οποία τα ξένα στρατεύματα σταθμεύσουν
σε αυτές τις περιοχές εγγυώμενα την ασφάλειά τους, και σ’ αυτό το πλαίσιο ο
τουρκικός στρατός εγκατασταθεί στην Ιντλίμπ, θα είναι πολύ δύσκολο να επιστραφούν
οι περιοχές αυτές με τη βία. Ενώ οι Τούρκοι, τελικώς, θα πρέπει να
εγκαταλείψουν την Ιντλίμπ, εάν το κάνουν χωρίς μια πολιτική λύση (δηλαδή απλώς
να εγκαταλείψουν τους συμμάχους τους στο έλεος της μοίρας τους), η εικόνα του
Ερντογάν ως ισχυρού ηγέτη θα πληγεί σε μεγάλο βαθμό, και εντός της Τουρκίας».
Ως εκ τούτου, ο
αναλυτής έγραψε ότι «αυτό σημαίνει πως η δεύτερη επιλογή, μια πολιτική
διευθέτηση, και με τους όρους του Άσαντ (ως την ισχυρότερη πλευρά στη
σύγκρουση) είναι πιο πιθανή. Είναι
δυνατό η Δαμασκός και η Τεχεράνη να μην είναι πολύ χαρούμενες με ένα
συμβιβασμό, αλλά αυτό ακριβώς χρειάζεται η Μόσχα».
Η Μόσχα, τόνισε ο
Μιρζαγιάν, «χρειάζεται όχι μόνον μια στρατιωτική νίκη στη Συρία, η οποία θα της
επέτρεπε να αποσυρθεί από τον πόλεμο, αλλά και μια διπλωματική. Το Κρεμλίνο μπορεί να δείξει στη Συρία ότι
είναι ικανό όχι μόνον να κερδίσει έναν πόλεμο, αλλά και μια ειρήνη – να οικοδομήσει
μια νέα πραγματικότητα λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή, να
δράσει ως μια πραγματικά μετριοπαθή δύναμη, ένα από βασικά κέντρα εξουσίας σε
έναν πολυπολικό κόσμο».
Μετάφραση: Σωτήρης
Δημόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου