Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Μεταφρασμένα κείμενα για τον πόλεμο σε Εγγύς και Μέση Ανατολή




Ο πόλεμος Σιιτών-Σουνιτών επεκτείνεται και στην Υεμένη*

του Bruce Riedel  Διευθυντής του Intelligence Project στο Brookings Institution.
Το νέο του βιβλίο «Τι κερδίσαμε: Ο μυστικός πόλεμος της Αμερικής
στο Αφγανιστάν, 1979-1989» δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο.

Ο χειρότερος εφιάλτης του οίκου των Σαούντ γίνεται πραγματικότητα. Η εκπληκτική επιτυχία της εξέγερσης των Ζαΐντι Χούδι στην Υεμένη βάζει μια σιιτική ομάδα, που  συνδέεται με το Ιράν, στο μαλακό υπογάστριο της Σαουδικής Αραβίας, διαλύοντας έτσι τις μακροχρόνιες προσπάθειές της για σταθεροποίηση της χώρας ως δορυφόρο του Ριάντ.
Το κίνημα Ζαΐντι Χούτι, που αυτοαποκαλείται Ανσάρ Αλλάχ, ανέλαβε το Σεπτέμβριο τον έλεγχο της πρωτεύουσας Σαναά και τώρα πήρε και αυτόν της Χοντέιντα, που αποτελεί το κυριότερο λιμάνι στο βόρειο τμήμα της χώρας. Οι Χούδι έχουν επεκταθεί πολύ πέρα από το παραδοσιακό προπύργιό τους στη βόρεια Υεμένη, γύρω από τη πόλη Σααντά, κοντά στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία, και ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα της βορείου Υεμένης. Υπαγορεύουν πλέον ποιος και τι θα γίνει αποδεχτό από την, μόνον κατ’ όνομα, κυβέρνηση της Υεμένης. Απέρριψαν έτσι την πρώτη επιλογή του Προέδρου Αμπέντ Ράμπο Μανσούρ Χαντί για το πρόσωπο που θα γίνει πρωθυπουργός, όπως επίσης και τις παρακλήσεις του να αποχωρήσουν από τη Σαναά και να επιστρέψουν στις βάσεις του στο βορρά.    
Παίρνοντας την ονομασία τους από τον ιδρυτή του σύγχρονου κινήματος των Ζαΐντι, Χουσεΐν Μπαντρεντίν αλ-Χούδι, ο οποίος σκοτώθηκε στον πρώτο από τους έξι πολέμους που έλαβαν χώρα μεταξύ του 2004 και 2010, οι Χούδι είναι τώρα η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη της Υεμένης.
Οι Ζαΐντι είναι παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ, που ήλεγχε τη βόρεια Υεμένη μέχρι την επανάσταση του 1962. Το ιμαμάτο των Ζαΐντι ανατράπηκε από ένα εθνικιστικό κίνημα που υποστηρίχτηκε από την Αίγυπτο και αποτραβήχτηκε στα τραχιά βουνά και τις ερήμους του βορρά για να διεξάγουν μια εξαετή εξέγερση εναντίον των Αιγυπτίων και των δημοκρατών Υεμενέζων συμμάχων τους. Οι Σαουδάραβες ήταν τότε η κύρια πηγή της εξωτερικής στήριξης των φιλο-βασιλικών ανταρτών και ο βασιλιάς Φεϊζάλ ήταν ο βασικότερος υποστηρικτής τους.

Γι’ αυτό και συνιστά ειρωνεία το ότι σήμερα οι Σαουδάραβες ανησυχούν τόσο για την κατάληψη της Σαναά και της Χοντέιντα από τους Ζαΐντι. Ήδη πολύ πριν το 2011, που η Αραβική Άνοιξη έφθασε και στην Υεμένη, οι Σαουδάραβες στήριζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τότε Προέδρου Αλί Αμπντουλλάχ Σάλεχ εναντίον των Χούδι, ενώ μετά το 2009 διεξήγαγαν και οι ίδιοι μια σειρά από επιχειρήσεις εναντίον τους, κατά μήκος των συνόρων. Αν και ο στρατός και η αεροπορία της Σαουδικής Αραβίας δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά σε αυτές τις επιχειρήσεις, η οποιαδήποτε εναπομείνασα σχέση συμπάθειας μεταξύ Σαουδαράβων και Ζαΐντι είχε ήδη τελειώσει πολύ πριν ανατραπεί ο Σάλεχ και αναλάβει ο Χάντι.
Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τους Σαουδάραβες είναι οι δεσμοί των Χούδι με το Ιράν. Ο Σάλεχ ισχυριζόταν ότι η ιρανική βοήθεια προς τους αντάρτες  είχε αρχίσει από το 2004, αλλά μόλις το 2012 αξιωματούχοι των ΗΠΑ επιβεβαίωναν πως η Τεχεράνη βοηθούσε πράγματι τους Χούδι. Το Ιράν μαζί με τη λιβανέζικη Χεζμπολλάχ, για αρκετά χρόνια, στέλνουν ελαφρύ οπλισμό και πυρομαχικά στους Χούδι και επίσης παράσχουν περιορισμένη οικονομική βοήθεια.    
Τον περασμένο μήνα, οι αρχές της Υεμένης απέλασαν στο Ομάν δύο Ιρανούς, τους οποίους κατηγόρησαν ότι είναι μέλη της Κουντς –Σώμα των Φρουρών της Επανάστασης- αφού συνελήφθησαν στην Υεμένη για παροχή βοήθειας στους Χούδι.
Όποια κι αν είναι η έκταση της ιρανικής βοήθειας στους Χούδι, το Ριάντ πιστεύει ότι αυτή είναι και εκτεταμένη και κρίσιμη για τη επιτυχία τους. Ένας ανώτερος Σαουδάραβας πρίγκιπας μου είπε πρόσφατα ότι, το βασίλειο τώρα πια είναι περικυκλωμένο από πληρεξούσιους του Ιράν. Το Ιράν ελέγχει τέσσερεις αραβικές πρωτεύουσες: Βαγδάτη, Δαμασκό, Βηρυτό και Σαναά. Η σαουδαραβική εφημερίδα Asharq Al-Awsat αυτό το μήνα έγραψε σε κύριο άρθρο της «Το Ιράν περικυκλώνει τη Σαουδική Αραβία».
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η Αραβική Άνοιξη, η Σαουδική Αραβία κατεύθυνε τις προσπάθειές της στη σταθεροποίηση της Υεμένης με την εισαγωγή μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων, αρκετών για να κατευνάσουν κάποια αιτήματα για αλλαγή αλλά όχι τόσο ώστε να μεταβάλουν ριζικά την ενότητα της Υεμένης ή την επιρροή του Ριάντ. Οι Σαουδάραβες διπλωμάτες εργάστηκαν επιμελώς και αποτελεσματικά για να εκδιώξουν από την προεδρία τον Σάλεχ και να φέρουν τον Χάντι. Το βασίλειο παρείχε πετρέλαιο αξίας πάνω από 3 δις δολ. και κατέθεσε 1 δις δολ. για τη νομισματική στήριξη της Υεμένης στην κεντρική τράπεζα, ώστε να διατηρηθεί η φερεγγυότητα της χώρας.
Η Υεμένη είχε γίνει, επίσης, πρότυπο για την αμερικανική εκστρατεία εναντίον της τρομοκρατίας στη μετά την Αραβική Άνοιξη εποχή. Αντί της μαζικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η Υεμένη έχει ένα ρόλο-μοντέλο με την δράση ελαφρών ειδικών δυνάμεων που υποστηρίζονται μεν από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και άλλα μέσα από αέρος, αλλά στο έδαφος τη μεγαλύτερη συμμετοχή την έχουν οι Υεμενέζοι.   Στους Σαουδάραβες προσβλέπουν οι ΗΠΑ ώστε να παράσχουν πολιτική, οικονομική και διπλωματική στήριξη στην Υεμένη, να συσπειρώσουν τα άλλα κράτη του κόλπου και να είναι ο «μεγάλος αδελφός» του Χάντι.
Η Αλ-Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (AQAP) περιγράφεται συχνά τα τελευταία χρόνια ως παγκοσμίως η πλέον επικίνδυνη θυγατρική οργάνωση της Αλ-Κάιντα. Υπήρξε στόχος κοινών αμερικανο-σαουδαραβικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Υεμένη. Την ηγεσία των Σαουδαραβικών δυνάμεων σε αυτές τις επιχειρήσεις είχε ο Υπουργός Εσωτερικών του βασιλείου Μουχάματ μπιν Νάγιεφ. Στόχος αρκετών δολοφονικών επιθέσεων της AQAP, ο Νάγιεφ είναι πολύ ικανός και αποτελεσματικός ηγέτης και ένθερμος υποστηρικτής της στενής συνεργασίας με την Ουάσιγκτον ενώ με σαουδαραβική πρωτοβουλία ο ΟΗΕ έχει καταδικάσει τους Χούδι για την προώθησή τους αυτό τον χρόνο.   
Έτσι επικρατεί μεγάλη απογοήτευση στο Ριάντ όταν βλέπει τους Ζαΐντι  Χούδι και τους Ιρανούς φίλους τους να τα πηγαίνουν τόσο καλά στην Υεμένη. Από την οπτική του βασιλιά Αμπντουλαζίζ το βασίλειο είναι κάτω από διπλή πολιορκία. Η πρώτη είναι από το Ιράν και τους συμμάχους του, την Χεζμπολλάχ και τα καθεστώτα στη Συρία και στο Ιράκ. Η δεύτερη είναι από την Αλ-Κάιντα και το παρακλάδι του το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) στα οχυρά της Συρία, στο Ιράκ, στο Λίβανο και στην Υεμένη.   
Η επέλαση των Χούδι απειλεί να βυθίσει την Υεμένη στην ίδια σεκταριστική σύγκρουση που έχει ξεσπάσει στη Συρία και στο Ιράκ. Η σουνιτική πλειοψηφία στην Υεμένη και η μειονότητα των Ζαΐντι πολώνουν όλο και περισσότερο τη χώρα  επί σεκταριστικής βάσης, με τους Σαουδάραβες και τους Ιρανούς να ανταγωνίζονται σε έναν ακόμη πόλεμο δια πληρεξουσίων στην σουνο-σιιιτική διαίρεση.
Καθώς ο Σάλεχ ήταν για χρόνια ο σύμμαχος των ΗΠΑ που τώρα στηρίζουν τον Χάντι, οι Ζαΐντι είναι, κι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αντι-αμερικανοί. Οι στενοί δεσμοί της Ουάσιγκτον με το Ριάντ ενισχύουν περαιτέρω την εχθρότητά τους προς τις ΗΠΑ.  Ένα αυτοκόλλητο στους προφυλακτήρες των οχημάτων των Χούδι διακηρύσσει: «θάνατος στην Αμερική! θάνατος στο Ισραήλ! κατάρα στους Εβραίους! νίκη στο Ισλάμ!». Την ίδια ώρα, οι Χούδι και η AQAP είναι θανάσιμοι εχθροί.  Ακριβώς όπως στο Ιράκ, οι φιλο-ιρανοί Σιίτες Ζαΐντι στην Υεμένη είναι αντίπαλοι των εξτρεμιστικών σουνιτικών ιδεολογιών όπως του ΙΚ και της η AQAP. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους θα έπρεπε να αποφύγουν να εμπλακούν σε ένα ακόμη εμφύλιο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, όπου ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι αναγκαστικά είτε φίλος μου είτε εχθρός μου.

  
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο al-Monitor στις 15 Οκτωβρίου 2014, με τον τίτλο: Οι νίκες των Χούδι στην Υεμένη κάνουν νευρική τη Σαουδική Αραβία


Απόδοση στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος


http://www.defence-point.gr/news/?p=114763


Κοιτάζοντας πίσω από τη σχέση Ρωσίας-Ιράν

του Μαξίμ Σουσκώφ

Η τέταρτη σύνοδος κορυφής των κρατών της Κασπίας[1], που πραγματοποιήθηκε στη ρωσική πόλη Αστραχάν (29.9-1.10), έτσι κι αλλιώς επισκιασμένη από τις ραγδαίες εξελίξεις σε Συρία και Ιράκ, δεν έδωσε ειδήσεις.
Εντούτοις, μια προσεκτικότερη ματιά σε όσα έγιναν μας αποκαλύπτει ένα ενδεχομένως ενδιαφέρον ζήτημα με δύο μεγάλους παίκτες –της Ρωσίας και του Ιράν- των οποίων η στάση θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμη, εάν το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) επεκταθεί περαιτέρω και απαιτηθεί αποστολή χερσαίων δυνάμεων.
Ο Ιρανός πρόεδρος Χασσάν Ρουχανί, καταφθάνοντας από την Νέα Υόρκη στο Αστραχάν, για τη σύνοδο κορυφής, η οποία ασχολήθηκε κυρίως με το νομικό καθεστώς της Κασπίας θάλασσας, διεξήγαγε παράλληλα ιδιωτικές συνομιλίες με τον Ρώσο πρόεδρο Βλάδιμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, στην ατζέντα των συνομιλιών κυριάρχησαν τα ενεργειακά σχέδια. 
Οι δύο ηγέτες είχαν συναντηθεί και στο παρελθόν –πρώτη φορά ανεπίσημα το Σεπτέμβριο του 2013 στην Κιργιζία, στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, και αργότερα στην Κίνα, το Μάιο του 2014. Ωστόσο, καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει τώρα τις δυτικές κυρώσεις, επιθυμεί να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει κορυφαίος προμηθευτής ενέργειας προς την Ευρώπη και κάνει ότι είναι δυνατό να δεσμεύσει το Ιράν σε αυτό τον τομέα πριν αυτό συμμετάσχει σε πιθανούς εναλλακτικούς δρόμους ενεργειακού εφοδιασμού.

Χρήσιμη για τη Ρωσία μπορεί να είναι και η εμπειρία του Ιράν στην αντιμετώπιση των μαζικών κυρώσεων. Παρά το σοβαρό πλήγμα που επέφεραν οι κυρώσεις στην ιρανική οικονομία, η χώρα έδειξε ότι, ακόμη και αν βρίσκεται σε «πολύπλευρη σύγχυση και ταραχή», εντούτοις δεν έχει πέσει σε κατάθλιψη και απόγνωση –στόχο που και η Ρωσία επεξεργάζεται την επίτευξή του.
Ιστορικά, οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και του Ιράν δεν υπήρξαν ποτέ ομαλές. Αλλά η νέα πραγματικότητα των κυρώσεων ωθεί τη Ρωσία να αναθεωρήσει και να ανανεώσει τις σχέσεις της με τους, κάποτε, ορκισμένους εχθρούς της. Στην περίπτωση του Ιράν, υπάρχουν, ασφαλώς, και μερικά σημεία αμοιβαίου συμφέροντος.  
Αυτή τη στιγμή υφίστανται τέσσερις κύριες διαστάσεις στις διμερείς σχέσεις Μόσχας-Τεχεράνης. Εκτός από τα ζητήματα της ενέργειας, σε αυτές περιλαμβάνονται το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η σταθεροποίηση του Αφγανιστάν –και γενικότερα, η ασφάλεια της Κεντρικής Ασίας-  και τα δραματικά γεγονότα στη Συρία, στο Ιράκ και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.  
Η Ρωσία και το Ιράν εκφράζουν παρόμοιες ανησυχίες για την ξένη παρέμβαση, υπό αμερικανική ηγεσία, στην καταπολέμηση του ΙΚ στη Συρία. Υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα και να πυροδοτήσει την εμφάνιση περισσότερων τρομοκρατικών οργανώσεων.
Εν τω μεταξύ, Ρώσοι και Ιρανοί εμπειρογνώμονες καθώς και ΜΜΕ προχωρούν περισσότερο, εικάζοντας πως η όλη εκστρατεία εναντίον των τζιχαντιστών στη Συρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για εισβολή στη χώρα.
Η Ρωσία και το Ιράν μοιράζονται κοινό στρατηγικό όραμα για τον Νότιο Καύκασο: μια ζώνη απαλλαγμένη από συγκρούσεις και μια περιφέρεια αδιαπέραστη στη ξένη παρουσία (δηλ. για τη Δύση και το Ισραήλ).
Το πλέον σημαντικό για τη Μόσχα είναι ότι, η Τεχεράνη ήταν ένα από τα λίγα μουσουλμανικά κράτη που υποστήριξαν την κρατική ακεραιότητα της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των δύο τσετσενικών πολέμων και συμμεριζόταν την άποψη του Κρεμλίνου πως τα ισλαμιστικά κινήματα τροφοδοτούνταν από το εξωτερικό και κυρίως από τα κράτη του κόλπου. Την ίδια στιγμή, το Ιράν δεν έχει αυταπάτες για τις μεθόδους και το πολιτικό σχέδιο πίσω από αυτό που ονομάζεται «εγχώρια εξέγερση» την οποία μάχεται η Ρωσία. Το Ιράν κατανοεί απόλυτα το ρωσικό Καύκασο με το περίπλοκο εθνο-πολιτικό και κοινωνικο-θρησκευτικό του μωσαϊκό και σιωπηλά προβάλλει την ήπια ισχύ του σε κοινωνίες με ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τους Πέρσες (ειδικά στη Βόρεια Οσσετία). Επιπλέον, δεν έχει παραιτηθεί από την ιδέα να καταστεί ισχυρή δύναμη επιρροής και στον Νότιο Καύκασο (στμ. Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία).  
Οι Ιρανοί δεν κάνουν θόρυβο, τουλάχιστον σε υψηλό επίπεδο, όταν κάποιες ρωσικές ενέργειες τους εκνευρίζουν (από την απαγόρευση του βιβλίου «Η τελευταία επιθυμία και η Διαθήκη του Χομεϊνί», που το 2008 συμπεριελήφθη στα εξτρεμιστικά έντυπα, έως την ακύρωση της παράδοσης των πυραύλων S-300). Η Τεχεράνη σίγουρα δεν τα συγχώρεσε αυτά αλλά και άλλα «παραπτώματα».
Οι Ρώσοι ακόμη θυμούνται τι συνέβη στο διάσημο διανοούμενο, θεατρικό συγγραφέα και πρέσβη της Ρωσίας στην Περσία, Αλέξανδρο Γκριμπογιέντωφ (1794-1829), ο οποίος σκοτώθηκε από τον εξαγριωμένο όχλο στη Τεχεράνη το 1829.
Μέχρι σήμερα, το επεισόδιο αυτό για τους Ρώσους πολιτικούς χρησιμεύει ως προειδοποίηση να παίζουν ήρεμα και έξυπνα με τη Τεχεράνη. Άλλωστε, η πασίγνωστη δήλωση του Χομεϊνί ότι οι ΗΠΑ είναι ο «μεγάλος σατανάς» προβάλλει επίσης την ιδέα ότι η ΕΣΣΔ ήταν ο «μικρότερος σατανάς» - μια αλληγορία που θεωρείται από πολλούς αναλυτές ότι αντανακλά το στρατηγικό όραμα του Ιράν και προς τη σύγχρονη Ρωσία. 
Είναι ενδιαφέρον ότι σε επίπεδο ρωσικής κοινής γνώμης, η επιφυλακτικότητα απέναντι στο Ιράν είναι ακόμη μεγαλύτερη. Δημοσκόπηση του 2013 έδειξε ότι το 40% των Ρώσων πιστεύουν ότι η επιρροή του Ιράν στα ζητήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος είναι αρνητική, και μόνο 10% θετική.
Έτσι, παρά τη διαδεδομένη άποψη πως εκτός Μέσης Ανατολής, η Ρωσία είναι ο κύριος υποστηρικτής του Ιράν, η φύση των σχέσεών τους ταιριάζει μάλλον στο κλασικό ανατολίτικο παιχνίδι των χαμηλών τόνων, των σιωπηρών διαφωνιών και των παρασκηνιακών συμφωνιών σε ζητήματα αμοιβαίου μακροπρόθεσμου συμφέροντος, ακόμη και όταν τα άμεσα συμφέροντα αποκλίνουν (όπως στο ζήτημα της αντιμετώπισης του ΙΚ και την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία). 
Η συνεργάτιδα του Al-Monitor Μπάρμπαρα Σλάβιν, έχει περιγράψει τη σχέση ΗΠΑ-Ιράν ως «πικροί φίλοι, επιστήθιοι εχθροί». Οι ρωσο-ιρανικές σχέσεις έχουν μια πολύ μεγαλύτερη ιστορία και από πολλές απόψεις μια ατζέντα με πολύ περισσότερες αποχρώσεις. Αλλά εάν κάποιος θα ήθελε να επινοήσει έναν συνοπτικό ορισμό των σημερινών σχέσεών τους θα μπορούσε άνετα να πεί ότι είναι «εξαναγκασμένοι αντίπαλοι, πραγματιστικά φιλαράκια».


*Ερευνητής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών στο Πιατιγκόρσκ του Β. Καυκάσου, Ρωσία.
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Al-Monitor 9.10.14

Απόδοση στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος






[1] Στη σύνοδο συμμετείχαν εκτός από τον Βλ. Πούτιν, ο Τουρκμένος πρόεδρος Gurbanguly Berdymukhammedov, ο Αζέρος Ιλχάμ Αλίγιεφ, ο Καζάχος Νουσουρλτάν Ναζαρμπάγιεφ και ο Ιρανός Χασσάν Ροχανί. Οι συμφωνίες που ακόμη διέπουν το νομικό καθεστώς της Κασπίας είναι αυτές του 1921 και 1940, τις οποίες τα κράτη που ιδρύθηκαν μετά το 1991 (Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν και Τουρκμενιστάν δηλώνουν ότι δεν τα δεσμεύει. Η διαφωνία που έχει ενσκύψει είναι αν η Κασπία πρέπει να αντιμετωπισθεί νομικά ως λίμνη ή ως θάλασσα. Βλ. και http://www.defence-point.gr/news/?p=112587

http://www.defence-point.gr/news/?p=114306

Για τη Τουρκία η ανατροπή του Άσαντ είναι σημαντικότερη από την καταστροφή του «Ισλαμικού Κράτους»

Συνέντευξη του Αλέξανδρου Ιγνάτιενκο, (προέδρου του Ινστιτούτου Θρησκειών και Πολιτικής, μέλος του Συμβουλίου για τη Συνεργασία των Θρησκευτικών Οργανώσεων υπό τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και εγνωσμένου κύρους «Οριενταλιστή») στο Pravda.ru (9.10.14).

Το ζήτημα είναι ότι οι τουρκικές αρχές παρουσιάζουν στην παγκόσμια κοινή γνώμη μια λανθασμένη εικόνα για τις κουρδικές διαμαρτυρίες, που σήμερα γίνονται μέσα στο τουρκικό έδαφος, ότι δηλαδή οι Κούρδοι ξεσηκώνονται επειδή δήθεν η Τουρκία δεν πολεμά αρκετά δραστήρια με το επονομαζόμενο «Ισλαμικό Κράτος» (ΙΚ). Παρά το γεγονός ότι αντικειμενικοί παρατηρητές κάνουν λόγο για επιθέσεις Κούρδων σε γραφεία και κτίρια τα οποία θεωρούν, όχι αβάσιμα, ότι ανήκουν στο ΙΚ. Δηλαδή, εδώ υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που λέει ο Ερντογάν και οι τουρκικές αρχές και αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Και ας αναλογιστούμε ότι πρόσφατα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν κατηγόρησε τη Τουρκία ότι υποστηρίζει το ΙΚ με εξοπλισμό, και αποστολή μαχητών, που πέρασαν οργανωμένα από τουρκικό έδαφος, και με συμμετοχή των τουρκικών υπηρεσιών.  Δηλαδή, οι υπηρεσίες που έχουν άμεση σχέση με το τουρκικό κράτος, και ηγείται ο Ερντογάν. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.
Σήμερα, οι Κούρδοι όταν ξεσηκώνονται κατά της τουρκικής κυβέρνησης, στην ουσία ξεσηκώνονται και κατά του τουρκικού κράτους και κατά του «Ισλαμικού Κράτους».

Αυτό είναι το πρώτο σημείο και είναι πολύ σημαντικό.
Το δεύτερο σημείο συνίσταται στο ότι η Τουρκία, κυρίως ο Ερντογάν, διατηρεί μια πολύ παράξενη στάση απέναντι στο ΙΚ και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγει το ΙΚ στην κουρδική ζώνη της Συρίας. 
Δηλαδή, η Τουρκία, από τη μία πλευρά, δεν επιθυμεί να χρησιμοποιήσει στο πόλεμο με το ΙΚ τους Κούρδους, που ζουν στη Συρία, και πολύ περισσότερο δεν προτίθεται να τους εξοπλίσει και να τους στείλει στη μάχη. Δεν προτίθενται, ώστε το ΙΚ να καταστρέψει το Κομπάνι, να το καταστρέψει εντελώς.
Το τρίτο σημείο είναι ότι στόχος της Τουρκίας είναι η δημιουργία νεκρής ζώνης, η οποία, σύμφωνα με τους Σύριους, σημαίνει κατοχή συριακού εδάφους έτσι ώστε να εγκατασταθούν εκεί οι πρόσφυγες.   
Εν προκειμένω, εντελώς ξεκάθαρα, βάζουν στόχο ανατροπής και εξολόθρευσης του καθεστώτος του Άσαντ. Δηλαδή, σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν επίθεση στο έδαφος της Συρίας. Και αυτό όχι για να καταστρέψει, νικήσει ή απωθήσει από τις κουρδικές περιοχές της Συρίας το ΙΚ, αλλά, όπως και ο ίδιος ο Ερντογάν λέει, να σαρώσει και να αντικαταστήσει το καθεστώς του Άσαντ

Δηλαδή, όλα αυτά τα προβλήματα είναι αλληλένδετα. Και ο κόμπος που δένει το σχοινί που ενώνει όλα αυτά τα ζητήματα βρίσκεται στη θέση του Ερντογάν, την οποία ήδη επαρκώς αναλύσαμε. Και το γεγονός ότι ο Μπάιντεν ζήτησε συγγνώμη στον Ερντογάν, δεν σημαίνει βέβαια ότι είχε στη διάθεσή του παραπλανητικές πληροφορίες. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι οι καλές σχέσεις του Ερντογάν και  των τουρκικών αρχών με το ΙΚ οφείλονται επειδή το ΙΚ πολεμά εναντίον των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ και στη Συρία.  

Μετάφραση από τα ρωσικά Σ.Δ.

Μπορεί το PKK να μετατρέψει τη στρατιωτική του ισχύ και σε πολιτική δύναμη;

του Fehim Tastekin* (6.10.14)

Κατά τη συνομιλία μας στην Ερμπίλ, στην έδρα της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν, ο Sadi Ahmed Pire, υπεύθυνος διεθνών σχέσεων της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν (PUK), μας έκανε μερικά ασυνήθιστα σχόλια για τη στάση της Τουρκίας.
Ο Pire είπε στο Al-Monitor: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται από την άλλη άκρη του ωκεανού, η Βρετανία και η Γερμανία από την Ευρώπη, αλλά η γειτονική μας Τουρκία δεν μπορεί να καταφθάσει; Η Τουρκία είναι μια καλή μουσαφίρισα στο τραπέζι των συνομιλιών. Αλλά όταν ο φίλος της δέχεται επίθεση παρατηρεί από απόσταση. Συνεχώς κάνει λόγο για την ασφάλεια των συνόρων της. Τι γίνεται όμως με την ασφάλεια των δικών μας συνόρων;». Όταν τον ρωτήσαμε αν υπαινίσσεται ότι η Τουρκία δεν παρεμποδίζει τη διέλευση του Ισλαμικού Κράτους (IS), ο Pire απάντησε: «Ναι, η Τουρκία δεν τους εμπόδισε», προσθέτοντας  ότι «ο ρόλος της Τουρκίας είναι επονείδιστος. Αν δεν βοηθήσει τώρα, πότε θα το κάνει; Είναι εμπορικός μας εταίρος. Το να μένει απαθής εναντίον του ISIS δεν συνάδει με τη φιλία και τη συνεργασία. Η γνώμη του ιρακινού λαού για την Τουρκία άλλαξε κατά 80%. Οι άνθρωποι θεωρούν πλέον ότι η Τουρκία τους εξαπατά και ότι τους έχει εγκαταλείψει».
Καλώς. Αν η Τουρκία χάνει έδαφος στο βόρειο Ιράκ, και οι πεσμεργκά, η στρατιωτική δύναμη του Νοτίου Κουρδιστάν, απέτυχε παταγωδώς να υπερασπιστεί του Γεζίδι στο Shengal, τότε ποιος κερδίζει; Η απάντηση έρχεται από έναν Κούρδο επιχειρηματία από την Τουρκία, που έδωσε μια περιγραφή των γεγονότων για την νύχτα που το Ισλαμικό Κράτος στράφηκε, μετά την κατάληψη της Shengal, προς την Ερμπίλ «Όταν έφθασαν οι αναφορές ότι το ΙΚ προσέγγιζε την Ερμπίλ, η πόλη εκκενώνετο. Ο κόσμος συνωστιζόταν στα σούπερ μάρκετ και στα πρατήρια βενζίνης. Τότε ήλθαν οι μαχητές του PΚΚ, παρέλασαν στους δρόμους της πόλης για να τονώσουν το ηθικό του λαού. Ο κόσμος άρχισε να επευφημεί το ΠKK».
Δεν θα ήταν υπερβολή να διατυπώσουμε πλέον την άποψη ότι η ιστορία του κουρδικού κινήματος χωρίζεται σε πριν και μετά τη Shengal. Η περιπέτεια του ΠΚΚ, που ξεκίνησε στη Shengal, εκδηλώθηκε σε στενή συνεργασία με τους πεσμεργκά, πρώτα στο Μαχμούρ και μετά στο Κιρκούκ, ενώ στη συνέχεια προχώρησε στη μεγάλη λωρίδα γης που ζουν οι Τουρκμένοι στο Tuz Hurmatu, στο Beshir και στο Taze Hurmatu.
Κανείς δεν εξεπλάγη βλέποντας τις Δυνάμεις της Λαϊκής Άμυνας(HPG), τη στρατιωτική πτέρυγα του PΚΚ, στο στρατόπεδο του Μαχμούρ, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι Κούρδοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα χωριά τους στη Τουρκία το 1993-94. Αυτό, όμως, που φάνηκε ασυνήθιστο ήταν ο ρόλος των μαχητών του PΚΚ στην υπεράσπιση των Τουρκμένων, που τρέφουν ιδιαίτερες συμπάθειες προς τη Τουρκία. Επισκεπτόμενος τη στρατιωτική μονάδα των Τουρκμένων, που είχε αναπτυχθεί για την ανακατάληψη του Μπεσίρ από το ΙΚ, ο διοικητής τους, στενοχωρημένα, παραδέχθηκε ότι το πλησιέστερο κρίσιμο στρατιωτικά σημείο ελεγχόταν από το PΚΚ και τους πεσμεργκά. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να παραδεχθεί την πραγματικότητα.
Πλέον, όλοι αναρωτιούνται: το PΚΚ θα κρατά χαμηλό προφίλ στα πολιτικά πράγματα του νότιου Κουρδιστάν, παρά την ισχυρή στρατιωτική του παρουσία στο Καντίλ και στο Ζαπ του βορείου Ιράκ, και δεν θα μετατρέψει το κύρος που έχει κερδίσει στις μάχες εναντίον του ΙΚ, σε ένα διαρκές κεφάλαιο. 
Όταν ρώτησα τον Cemil Bayik, τον συμπρόεδρο της Ένωσης των Κουρδικών Κοινοτήτων (KCK), εάν η δημιουργηθείσα κατάσταση ανοίγει νέους πολιτικούς και στρατιωτικούς ορίζοντες για το κουρδικό κίνημα, δεν δίστασε να μας δώσει κάποιες εντυπωσιακές απόψεις για τη νέα θέση του PΚΚ στη Μέση Ανατολή. Στη συνάντησή μας στο οχυρό του στο βουνό Καντίλ, ο Bayik είπε ότι «στόχος μας είναι όχι μόνον να λύσουμε το κουρδικό ζήτημα. Θέλουμε να επιλύσουμε τα προβλήματα δημοκρατίας και ελευθερίας των λαών της Μέσης Ανατολής».
Το PΚΚ φυσιολογικά επιχειρεί σε τέσσερις τομείς του Κουρδιστάν: στο Bakur (βόρια), στο Rojhilat (ανατολικά), στο Bashur (νότια) και στη Rojava (δυτικά). Η πολιτική του για τον κάθε έναν από αυτούς τους τομείς έχει διακυμάνσεις. Σύμφωνα με τον Bayik, γίνεται κατανοητό ότι ακόμη και αν συνεχιστεί η ειρηνευτική διαδικασία στη Τουρκία (στμ. το άρθρο γράφτηκε πριν την εξέγερση των Κούρδων στη Τουρκία), τα ένοπλα στελέχη του PΚΚ δεν προτίθενται να παραδώσουν εύκολα στους νέους τομείς επιρροής τους. Ουσιαστικά, η κοινή δράση κατά του ΙΚ στο νότιο Κουρδιστάν έχει δώσει στο PΚΚ την ευκαιρία να έχει λόγο στην περιφερειακή πολιτική.
Ο Bayik μιλώντας για τη στρατιωτική ανάπτυξη του PΚΚ στο Bashur εξήγησε: «Ήλθαμε επειδή τα συμφέροντα του Νότιου Κουρδιστάν βρέθηκαν σε κίνδυνο. Δεν ήλθαμε να επιβάλουμε το δικό μας έλεγχο. Όσο επιμένει ο κίνδυνος του ΙΚ, εμείς θα συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε μαζί με οποιονδήποτε θέλει να αντισταθεί».  Αναφερόμενος στις πολιτικές συνέπειες της κατάστασης είπε: «Η κατάσταση στον νότο έχει αλλάξει μετά την επίθεση στη Shengal. Η πολιτική στο νότο θα πρέπει να αναθεωρηθεί».
Αν και ο Πρόεδρος της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης Μασσούντ Μπαρζανί επισκέφθηκε τη διοίκηση της HPG στο Μαχμούρ για να εκφράσει την εκτίμησή του, πολλοί στη περιοχή αναμένουν ότι η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (KDP), που βλέπει το PΚΚ ως πολιτικό ανταγωνιστή, θα είναι σε επιφυλακή, και ότι θα υπάρξουν σοβαρές τριβές όταν πάψει η απειλή του ΙΚ.
Ωστόσο, το PUK, με πιο αριστερή κουλτούρα, έχει και πιο θετική οπτική. Ερωτώμενος ο Sadi Pire πώς το αυξημένο κύρος του PΚΚ θα επηρεάσει τις πολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, απάντησε: «οι πολίτες στη Μπασούρ είναι σε πολιτική εγρήγορση. Βλέπουν το PΚΚ ως πολιτικό κίνημα».
[…]

Fehim Tastekin είναι αρχισυντάκτης στη Radikal, υπεύθυνος των διεθνών ειδήσεων. 

Δημοσιεύθηκε στις 7 Οκτωβρίου στο al-monitor

Απόδοση από τα αγγλικά Σ.Δ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου