Ο νέος ελληνισμός, όπως αναδύεται στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, αντιμετώπισε προκλήσεις και διλήμματα που εφεξής θα καθόριζαν διαρκώς τη ταυτότητά του. Στη προαναφερόμενη περίοδο, ο ελληνικός κόσμος περιήλθε σε δεινότατη θέση, υπό την πίεση ανερχόμενων ισχυρών γεωπολιτικών και πολιτισμικών ομάδων, που θα κυριαρχήσουν την επόμενη ιστορική περίοδο. Η αρνητική, για το βυζαντινό ελληνισμό, συγκυρία άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τον 11ο αιώνα. Σελτζούκοι και Νορμανδοί, Βενετοί και Γενουάτες υπονόμευσαν ανεπανόρθωτα την εδαφική και οικονομική κυριαρχία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ η Δ΄ σταυροφορία θα δώσει ένα συντριπτικό κτύπημα. Στη συνέχεια, τίποτε δεν θα σταθεί ικανό να ανακόψει τη μοιραία πορεία. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως, από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, η ορμητική επέκταση των τουρκικών ορδών, ανάγκασε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ να στραφεί ταπεινωμένος στη Δύση για βοήθεια. Οι γεωπολιτικές «συμπληγάδες», φακιόλιο τουρκικό και λατινική καλύπτρα, είχαν ήδη υψωθεί. Αλλά και στο βορρά, η ενδοχώρα είχε, από αιώνες, καταληφθεί από σλαβικά φύλα, τα οποία αν και ορθόδοξα, συγκροτούσαν, ομού με παλαιότερους κατοίκους και αλλόφυλες στρατιωτικές αριστοκρατίες (Σέρβοι, Βούλγαροι), την εθνική τους συνείδηση. Στο άκρο, όμως, του αχανούς σλαβικού κόσμου, το μοσχοβίτικο κράτος θα αναδειχθεί σταδιακά, στο τρίτο, σταθερό, πόλο επιρροής επί του ελληνικού κόσμου. Ήδη το 1396, ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος ζητούσε τη συνδρομή όχι μόνον της Δύσεως αλλά και της Μόσχας.
Τελικώς, η ένταση της πιέσεως ήταν
τέτοια που περιόρισε απελπιστικά τις δυνατότητες συγκρότησης μιας νέας διακριτής
πολιτισμικής συνιστώσας, τέτοιας που θα επέτρεπε και την, εν ελευθερία, επιβίωση
των Βυζαντινών Ελλήνων. Σε τούτο συνέβαλε, οπωσδήποτε, και η βαριά κληρονομιά
του Βυζαντίου που απέτρεψε τη δημιουργία ελληνικού έθνους-κράτους (ή κρατών). Η
δειλή άνθηση περιφερειακών οντοτήτων στην ελλαδική χερσόνησο και στην Μικρά
Ασία, μαράθηκε πρόωρα. Η Πόλη, ως Χώρος κι ως Ιδέα, εξακολουθούσε να μαγνητίζει
και να αναστέλλει τις διαδικασίες της ιστορικής προσαρμογής.
Έως και τις ημέρες της τελικής πτώσεως
της Πόλης, θα συνεχίζεται από τους Βυζαντινούς ο ίδιος, μάταιος, αγών. Με την ένωση
των Εκκλησιών πιστευόταν ότι θα έμενε ζωντανό και το κράτος. Η απροθυμία ή και
η αδυναμία της Δύσης να προστρέξει συνδυάστηκε με την απροθυμία του «βυζαντινού
ανθρώπου» ν’ αλλάξει τη ταυτότητά του. Καθώς, λοιπόν, δεν εισακούσθηκαν οι, μοναχικές,
προτροπές του Πλήθωνος για ένα κράτος-έθνος Ελλήνων, στην πύλη του Ρωμανού
γράφτηκε το τραγικό και ηρωικό τέλος μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.
Εντούτοις, το ασφυκτικό περιβάλλον
προκάλεσε την ανάπτυξη αρκετών, πολύτιμων από πνευματικής απόψεως, αμυντικών
αντανακλαστικών, με άξονα τη θρησκεία και τη λαϊκή παράδοση, τα οποία
λειτούργησαν ως κιβωτοί συνειδησιακής επιβίωσης. Και το περιβάλλον αυτό
επιτάχυνε, μάλλον, τον ομαλό και φυσιολογικό μετασχηματισμό του ορθόδοξου
βυζαντινού πληθυσμού, των Ρωμιών, σε νεοελληνικό. Αυτοσυνείδηση που
ισχυροποιήθηκε ιδιαίτερα μετά τους μαζικούς εξισλαμισμούς χριστιανών, πρωτίστως
στις περιοχές που οι δυαδικές «αιρέσεις» είχαν βαθιές ρίζες.
Εξαιτίας, όμως, της μειονεκτικής θέσεώς
του, ο καθημαγμένος ελληνισμός, ενεπλάκη σε στενές σχέσεις ξενικής εξάρτησης,
που τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του θα παραμένουν grosso modo όμοια στους κατοπινούς αιώνες. Κατά τη
πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Έλληνες πρόσβλεπαν αποκλειστικά στην αρωγή
της Δύσεως. Ανέμεναν μια χριστιανική σταυροφορία για να τους απελευθερώσει. Και
όχι αβάσιμα, καθώς αρκετοί ήσαν οι ειλικρινείς φίλοι μεταξύ των παπών και των
ξένων ηγεμόνων. Τελικώς, όμως, οι ελπίδες αποδείχθηκαν φρούδες. Ταυτόχρονα, οι Έλληνες των
ενετοκρατούμενων περιοχών θα βίωναν όχι μόνον τη σκληρή καταπίεση, αλλά και την
εσκεμμένη προσπάθεια της πνευματικής τους αλλοτρίωσης.
Τότε, σήμανε η ώρα της τρίτης
συνιστώσας, των Ρώσσων. Οι ομόδοξοι Μοσχοβίτες, μέλη της «Βυζαντινής
Κοινοπολιτείας», καθώς επεκτείνονταν δυναμικά, με την αυτοπεποίθηση της «Τρίτης
Ρώμης», φάνταζαν ως δύναμη σωτηρίας. Οι ραγιάδες ανέμεναν για χρόνια το Μόσκοβο
«να φέρη το σεφέρι»… Και οι τσάροι έτρεφαν με επιμέλεια αυτήν τη προσδοκία. Το
1709, στη προσωπογραφία του Μεγάλου Πέτρου χαράχτηκε η επιγραφή: «Πέτρος Ρωσογραικών αυτοκράτωρ» και η
Αικατερίνη Β΄ σκόπευε να ιδρύσει ελληνική μοναρχία με βασιλέα τον εγγονό της
Κωνσταντίνο. Ήσαν ειλικρινείς οι τσάροι στις διακηρύξεις τους; Μπορεί. Εν πάση
περιπτώσει, ένα ήταν βέβαιο: η φλογερή τους επιθυμία για έξοδο στις θερμές
θάλασσες του νότου.
Η σύγκρουση μεταξύ της
καθολικο-προτεσταντικής Δύσεως, της ορθόδοξης Ρωσσίας και της οθωμανικής Τουρκίας,
στο πλαίσιο του λεγόμενου «ανατολικού ζητήματος», κορυφώνεται, πριν και κατά τη
διάρκεια των χρόνων της εθνικής παλιγγενεσίας. Αν η Γαλλική Επανάσταση γέμιζε
με ελπίδες τους Έλληνες, το βλέμμα τους ήταν στραμμένο, όπως τους διαβεβαίωναν
κι οι προφητείες, προς τη Ρωσσία. Προσδοκούσαν τη ρωσσική παρέμβαση ακόμη κι αφού
προδόθηκαν πικρά, όπως στα ορλωφικά. Και ήσαν βέβαιοι ότι πίσω από τη Φιλική
Εταιρεία και την έκρηξη της επαναστάσεως του 1821 ήταν ο ίδιος ο τσάρος.
Γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν επιδέξια οι σπουδαίοι και ανιδιοτελείς ηγέτες της
επαναστατικής οργάνωσης.
Η Δύση, όμως, και συγκεκριμένα η Βρετανική
αυτοκρατορία, δεν θα επέτρεπε με κανέναν τρόπο την κάθοδο των Ρώσσων στη
Μεσόγειο. Ούτε θα συναινούσε στη δημιουργία ενός κράτους φιλικού προς εκείνους,
επάνω στις θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές προς την Ανατολή. Και σ’ αυτή τη
προϋπόθεση συμπυκνώνεται ο κύριος, άγραφος, όρος συναίνεσης της προστάτιδος
δύναμης κατά την ιδρυτική πράξη σύστασης του ελληνικού κράτους. Συναίνεση που
προήλθε από το φόβο των τετελεσμένων, που δημιουργούσε η επαναστατική ορμή των
εξεγερμένων, και το ψυχρό υπολογισμό, όπως τον αναπτύσσει ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος (σε επιστολή του προς τον Κάνινγκ 8/20 Αυγούστου 1825) όταν
επιζητά την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Υποστήριζε, λοιπόν, ο έμπειρος Φαναριώτης
ότι μια ελεύθερη Ελλάς θα στεκόταν «φραγμός
για τη σωτηρία της Ευρώπης από τον ρωσσικό κολοσσό». Και, προχωρώντας ακόμη
πιο πέρα, εξέθετε την άποψη ότι «η Αγγλία,
η Πύλη και η Ελλάς θα αποτελέσουν μιαν δύναμιν, ούτως ειπείν, με σκοπόν να
αποκρούσουν την Ρωσίαν, και εν τελευταία αναλύσει αυτή η ένωσις θα είναι η
μεγαλυτέρα εγγύησις την οποίαν η Αγγλία θα απέκτα κατά των προσπαθειών της
Ρωσίας και οιασδήποτε άλλης Ευρωπαϊκής δυνάμεως να βλάψουν γρήγορα ή αργά την
κυριαρχίαν και το εμπόριον της Αγγλίας εις τας Ινδίας».
Απότοκα αυτής της σκληρής διαμάχης
υπήρξαν, χάριν και στις εσωτερικές έριδες, τόσο οι εμφύλιες συγκρούσεις, κατά τη
διάρκεια της επανάστασης, όσο και το τραγικό τέλος του Καποδίστρια. Αν και
στόχος του Κυβερνήτη ήταν η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της
διακριτής, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, πολιτισμικής ταυτότητας του ελληνισμού,
και όχι ο υποβιβασμός της Ελλάδος σε ρωσσικό προτεκτοράτο.
Στους επόμενους δύο αιώνες, η διαδικασία
διακριτής νεο-ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας θα μείνει μετέωρη. Σε αυτό
συνετέλεσε ο συνδυασμός της αδυναμίας για δημιουργική ανασύνθεση των συστατικών
στοιχείων του νέου ελληνισμού και της -κυρίως αυτής- ημιτελούς εδαφικής
ολοκλήρωσης, μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ο μετεωρισμός του εθνικού
προσανατολισμού θα λάβει δραματικές διαστάσεις ως εθνικός διχασμός, που έφθασε έως
την εμφύλια σύγκρουση –με προδιαγεγραμμένη την έκβασή του, σύμφωνα με τον όρο,
όπως προαναφέρθηκε, σύστασης του ελληνικού κράτους. Όρο που γνώριζε πολύ καλά ο
Στάλιν και παραγνώρισαν, με εγκληματική αφέλεια, οι Έλληνες ομοϊδεάτες του.
Η επαναβεβαίωση του γεωπολιτικού
προσανατολισμού του ελληνικού κράτους, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, όμως,
δεν συνοδεύθηκε από κάποιο σταθερό πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνισμού. Η
παραίτηση από κάποιο όραμα διακριτής ταυτότητας κατέληξε σήμερα, μετά από χίλια
έτη, σ’ έναν ελληνισμό χωρίς καμία ταυτότητα, χωρίς κανένα προσανατολισμό και
επαίτη της οποιασδήποτε ξενικής προστασίας με οποιοδήποτε αντίτιμο.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Νέα Πολιτική" τεύχος 5, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου