Το Ιράν, όπως τα περισσότερα κράτη της
«περιφέρειας», είναι μια χώρα κατ’ εξοχήν νέων ανθρώπων. Ο πληθυσμός του αναπτύσσεται
με υψηλούς ρυθμούς, καθώς από 59 εκατομμύρια κατοίκους το 1990, έφθασε εφέτος τα
80 εκ.,
ενώ ο μέσος όρος ηλικίας είναι περίπου τα 25-30 έτη. Ταυτοχρόνως, η ιρανική
κοινωνία παρουσιάζει σχετικά ενδιαφέρουσα εθνοτική ποικιλία: οι Πέρσες είναι το
61%, οι Αζέροι 16%, οι Κούρδοι 10%, οι Λούροι 6%, και οι Άραβες, οι Βαλούχοι και
οι Τουρκμένοι από 2%. Αντιθέτως, η θρησκευτική σύνθεση εμφανίζεται περισσότερο ομοιόμορφη,
με τους Σιίτες να αποτελούν το 89% και τους Σουνίτες μόνον το 9%. Η σιιτική παραδοσιακή
βοήθησε τον ιρανικό πολιτισμικό χώρο να διατηρήσει τη διακριτή του ταυτότητα
απέναντι στους, σουνίτες, Άραβες. Το Ιράν κατέστη έτσι το κέντρο ενός σιιτικού
τόξου, που περνά από το Ιράκ, τη Συρία και καταλήγει στον νότιο Λίβανο. Δηλαδή,
στη διακεκαυμένη ζώνη των σημερινών πολεμικών συγκρούσεων. Ο σιιτισμός, κατά την
επανάσταση του 1979, έγινε η ιδεολογική «ομπρέλα» που ένωσε τα αντι-αποικιοκρατικά
αισθήματα και τις κοινωνικές επιδιώξεις των αγροτών και των μικροαστικών
στρωμάτων της πόλης. Έως τότε, η πολιτική του σάχη, εκτός από ακραία φιλοδυτική,
επηρεαζόταν από τις ιδέες του περσικού εθνικισμού. Ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί και οι
μουλάδες, αντιθέτως, επέβαλαν το σιιτικό Ισλάμ ως κρατική ιδεολογία και σύστημα
αξιών. Με τη διαδικασία αυτή επεδίωξαν να πετύχουν μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των
εθνοτήτων, καθώς το κριτήριο της αποδοχής εκ μέρους της εξουσίας έγινε το
θρήσκευμα κι όχι η εθνότητα.