Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!

«

 


Ο Θεός αποφάσισε και είπε να ελευθερωθούμε. Και ο Θεός το λόγο του δεν τον παίρνει πίσω». Θ.Κολοκοτρώνης


Κωνσταντίνος Χολέβας, «Το 1821 σήμερα- τα μηνύματα του 1821 και τα σύγχρονα εθνικά θέματα», εκδόσεις Αρχονταρίκι


«Ιστορία είναι η μελέτη των πηγών. Σημασία έχει τί έγραψαν και τι πίστευαν οι πρωταγωνιστές του 1821 και όχι τι γράφουν σήμερα διάφοροι ερευνητές επηρεασμένοι από σύγχρονες ιδεολογικές προκαταλήψεις». Την κατευθυντήριο αυτή γραμμή υπηρετεί με απόλυτη ευσυνειδησία και συνέπεια, σε κάθε κείμενό στο βιβλίο του για την ελληνική παλιγγενεσία, ο Κωνσταντίνος Χολέβας, μια από τις ευγενέστερες μορφές των ελληνικών γραμμάτων και διαπρύσιος υπερασπιστής των ιστορικών δικαίων του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. 

Ο Χ. διαθέτει μια σπάνια γνώση της ελληνικής ιστορίας, και ιδιαίτερα των χρόνων της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821. Συγγράφει με πρόδηλο σκοπό να ρίξει φως σε πρόσωπα και γεγονότα αυτής της περιόδου που τείνουν να εξαλειφθούν από την συλλογική μνήμη του έθνους ή που η πραγματική τους διάσταση διαστρεβλώνεται από παραμορφωτικούς ιδεοληπτικούς φακούς. Η γραφή του στέρεη, απλή και ορθά δομημένη, αλλά ουδόλως ψυχρή καθώς θερμαίνεται από έντονα πατριωτικά και θρησκευτικά αισθήματα, βρίσκει εύκολα το δρόμο προς το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως διδασκάλου, και τον επιτυγχάνει με τις αρετές της σαφήνειας και της απλότητας, αποφεύγοντας το επιτιμητικό ύφος και την από καθέδρας ρητορεία. Εντούτοις, τα κείμενά του θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν «πολεμικά». Ο Χ. μονομαχεί με την γραφίδα του εναντίον όλων όσοι αλλοιώνουν την ιστορική αλήθεια, προσαρμόζοντάς την στις δικές τους θεωρητικές επινοήσεις. Κατά κυριολεξία επιχειρεί να αποδομήσει τους «αποδομηστές» ιστορικούς και τα σχετικά αφηγήματα που έχουν επιβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως θέσφατα στην επιστημονική κοινότητα. Και το πράττει χρησιμοποιώντας στα διδακτικά του άρθρα άκρως επιστημονικά κριτήρια, παραθέτοντας πρωτίστως τις πρωτογενείς πηγές αλλά και έγκυρες ιστορικές μελέτες. Με τα ακαταμάχητα αυτά εργαλεία δίδει στοχευμένες απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα του νέου ελληνισμού, που συμπλέκονται με το βάθος και τα όρια της συνείδησής του, και ως εκ τούτου έχουν άμεση συνέπεια στην σημερινή στάση του έθνους. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι διαμάχες για το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού λαμβάνουν τόσο παθιασμένες διαστάσεις. Δεν πρόκειται μονάχα για τις προσεγγίσεις του μακρινού ή εγγύτερου παρελθόντος, αλλά για τις επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε στο παρόν. Αν δηλαδή, για παράδειγμα, ισχύει η θεωρία πως το ελληνικό έθνος είναι ένα δημιούργημα των διανοουμένων που εμπνεύστηκαν από την γαλλική επανάσταση ή, ακόμη περισσότερο, κατασκεύασμα του νεοελληνικού κράτους, αν όλα εν τέλει είναι στο φαντασιακό μας, πρόσκαιρα και τεχνητά, τότε εκλείπει και ο λόγος αντίστασης έναντι της νεοοθωμανικής απειλής. Όπως, επίσης, αν μόνον οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού προκάλεσαν και τον ελληνικό επαναστατικό οίστρο κατά των δυναστών του έθνους, η ελληνική ταυτότητα μπορεί ευκόλως να απαλλαχθεί από «περιττά» συστατικά της, όπως η Ορθοδοξία, για να αποκτήσει το περιεχόμενο ενός ασαφούς ακόμη ευρωπαίου ή άρριζου παγκόσμιου πολίτη. Έναντι αυτών των απόψεων, ο Χ. εδράζει την δική του θέση σε δύο βασικές αποδοχές: το ελληνικό έθνος έχει συνεχή ιστορική παρουσία χιλιετιών και η Ορθοδοξία είναι αξεδιάλυτο στοιχείο του ελληνισμού, και χάριν σε αυτήν και στο ρόλο της Εκκλησίας το γένος έμεινε ζωντανό κατά την σκληρή δοκιμασία της τουρκοκρατίας. 

Ποταμός οι τρανταχτές αποδείξεις που παραθέτει στο βιβλίο του, εκκινώντας από τα βυζαντινά χρόνια, οι οποίες ανατρέπουν τις νεόκοπες απόψεις για το καινοφανές του ελληνικού έθνους. Μέσα από τις παρατιθέμενες πηγές αποδεικνύεται ότι όχι μόνον ο ελληνισμός -ως Γραικοί, ως Ρωμιοί ή ως Έλληνες-  είχε ιστορική συνέχεια, αλλά είχε και συνείδηση της καταγωγής του -«στους νάρθηκες πολλών ναών και μοναστηριών ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι τούς αρχαίους Έλληνες σοφούς»(σελ. 46). Γι’ αυτό και οι αγωνιστές του 1821 αισθάνονταν ότι συνεχίζουν και την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή παράδοση. Απόδειξη τα λόγια του Κολοκοτρώνη στον Άγγλο πλοίαρχο Χάμιλτον που «θεωρεί εαυτόν ως συνεχιστή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, οποίος ουδέποτε συνθηκολόγησε, και χαρακτηρίζει το Σούλι και τη Μάνη μαζί με τους κλεφταρματολούς ως τη φρουρά του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορος». (σελ. 47).

Το γένος είχε ακόμη συνείδηση της ενότητάς του, παρά τους διεσπαρμένους ελληνικούς πληθυσμούς σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων, κορυφαίου ιεροκήρυκα και εθνοκήρυκα, Ηλία Μηνιάτη περί το 1700, που παραθέτει ο Χ.: «Έως πότε πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας;... Ας σε παρακινήσωσιν αι φωναί και αι παρακλήσεις των Αγίων σου, όπου ακαταπαύστως φωνάζουσιν από όλα τα μέρη της τρισαθλίου Ελλάδος Φωνάζει Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει Σπυρίδων από την Κύπρον, φωνάζει Ιγνάτιος από την Αντιόχειαν, φωνάζει Διονύσιος από τας Αθήνας, φωνάζει Πολύκαρπος από την Σμύρνην, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρειαν, φωνάζει Χρυσόστομος από την βασιλεύουσαν πόλιν και δείχνοντάς σου την σκληροτάτην τυραννίαν των αθέων Αγαρηνν, ελπίζουσιν από την άκραν σου ευσπλαγχνίαν, του Ελληνικού γένους τήν πολύτρωσιν» (σελ. 92).

Όπως επίσης, είναι αναντίρρητο γεγονός πως αυτός ο καταδυναστευμένος Ορθόδοξος ελληνισμός διεκδικούσε με διαρκείς εξεγέρσεις, όπως αυτές του Μητροπολίτη Λάρισας και Τρίκκης Διονυσίου του φιλοσόφου στις αρχές του 17ου αιώνα, την απόκτηση της ελευθερίας του και δεν περίμενε μέχρι τα Ορλωφικά, στα τέλη σχεδόν του 18ου αιώνα, ή το 1821 για να επαναστατήσει. 

Ανάγλυφα, επίσης, προβάλλει από τις πηγές που παρουσιάζονται στο βιβλίο του Χ. το συμπέρασμα πως η ελληνική ταυτότητα διατηρήθηκε πρωτίστως χάρη στην πίστη προς την Ορθοδοξία – «Όποιος χανόταν για την Ορθοδοξία εκείνη την εποχή χανόταν και για τον Ελληνισμό. Τούρκευε, γινόταν φανατικός ανθέλληνας» (σελ. 61). Και πρωταγωνιστικός ρόλος στην αντίσταση κατά των εξισλαμισμών αποδίδεται στους εθνομάρτυρες, που προτίμησαν τον θάνατο από την συνειδησιακή προδοσία. Ο Χ. εσκεμμένα επιλέγει να κάνει εκτενείς αναφορές στους νεομάρτυρες, ενώ σημειώνει και την «κορυφαία εθνική προσφορά του Αγίου Νικοδήμου» για τη «συγγραφή του Νέου Μαρτυρολογίου. Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει το συναξάρι 87 αγωνιστικών μορφών πού προτίμησαν να θυσιασθούν παρά να αλλαξοπιστήσουν» (σελ. 103).

Μια άλλη εξίσου καθοριστική προσφορά της Εκκλησίας στον ελληνισμό είναι αυτή της παιδείας και της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας. Στο βιβλίο του ο Χ. μας μιλά αναλυτικά για αυτό το ανεκτίμητο έργο που επιτέλεσαν αξιοσημείωτες προσωπικότητες, όπως, μεταξύ άλλων, η Αγία Φιλοθέη, που είχε ανοίξει σχολείο για κορίτσια το 16ο αιώνα, και θανατώθηκε από τους Τούρκους, ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού Όσιος Νικάνωρ, ο Άγιος Δαμασκηνός Στουδίτης, που το βιβλίο του «Θησαυρός» μεταφράσθηκε σέ όλες σχεδόν τις γλώσσες των Βαλκανίων, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος των εξ Οικονόμων, που εκφώνησε στην Οδησσό τον επικήδειο του απαγχονισθέντα υπό των Τούρκων Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και βέβαια ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Όλοι αυτοί «πού έδωσαν την πνευματική μάχη για να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό των προγόνων μας και για να διατηρήσουν την ελληνικότητα της γλώσσας και της εθνικής συνειδήσεως» (σελ. 50).

Ο Χ. επιμένει στη διάκριση της ελληνικής παλιγγενεσίας από την γαλλική επανάσταση, καθώς οι διαφορές μεταξύ τους είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Σε αντίθεση με την Γαλλία, που η Εκκλησία βρίσκεται εναντίον της επανάστασης, οι Έλληνες επαναστάτες ξεσηκώνονται στο όνομα του Χριστού και της Ορθοδοξίας. Από τον Υψηλάντη, που στην περίφημη προκήρυξή του τόνιζε ότι υψώνουν το Σταυρό «ούτω να εκδικήσωμεν τήν Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν» (σελ. 175) μέχρι τον Κολοκοτρώνη και από τον Παπαφλέσσα μέχρι και Αθανάσιο Διάκο, που σε προκήρυξη μαζί με τον Σαλώνων Ησαΐα δήλωναν ότι αγωνίζονται «για τον Χριστό και για τον Λεωνίδα» (σελ. 177). Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τον πιστό Καποδίστρια αλλά ακόμη και για αυτόν τον Ρήγα Φεραίο, που «επέτυχε να συνδυάσει την Ορθόδοξη πίστη του και την ελληνική παιδεία με ορισμένα στοιχεία πού παρέλαβε επιλεκτικά από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και από τα κείμενα της Γαλλικής Επαναστάσεως» (σελ.154). Και βέβαια είναι μακρύς ο κατάλογος των ιερωμένων που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδος στα χρόνια της Επανάστασης, και για πολλούς από τους οποίους ο Χ. έχει ειδικά κεφάλαια, όπως ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που θανατώθηκε από τους Τούρκους -όπως και όλοι οι Επίσκοποι και οι Αρχιμανδρίτες του νησιού μαζί με τούς προκρίτους- και ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, που βρήκε τον θάνατο κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.

Το βιβλίο του ο συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη δύο μεγάλων δασκάλων, δύο σπουδαίων Ελλήνων, που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή, του π. Γεωργίου Μεταλληνού και του Σαράντου Καργάκου. Και οι δύο κοπίασαν για να αφυπνίσουν τον ελληνισμό, για να μπορέσει να σταθεί επάξια στις κρίσιμες προκλήσεις της ιστορίας του. Το ίδιο επιχειρεί και ο Χ. Με τα κείμενά του προσπαθεί να ανορθώσει το φρόνημα του έθνους δια της ιστορικής του αυτοσυνειδησίας. Η επέτειος από τα 200 έτη της παλιγγενεσίας συνιστά μια εξαιρετική αφορμή για να προβούμε σε αυτό το αναγκαίο για την επιβίωσή μας βήμα.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Ποιοι ήταν οι Τούρκοι στρατηγοί που διεύθυναν την αζερική επίθεση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ

του Αντρέι Βεσελόφ


Οι αναλυτές συνοψίζουν τα αποτελέσματα της πιο σημαντικής πρόσφατα στρατιωτικής σύγκρουσης - την νίκη του Αζερμπαϊτζάν επί του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ο ρόλος του τουρκικού στρατού μελετάται ιδιαίτερα προσεκτικά, ακόμη και από την άποψη του ελέγχου των drones. Ποιος από τους Τούρκους στρατηγούς ήταν πίσω από την επιτυχή επίθεση του στρατού του Αζερμπαϊτζάν και γιατί είναι δυσαρεστημένοι κάποιοι στρατιωτικοί στο Μπακού - τα παραπάνω εξετάζει η έρευνα της εφημερίδας VZGLYAD.


Πριν από αρκετές ημέρες, εν μέσω της επιχείρησης του Αζερμπαϊτζάν στο Καραμπάχ, δημοσιεύματα της Ρωσίας και του Αζερμπαϊτζάν ανέφεραν την αποπομπή του πρώτου αναπληρωτή υπουργού Άμυνας του Αζερμπαϊτζάν - αρχηγού του γενικού επιτελείου, στρατηγού Νατζμεντίν Σαντίγκοφ, ενώ υπήρχαν πληροφορίες ακόμη και για τη σύλληψή του. Ο Σαντίγκοφ φέρεται να κατηγορείται για προδοσία και συνεργασία με την ρωσική στρατιωτική κατασκοπεία. Ταυτόχρονα, δηλώθηκε ότι ο στρατηγός ήταν ενάντια στον «τουρκικό έλεγχο επί της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν».

Το Υπουργείο Άμυνας του Αζερμπαϊτζάν διέψευσε τις πληροφορίες σχετικά με τη σύλληψη του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Ωστόσο, από τότε δεν έχει εμφανιστεί δημόσια και η σελίδα του από τον επίσημο ιστότοπο του υπουργείου εξαφανίστηκε ξαφνικά.


"Δώστε στους Τούρκους όχι μόνο το στρατό αλλά και τις συζύγους μας"


Η καρέκλα του στρατηγού Σαντίγκοφ είχε κλονιστεί από καιρό. Ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού, σωρεία κατηγοριών κυκλοφόρησε στον χώρο των μέσων ενημέρωσης των χωρών του Νοτίου Καυκάσου. Ο Σαντίγκοφ κατηγορήθηκε για το ότι γεννήθηκε στο Ντέρμπεντ του Νταγκεστάν και εθνικά είναι Λεζγίνος, με κακή γνώση της γλώσσας του Αζερμπαϊτζάν ενώ έχει συγγενείς στη Ρωσία. Και το πιο σημαντικό, ο ξάδερφος του φέρεται να υπηρετούσε στο ρωσικό στρατό, στο έδαφος της Αρμενίας στη 102η στρατιωτική βάση στο Γκιούμρι.

Όλα αυτά για ακόμη μια φορά καταδεικνύουν ότι στον στρατό του Αζερμπαϊτζάν υπάρχει σοβαρό σχίσμα. Εμφανίστηκε πριν από πολύ καιρό, και οι ενεργές εχθροπραξίες το ενέτειναν και το επιδείνωσαν. Οι Τούρκοι σύμβουλοι είχαν και προηγουμένως σημαντική επιρροή στο στρατό του Αζερμπαϊτζάν, ήταν υπεύθυνοι για την επανεκπαίδευση και τον επανεξοπλισμό, αλλά με την έναρξη της επιχείρησης στο Καραμπάχ κατέλαβαν δεσπόζουσα θέση. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε σε όλους. Στον ίδιο τον στρατηγό Σαντίγκοφ αποδίδεται μια φράση που διατύπωσε σε μια από τις συναντήσεις: "Εάν παραδώσουμε το στρατό στους Τούρκους, μήπως να τους δώσουμε και τις γυναίκες μας;”.

Εν μέρει, το πρόβλημα προήλθε από το χάσμα γενεών. Τον στρατό του Αζερμπαϊτζάν τον εκκαθαρίζουν από αξιωματικούς και στρατηγούς που ξεκίνησαν την υπηρεσία τους στη Σοβιετική Ένωση, φοίτησαν σε σοβιετικές στρατιωτικές σχολές και, ως εκ τούτου, μπορεί να έχουν φίλους σε στρατούς άλλων μετα-σοβιετικών κρατών, όπως η Ρωσία και η Αρμενία. Όσοι έχουν ολοκληρώσει πρακτική άσκηση ή σπουδές στην Τουρκία τοποθετούνται σε θέσεις κλειδιά. Στην κορυφή τοποθετούνται Τούρκοι σύμβουλοι.

"Η ομάδα, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Bahtiyar Ersay, αρχηγό της διεύθυνσης επιχειρήσεων των επίγειων δυνάμεων της Τουρκίας, συμμετείχε άμεσα στην οργάνωση της επίθεσης εναντίον του Ναγκόρνο-Καραμπάχ", δήλωσε αξιωματούχος που βρίσκεται κοντά στην ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας του Αζερμπαϊτζάν. Για προφανείς λόγους, ζητά να μην δοθεί το όνομα και το επώνυμό του. «Ο Ersay βρίσκεται στο Μπακού. Μετά την απομάκρυνση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν, Σαντίγκοφ, εποπτεύει προσωπικά το Γενικό Επιτελείο για την επιχείρηση κατά του Καραμπάχ. Αναφέρεται ευθέως στην στρατιωτική-πολιτική ηγεσία της Τουρκίας για την πορεία της επιχείρησης», συνεχίζει η πηγή.

Επίσης, ο αντιστράτηγος Şeref Öngay, διοικητής του 3ου σώματος στρατού της Τουρκίας, που εδρεύει στην περιοχή Ερζίντζαν στην ανατολική Ανατολία, συμμετείχε στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της επιχείρησης στο Καραμπάχ. «Ήρθε στο Αζερμπαϊτζάν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, αλλά και πριν - το καλοκαίρι. Ο Öngay και αρκετοί άλλοι Τούρκοι στρατηγοί πραγματοποίησαν τον σχεδιασμό κοινών επιθετικών επιχειρήσεων Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν», προσθέτει η πηγή.

Πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή των στρατηγών Ersay και Ongay στη σύγκρουση επιβεβαιώθηκαν στην εφημερίδα VZGLYAD υπό τον όρο της ανωνυμίας από άλλη πηγή στο Μπακού - πρώην υψηλόβαθμο διπλωμάτη. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, ο Ersay είναι ο στρατιωτικός ηγέτης όλης της επιχείρησης στο Καραμπάχ», είπε.


Από στασιαστής, επικεφαλής στον πόλεμο κατά των ανταρτών


Bahtiyar Ersay

Ο στρατηγός Ersay είναι μια σκοτεινή και μη δημόσια προσωπικότητα. Μέχρι τώρα, δεν έχει αναφερθεί στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Δεν αναφέρθηκε επίσης στα αγγλικά μέσα ενημέρωσης. Στον τουρκικό τύπο, ο Ersay εμφανίζεται ελάχιστα.

Η πιο ολοκληρωμένη ιστορία του στρατηγού την ανέφερε η εφημερίδα Hürriyet ον Αύγουστο του 2016. Το 2003, ο αξιωματικός του τμήματος πληροφοριών Ersay συμμετείχε στην απόπειρα στρατιωτικής συνωμοσίας εναντίον του Ερντογάν, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει τη θέση του πρωθυπουργού ("Επιχείρηση Βαριοπούλα”).

Πληροφορίες για το πραξικόπημα αποκαλύφθηκαν μόνο το 2010. Ο Ersay συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση, αλλά αμέσως μετά την ετυμηγορία, του δόθηκε χάρη. Ο λόγος για αυτήν την αβροφροσύνη των τουρκικών αρχών δεν έχει ακόμη ξεκαθαρισθεί. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, ο Ersay έκανε κάποια συμφωνία και κατέθεσε εναντίον άλλων συμμετεχόντων στη συνωμοσία.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντί για κάθειρξη έλαβε το αξίωμα του Ταξίαρχου και μεταφέρθηκε στο «κουρδικό μέτωπο»: ηγήθηκε της 2ης ταξιαρχίας των κομάντο, η οποία συμμετείχε ενεργά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στους ένοπλους σχηματισμούς του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK). Εξόντωσε μερικές εκατοντάδες Κούρδους μαχητές, και θεωρήθηκε ένας από τους καλύτερους ειδικούς στον αντιανταρτικό πόλεμο.

«Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι ήταν τιμωρητικοί. Ενεργούσαν πολύ σκληρά, και μεταξύ των άμαχων που έτρεφαν συμπάθεια για το PKK. Δεν συνελάμβαναν αιχμαλώτους, κάτι που ισχύει γενικά για τον τουρκικό στρατό. Μεταξύ των στρατιωτών υπηρετούσαν και πολλοί εθελοντές, ενώ υπήρχαν επίσης "Γκρίζοι Λύκοι". Η ταξιαρχία έχει κακή φήμη», δήλωσε ο Albert Barry, ακτιβιστής του ολλανδικού ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος “Σοσιαλιστική Εναλλακτική Πολιτική” (SAP), ο οποίος, μαζί με πολλούς άλλους Ευρωπαίους, εντάχθηκε στο PKK στα μέσα του 2010.

Επίσης, σύμφωνα με την Hürriyet, ο Ersay συμμετείχε σε επιχειρήσεις στη Λιβύη. Συγκεκριμένα, ήταν υπεύθυνος για την εκκένωση Τούρκων πολιτών από τη χώρα, μετά την πτώση του καθεστώτος του Καντάφι. Συμμετείχε σε εκπαιδευτικά σεμινάρια στο Κοινό Στρατιωτικό Κέντρο του ΝΑΤΟ στο Stavanger της Νορβηγίας. Τον Αύγουστο του 2019, η εταιρεία μέσων ενημέρωσης Haber ανακοίνωσε ότι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο της Τουρκίας (Yüksek Askeri Sura, YAS) προήγαγε τον Ersay στον βαθμό του υποστράτηγου.

Şeref Öngay

Οι πληροφορίες για τον αντιστράτηγο Şeref Öngay είναι ελάχιστες. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία στην Άγκυρα το 1982 και υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες του πεζικού. Το 2014 διορίστηκε διοικητής του 9ου Σώματος Στρατού. Για κάποιο διάστημα ήταν επικεφαλής της σχολής πεζικού στην Tuzla.

Σύμφωνα με τους συνομιλητές της εφημερίδας VZGLYAD, το έργο των Τούρκων στρατηγών στο Αζερμπαϊτζάν υποστηρίζεται από περίπου 200 στρατιωτικούς συμβούλους. Δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, αλλά ασχολούνται με την οργάνωση και την επιτελική διαχείριση. Για τις ανάγκες των Τούρκων, έχουν αναπτυχθεί δύο σταθμοί ειδικής δορυφορικής επικοινωνίας - στο Μπακού και στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στη Γκαμπάλα. Ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν απαγορεύεται να χρησιμοποιεί αυτούς τους σταθμούς. Ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν διατάχθηκε επίσης να ακολουθήσει όλες τις οδηγίες και τις επιθυμίες των συμβούλων, να μην τους αμφισβητήσει ή να τους αντικρούσει. Αυτό προκαλεί συχνά δυσαρέσκεια. […]

Ένας άλλος Τούρκος διοικητής που ηγήθηκε της επιχείρησης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι ο επικεφαλής του 1ου Κέντρου Εφοδιασμού και Συντήρησης της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, υποπτέραρχος Heksel Kahya. Την περασμένη Κυριακή, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ συναντήθηκε στο Μπακού με τους Τούρκους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας Χούλουσι Ακάρ και Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Οι λεπτομέρειες δεν αποκαλύφθηκαν. Ο Heksel Kahya συμμετείχε επίσης στις διαπραγματεύσεις. Επισήμως αυτό δεν ανακοινώθηκε, αλλά το Telegram Razm.info τον αναγνώρισε από φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν  από τη συνάντηση.

Heksel Kahya
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή είναι η δεύτερη συνάντηση μεταξύ Kahya και Αλίεφ. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο. Και τότε αναφέρθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση, εκτός του Kahya. Ταυτοποιήθηκε, από φωτογραφία, από την ομάδα παρατηρητών Nagorno Karabakh. Σύμφωνα με την εφημερίδα VZGLYAD, ο Kahya βρίσκεται στο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν τουλάχιστον από τον Ιούλιο. Πριν έρθει στο Αζερμπαϊτζάν, ο Heksel Kahya οργάνωσε από την προηγούμενη άνοιξη τις εργασίες του Παγκόσμιου Κέντρου για την Ασφάλεια και τις Επιχειρήσεις (Global Center for Security and Operations, GСSO) στη Λιβύη. Ο ρόλος του κέντρου συνίστατο στον έλεγχο των τουρκικών drones Bayraktar TB2 με στόχο την υποστήριξη των στρατευμάτων της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA), που αντιτάχθηκαν στον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ.

Η επίδραση του Bayraktar TB2 ήταν κρίσιμη. Οι δυνάμεις του PNS σταμάτησαν την επίθεση του Χάφταρ, αν και ήταν ήδη έτοιμος για την τελική επίθεση στην Τρίπολη. Σε ορισμένους τομείς του μετώπου κατάφεραν ακόμη και να οργανώσουν αντεπίθεση και να κυριεύσουν τις παράκτιες πόλεις Surman, Sabratah και Al-Ayyalat.

Η ανάμιξη του Kahya αποκαλύφθηκε όταν ο στρατός του Χάφταρ συνέλαβε αρκετούς Τούρκους συμβούλους και μαζί την αλληλογραφία τους, καθώς και αντίγραφα των διαβατηρίων όλων των Τούρκων ειδικών που εργάζονταν για το GCSO. Ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Άγκυρας και του Χάφταρ, οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά τα σκαναρισμένα διαβατήρια, συμπεριλαμβανομένων αυτό του Heksel Kahya, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Al Marsad.

Η εμφάνιση του Kahya στο Αζερμπαϊτζάν, όπου, όπως και στη Λιβύη, χρησιμοποιήθηκαν μαζικά drones, συνιστά μια καθόλου τυχαία σύμπτωση. «Αναμφίβολα, ο Kahya διαχειριζόταν όλες τις πτήσεις Bayraktar TB2 στη ζώνη πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Όλες οι επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών που λαμβάνονται με τη βοήθεια του Bayraktar TB2 αναφέρονται σε αυτόν και αυτός, με τη σειρά του, ανέφερε αυτές τις πληροφορίες στον Ερντογάν», τονίζει ο Ντένις Κορκοντίνοφ, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Πολιτικής Ανάλυσης και Πρόβλεψης, εμπειρογνώμονας για τις χώρες της Υπερκαυκασίας.

Το γεγονός ότι ο Kahya συντονίζει τη χρήση των Bayraktar TB2 στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με αναφορά στις δικές του πηγές, δημοσίευσε από το Κυπριακό αναλυτικό κέντρο Geopolitical Cyprus, που ειδικεύεται στις στρατιωτικο-πολιτικές έρευνες για τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Τα drones Bayraktar TB2 αναδείχθηκαν στο μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Το μεγαλύτερο μέρος των βίντεο με την καταστροφή αρμενικού εξοπλισμού και εξόντωση στρατιωτών έγινε από αυτά. Το σχέδιο ήταν τουρκικό, οι στρατηγοί ήταν Τούρκοι. Και τα αεροσκάφη κατασκευάζονται στην Τουρκία. Ωστόσο, σε ποιον ανήκουν και ποιος τα ελέγχει είναι ένα ερώτημα.

Το γεγονός είναι ότι δεν υπάρχουν επίσημες αναφορές για αγορά Bayraktar TB2 από το Αζερμπαϊτζάν. Για πρώτη φορά, ο υπουργός Άμυνας Ζακίρ Χασάνοφ ανακοίνωσε την πρόθεση του Μπακού να αγοράσει drones από την Άγκυρα τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Ότι, όμως, η συμφωνία έκλεισε δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Τότε πώς πήγαν τα drones στο Μπακού;

«Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Υπάρχουν δύο εκδοχές που είναι περίπου ισοδύναμες. Ή η συμφωνία έγινε μυστικά για να μην τραβήξει την προσοχή, είναι συχνή μια τέτοια πρακτική. Ή είναι drones του τουρκικού στρατού. Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εκπαίδευση ειδικευμένων χειριστών για drones διαρκεί τουλάχιστον αρκετούς μήνες. Η υπόθεσή μου είναι ότι, και με τις δύο εκδοχές, οι χειριστές drones πρέπει να ήταν Τούρκοι», ξεκαθαρίζει ο Ρουσλάν Πούχοφ, διευθυντής του Κέντρου Ανάλυσης Στρατηγικών και Τεχνολογιών (CAST).


πηγή: https://vz.ru/world/2020/11/12/1069822.html

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Putin's curve shot in Nagorno-Karabakh


STRANGE THINGS ARE HAPPENING IN TRANSCAUCASIA, WHERE UNTIL YESTERDAY MOSCOW SEEMED TO BE WATCHING THE DEVELOPMENTS NUMBLY, WITHOUT REACTING. THE SITUATION WAS INEXPLICABLE, SO ONE WONDERS IF THERE WAS A PARTICULAR REASON FOR THE KREMLIN'S STANCE, WHICH WAS INCOMPATIBLE WITH THE IMAGE WE ARE ACCUSTOMED TO. HOWEVER, THE CONCLUSION OF THE TRIPARTITE AGREEMENT BETWEEN RUSSIA, ARMENIA, AND AZERBAIJAN, WITH THE AZERI ARMY ADVANCING ON THE CAPITAL OF NAGORNO-KARABAKH, CREATES A NEW LANDSCAPE, AS LONG AS THINGS REMAIN AS THEY ARE.

Before the agreement became known, two very important events took place: First, the occupation of the second most important city in Nagorno-Karabakh, Sushi, located at the most strategic point of the unrecognized Armenian state. The fall of Sushi essentially foreshadowed the occupation of the capital Stepanakert. Second, the downing of a Russian helicopter by fire coming from the Nakhichevan region in western Armenia. Azerbaijan has claimed responsibility, citing fears of provocation by Armenians. However, the scenarios are many ... The essence, however, is the downing of the Mi-24 of the Russian forces stationed in Armenia. 
All the while, Moscow's stance on the Nagorno-Karabakh conflict had embarrassed analysts, even the Russians. It seemed like an inability to act as a mediator between the opposing parties in its soft underbelly. It also seemed like an attempt not to come into direct confrontation with Turkey and Islam in general.
Until now, Russian interventions for peace had been in vain due to the Turkish incitement to war. Given the Azeri advance, reinforced by thousands of jihadists and Turkish officers, Russia would soon face the threat of Azerbaijan building a kind of state unity with Turkey, and even joining NATO if Ankara wanted, or if it wanted to approach the west. This scenario would be a disaster for Russian foreign policy in Transcaucasia and Central Asia. Among other things, it would have a catalytic effect on the Muslim populations of these two areas. 

Putin and truce

On Monday night, however, the picture changed dramatically. Moscow has announced an agreement on Nagorno-Karabakh through its own mediation. Its own troops, which have already been transferred to the area, will monitor compliance. All the occupied territories, including Sushi, as well as the seven provinces that formed the so-called security zone, pass to Azerbaijan. Only unoccupied territory remains in Artsakh, with the capital Stepanakert, as well as a 5km zone connecting Yerevan with Karabakh. At the same time, of course, the Azerbaijan-Nakhichevan communication corridor will be opened. 
Naturally, a huge wave of anger and indignation broke out in Armenia against the pro-Western government, which is definitely responsible for the tragic end of the war. There is no doubt that Pasinian cannot stand in power and that there will be stormy reshuffles. However, the reality does not allow the followers of the continuation of the war to achieve their goal. On the contrary, it is very likely that a section of society will turn against Russia because it did not protect the Armenian Christian population. Nevertheless, no one but Russia can guarantee the security of either the remaining Nagorno-Karabakh or Armenia itself. Therefore, Armenians are forced to bow their heads and lick their wounds once again in their history.
According to information that had circulated at an unsuspecting time, during Pasinian rule, many officers who had studied in Moscow were removed from the Armenian armed forces and secret services. At the same time, the country took some steps in its relationship with NATO, investing in its relations with Georgia. 

Punishment from Moscow

Moscow has been following developments inside Armenia with obvious dissatisfaction, and the current agreement is a kind of punishment for the Armenians, who, by choosing a pro-Western government, have indicated their intention to move away from Moscow. The developments, then, are also a message that if Armenia withdraws from the Russian fold, its national security will be further endangered. Armenians should have learned from the suffering of Georgia several years ago.
In addition, the war is pushing both sides to buy modern Russian weapons systems. This is especially true of Armenia, which has painfully found itself at a disadvantage at this level. The purchase of Russian weapons by Azerbaijan is causing fear in Moscow, mainly due to its special relations with Israel. The Russians do not want to leak technological secrets. A potential client is also Iran, which has reasons to foresee long-term problems with the Azeri minority in its territory.
Through its handling, Moscow has shown a good face to the Muslim population inside and outside the Russian Federation, as it has not automatically sided with Christian Armenia against Muslim Azerbaijan and its ally Turkey. At the same time, it confirmed and legitimized Turkey's arbitrary presence in an area critical to Russia's own security. It remains to be seen whether Turkey's military presence will be legalized, as it is not described in the agreement.
Certainly, the issue of Turkey is not closed, because, as the President of Azerbaijan, Aliyev, said, there will be Turkish "peace-keeping" troops in Azerbaijan. If this is achieved, it will be another point of forced balance between Moscow and Ankara. The Russian military inside Azerbaijan, however, is preventing Erdogan from playing an anti-Russian role in the region, in an effort to serve the West in the new environment created by Biden's election.
Despite the somewhat justified anger over the abandonment of the Armenians, Moscow does not end up damaged, although the situation is far from being ideal for its interests. It knows that the activation of the Turkish factor in the Caucasus will cause security problems, in the sense that they will have a destabilizing effect on the Muslim populations in the wider region. However, given the circumstances, what the Kremlin has achieved may be considered the best of a bad situation.

Four fronts

In any case, we must bear in mind that Russia has recently faced a number of serious challenges in its vital space. Challenges that threaten its influence on the area. In particular, the pressure on the periphery is increasing on at least four other fronts:
  • The first is Belarus, where social protests against Lukashenko continue in the most "brotherly" country to Russia, and yet nothing can be considered guaranteed. The plight of the Armenians is also a message to the Belarusians.
  • The second is Central Asia, focusing on Kyrgyzstan, where there is a power vacuum, with many exogenous and anti-Russian actors trying to put their stamp on it.
  • The third is the nationalist upsurge in Ukraine, which is also being rewarded by President Zelensky. Following Azerbaijan's attack on Nagorno-Karabakh, there has been talk of an attack on the pro-Russian Donbas, and especially the strategic city of Gorlovka. Yesterday's agreement, however, may put Ukrainians in second thoughts.
  • The fourth front, where things seem to be going anti-Russian, is in Moldova. The defeat of Dodon's pro-Russian leadership is seen by observers as a given, after his performance in the first round of elections. The finalization of the defeat is considered to open the issue of Transnistria. It is clear that in the case that Russian control is lost there, the union of the region with Romania is extremely likely. This means that NATO will take another step closer to the Russian border.
In conclusion, the developments in Nagorno-Karabakh, when the dust of combat settles, will show the gains of each side, although the gains of Azerbaijan are unquestionable, as are the losses of the Armenians. It remains to be seen, however, whether Moscow will win or lose in this story. It is obvious that it was strengthened geostrategically, but also that it lost in moral prestige as an orthodox force.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Η επόμενη μέρα της συμφωνίας για το Ναγκόρνο Καραμπάχ

Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ οι Αρμένιοι υπέστησαν συντριπτική ήττα, καθώς ο αζερικός στρατός κατέλαβε την στρατηγικής σημασίας πόλη Σούσι. Ο κίνδυνος για την κατάληψη όλης της Δημοκρατίας του Αρτσάχ ήταν πλέον ορατός. Στο σημείο αυτό επιτεύχθηκε μια συμφωνία, με την μεσολάβηση της Μόσχας, που δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον για ολόκληρη την περιοχή της Υπερκαυκασίας- εφόσον βεβαίως η συμφωνία αυτή τηρηθεί ως έχει, και δεν υπάρξουν επιπλοκές, όπως η είσοδος τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Αζερμπαϊτζάν ή μια αντιρωσική εξέγερση στην Αρμενία. Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρει τα κύρια σημεία της συμφωνίας και τις συνέπειες που αυτή θα έχει για τους συμβαλλόμενους: Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Ρωσία. 

                                                                                                            Σ.Δ.



 O χάρτης της συμφωνίας Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας-Ρωσίας
πράσινο: περιοχές που θα παραμείνουν στο Αρτσάχ
μωβ: περιοχές που κατέλαβε ο αζερικός στρατός και παραμένουν στο Αζερμπαϊτζάν
μωβ-άσπρο: οι τρεις περιοχές της "ζώνης ασφαλείας" που περιέρχονται στο Αζερμπαϊτζάν
πορτοκαλί γραμμή: ο δρόμος που θα ενώνει το Ερεβάν με το Στεπανακέρτ (προβλέπεται κατασκευή παράκαμψης για να μην περνά από το αζερικό πλέον Σούσι)
διακεκομμένη μώβ γραμμή: δρόμος επικοινωνίας Αζερμπαϊτζάν-Ναχιτσεβάν μέσω της Αρμενίας


του Ντμίτρι Μπαβιρίν


Ο πόλεμος στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ έπαυσε επισήμως και η Ρωσία μετατρέπεται σε εγγυητή της ασφάλειας της περιοχής μεταφέροντας εκεί στρατεύματα. Έτσι κατέστη δυνατή η αποτροπή μιας καταστροφικής εξέλιξης γεγονότων για τους Αρμένιους, αλλά η αγανάκτησή τους για το ό,τι συνέβη είναι τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα επανάσταση και την πτώση του Πασινιάν. Σε ποια συμφωνία κατέληξαν Μόσχα, Μπακού και Ερεβάν;


Τα κύρια σημεία της συμφωνίας έχουν ως εξής:

Πρώτον, όλες οι εχθροπραξίες παύουν και οι στρατιωτικές δυνάμεις των δύο μερών παραμένουν στις θέσεις που βρέθηκαν μέχρι εχθές τα μεσάνυχτα. Η πόλη του Σούσι, στην οποία διεξήχθηκαν σκληρές μάχες τις τελευταίες ημέρες, περιέρχεται στο Αζερμπαϊτζάν.

Δεύτερον, ο αρμενικός στρατός αποσύρεται από την περιοχή, και αντικαθίσταται από ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις, η ανάπτυξη των οποίων έχει ήδη ξεκινήσει. Έτσι, η Ρωσία θα επιτελέσει στο Ναγκόρνο Καραμπάχ τις ίδιες λειτουργίες του εγγυητή ασφάλειας που εκτελεί στην Υπερδνειστερία και στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, πριν από τον πόλεμο του 2008.

Τρίτον, μέσα στον επόμενο μήνα, το Μπακού θα ελέγξει τις περιοχές Kelbajar, Aghdam και Lachin. Δηλαδή, τα περισσότερα εδάφη που έχασε κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τα οποία αποτελούσαν τη λεγόμενη ζώνη ασφαλείας γύρω από την μη αναγνωρισμένη δημοκρατία. Η επιστροφή αυτών των περιοχών ήταν προϋπόθεση από πλευράς Αζερμπαϊτζάν από τις πρώτες ημέρες του πολέμου για να τερματίσει την επίθεση. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτό θα σήμαινε την απόλυτη διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ της Αρμενίας και του Ναγκόρνο-Καραμπάχ: το έδαφος του, όπως σχεδιάστηκε επί σοβιετικής περιόδου, είναι ένας θύλακας που περιβάλλεται πλήρως από το Αζερμπαϊτζάν.

Το χειρότερο σενάριο αποφεύχθηκε: οι Αρμένιοι διατηρούν μια ζώνη ελέγχου πέντε χιλιομέτρων στον διάδρομο του Λατσίν, μέσω του οποίου περνά ο δρόμος που συνδέει το Ερεβάν με το Στεπανακέρτ. Κατά μήκος της ζώνης θα δημιουργηθούν σημεία ελέγχου που θα εγκατασταθούν ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις.

Ρώσοι συνοριοφύλακες, με τη σειρά τους, θα ελέγχουν την επανάληψη της επικοινωνίας ανθρώπων και εμπορευμάτων μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της αυτόνομης περιοχής του Ναχιτσεβάν, που χωρίζονται από το έδαφος της Αρμενίας και του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Η συμφωνία θα ισχύει για πέντε χρόνια και θα ανανεώνεται αυτόματα για ίδιο διάστημα, εάν καμία από τις δύο πλευρές δεν δηλώσει την απόσυρσή της απ' αυτήν τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία.


Τι σημαίνει η συμφωνία για τη Ρωσία


Αν υποτεθεί ότι το σχέδιο που περιγράφεται στην τριμερή δήλωση θα εφαρμοστεί, η Μόσχα έχει λύσει το κύριο πρόβλημα στον Νότιο Καύκασο, εξυπηρετώντας τα βασικά της συμφέροντα.

Το κύριο πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο πόλεμος, και πιο συγκεκριμένα, η επιτυχής επιθετική επιχείρηση του Αζερμπαϊτζάν. Κατ’ αρχάς, απετράπη η πλήρης απορρόφηση του Αρτσάχ (δηλαδή, από την άποψη του ίδιου του Αζερμπαϊτζάν, μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής του ακεραιότητας, κάτι που επιδιώκει το Μπακού). Μετά την τελειωτική απώλεια της πόλης Σούσι από τους Αρμένιους, η κατάληψη της πρωτεύουσας του Καραμπάχ, Στεπανακέρτ, από τα στρατεύματα του Αζερμπαϊτζάν φάνηκε να είναι θέμα πολύ σύντομου χρόνου.

Η διατήρηση του Αρτσάχ ως εδάφος μη ελεγχόμενο από το Μπακού αποτελεί εγγύηση ότι το Αζερμπαϊτζάν δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και το ίδιο το ΝΑΤΟ δεν θα έχει πρόσβαση στην Κασπία Θάλασσα και στα ρωσικά σύνορα στην περιοχή του Νταγκεστάν.

Φαίνεται ότι, αποφεύχθηκε η περαιτέρω ενίσχυση της Τουρκίας στην περιοχή: η Άγκυρα ήταν ο υποκινητής του νέου πολέμου και διεκδίκησε να είναι ο εγγυητής της παύσης του - με τους δικούς της όρους. Και λέμε "Φαίνεται" - διότι ο Πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ, σχολιάζοντας την παύση των εχθροπραξιών, ανέφερε την ακόλουθη φράση: "Θα υπάρξει κοινή ειρηνευτική αποστολή Ρωσίας και Τουρκίας, αυτό είναι ένα νέο ειρηνευτικό σχήμα".

Ωστόσο, η Τουρκία δεν αναφέρεται ούτε στο κείμενο της τριμερούς συμφωνίας ούτε στη δήλωση του Πούτιν σχετικά με αυτό το θέμα - εκεί εμφανίζονται μόνο ρωσικές ειρηνευτικές μονάδες.

Ίσως, μιλάμε για τη συμμετοχή Τούρκων εκπροσώπων στο έργο του κέντρου παρακολούθησης της κατάπαυσης του πυρός, η δημιουργία του οποίου ορίζεται στη δήλωση των τριών ηγετών, αλλά ακόμα όχι για “τουρκικές ξιφολόγχες” μέσα στη ζώνη των συγκρούσεων. Εάν ο Αλίεφ έχει ήδη υποσχεθεί κάτι τέτοιο στον Ερντογάν, αυτό είναι ζήτημα της προσωπικής τους σχέσης. Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι για την Τουρκία η σύγκρουση που προκαλεί δεν τελειώνει με ιδανικό τρόπο και δεν έχει επιτύχει όλους τους στόχους της, που έχουν ήδη δημιουργήσει μια ξεχωριστή θεωρία συνωμοσίας.

Σύμφωνα με κάποιους ισχυρισμούς, η Άγκυρα προσπάθησε να αποτρέψει την επίτευξη συμφωνίας με αυτήν τη μορφή και μπορεί να είναι πίσω από την κατάρριψη του ρωσικού ελικοπτέρου Mi-24 κοντά στα σύνορα με τον Ναχιτσεβάν (υπήρξε συζήτηση για την παρουσία  εκεί τουρκικών στρατευμάτων εδώ και πολύ καιρό). Ωστόσο, η Μόσχα αποφάσισε να μην ανακατέψει το τραγικό αυτό συμβάν με την ειρηνευτική πρωτοβουλία.


Τι σημαίνει η συμφωνία για το Αζερμπαϊτζάν


Το Μπακού γιορτάζει μια νίκη. Έσφιξε το Καραμπάχ σε “τανάλια” "και επέστρεψε υπό τον έλεγχό του σημαντικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της ήδη αναφερθείσας πόλης Σούσι, η οποία έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία τόσο για τους Αρμένιους όσο και για τους Αζέρους: η πρώην πρωτεύουσα του χανάτου του Καραμπάχ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των ισχυρισμών και των δυο τους για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν στην ιστορία της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου για το Καραμπάχ, το Αζερμπαϊτζάν ενήργησε ως επιτιθέμενος, ξεπαγώνοντας τη σύγκρουση με ένα επινοημένο πρόσχημα. Ωστόσο, σύμφωνα με την κατάληξη του πολέμου, αυτό που θα απομείνει από την αυτοδιοικούμενη Αρμενική Αρτσάχ θα επιβιώνει, υποτίθεται, χάρη στην «καλή θέληση» του Μπακού. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό θα γίνεται μόνον λόγω των εγγυήσεων της Ρωσίας, που εκφράζονται με την παρουσία του ειρηνευτικού σώματος, αν και η προπαγάνδα του Αζερμπαϊτζάν θα το παρουσιάσει με το δικό της τρόπο.

Το πώς θα παρουσιαστεί είναι ένα σοβαρό ζήτημα, αφού το μόνο πρόβλημα που μπορεί να έχει ο Αλίεφ σε σχέση με όλα αυτά είναι η έλλειψη κατανόησης από το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της κοινωνίας. Είναι απαραίτητο να εξηγήσει στους στρατηγούς του και στο έθνος στο σύνολό του γιατί τα στρατεύματα του Αζερμπαϊτζάν σταμάτησαν και δεν έθεσαν τέλος στο «ζήτημα του Καραμπάχ» αποκτώντας τον έλεγχο σε ολόκληρη την επικράτεια του Ναγκόρνο Καραμπάχ, αν και θα μπορούσαν να το είχαν κάνει.


Τι σημαίνει η συμφωνία για την Αρμενία


«Τραγωδία», «καταστροφή», «πλήρης εφιάλτης», «εθνική προδοσία» - με αυτούς τους όρους, περιγράφεται αυτό που συνέβη από την αρμενική πλευρά. Το Ερεβάν απάντησε στη δήλωση του Πασινιάν για την παύση των εχθροπραξιών με εξέγερση. Οι διαδηλωτές εισέβαλαν στην έδρα της κυβέρνησης και στην Εθνοσυνέλευση, δηλαδή στο κοινοβούλιο, τον πρόεδρο του οποίου τον έβγαλαν από το αυτοκίνητο και τον ξυλοκόπησαν.

Τα συναισθήματα των Αρμενίων μπορούν να γίνουν κατανοητά: στις περιοχές που τώρα θα τεθούν υπό τον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν, δεν ζουν τόσοι πολλοί, αλλά υπάρχουν πολλές αρχαίες αρμενικές εκκλησίες και άλλα εθνικά μνημεία - συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, των ερειπίων του Τιγκρανακέρτ που δημιουργήθηκαν στην αρχαία εποχή. Η συναισθηματική σχέση με αυτά τα εδάφη είναι πολύ ισχυρή - ως μέρος του ηρωισμού του λαού γενικά και των απογόνων εκείνων που, αφού έδωσαν τη ζωή τους, είχαν κερδίσει τον πρώτο πόλεμο.

Ιδιαίτερος είναι ο πόνος για το Σούσι, για το οποίο είναι ακόμα έτοιμοι να πολεμήσουν και να το απελευθερώσουν “ό,τι και να γίνει" Το πρόβλημα είναι ότι η πόλη είναι ένα είδος φρουρίου: από τη μία πλευρά, περιβάλλεται από βουνά, από την άλλη, είναι ένα στρατηγικό ύψωμα από το οποίο βάλλεται το Στεπανακέρτ. Εάν δεν ήταν δυνατό να το υπερασπιστούν, είναι αδύνατον πλέον να το επανακαταλάβουν.

Οι Αρμένιοι δεν θέλουν να σταματήσουν τις προσπάθειές τους να ανατρέψουν την κατάσταση, αλλά η κατάσταση στο μέτωπο φαίνεται να είναι κρίσιμη για αυτούς. Αναγνωρίζοντας την απώλεια του Σούσι και άλλων εδαφών, σώζουν τουλάχιστον το Στεπανακέρτ, όπου συγκεντρώνεται ο κύριος πληθυσμός του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αυτό διατυπώθηκε συνοπτικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ Arayik Harutyunyan, για τον οποίο η αναγνώριση της πραγματικής ήττας πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Δεν υπάρχει ομοφωνία επάνω σε αυτό το ζήτημα στο Καραμπάχ. Η πλειοψηφία στο κοινοβούλιο συμφώνησε με τον πρωθυπουργό, αλλά ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας Samvel Babayan αντιτίθεται σθεναρά στην κατάπαυση του πυρός. Οι διαμαρτυρόμενοι στο Ερεβάν απαιτούν επίσης τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, καθώς και τη μεταφορά εξουσίας στην Αρμενία στο Γενικό Επιτελείο και την άμεση παραίτηση του Πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν. Ο ρόλος του στην εξέλιξη τόσο θλιβερών για το αρμενικό έθνος γεγονότων αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής συζήτησης.

Φαίνεται ότι το σφάλμα του Αρμένιου ηγέτη δεν είναι τόσο στο ότι συμφώνησε σε μια «επαίσχυντη παράδοση» - αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό μια αναγκαστική απόφαση. Είναι ότι η σύγκρουση, επί της ουσίας, έφθασε μέχρι αυτό το σημείο. Με περισσότερη τακτική ευελιξία και λιγότερη αυτοπεποίθηση από την πλευρά του στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι παραχωρήσεις μπορεί να μην ήταν τόσο μεγάλες όσο αυτές που αναγκάζεται να κάνει τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική χρεωκοπία του Πασινιάν είναι αμετάκλητη. Η φήμη που κυκλοφορεί ενεργά στα κοινωνικά δίκτυα είναι ότι ο πρωθυπουργός εγκατέλειψε τη χώρα και τώρα βρίσκεται στο Σότσι. Ακόμα κι αν αυτό είναι "συκοφαντία", στο εγγύς μέλλον  θα τον κυνηγούν όλα τα σκυλιά του Νότιου Καυκάσου και από τις δύο πλευρές, και του Αζερμπαϊτζάν και και της Αρμενίας. Αλλά αυτό είναι πλέον προσωπικό του πρόβλημα.

Ένα πιθανό πρόβλημα για τη Ρωσία είναι ότι όλος ο πόνος των Αρμενίων και όλη η αρνητικότητα που απευθύνεται τώρα προς τον Πασιανάν, αφού κορεστεί προς τα εκεί, θα κατευθυνθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προς τη Μόσχα. Τώρα ο λαός της Αρμενίας δεν εκτιμά τόσο πολύ το γεγονός ότι το Αρτσάχ σώθηκε από μια τελική καταστροφή, καθώς είναι δυσαρεστημένος για το γεγονός ότι τον ανάγκασαν να παραδοθεί.

Η νέα «αρχιτεκτονική ασφάλειας» στην περιοχή είναι τέτοια που το Ερεβάν περιέρχεται σε κρίσιμη στρατιωτική εξάρτηση από τη Μόσχα. Μόνο οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις θα συγκρατούν το Αζερμπαϊτζάν από την «τελική λύση στη σύγκρουση του Καραμπάχ» - η γραμμή άμυνας που δημιουργήθηκε από τους Αρμένιους έχει καταρρεύσει.

Αυτά είναι γεγονότα, αλλά εκτός από τα γεγονότα υπάρχουν και τα συναισθήματα, και στον Καύκασο είναι άφθονα και θερμά. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες δυνάμεις στην αρμενική κοινωνία θα αντιληφθούν τη Ρωσία όχι ως ειρηνοποιό, αλλά ως εμπόδιο.

Οι μύθοι ότι η Μόσχα συνωμότησε με τον Αλίεφ και εμπόδισαν την υποχώρηση των Αζέρων από το Σούσι μέχρι το Μπακού, όχι μόνο θα επιβιώνουν, αλλά θα διαδίδονται ενεργά από το τμήμα της αρμενικής ελίτ που προσανατολίζεται προς τη Δύση. Στο μέλλον, η επίδραση της προπαγάνδας απ’ αυτούς μπορεί να οδηγήσει στην ωρίμανση πολύ δηλητηριωδών φρούτων. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη.


Πηγή:https://vz.ru/politics/2020/11/10/1069760.html

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Συνέντευξη στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Ράδιο Πρώτο Κύπρου



Στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Ράδιο Πρώτο 
με τους δημοσιογράφους Λάζαρο Μαύρο, Μάριο Πούλλαδο και Χρήστο Μιχάλαρο
(9.11.2020)

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Οι αδυναμίες της Ρωσίας που εκμεταλλεύεται η Τουρκία στην Αρμενία


Η Τουρκία αντιστάθμισε την πίεση που δέχεται από τη Ρωσία στη Συρία με την επέμβαση στον Καύκασο, μέσω Αζερμπαϊτζάν.
Η Τουρκία μήλον της έριδος μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - Δύσεως Από την εκπομπή «Εμείς οι Έλληνες» με τον Λάμπρο Καλαρρύτη, στον ραδιοσταθμό Παραπολιτικά 90.1 FM, της 5-11-2020.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Κυπριακές παραδοξότητες στον τρόπο πρόσληψης της τουρκικής επιθετικότητας




Κατάπληξη προκαλεί ο τρόπος που ένα σημαντικό τμήμα του κυπριακού ελληνισμού προσλαμβάνει την πλήρη αποκάλυψη των κατακτητικών νεο-οθωμανικών σχεδίων του Ερντογάν. Αντί, όπως θα ανέμενε κάποιος, ο σκοταδιστικός μεσαιωνικός τουρκικός λόγος και οι αλλεπάλληλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Άγκυρας να προκαλέσουν την αποτίναξη των χρόνιων ψευδαισθήσεων για το ημέρωμα του θηρίου, μέσω της εθελούσιας μερικής υποταγής, παρατηρείται το ακριβώς αντίστροφο. 

Κατηγορείται, δηλαδή, η προτέρα μη αποδοχή εκ μέρους της πλειοψηφίας της κυπριακής κοινωνίας των ψευδαισθητικών προσδοκιών, όχι μόνον για το αδιέξοδο που βρίσκεται στην παρούσα φάση το κυπριακό αλλά, και γι’ αυτήν ακόμη την πρωτοφανή εξαχρείωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Σε μια αποθέωση ενός μυωπικού επαρχιωτισμού, αποσιωπάται ότι η ισλαμιστική ηγεσία της Τουρκίας διατηρεί ενεργά ταυτοχρόνως "εξήμισι" στρατιωτικά μέτωπα -σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και την εσωτερική βίαιη καταστολή κατά των Κούρδων, η οποία συνεχίζεται με την ίδια πάντα ένταση- σε μια κολοσσιαία επιχείρηση αναθεωρητισμού, που παραπέμπει στην ναζιστική Γερμανία του μεσοπολέμου. Η ανάδυση, λόγω ωρίμανσης των εσωτερικών εθνοτικών και οικονομικών συνθηκών αλλά και των ευνοϊκών διεθνών συσχετισμών, των διαχρονικών παντουρκικών και πανισλαμικών οραμάτων της βαθέος Τουρκίας αντιμετωπίζεται ως μια συγκυριακή συνθήκη, αυθαίρετα ταυτισμένη αποκλειστικά με την προσωπικότητα του Ερντογάν. Βεβαίως, η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν είναι προνόμιο των Κυπρίων οπαδών της ‘όποιας λύσης’, αλλά και πολλών Ελλαδιτών διανοουμένων, που επίσης για χρόνια υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπηρετούν την σχολή του κατευνασμού και της “φιλανδοποίησης” της Ελλάδος, προφανώς ως προστάδιο πριν την μετατροπή της σε οθωμανικό βιλαέτι, κάτι που αιδημόνως επίσης αποσιωπούν. Είναι εμφανέστατη εδώ η άγνοια ακόμη και βασικών στοιχείων της βυζαντινής ιστορίας, ιδίως της ύστερης περιόδου της, που θα συνέβαλε στην αποφυγή των ανάλογων θεωρητικών λαθών που διαπράχθηκαν και τότε.    

Στην Κύπρο, λοιπόν, κάθε νέα τουρκική επιθετική ενέργεια -όπως η de facto κατάληψη της κυπριακής ΑΟΖ ή το άνοιγμα της περίκλειστης Αμμοχώστου και η εξευτελιστική ανακοίνωση για πικ νικ του σουλτάνου εντός της κατεχόμενης πόλης- δεν πυροδοτεί σ’ αυτούς τους, καθόλου ευκαταφρόνητους σε αριθμητικό εύρος και κυρίως σε πολιτική και επικοινωνιακή ισχύ, κύκλους δημόσια αισθήματα αγανάκτησης κατά της τουρκικής ωμότητας. Αντιθέτως, τους ωθεί να καταγίνονται με κείμενα συλλογικής αυτομαστίγωσης για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος, χολερικής κριτικής σε όσους, ζώντες και νεκρούς, εναντιώθηκαν στα διάφορα προτεινόμενα σχέδια λύσης και, κυρίως, σε παρακλήσεις και απειλές για την άμεση αποδοχή οποιουδήποτε επικείμενου σχεδίου.

Κι όμως, μια αρκούντως ορθολογική ανάλυση των νέων δεδομένων θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο κυπριακός ελληνισμός, ενστικτωδώς ίσως, διεσώθη από την συντριβή του, διότι ακριβώς αρνήθηκε την κατάργηση της αυτοτέλειάς του, όπως αυτή κατοχυρώνεται από την, έστω και κολοβή αλλά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν πρέπει να μένει η παραμικρή αμφιβολία ότι ένα υβριδικό κρατικό μόρφωμα, στο οποίο η Τουρκία θα είχε επ’ αυτού ισχυρά παρεμβατικά δικαιώματα, θα είχε ήδη εισέλθει στον δρόμο της ολοκληρωτικής ισλαμοποίησης και τουρκοποίησης του, με την διοχέτευση εξαρτημένων ισλαμικών-τουρκογενών πληθυσμών και την πρόκληση διαρκών προβοκατόρικων δράσεων. Κάτι που συνέβη εξάλλου στην επαρχία της Αλεξανδρέττας-Χατάι μετά το 1937-39, στην κατεχόμενη Κύπρο μετά το 1974, στις ζώνες τουρκικής κατοχής στη Σύρια, μετά το 2016. Η εμπειρία αποδεικνύει επίσης ότι η Άγκυρα, εφόσον διέθετε τα απαραίτητα νομιμοποιητικά εργαλεία, κανένα τρίτο μέρος δεν θα την εμπόδιζε να ολοκληρώσει το στόχο της.   

Οι ανωτέρω εύλογες σκέψεις, βασιζόμενες σε αναντίρρητα δεδομένα, απωθούνται, ωστόσο, μετά βδελυγμίας από τους οπαδούς της προσέγγισης με κάθε κόστος και ζημία. Ίσως οι αιτίες αυτής της παράδοξης άρνησης της πραγματικότητας, πέραν της στενής ξενικής εξάρτησης της κυπριακής ελίτ, που ετεροκαθορίζει τις επιλογές της, να εστιάζονται σε αφανείς ψυχολογικές λειτουργίες. Η αδυναμία αποδοχής της ήττας του 1974 κι, εν τέλει, της ύπαρξης ενός κόσμου που -απούσης της μητρός πατρίδος- επικρατεί το άδικο, χωρίς έναν Θεό, μια υπερδύναμη, έναν ΟΗΕ τέλος πάντων, να αποκαθιστά το δίκαιο, οδήγησε πολλούς στην επιλογή της αυτοενοχής, ή ορθότερα της εθνικής ενοχής, από την οποία οι ίδιοι πλέον αυτοεξαιρούνται. Έτσι το θύμα εξυψώνεται στο ίδιο επίπεδο με τον θύτη, και ελαφρύνεται το αβάσταχτο βάρος της συνείδησης της αδυναμίας του. Η συμπεριφορά αυτή επηρεάζεται, επίσης, και από την δυσκολία παραδοχής του λάθους, όχι μόνον απέναντι στο κοινωνικό περιβάλλον, που συνεπάγεται τη δυσάρεστη απώλεια κύρους, αλλά και απέναντι του ίδιου του εαυτού, που καταλήγει σε μοιραία εσωτερική συντριβή. Κάτι σπάνιο άλλωστε σε συνθήκες υπερευημερίας και ασύλληπτου, οικονομικού και αισθητικού, νεοπλουτισμού, δομημένου σε έναν λαβύρινθο παροχής νόμιμων και “ημινόμιμων” διεθνών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η μόνη οδός υπέρβασης του προσωπικού αδιεξόδου απομένει η εμμονή στις παγιωμένες απόψεις, μέχρι ασφαλώς τη συντριβή τους από την ίδια την πραγματικότητα. Βεβαίως, ακόμη και σε μια τέτοια διαλυτική συνθήκη, εμφανίζονται μηχανισμοί απορρόφησης της ματαίωσης των προσδοκιών, μέσω οδυνηρών συμβιβασμών, τους οποίους ωστόσο έχει προετοιμάσει η σταδιακή διολίσθηση στην αποδοχή των αντιλήψεων του αντιπάλου και μελλοντικού εξουσιαστή. Εξάλλου, το ιδεολόγημα του νεοκυπριακού έθνους, έχει ήδη λειάνει το έδαφος προς αυτήν την κατεύθυνση, εξαφανίζοντας τους λόγους μιας ουσιαστικής αντιστάσεως.

Επί της προκειμένης καταστάσεως, πάντως, η νεο-οθωμανική Τουρκία δεν προτίθεται σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει την από δεκαετίες εκπεφρασμένη επιδίωξη της για έλεγχο ολόκληρης της νήσου. Η σκλήρυνση της τακτικής της και οι ρητορικές απειλές για μια τελική διχοτόμηση με δύο κυρίαρχα κράτη, σχετίζονται με τη γενικότερη εκβιαστική πολιτική που ακολουθεί για την επίτευξη όσων περισσότερων στόχων μπορεί στην παρούσα ευνοϊκή για την ίδια συγκυρία. Πολλά, κατά τα φαινόμενα, θα κριθούν, όχι μόνον για την Κύπρο αλλά και για το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, από τη συνέχιση της σταδιακής στροφής της Άγκυρας προς τη Δύση, όπως έχει αρχίσει να διαπιστώνεται από τη δράση της στην Υπερκαυκασία, όπου λειτουργεί μια άτυπη αντί-ρωσική και αντί-ιρανική ισραηλινο-τουρκική συμμαχία, και από την έκβαση του πολέμου στα βουνά του Ναγκόρνο Καραμπάχ.