Ένα επίκαιρο κείμενο, δημοσιευμένο το 2002
ΤΟ ΣΙΙΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ |
Ασφαλώς, ο μέγιστος φόβος για τους επιτελείς
της Ουάσιγκτον όταν αποφάσιζαν να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν στο
Αφγανιστάν ήταν η δημιουργία ενός αντιδυτικού συνασπισμού των ισλαμικών κρατών.
Συνασπισμός που θα μπορούσε, δυνητικά, να συμπεριλάβει 1 δισεκατομμύριο μουσουλμάνους, σε ένα τόξο που διαπερνά την υδρόγειο από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό
ωκεανό.
Το σενάριο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, έτσι οι ΗΠΑ, πιο σίγουρες, παραμέρισαν τις όποιες υποσχέσεις για παραχωρήσεις,
που με διαρροές στον Τύπο άφηναν να εννοηθεί ότι θα κάνουν απέναντι σε αιτήματα
του μουσουλμανικού κόσμου, με κυριότερο αυτό της αναγνώρισης ανεξαρτήτου παλαιστινιακού
κράτους.
Ποια είναι όμως τα αίτια της αδυναμίας,
τουλάχιστον μέχρι τώρα, δημιουργίας κοινού μετώπου από τα μουσουλμανικά κράτη
αλλά και τους λαούς τους; Θα διακινδυνεύσουμε κάποιες εξηγήσεις βασισμένες στην
πολιτική πραγματικότητα αλλά και στο ιστορικό υπόβαθρο που γεννά τις
συγκεκριμένες μορφές πολιτικής δράσης αλλά και θρησκευτικής στάσης.
α. Στη πλειοψηφία τους τα μουσουλμανικά κράτη κυβερνώνται
από εξαρτημένες πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτέλεσμα χρόνιων διεργασιών
που εκκινούν από την εποχή της αποικιοκρατίας. Οι ΗΠΑ δρουν με συντονισμένο
σχεδιασμό που έχει σκοπό τη χειραγώγηση
των ηγεμονικών τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστική η
διατύπωση του γνωστού Ζ. Μπρζεζίνσκι
στο βιβλίο του «Μεγάλη Σκακιέρα»: «το
αμερικανικό παγκόσμιο σύστημα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έμμεση άσκηση
επιρροής σε εξαρτημένες ξένες ελίτ». Η εξαγορά των ελίτ αυτών
πραγματοποιείται συστηματικά με μοχλούς την οικονομική εξάρτηση, την
στρατιωτική στήριξη αλλά και την πολιτιστική γοητεία που ασκεί ο σύγχρονος
τρόπος ζωής στη Δύση.
Έτσι, κυβερνήσεις χωρών όπως της
Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας, της Αιγύπτου ή του Μαρόκου ταυτίζονται
απόλυτα με την αμερικανική πολιτική παρά την υπόγεια αντίθεση που σιγοβράζει στα
λαϊκά τους στρώματα.
β. οι δυνατότητες επιλογής ανεξάρτητης πολιτικής από κράτη που θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, σχεδόν εκμηδενίζονται από την ανυπαρξία ενός ανταγωνιστικού αντιαμερικανικού
πόλου, όπως εκφραζόταν την εποχή του ψυχρού πολέμου από την Σοβιετική
Ένωση. Στην κατηγορία αυτή χώρες, όπως η Συρία αλλά και το Ιράν, αναγκάζονται
να ολισθήσουν σε πιο φιλοδυτικές θέσεις ή να κρατήσουν αιδήμονα ουδετερότητα μη
διαθέτοντας τη δυνατότητα στήριξης στο διεθνές σύστημα.
γ. τέλος, και αυτό αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο το
οποίο μπορούμε να το παρατηρήσουμε και στον ορθόδοξο κόσμο, η ενότητα του Ισλάμ αδρανοποιείται από την
ανυπαρξία του κράτους-πυρήνα του πολιτισμικού χώρου του. Όσα αναφέρθηκαν
παραπάνω, οι άμεσες ξένες επεμβάσεις και οι εσωτερικές έριδες απέτρεψαν την
ανάδυση ενός τέτοιου κράτους-ηγεμόνα για τους μουσουλμάνους (βλ. περίπτωση
Ιράκ, Λιβύης).
δ. Η ανάλυση, όμως, θα ήταν ελλιπής αν δεν λαμβάναμε υπόψη
μας τις αντιθέσεις που εμφιλοχωρούν
μεταξύ των εθνοτήτων που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, στο διάβα των αιώνων. Το
σχήμα του Σ. Χάντινγκτον, επομένως, για
τη σύγκρουση των πολιτισμών, πάσχει από τις γενικεύσεις του. Έτσι, στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει κάποιο ενιαίο ισλαμικό στρατόπεδο στη λογική
της σύγκρουσης των πολιτισμών, ούτε οι πολιτισμικές ταυτότητες μεταφράζονται
αυτομάτως σε πολιτικές και στρατιωτικές οντότητες.
Το
Ισλάμ σχηματίστηκε από τρεις κυρίως εθνικές ομάδες: τους Άραβες, τους Πέρσες
και εν γένει τα ιρανικά φύλα που τον
μπολιάζουν πολιτισμικά και, τέλος, τα τουρκικά
φύλα. Ασφαλώς το Ισλάμ ασπάζονται και άλλες εθνότητες που είτε απορροφήθηκαν
από τα αναφερθέντα φύλα, κυρίως στο παρελθόν, είτε παραμένουν στη τροχιά τους
στην σύγχρονη εποχή (π.χ. οι κάτοικοι της Ινδονησίας, των Φιλιππίνων, οι
έγχρωμοι της Αφρικής, αλλά και της Αμερικής).
Από τις απαρχές της εξάπλωσης του Ισλάμ
η δημιουργία δύο κυρίαρχων τάσεων στους κόλπους του, του σουνιτικού και σιιτικού
, με όλα τα παρακλάδια του, δεν ήταν απλά μια υπόθεση διαφορετικών ερμηνειών
του κορανίου, της σούρα και της χαντίθ. Οι προσεγγίσεις αυτές και οι απόπειρες επιβολής
τους έγιναν με φοβερά βίαιες μεθόδους και εκφράστηκαν από συγκεκριμένες εθνικές
ομάδες που θέλησαν να κρατήσουν τη διαφορετικότητά τους ή και να εδραιώσουν
την ηγεμονία τους σε όλο τον ισλαμικό χώρο (είναι μια διαδικασία που τη βλέπουμε και στον
χώρο του Χριστιανισμού με τις αιρέσεις και τη σύγκρουση με την κεντρική εξουσία
του Βυζαντίου).
Ειδικότερα, για την ιρανική συνιστώσα
πρέπει να τονιστεί ότι δεν περιοριζόταν την προτουρκική εποχή στα εδάφη που τη
συναντούμε σήμερα (Αφγανιστάν, Ιράν, Τατζικιστάν, Κουρδιστάν και Οσετία). Τα
ιρανικά φύλα απλώνονταν από τα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας στον Καύκασο, τη Μέση
Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τον Ινδό ποταμό. Η εμμονή στο σιιτικό Ισλάμ
αποτέλεσε μια εκδοχή μετάβασής τους από το ζωροαστρισμό που ήταν ενάντια στην
αραβική εξάπλωση.
Τον καταλύτη, όμως των εξελίξεων
αποτέλεσαν τα τουρκικά στίφη που ξεχύνονταν προς δυσμάς, υποδουλώνοντας τα
ιρανικά φύλα, και ακολούθησαν, όχι συμπτωματικά, τη σουνιτική γραμμή.
Στα πλαίσια του μουσουλμανικού
πολιτισμού, οι Τούρκοι λειτούργησαν καταπιεστικά και οπισθοδρομικά απέναντι στις
υπόλοιπες ισλαμικές κοινότητες. Η εθνική τους διαφοροποίηση βρήκε αντανάκλαση
και τον περασμένο αιώνα στο κίνημα του παντουρανισμού
και του παντουρκισμού.
Οι επισημάνσεις αυτές αποτελούν τη βάση
για την κατανόηση της σημερινής σύγκρουσης. Η αδυναμία των γενικεύσεων του
Χάντιγκτον δεν σημαίνει ότι παρασύρει σε ανάλογες πολιτικές και στρατιωτικές
πρακτικές τις ΗΠΑ. Βασισμένοι στην εμπειρία των προηγουμένων αποικιακών δυνάμεων
αλλά τη δική της. Αντιλαμβανόμενοι την εσωτερική διάσταση του ισλαμικού χώρου
και τη χρησιμοποιούν εντέχνως. Το πιο πρόσφορο και πρόσφατο παράδειγμα είναι
αυτό του πολέμου στο Αφγανιστάν: Μουτζαχεντίν εναντίον Ταλιμπάν, Τατζίκοι και
Ουζμπέκοι εναντίον Παστούν, στο χώρο που πρωτοσυναντήθηκαν στην αρχαιότητα οι
Ιρανοί με τους Τούρκους.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ίδιο
θα προσπαθήσουν να πράξουν και στην περίπτωση του Ιράκ. Ο τουρκικός στρατός αλλά
και οι Κούρδοι στο βορρά θα δημιουργήσουν το προτεκτοράτο του πετρελαίου ενώ στο
νότο οι σιίτες θα αποτελέσουν την άλλη λαβίδα που θα διαμελίσει το κράτος παρία.
Στο μέλλον, κανένα μουσουλμανικό κράτος
δεν θα αναλάβει την ηγεμονία του ισλαμικού κόσμου, που θα το συνένωνε στον
αγώνα εναντίον των ΗΠΑ. Αλλά οι εξτρεμιστικές τάσεις θα αναπτύσσονται, κυρίως
από λαϊκά κινήματα που βρίσκονται στο περιθώριο των φιλοδυτικών καθεστώτων […]
Είναι πιθανόν να ενισχυθούν οι ενδοϊσλαμικές
αντιθέσεις. Σε αυτήν την προοπτική, πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι οι προσπάθειες
των ΗΠΑ θα τείνουν στη δημιουργία ενός σύγχρονου παντουρανικού κινήματος που θα
έχει σαφή φιλοδυτικό προσανατολισμό και τουρκική ηγεμονία. Η εξέλιξη αυτή θα
επέτρεπε τη διατήρηση της εύθραυστης σταθερότητας της Τουρκίας, την ομογενοποίηση
του χώρου που ξεκινά από το κινεζικό Τουρκεστάν ως τα Βαλκάνια, την ενίσχυση
του Ουζμπεκιστάν, που διατηρεί την πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της Κεντρικής
Ασίας, τον έλεγχο των επιδιώξεων της υπάκουης σήμερα Ρωσίας και τέλος τον υποβιβασμό
της ιρανικής και αραβικής συνιστώσας στον μουσουλμανικό κόσμο. […]
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Εξωτερικά Θέματα», τεύχος 4, Ιανουάριος 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου