Η Τουρκία, μετά την εκλογή Μπάιντεν, βρίσκεται υπό διαρκή πίεση για να απεμπολήσει τις ρωσικές επιρροές και να μειώσει τις σχέσεις και τις εξαρτήσεις από την Μόσχα. Για την νέα αμερικανική διοίκηση, ανεξάρτητα από την αισιοδοξία που δημιούργησε η πρόσφατη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν, βασικός πυλώνας της εξωτερικής της πολιτικής είναι η υπονόμευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και η μείωση στο ελάχιστο των ρωσο-ευρωπαϊκών σχέσεων.
Για τον Ερντογάν, η επιλογή επιστροφής στην δυτική κηδεμονία, που τον σπρώχνει εμφανώς και αφανώς το βορειοατλαντικό σύστημα, είναι οδυνηρή για διάφορους λόγους.
Κατ’ αρχάς για λόγους ουσίας, καθώς οι S400, για παράδειγμα, του προσδίδουν αξιοσημείωτη στρατιωτική ενίσχυση, ενώ το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου θα αυξήσει γεωμετρικά τις ενεργειακές δυνατότητες της χώρας. Επιπλέον, η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία οφείλεται αποκλειστικά σε παραχώρηση της Μόσχας. Το κουρδικό πρόβλημα στην χώρα αυτή συνιστά γόρδιο δεσμό, καθώς ούτε η Άγκυρα μπορεί να υποχωρήσει σε αναγνώριση κάποιας κουρδικής αυτονομίας, ούτε οι Αμερικανοί να εγκαταλείψουν τους πιστούς συμμάχους τους (και του Ισραήλ) στην Μέση Ανατολή. Παράλληλα, οι οικονομικές ρωσοτουρκικές σχέσεις στον αγροτικό, τουριστικό και κατασκευαστικό τομέα είναι ζωτικές για την Άγκυρα. Τέλος, η σχέση αυτή αφήνει πεδίο ελευθερίας στην Τουρκία έναντι των περιορισμών που βάζει η Δύση στην προσπάθειά της να αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, βάση του νεοοθωμανικού οράματος. Ο βορειοατλαντικός παράγων θέλει μια Τουρκία ισλαμική μεν, φιλοδυτική δε, για να σέρνει τον ισλαμικό κόσμο σε φιλοδυτικές πρακτικές, υπονομεύοντας τους υπόλοιπους ανερχόμενους παγκόσμιους πόλους ισχύος -Ε.Ε., Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ιράν, αραβικός εθνικισμός.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Ερντογάν πιέζεται από την τουρκική κοινή γνώμη. Οι Τούρκοι πολίτες, στην πλειοψηφία τους, όντως τρέφουν εχθρικά αισθήματα για την Αμερική και το Ισραήλ, όντως οραματίζονται νέες κατακτήσεις, όντως πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι παγκόσμια υπερδύναμη. Είναι αδύνατο να δεχθούν αδιαμαρτύρητα μια τόσο μεγαλειώδη «κωλοτούμπα» από τον σουλτάνο τους, που τους «ταΐζει» με μεγαλοϊδεατισμό εδώ και χρόνια, χωρίς βεβαίως και η αντιπολίτευση, πλην HDP, να πηγαίνει πίσω σε κατακτητικούς οραματισμούς. Μια απότομη διάψευση των προσδοκιών, ειδικά της ισλαμιστικής Ανατολίας, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε εμφύλια αντιπαράθεση, εν μέσω μάλιστα οικονομικής δυσανεξίας.
Το ενδεχόμενο αυτό, ωστόσο, δεν εντάσσεται στους επιθυμητούς σχεδιασμούς του βορειοατλαντικού παράγοντα. Η Τουρκία ακόμη μπορεί να είναι χρήσιμη, και θα είναι χρήσιμη όσο είναι ενωμένη.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Ερντογάν κατέφυγε στην τακτική του ανατολίτικου παζαριού, που γνωρίζει πολύ καλά. Προσέφερε στον Μπάιντεν, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους, μια σειρά από πολύτιμες υπηρεσίες και εκδουλεύσεις σε διάφορα μέτωπα που ικανοποιούν τους απώτερους αμερικανικούς στόχους, ευελπιστώντας να μειωθεί η πίεση για τα όσα η Άγκυρα επιθυμεί να διατηρήσει από τη Ρωσία, πιστεύοντας ταυτόχρονα πως η Μόσχα εξ ανάγκης θα συνεχίσει να διατηρεί προνομιακή σχέση με την Τουρκία.
Και οι εκδουλεύσεις αυτές δεν είναι λίγες:
Εν πρώτοις, αυτό που έγινε και γνωστό, η προσφορά για την ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ. Τώρα, που οι Αμερικανοί ηττήθηκαν και υποχωρούν άρον άρον -αν και ανέβαλαν την τελική τους αποχώρηση για τις 11 Σεπτεμβρίου- σε συνθήκες που θυμίζουν Βιετνάμ, ο Ερντογάν θέλει να τους αντικαταστήσει, απέναντι στους Ταλιμπάν. Ωστόσο, πρόκειται για κίνηση υψηλότατου ρίσκου. Στην χώρα αυτή, που επί αιώνες όσοι μπήκαν έφυγαν με το πιο ταπεινωτικό τρόπο, δεν μετρά μόνον ότι αν είναι κάποιος μουσουλμάνος, αλλά πρωτίστως αν είναι ή όχι εισβολέας. Οι Ταλιμπάν, ο στρατός των Παστούνι, δεν ξεγελιούνται από την αντικατάσταση των Αμερικανών από τους Τούρκους. Ιδιαίτερα αν οι τελευταίοι αποφασίσουν να ξανοικτούν και εκτός του αεροδρομίου. Σε αυτή την φάση, πάντως, για τους Αμερικανούς είναι μια σωτήρια λύση.
Δεύτερον, στο Αζερμπαϊτζάν, όπου ο Ερντογάν, κατά την τελευταία επίσκεψη στην πόλη Σούσα του Καραμπάχ, υπέγραψε με τον Αλίεφ συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό θα δημιουργηθεί και τουρκική στρατιωτική βάση. Για τους Ρώσους μια τέτοια εξέλιξη είναι casus belli. Θεωρούν, ευλόγως, ότι η βάση θα γίνει στην ουσία νατοϊκή, και οι νατοϊκοί πύραυλοι θα τους σημαδεύουν πάνω στα σύνορά τους. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, οι Τούρκοι «στρατιωτικοί σύμβουλοι», πάνω από 600, που πήγαν στο Αζερμπαϊτζάν για στρατιωτική άσκηση λίγο πριν τον δεύτερο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, παραμένουν εκεί. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι, η Ρωσία μεταφέρει την βάση του πολεμικού στόλου της Κασπίας από το Αστραχάν στο Κασπίισκ, στο Νταγκεστάν, εγγύτερα στο Αζερμπαϊτζάν. Όταν τελειώσουν οι εργασίες, εκεί θα μπορούν να ελλιμενίζονται περί τα 54 πολεμικά πλοία.
Η Τουρκία μπορεί, επίσης, να προσφέρει υπηρεσίες στο Ιράν, ενισχύοντας τον παντουρκισμό στον αζερικό πληθυσμό, στα βορειοδυτικά της χώρας. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ειπώθηκε ανοιχτά, γιατί ακόμη η Άγκυρα επιθυμεί να διατηρεί καλές σχέσεις με την Τεχεράνη. Το γεγονός, όμως, ότι για το Ιράν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το Ισραήλ, και ότι χωρίς την αποκατάσταση των σχέσεων μαζί του η Τουρκία δεν μπορεί να αναμένει αποκατάσταση και στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, εντείνει τις υποψίες ότι και η παραπάνω προσφορά βρίσκεται στην κρυφή τουρκική ατζέντα.
Εκεί, βεβαίως, που δεν διαπιστώνεται καμία κρυψίνοια στην τουρκική πολιτική είναι για την Ουκρανία και την Κριμαία. Αν για την Κριμαία προβάλλει ένα ιδεολογικό πρόσχημα, «τραβηγμένο από τα μαλλιά», ότι η χερσόνησος αυτή ως ταταρικό χανάτο υπήρξε υποτελές στην Οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, για την ενίσχυση της Ουκρανίας με στρατιωτικά μέσα, κυρίως με τα Μπαϊρακτάρ, στον πόλεμο που κάνει κατά των αυτονομιστών στο Ντονιέτσκ και στο Λουγκάνσκ, καταγράφει ξεκάθαρα αντιρωσική δράση. Οι κινήσεις της Άγκυρας, που ξιφουλκεί υπέρ της ένταξης του Κιέβου στο ΝΑΤΟ, και προσβλέπει σε κοινό έλεγχο μαζί του της Μαύρης Θάλασσας, προφανώς εναντίον της ρωσικής παρουσίας, είναι υπερπολύτιμες για την βορειοατλαντική πολιτική στην περιοχή.
Εκδουλεύσεις προσφέρει επίσης η Τουρκία και στην Γεωργία, επί της οποίας έχει τεράστια οικονομική επιρροή, για να εξακολουθήσει την αντιρωσική της πολιτική. Την επαύριον της συνάντησης Μπάιντεν-Ερντογάν διέρρευσε και ότι συζητήθηκε η επιρροή της Τουρκίας στους μουσουλμάνους Ουιγούρους της επαρχίας Σινγιάνκ της Κίνας. Η αντικινεζική πίεση εκ μέρους της Άγκυρας είχε ατονήσει τελευταίως, λόγω της κινεζικής επενδυτικής στήριξης στην παραπαίουσα τουρκική οικονομία. Πρόκειται για ένα ακόμη ρίσκο της Άγκυρας, που αν το αναλάβει, το Πεκίνο δεν θα το αφήσει αναπάντητο. Αντιθέτως, η Ουάσιγκτον θα το εκτιμήσει ιδιαίτερα.
Στο γενικότερο τουρκικό πακέτο προσφοράς προς τους Αμερικανούς δεν αποκλείεται να συμπεριλαμβάνονται τόσο η Λιβύη, με αντάλλαγμα την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων, όσο και η επιρροή που ασκεί επί του μουσουλμανικού πληθυσμού των Βαλκανίων, όπως είναι οι Αλβανοί των Σκοπίων. Σκοπός κι εδώ είναι η εκμηδένιση της ρωσικής παρουσίας, προς όφελος των βορειοατλαντικών σχεδιασμών, με ταυτόχρονη, μάλλον πρόσκαιρη, μείωση των υπερβολικών τουρκικών φιλοδοξιών για μια διακριτή νεοοθωμανική επιρροή επί των Βαλκανίων.
Τα παραπάνω δείχνουν και τις δυνατότητες που έχει η Άγκυρα να παζαρέψει με τους συνομιλητές της. Πρόκειται για υπαρκτές πραγματικότητες που βασίζονται επί ιστορικών και πολιτισμικών παραδόσεων αλλά και σταδιακής εντατικής οικοδόμησης επιρροής. Αυτή, όμως, η επιρροή δεν είναι αποτέλεσμα μόνον της εργασίας του Ερντογάν και των νεοοθωμανών οπαδών του. Το σχέδιο ενός ελεγχόμενου παγκόσμιου ισλαμικού κέντρου είναι παλαιό, και γι’ αυτό εργάστηκε επισταμένα και η Δύση, για τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς.
Ένα πρόσφατο γεγονός υπενθύμισε αυτό το τεράστιο έργο. Στις αρχές Ιουνίου απήχθη από τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας ο επικεφαλής του δικτύου των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κιργιζίας, τα οποία είχαν ιδρυθεί από τον Γκιουλέν. Τέτοια σχολεία είναι εκατοντάδες σε όλο σχεδόν τον κόσμο, και κυρίως σε περιοχές που τελούσαν υπό μη βορειοατλαντική επιρροή. Σκοπός τους να διαμορφώσουν συνειδήσεις και νέες εξαρτημένες ελίτ. Όπως πληροφορηθήκαμε, το 90% των παιδιών της ελίτ της μικρής αυτής κεντροασιατικής χώρας σπουδάζουν στο δίκτυο Sapat, δηλαδή στο δίκτυο Γκιουλέν. Το ατύχημα για την Δύση ήταν ότι ο Ερντογάν, που συμπορευόταν με τον Γκιουλέν, και θεωρήθηκε ως το ισχυρό χαρτί της Δύσης -εξ ου και οι έπαινοι τότε των οπαδών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης αλλά και της ανιστόρητης φιλο-οθωμανικής ανάμνησης- ανεξαρτητοποιήθηκε, έγινε ένας γεωπολιτικός «Φρανκεστάιν», που δρα ανεξέλεγκτα, χρησιμοποιώντας εντέχνως τις διαφορές των παγκόσμιων πόλων ισχύος και την γεωστρατηγική του θέση.
Τώρα οι ΗΠΑ, με «μαστίγιο» και πολλά «καρότα», θέλουν να τιθασεύσουν το «τέρας», αφού, μάλλον, δεν τα κατάφεραν με το πραξικόπημα, και να δουλέψει για λογαριασμό τους. Από την πλευρά του ο σουλτάνος, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, αναλαμβάνει ριψοκίνδυνες αποστολές, που οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να ανατρέψουν τις λεπτές ισορροπίες που εκμεταλλεύθηκε για χρόνια.
Καταληκτικά να αναφέρουμε ότι μια αλλαγή της πολιτικής της Ουάσιγκτον προς την Τουρκία, κοντά σε αυτήν την ανοιχτά φιλοτουρκική του Βερολίνου, θα ήταν ένα πλήγμα για την Ελλάδα και την Κύπρο. Το χειρότερο θα ήταν, όπως επανειλημμένως έχει επισημανθεί στο παρελθόν, ο ελληνισμός να γίνει μέρος του παζαριού, τα δίκαιά του να μπουν στο δούναι και λάβείν για να κρατηθεί η Τουρκία στη Δύση. Η αποδοχή μιας τέτοιας λογικής από Αθήνα και Λευκωσία θα σήμαινε αυτοκτονία. Γιατί η πολιτική της Τουρκίας έναντι ολοκλήρου του ελληνισμού δεν έχει αλλάξει και ούτε πρόκειται να αλλάξει. Ο στόχος παραμένει η απορρόφησή του στον νεο-οθωμανικό χώρο που σχεδιάζει. Οι τακτικές μόνον αλλάζουν. Ο ρυθμός της υλοποίησης μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες. Καμία πίστη λοιπόν σε καλές δήθεν προθέσεις. ΄Όποιες και αν είναι οι σχέσεις Τουρκίας και Δύσης. Επικέντρωση μόνον στον κεντρικό στόχο για την επιβίωσή μας, που δεν είναι άλλος από την πολιτική αποτροπής, εκφρασμένη σε κάθε επίπεδο, διπλωματικό, οικονομικό, ιδεολογικό και στρατιωτικό.